Η Αριστερά και ο Εθνικισμός

Γράφει ο Γιώργος Κολλιάς, ΑΡ Α Αθήνας

Το πρόβλημα που η αριστερά πάντα αντιμετώπιζε σε συνθήκες ήττας του εργατικού κινήματος, ήταν να μπορέσει να συνδεθεί ξανά μαζί του, να συμβάλει μέσω της ενότητας των γραμμών του στην ανασυγκρότησή του από μια καταρχάς ισχυροποίηση της άμυνάς του απέναντι στην επίθεση της αστικής τάξης. Αυτό ήταν και είναι απαράβατος όρος ανάκτησης της ηγεμονίας, ώστε να αποτελέσει τον καταλύτη στην εξέλιξη του ταξικού ανταγωνισμού. Η αριστερά απέναντι σε αυτό το καθήκον δεν είχε ενιαία αντίληψη και τακτική. Διχάστηκε πολλές φορές και μάλιστα, ο διχασμός αυτός μορφοποίησε δύο βασικά διακριτά ρεύματα στο εσωτερικό της, το λεγόμενο «πατριωτικό» και «διεθνιστικό» ρεύμα.

Η παράδοση της πατριωτικής προσέγγισης, αντλεί από μια λαθεμένη ανάλυση του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού που θεωρεί ότι είναι εξαρτημένος και όχι ολοκληρωμένος αστικοδημοκρατικά από την 6η Ολομέλεια της Κ.Ε του ΚΚΕ το 1934. Επομένως, η άμεση προτεραιότητα στο ζήτημα του προγράμματος ήταν η αστικοδημοκρατική ολοκλήρωση ως ένα στάδιο ξεχωριστό, πριν τον σοσιαλισμό (θεωρία των σταδίων), ενώ στο πεδίο της τακτικής συμμαχιών, εφόσον τα σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά του προγράμματος παραπέμπονταν στο απροσδιόριστο μέλλον, αυτές θα συμπεριλάμβαναν ακόμη και αστικές δυνάμεις (Λαϊκά μέτωπα), οι οποίες τελικά έμελε να έχουν έναν ηγεμονικό ρόλο.

Στην αντίληψη αυτή απάντησε ο Π. Πουλιόπουλος, εκφραστής της γενιάς της μπολσεβικοποίησης του κόμματος από ΣΕΚΕ σε ΚΚΕ, και πρώτος γραμματέας του, το 1924 (μετέπειτα διαγραφείς από αυτό, το 1927). Με το θεωρητικό του έργο, «Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα;», αποδεικνύει ότι ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός είναι ενσωματωμένος στο πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, οι καπιταλιστικές σχέσεις έχουν επικρατήσει πλήρως, το ελληνικό κεφάλαιο δεν εξαρτάται, αλλά συνεργάζεται στενά με το ξένο.

Αυτή η προσέγγιση έθετε άλλα καθήκοντα τόσο σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα, αλλά και σε ό,τι αφορά τις συμμαχίες. Έθετε την ανάγκη ενός μεταβατικού προγράμματος, όπου οι αλλαγές και οι άμεσες μεταρρυθμίσεις ανακούφισης των λαϊκών στρωμάτων θα ήταν μέρος ενός συνολικού σχεδίου αλλαγής των αστικών σχέσεων παραγωγής σε σοσιαλιστικές. Ένα τέτοιο πρόγραμμα απαιτεί συμμαχίες, «ενιαίο μέτωπο», υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης και όχι των αστικών στρωμάτων.

Επομένως, η ταξική ανάλυση έχει κεντρική σημασία και πρωταρχικό ρόλο στη στρατηγική της μετάβασης, στο πρόγραμμα, τις συμμαχίες και στο εάν και σε ποιο βαθμό η αριστερά θα μπορέσει να συγκροτήσει έναν ανεξάρτητο ανταγωνιστικό προς το σύστημα πόλο αντίστασης ή θα μετατραπεί σε ουρά και συμπληρωματική δύναμη του αστισμού, αντλώντας από το ιδεολογικό του οπλοστάσιο μεθόδους απεύθυνσης, που της δημιουργούν στρατηγικά αδιέξοδα.

Η απουσία μιας τέτοιας προσέγγισης στις αναλύσεις του κυρίαρχου πατριωτικού ρεύματος στην αριστερά, της στερεί τη δυνατότητα ταξικής ανάλυσης, αποβάλλει από την προγραμματική της απεύθυνση τα σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά, την αποκόβει από τις παραδόσεις του διεθνισμού, την εγκλωβίζει στη λογική του εθνικού ακροατηρίου και σε αμφίσημες συμμαχίες εθνικοπατριωτικού χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, την καθιστούν ιδιαίτερα ευάλωτη στην αφήγηση του αστικού μπλοκ εξουσίας, το οποίο αναπαράγει την εξουσία του από το 1990 και έπειτα πάνω στον άξονα του εθνικισμού ως βασικό εργαλείο ομογενοποίησης των αντιθέσεων στη σφαίρα των ιδεών γύρω από τα κυρίαρχα αστικά συμφέροντα.

Διεκδικεί την αρπαγή της σημαίας του εθνικού αγώνα από τα χέρια της δεξιάς, ευελπιστώντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να ανασυγκροτηθεί ως το αντίπαλο δέος του αστικού μπλοκ. Δεν βλέπει ότι στις διεθνείς σχέσεις ο ανταγωνισμός μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών είναι πρωτίστως ανταγωνισμός των αστικών τάξεων για οικονομική διείσδυση και επέκταση των σφαιρών επιρροής. Έτσι, η πατριωτική αριστερά στο μακεδονικό ζήτημα υιοθέτησε το σύνολο σχεδόν των επιχειρημάτων του εθνικιστικού μπλοκ (γλώσσα, εθνότητα, αλυτρωτισμός), αρνούμενη το αυτονόητο δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού του γειτονικού λαού. Στα ελληνοτουρκικά, σύρεται πίσω από επιχειρήματα περί υπεράσπισης των εθνικών (αστικών) δικαίων και κυριαρχικά εθνικά (αστικά) συμφέροντα. Δεν αντιλαμβάνεται τις αντιθέσεις με την Τουρκία ως μια αναμέτρηση των αστικών τάξεων της περιοχής κυρίως για την γεωπολιτική τους επιρροή και αναβάθμισή τους στα πλαίσια των ιμπεριαλιστικών βλέψεων στη περιοχή, αδυνατώντας να αρθρώσει ανταγωνιστικό πολιτικό λόγο απέναντι στην εγχώρια αστική τάξη της χώρας. Ταυτόχρονα όμως, αδυνατεί να απευθυνθεί με ταξικό διεθνιστικό λόγο στην εργατική τάξη και τα καταπιεζόμενα στρώματα της άλλης πλευράς για κοινό μέτωπο. Έτσι, ο οποιοσδήποτε αντιιμπεριαλισμός είναι κενός περιεχομένου, αφού προϋποθέτει την ταξική διεθνιστική ενότητα των καταπιεσμένων της ευρύτερης περιοχής.

Εάν αυτή απουσιάζει, τότε, σε μια περίοδο όξυνσης των εθνικών ανταγωνισμών η αριστερά αφήνει εκτεθειμένα τα λαϊκά στρώματα στο δηλητήριο του εθνικισμού, δοκιμάζοντας πολλές φορές και η ίδια να πιει από το ποτήρι του, διαπαιδαγωγώντας και το δικό της ακροατήριο εντός των γραμμών της σε αυτές τις λογικές χαϊδεύοντας αυτιά, «Δεν είναι όλοι όσοι συμμετέχουν σε εθνικιστικά συλλαλητήρια εθνικιστές ή φασίστες», ψαρεύοντας σε θολά νερά για διεύρυνση της επιρροής της. Το μόνο που καταφέρνει με αυτό τον τρόπο είναι να απογοητεύει και να αποστρατεύει τα πιο ταξικά διαπαιδαγωγημένα στελέχη και αγωνιστές βάσης, να χάνει την αξιοπιστία της δυσκολεύοντας σε μεγάλο βαθμό τις συσπειρώσεις με άλλα σχήματα της αριστεράς και την οικοδόμηση ενός ανταγωνιστικού προς το αστικό στρατόπεδο πόλο αντίστασης.

*Το άρθρο είναι δημοσιευμένο στο 1ο φύλλο της εφημερίδας «Η Κόκκινη» (Μάης 2019)

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s