
Γράφει ο Χάρης Παπαδόπουλος
Κανείς και καμιά δεν μπορεί να ασχοληθεί στα σοβαρά με την ιστορία του εργατικού και επαναστατικού κινήματος στην Ελλάδα του 20ού αιώνα χωρίς να τοποθετήσει στο κέντρο της ανάλυσης το ΚΚΕ. Αν εστιάσει μάλιστα στην επανάσταση της δεκαετίας του ’40, επανάσταση που αλυσοδέθηκε στη Βάρκιζα και κατακρεουργήθηκε στη συνέχεια στα ξερονήσια και στα εκτελεστικά αποσπάσματα, τότε το ΚΚΕ δεν είναι απλώς το κέντρο, αλλά όλο ουσιαστικά το σώμα της αφήγησης.
Δεν υπάρχει καμιά επανάσταση στην Ιστορία που να χάθηκε επειδή λείψανε οι θαρραλέοι μαχητές και μαχήτριες, που να ηττήθηκε γιατί απουσίαζε ο ηρωισμός και η αυτοθυσία από τους ταπεινούς που τόλμησαν να εξεγερθούν. Ο Ναπολέοντας, στην εποχή του, έγραφε πως τις μάχες τις κερδίζουν οι φαντάροι και τις χάνουν οι στρατηγοί. Αυτό το απόφθεγμα, που είναι απόλυτα ορθό για τον πόλεμο, ισχύει εκατό φορές περισσότερο για τις επαναστάσεις.
Υπάρχει μια λέξη που κάθε αγωνιστής και αγωνίστρια της Αριστεράς χρησιμοποιεί συχνά, όταν μιλά για το ΚΚΕ. Είναι η λέξη «λάθη». Οι δυο λέξεις «ΚΚΕ» και «λάθη» είναι στην ιστορία αδιαχώριστες.
Πώς εξηγούνται αυτά τα λάθη; Ήταν απροσεξίες, ατυχήματα, ανεπάρκειες συγκεκριμένων ανθρώπων που το έφερε η μοίρα να ηγηθούν; Μήπως μπορούσαν να αποφευχθούν τα πιο σημαντικά λάθη αν άλλαζαν κάποια πρόσωπα στην ηγεσία του κόμματος;

Η «θεωρία των σταδίων»
Ισχυριζόμαστε σε αυτό το άρθρο πως τα «λάθη» αυτά έχουν πιο βαθιά αίτια από ό,τι η επιλογή των συγκεκριμένων προσώπων που αναδείχθηκαν καθοδηγητές. Το ΚΚΕ πριν ακόμα ηγηθεί σε μαζικούς ξεσηκωμούς της εργατικής τάξης, όπως τον Μάη του ΄36 στη Θεσσαλονίκη ή κατόπιν στον ένοπλο αντιφασιστικό αγώνα, είχε υπονομεύσει προκαταβολικά, με τον σχεδιασμό του, κάθε πιθανότητα να οδηγήσει το κίνημα των «από τα κάτω» στη νίκη.
Το χρονικό σημείο που το ΚΚΕ ναρκοθέτησε κάθε πιθανότητα μελλοντικής επιτυχίας ήταν ο Γενάρης του 1934. Και το συγκεκριμένο γεγονός, κατά το οποίο τοποθετήθηκε η εκρηκτική ύλη και ο πυροδοτικός μηχανισμός, ήταν η 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ.
Το ΚΚΕ σ’ αυτή τη συνεδρίαση, προχώρησε σε μια ριζική στροφή στο πρόγραμμά του, εισάγοντας τη «θεωρία των σταδίων». Η νέα στρατηγική ήταν ριζικά αντίθετη σε ό,τι ως εκείνη τη στιγμή το ΚΚΕ δεχόταν ως πρόγραμμά του.
Μέχρι πριν την 6η Ολομέλεια, το ΚΚΕ θεωρούσε ότι η επερχόμενη επανάσταση στην Ελλάδα θα είναι σοσιαλιστική. Η εργατική τάξη θα είναι η πρωτοπόρα δύναμη που θα ανατρέψει την εξουσία των καπιταλιστών και θα θέσει τον μεγάλο πλούτο της Ελλάδας, δηλαδή τα εργοστάσια, τα πλοία, τα ορυχεία, τα λιμάνια και τις τράπεζες, κάτω από τον εργατικό έλεγχο προς όφελος όλης της κοινωνίας.

Δίπλα του ο Σιάντος, το ηγετικό στέλεχος του κόμματος που υπέγραψε τη Συμφωνία της Βάρκιζας.
Όμως με την καινούργια ανάλυση, που υιοθετήθηκε ξαφνικά και απότομα στην 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, αλλάζει κατεύθυνση. Η επανάσταση, που κοντοζύγωνε στην Ελλάδα, δεν μπορούσε, κατά την ανάλυση αυτή της ηγεσίας του κόμματος, να έχει χαρακτήρα άμεσα εργατικό και σοσιαλιστικό, «γιατί η χώρα έχει μέσο»-μονάχα-«επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης και άλυτα ακόμη ζητήματα αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού»
Πιο συγκεκριμένα η Απόφαση της 6ης Ολομέλειας υποστήριζε:
«Η ιδιομορφία της Ελλάδας συνίσταται στη σημαντική της εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο και στη συνδεδεμένη με αυτή μονομερή, ασθενή ανάπτυξη της βιομηχανίας και γενικά των παραγωγικών δυνάμεων, στην ύπαρξη υπολειμμάτων μισοφεουδαρχικών σχέσεων που πιέζουν τη βασική μάζα της αγροτιάς…».

« …Η θέση της Ελλάδας στο σύστημα του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού σαν εξαρτημένης χώρας, τα σημαντικά φεουδαρχικά υπολείμματα στην αγροτική οικονομία και ο φεουδαρχικός φόρος που έχει πάρει σύγχρονη χρηματική μορφή που πιέζει την αγροτιά, ο χαμηλός βαθμός της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων καθορίζουν το χαρακτήρα της επικείμενης επανάστασης στην Ελλάδα και τις κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης αυτής.
Η επικείμενη επανάσταση των εργατών στην Ελλάδα θα έχει αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα…».
Άρα θα υπάρξουν πρώτα ένα αστικοδημοκρατικό στάδιο, όπου θα λυθούν ζητήματα, που αφορούν και ενδιαφέρουν, εξίσου με την εργατιά, και άλλα πλατύτερα στρώματα του χωριού και της πόλης. Τα μέτρα που θα φέρει αυτό το νέο «εργατοαγροτικό» καθεστώς στο πρώτο του στάδιο δεν θα είναι μέτρα σοσιαλιστικής επανάστασης. Το καινούργιο καθεστώς θα περιοριστεί στο να συμπληρώσει τον ανολοκλήρωτο αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό της χώρας, που δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει η αστική τάξη. Το νέο υβριδικό καθεστώς (η Λαοκρατία ή η Λαϊκή Δημοκρατία κ.ο.κ.) θα αναλάβει να διαλύσει τις «μισοφεουδαρχικές» μορφές οικονομίας. Έτσι «θα ωριμάσουν» υποτίθεται, «οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις λιγότερο ή περισσότερο γρήγορα, για τη σοσιαλιστική μετατροπή και στη χώρα μας».

Με άλλα λόγια, πριν προχωρήσουμε στον σοσιαλισμό θα πρέπει πρώτα να ολοκληρώσουμε την καπιταλιστική ανάπτυξη, ενώ μέχρι τότε μας μένει το καθήκον να ισχυροποιήσουμε την αστική δημοκρατία, σύμφωνα πάντα με τη λογική της Ολομέλειας…
Η συγκεκριμένη διατύπωση στο κείμενο της απόφασης της 6ης Ολομέλειας αναφέρει ότι «η επικείμενη επανάσταση των εργατών και αγροτών στην Ελλάδα θα έχει αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα με τάσεις γρήγορης μετατροπής σε προλεταριακή σοσιαλιστική Επανάσταση» (1). Αυτό το δίπολο, στην κομματική γλώσσα του ΚΚΕ, πέρασε όλες τις επόμενες δεκαετίες ως «τα δύο στάδια της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας».
Παρ’ όλα αυτά, τα καθήκοντα που έμπαιναν κάθε φορά στο κόμμα αφορούσαν αποκλειστικά και μόνο το πρώτο στάδιο, την επίτευξη των αστικοδημοκρατικών στόχων, και η πολιτική του ΚΚΕ μέσα στο εργατικό κίνημα προσπαθούσε να μην «τρομάξει» τους υποψηφίους συμμάχους, με τους οποίους θα επιχειρούνταν η καλύτερη θωράκιση της αστικής δημοκρατίας.
Αντίθετα, το δεύτερο στάδιο απομακρυνόταν ως προοπτική και κατέληγε στην πράξη μια μελλοντική προσδοκία τόσο μακρινή στο χρόνο, που δεν αφορούσε την πρακτική ζωή στο σήμερα.
Ας δούμε, όμως, αν η ηγεσία του ΚΚΕ και τα στελέχη του κατανοούσαν πράγματι τη στρατηγική των σταδίων ως «ενιαία επαναστατική διαδικασία».
Τον Σεπτέμβρη του ’46, ο Λευτέρης Αποστόλου, εκπροσωπώντας την ηγεσία του ΚΚΕ στην «αντιπαράθεση», με τις τροτσκιστικές οργανώσεις, έγραφε: «Αν θέλουμε να βαδίσουμε στον σοσιαλισμό όχι στα λόγια μα στα έργα, ο μόνος δρόμος που οδηγεί σε αυτόν είναι η λαϊκή δημοκρατία κοινοβουλευτικής μορφής, που έργο της θα έχει να ολοκληρώσει τον αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό και στον βαθμό που θα τον ολοκληρώσει θα ανοίγει τον δρόμο προς τη σοσιαλιστική δημοκρατία».
Δεν πρόκειται για κάποιο απομονωμένο λάθος. Το 1945, ενώ ο Νίκος Ζαχαριάδης είχε ήδη επιστρέψει και το ΚΚΕ βάδιζε προς το 7ο Συνέδριο του, ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευε το εξής μήνυμα του ΠΓ της ΚΕ:

«Η ανώτατη και πιο επιτακτική ανάγκη της χώρας είναι σήμερα: Ησυχία. Ενότητα. Ομόνοια. Δουλειά. Ανόρθωση. Όποιος διασπά σήμερα την εσωτερική μας ενότητα και δεν αφήνει τον τόπο να ησυχάσει, να μονοιάσει, να περιμαζευτεί, να δουλέψει, να σηκωθεί, είναι ο μοναδικός εχθρός του λαού και της Ελλάδας…».
Με άλλα λόγια, στην 6η Ολομέλεια το ΚΚΕ άνοιξε την πορεία για τη μετατροπή του σε κόμμα που επιδιώκει να συγκρατήσει τη δράση της εργατικής τάξης σε συγκεκριμένα όρια, τέτοια που δεν θα τρομάζουν τους υποτιθέμενους συμμάχους στο πρώτο στάδιο της διαδικασίας, όπως θα δούμε παρακάτω στην περίπτωση του συμφώνου Σοφούλη–Σκλάβαινα.
Όλη αυτή η κολοσσιαία αλλαγή στη στρατηγική του κόμματος αναγγέλθηκε στα μέλη του ΚΚΕ από τον «Ριζοσπάστη» στις 21 Γενάρη 1934, εντελώς αιφνιδιαστικά. Τα μέλη όχι μόνο δεν συζήτησαν σε κάποιο συνέδριο ή στις οργανώσεις βάσης, ώστε σαν αποτέλεσμα της ζύμωσης να προκύψει αυτή η νέα θεωρία, αλλά ούτε καν υποψιάζονταν πως υπήρχε ένα τέτοιο θέμα για συζήτηση μέσα στο κόμμα και στην Κεντρική Επιτροπή του. Παρεμπιπτόντως, η Κεντρική αυτή Επιτροπή, που στη συνεδρίασή της αποφασίστηκαν όλα αυτά, δεν ήταν εκλεγμένη από τη βάση, αλλά διορισμένη από την Κομιντέρν, την Κομμουνιστική Διεθνή.
Για να ειπωθεί ωμά η ιστορία, συνέβη το εξής: «Οι τοποθετημένοι από τα πάνω υπάλληλοι της σταλινικής γραφειοκρατίας, που ποτέ δεν εκλέχτηκαν, ούτε λογοδότησαν στο Κόμμα, βγάλανε μέσα σε μια συνάθροισή τους…το νέο “διάταγμα” και ύστερα κάλεσαν… τα τοποθετημένα από τους ίδιους πάλι πρόσωπα του τοπικού μηχανισμού τους να στείλουνε στο “Ριζοσπάστη” τις συνηθισμένες “παμψηφεί” εγκρίσεις των αχτίβ… με τα εμβρόντητα μέλη να πειθαρχούνε στη γενική γραμμή» (2).
Πρωτομάστορας στην επιβολή της γραμμής της 6ης Ολομέλειας (όπως και αργότερα στην ανάπτυξη αυτής της γραμμής στο 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ με το πρόγραμμα της «Λαϊκής Δημοκρατίας») ήταν ο Νίκος Ζαχαριάδης που πολλοί σήμερα χαρακτηρίζουν ακόμα ως «θεμελιωτή» του ΚΚΕ. Οι απόψεις του για τον χειρισμό της επαναστατικής κρίσης του 1945 -όπως σωστά χαρακτηρίζει σήμερα ο Μ. Μαΐλης το ιστορικό «παράθυρο» που άνοιξε η ήττα του Άξονα και η αποχώρηση των ναζιστικών στρατευμάτων από την Ελλάδα- ήταν καταστροφικές.

Ας δούμε πώς περιγράφει ο Ζαχαριάδης τα «καθήκοντα» στην επιστολή του προς τον Θανάση Χατζή, τότε γραμματέα της ΚΟ Θεσσαλονίκης (Σεπτέμβρης 1945): «Η αστική τάξη στην Ελλάδα και ο πολιτικός της κόσμος πρόδωσαν την αστικοδημοκρατική αποστολή τους που περιλαμβάνει και τη δημιουργία πραγματικά γερής, οικονομικά και πολιτικά ανεξάρτητης νεοελληνικής εθνικής πολιτείας…δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι θα μπορέσουμε να το μαστορέψουμε το πρόβλημα αυτό…Να κερδίσουμε με τη λαϊκή δημοκρατική πολιτική μας τις ταλαντεύσεις του Κέντρου, τουλάχιστον για όσον αφορά τη μαζική του βάση προς τα αριστερά. Και να πείσουμε τους ξένους ότι δεν μπορεί να υπάρξει συνεννόηση και συνεργασία με την Ελλάδα όξω από τη βάση της ισοτιμίας και της εθνικής αξιοπρέπειας που βάζει το ΕΑΜ…».
Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς! Τη «στοχοπροσήλωση» να αναλάβει το ΕΑΜ να ολοκληρώσει τα καθήκοντα της αστικής τάξης και του πολιτικού προσωπικού της; Να κερδίσει το ΕΑΜ τις «ταλαντεύσεις» του Κέντρου; Να πείσει τους ξένους για «συνεννόηση και συνεργασία» την ώρα που συγκέντρωναν στρατεύματα και δυνάμεις για να συντρίψουν το ΕΑΜ;
Η γραμμή της 6ης Ολομέλειας και τελικά του 7ου συνεδρίου του ΚΚΕ είναι η μοναδική βάση που επιτρέπει την ερμηνεία της τραγικής ήττας της Αριστεράς στη δεκαετία του ’40.
«Δημοκρατικές επαναστάσεις»: Το νέο πρόγραμμα των κομμάτων όλης της Κομιντέρν
Το ΚΚΕ μετέφερε με αυτή τη γραμμή στην ελληνική πραγματικότητα τα πολιτικά καθήκοντα που έβαζε η νικήτρια πλέον γραφειοκρατία στη Ρωσία του Στάλιν. Τώρα, τη σοβιετική εξωτερική πολιτική την εξυπηρετούσε η συμμαχία, σε κάθε χώρα, των κομμουνιστικών κομμάτων με το «φιλελεύθερο» τμήμα της κάθε αστικής τάξης ενάντια στο «αντιδραστικό». Αυτή η πολιτική μορφοποιήθηκε στη γραμμή των «Λαϊκών μετώπων» σε μια σειρά χώρες. Η ουσία της νέας γραμμής ήταν το ότι η Αριστερά μαζί με κάποιους «προοδευτικούς» αστούς πολιτικούς θα επιχειρούσαν να κερδίσουν τις εκλογές και να γίνουν κυβέρνηση για να εφαρμόσουν προοδευτικές μεταρρυθμίσεις. Ξεκάθαρα δηλωνόταν από τις ηγεσίες των κομμουνιστικών κομμάτων ότι δεν έθεταν πλέον ως στόχο να ανατρέψουν το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά διεκδικούσαν κυρίως δημοκρατικές αλλαγές μέσα από την εργατική ψήφο. Αντί της επαναστατικής διαδικασίας, οι κοινοβουλευτικές αυταπάτες.

Το καθεστώς στην ΕΣΣΔ στο ίδιο χρονικό διάστημα (Δίκες της Μόσχας 1936-1937) θα αποτυπώσει τη ρήξη του με την επανάσταση των μπολσεβίκων του 1917, οδηγώντας σχεδόν το σύνολο της παλιάς φρουράς του κόμματος στα εκτελεστικά αποσπάσματα και στα γκούλακ του αργού θανάτου στη Σιβηρία, ατιμάζοντας τους βετεράνους επαναστάτες με τη ρετσινιά του πράκτορα της Γκεστάπο.
Η ρωσική γραφειοκρατία των προνομίων και της αστυνομικής παράνοιας, που είχε αναλάβει το ρόλο της νέας άρχουσας τάξης της χώρας ανέβασε θεαματικά τις ταχύτητες εκβιομηχάνισης της Ρωσίας με τα πεντάχρονα πλάνα, έριξε κατακόρυφα το μερίδιο της εργατικής τάξης και των αγροτών στο εθνικό προϊόν και οδήγησε εκατομμύρια κρατούμενους του καθεστώτος να παράγουν δωρεάν εργασία ως σκλάβοι στη Σιβηρία και στα στρατόπεδα.
Όλη αυτή η ολοκληρωτική αντιστροφή της Επανάστασης του 1917 έως τον πλήρη εκφυλισμό πήρε τον ψευδώνυμο τίτλο του «Σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα». Η σταλινική γραφειοκρατία όχι μόνο δεν προσδοκούσε πλέον μια Επανάσταση στη Δύση στο άμεσο μέλλον, όχι μόνο δεν προσπαθούσε να ενθαρρύνει επαναστατικές διαδικασίες, αλλά πια δεν είχε κανένα συμφέρον να γίνουν τέτοιες ανατροπές.
Μια εργατική επανάσταση στη Γαλλία ή την Ισπανία θα εξέθετε πρώτα απ’ όλα τη γραφειοκρατία γύρω από τον Στάλιν, αφήνοντας χωρίς καμιά δικαιολογία την απίστευτη βαρβαρότητά της και τα προκλητικά προνόμια των γραφειοκρατών. Αντίθετα, η πολιτική που είχε ανάγκη η ρωσική γραφειοκρατία ήταν το φρένο στους ανεξέλεγκτους εργατικούς αγώνες στη Δύση και η συμμαχία με τα «συνεργάσιμα» τμήματα των αστών.

Αυτή η πολιτική που οδήγησε στη γραμμή των Λαϊκών Μετώπων στη Δύση με πρόσχημα την πάλη για την υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας από τον φασισμό, θα καταφέρει να γίνει, το 1936, το βάθρο της ήττας για τη γενική απεργία στη Γαλλία, αλλά και για την Ισπανική Επανάσταση.
Η ίδια πολιτική θα κοστίσει την ήττα στο ελληνικό εργατικό κίνημα του 1936. Το κίνημα αυτό είχε αγγίξει ένα κορυφαίο σημείο τον Μάη του ’36 στη Θεσσαλονίκη, για να καταλήξει στη συντριβή την 4η Αυγούστου 1936. Για να αποκρυπτογραφήσουμε το πώς το ΚΚΕ έχασε μια ιστορική ευκαιρία το ’36 και το πλήρωσε με μια τόσο ατιμωτική ήττα στα μπουντρούμια του Μανιαδάκη και του Μεταξά, πρέπει να σκύψουμε στην υπόθεση του «συμφώνου Σοφούλη-Σκλάβαινα».
Το σύμφωνο Σοφούλη – Σκλάβαινα
Η συμφωνία αυτή ήταν κομμάτι της προσπάθειας του ΚΚΕ να συμμαχήσει, το 1936, με το βενιζελικό Φιλελεύθερο Κόμμα ενάντια στο επικείμενο πραξικόπημα της άκρας δεξιάς, που το περίμενε να πραγματοποιηθεί από τον Μεταξά ή τον Κονδύλη. Το σύμφωνο –που υπογράφτηκε μυστικά από τον αρχηγό των Φιλελευθέρων Σοφούλη και το στέλεχος του ΚΚΕ και επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος Σκλάβαινα στις 19 Φλεβάρη 1936- όριζε πως το ΚΚΕ αναλάμβανε να στηρίξει στη Βουλή με την ψήφο του μια κυβέρνηση των Φιλελευθέρων με κάποια ελάχιστα ανταλλάγματα, όπως αμνηστία στους πολιτικούς κρατούμενους, διατίμηση στο ψωμί κλπ.
Το ΚΚΕ τήρησε τη συμφωνία από τη μεριά του. Στις 6 Μάρτη 1936 ο Σοφούλης εκλέχτηκε πρόεδρος στη Βουλή χάρη στις ψήφους των βουλευτών του ΚΚΕ.
Όμως το σύμφωνο ήταν ήδη νεκρό ελάχιστες βδομάδες μετά την υπογραφή του. Οι βενιζελικοί Φιλελεύθεροι αποφάσισαν να στηρίξουν με ζέση μια συνεννόηση με την αντίπαλη παράταξη, τους μοναρχικούς Λαϊκούς. Αυτός ο «μεγάλος συνασπισμός» δεν θα κυβερνούσε ο ίδιος, αλλά θα στήριζε με την ανοχή του μια κυβέρνηση από το κόμμα των «Ελευθεροφρόνων» του Μεταξά. Στην κυβέρνηση Δεμερτζή–Μεταξά (κυβέρνηση που διέθετε 7 μόλις βουλευτές στους 300 της Βουλής, αλλά είχε όλη την εμπιστοσύνη του Βασιλιά) ο ανακτορικός Δεμερτζής ήταν η επιλογή του Λαϊκού κόμματος, αλλά ο Μεταξάς, ως αντιπρόεδρός της, ήταν ο απαράβατος όρος που έθεταν οι Φιλελεύθεροι.

Η ηγεσία του Φιλελεύθερου κόμματος υπολόγιζε ότι ο Μεταξάς θα κάνει όλη τη «βρώμικη» δουλειά ενάντια στο ανερχόμενο εργατικό κίνημα και θα φθαρεί άμεσα, έτσι ώστε να έρθει γρήγορα η σειρά τους. Ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός σε όλο του το μεγαλείο.
Το ΚΚΕ δεν παραιτήθηκε από τη συμφωνία με τους Φιλελεύθερους ούτε όταν ολόκληρη η Βουλή, εκτός από το ίδιο, στήριξε την κυβέρνηση μειοψηφίας Δεμερτζή–Μεταξά. Πολύ σύντομα, με τον θάνατο του Δεμερτζή στις 13 Απρίλη 1936, η κυβέρνηση είχε πια πρωθυπουργό τον Μεταξά αυτοπροσώπως. Αυτή η πολιτική επιλογή του συνόλου των αστικών κομμάτων σήμαινε στην ουσία: «επιτελείο έκτακτης ανάγκης για τη σωτηρία των καπιταλιστών από την εργατική απειλή». Η αστική τάξη στην Ελλάδα συμπαρατασσόταν ενωμένη για να υπερασπίσει τα προνόμιά της μέσα στην κρίση από την απειλή των εργατικών κινητοποιήσεων. Την ίδια ώρα, το ΚΚΕ έψαχνε τρόπο να αναστήσει από τον τάφο τη συμμαχία με το «δημοκρατικό» κομμάτι της αστικής τάξης.
Πιστή στη φενάκη της συμμαχίας με τη βενιζελική παράταξη, η ηγεσία του ΚΚΕ προτίμησε να «νερώσει το κρασί της» στην εξέγερση του Μάη 1936 στη Θεσσαλονίκη, εμπλέκοντας Φιλελεύθερους βουλευτές στην Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή της πόλης και κάνοντας τα πάντα για να επιστρέψουν οι εξεγερμένες μάζες στην κοινοβουλευτική κανονικότητα.
Όταν το κίνημα ξεθύμανε, οι Φιλελεύθεροι συνέχισαν να στηρίζουν σταθερά την κυβέρνηση που ετοίμαζε πραξικόπημα. Ακολούθησε η κήρυξη δικτατορίας από τον Μεταξά και τον βασιλιά την 4η Αυγούστου. Τα μέλη του ΚΚΕ, όπως και κάθε άλλος αριστερός αγωνιστής, βρέθηκαν βορά στις ορέξεις του Μανιαδάκη.
Γιατί επικράτησε τόσο εύκολα μια καταστροφική στρατηγική;
Επειδή η προηγούμενη πολιτική του ΚΚΕ, η γραμμή της λεγόμενης «τρίτης περιόδου», έδειχνε στους αγωνιστές και τις αγωνίστριες του εργατικού κινήματος ως εντελώς αδιέξοδη και καταστροφική. Τόσο, που οι αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας έμοιαζαν σαν το Κόμμα να ήρθε «στα συγκαλά του» μετά από ένα παραλήρημα.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 το ΚΚΕ αποκαλούσε «φασίστες» κάθε διαφορετική από αυτό πολιτική πτέρυγα. Οι βενιζελικοί ήταν «βενιζελοφασίστες», οι μικρές σοσιαλδημοκρατικές ομάδες που υπήρχαν στη χώρα ήταν «σοσιαλφασίστες», τα αγροτικά πολιτικά μορφώματα θεωρούνταν «αγροτοφασίστες» και, φυσικά, όσοι του ασκούσαν κριτική από τα αριστερά ήταν «τροτσκιστοφασίστες» (ή «αρχειοφασίστες», όπως συνήθως αποκαλούσαν οι σταλινικοί την οργάνωση «Αρχείο του Μαρξισμού»).

Το ΚΚΕ θεωρούσε πως τα άμεσα πολιτικά καθήκοντα ήταν «η οργάνωση και η προπαρασκευή της γενικής πολιτικής απεργίας, των ένοπλων διαδηλώσεων και της καθόδου στις πόλεις των φτωχών στρωμάτων της αγροτιάς», αλλά και «η αμείλικτη εξοντωτική πάλη κατά των σοσιαλφασιστών, αρχειομαρξιστών κλπ. μέσα στους αγώνες της εργατιάς». Η έκφραση «αμείλικτη εξοντωτική πάλη» δεν ήταν λεκτική υπερβολή: Τροτσκιστές εργάτες δολοφονήθηκαν ή τραυματίστηκαν βαριά για να εξασφαλιστεί η υπεροχή του ΚΚΕ μέσα στα σωματεία. Το ΚΚΕ, εκείνα τα χρόνια, εφάρμοζε τη γραμμή «πολλά κόμματα–δύο μόνο πολιτικές» με ιδιαίτερα σκληρό τρόπο.
Η συγκεκριμένη πολιτική γραμμή του ΚΚΕ ήταν η λεγόμενη «γραμμή της τρίτης περιόδου», που εκτιμούσε ότι «ο καπιταλισμός είχε μπει στην τρίτη και τελευταία περίοδο της ζωής του» και θα ακολουθούσαν παντού νικηφόρες προλεταριακές επαναστάσεις. Για να αποδειχθεί η «ορθότητα» αυτής της γραμμής, εκβιάζονταν παντού «δυναμικές» ενέργειες και κινητοποιήσεις που δεν αντιστοιχούσαν σε καμιά περίπτωση στη συνείδηση και την οργάνωση της εργατικής τάξης εκείνη τη στιγμή. Τα μέλη του ΚΚΕ έχαναν την επιρροή στην περιφέρεια του κόμματος (και τα μέλη της βάσης του κόμματος έχαναν συχνά τις ίδιες τις δουλειές τους) με γρήγορους ρυθμούς.
Δεν είναι παράξενο που το παράλογο αυτής της τάχα «αριστερής» πολιτικής το διαδέχτηκε η ανακούφιση της βάσης και της περιφέρειας του ΚΚΕ, όταν υιοθετήθηκε αργότερα η δεξιά γραμμή της 6ης Ολομέλειας. Φαινόταν πως το Κόμμα είχε κάπως «λογικευτεί», πως αναγνώριζε την ανάγκη να υπάρξει ενότητα απέναντι στον φασιστικό κίνδυνο. Έμοιαζε σαν το ΚΚΕ να συνερχόταν επιτέλους από τον πυρετό της έξαλλης επιθετικότητας ενάντια σε κάθε άλλη εκδοχή της Αριστεράς.
Ο «τριτοπεριοδισμός» ήταν μια γενική γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς και προκάλεσε πολλά προβλήματα στη δουλειά των κομμουνιστών μέσα στους εργατικούς χώρους και τα συνδικάτα διεθνώς. Όμως εκεί που αποδείχθηκε η χρεωκοπία αυτής της πολιτικής ήταν στη Γερμανία. Οι ηγέτες του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος αρνήθηκαν κάθε ενιαία δράση ενάντια στους ανερχόμενους Ναζί, κατήγγειλαν σε κάθε ευκαιρία σαν χειρότερους εχθρούς της εργατικής τάξης τους σοσιαλδημοκράτες και κόμπαζαν πως «μετά τον Χίτλερ έρχεται η δική μας η σειρά». Στη Γερμανία το 1933 το μεγαλύτερο εργατικό κίνημα της Ευρώπης παραδόθηκε στον πάγκο του χασάπη των ναζί, χωρίς να δοθεί μια σοβαρή μάχη. Και το «ενιαίο μέτωπο με τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες», που τόσο το χλεύασαν οι σταλινικοί, αναγκάστηκαν να το πραγματοποιήσουν τελικά, αλλά μόνο κατόπιν εορτής μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η παράλογη πολιτική του «μόνοι εναντίον όλων» απομόνωσε στην πράξη τα Κομμουνιστικά Κόμματα από τα μεγαλύτερα τμήματα της εργατικής τάξης, με τελικό αποτέλεσμα την παθητικοποίηση σημαντικού αριθμού της βάσης των Κομμουνιστικών Κομμάτων. Τα Κομμουνιστικά Κόμματα, με την αδιέξοδη λογική της απομόνωσης, οδηγήθηκαν στο να κατεβάζουν τη θερμοκρασία των αγώνων στους εργατικούς χώρους και υποβοήθησαν έτσι έμμεσα τη σταθερότητα των αστικών κυβερνήσεων. Το ντελίριο αριστερισμού της «τρίτης περιόδου» κατέληξε να αποτελέσει το τέντωμα της χορδής του τόξου για τη δεξιά στροφή των Λαϊκών Μετώπων και της «Επανάστασης σε στάδια».

Ο αντίλογος στην 6η Ολομέλεια
Όταν δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη» η απόφαση της 6ης Ολομέλειας το 1934, με τις περισπούδαστες αναλύσεις της περί «μέσου επιπέδου παραγωγής της χώρας «και «άλυτων αστικοδημοκρατικών ζητημάτων», έπεσε σαν βουνό, με την πολυπλοκότητα των καθηκόντων που έβαζε στα στελέχη του ΚΚΕ. Συνολικά, ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού οι άνθρωποι –έξω από τη στενή ηγετική ομάδα του κόμματος- που κατάφεραν να αντιληφθούν την τεράστια σημασία που είχε η στροφή του ΚΚΕ στη «θεωρία των σταδίων».

Δύο από αυτούς που κατάλαβαν τι πήγαινε να συμβεί, οι Γεωργιάδης και Σίδερης, πρώην ανώτερα στελέχη του ΚΚΕ (και μετέπειτα καφανταρικός βουλευτής ο πρώτος και καθηγητής πανεπιστημίου ο δεύτερος), έδωσαν δημόσια συγχαρητήρια στο Κόμμα, υποστηρίζοντας πως έτσι δικαιώνονταν οι ίδιοι για παλιές διαμάχες. Και οι δυο τους είχαν υποστηρίξει στο παρελθόν, όσον καιρό ήταν ηγέτες του ΣΕΚΕ (του κατοπινού ΚΚΕ), ότι «το Κόμμα έχει ανάγκη μακράς νομίμου υπάρξεως» και πρότειναν να υποστείλει τη σημαία των «ακραίων» αγώνων, μέχρι να αποκτήσει ρίζες στην κοινωνία και να διευρύνει την επιρροή του. Οι Γεωργιάδης και Σίδερης είχαν διωχτεί από το κόμμα το 1924 από την αριστερά που είχε αναλάβει την ηγεσία του κόμματος με επικεφαλής τον Παντελή Πουλιόπουλο.
Στον αντίποδα αυτής της οπτικής βρέθηκε ο Παντελής Πουλιόπουλος, η πιο σημαντική μορφή του επαναστατικού μαρξισμού στην Ελλάδα. Ο Πουλιόπουλος που υπήρξε Γενικός Γραμματέας του κόμματος το 1924, είχε διαγραφεί από το ΚΚΕ -μαζί με άλλα ηγετικά στελέχη του- εξαιτίας της αντίθεσής του στη γραμμή του Στάλιν στη Ρωσία και την Κομμουνιστική Διεθνή. Ο Παντελής Πουλιόπουλος προσέγγισε και ενστερνίστηκε τις θέσεις του Τρότσκι για τον εκφυλισμό της ρωσικής επανάστασης και την ανάγκη να ανατραπεί από την εργατική τάξη η σταλινική γραφειοκρατία.

Ο Πουλιόπουλος ήταν αυτός που ανέλαβε να «σηκώσει το γάντι» που πέταξε απέναντι στη μαρξιστική θεωρία η απόφαση της 6ης Ολομέλειας. Μέσα σε λίγους μήνες, απάντησε στην καινοφανή «θεωρία των σταδίων» με ένα βιβλίο που είναι, ως σήμερα, το πιο σημαντικό μαρξιστικό έργο που έχει γραφτεί στην ελληνική γλώσσα. Το βιβλίο «Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα», όπως γίνεται φανερό και από τον τίτλο του, αναφέρεται στον χαρακτήρα που θα έχει η επερχόμενη επαναστατική διαδικασία.
Ο Πουλιόπουλος σημειώνει στο βιβλίο του ότι η ελληνική οικονομία και κοινωνία έχουν μπει σε τροχιά μεγάλων μεταβολών, με κινητήρια δύναμη το σύγχρονο κεφάλαιο και την ελληνική αστική τάξη:
«Είναι γνωστό πως πραγματοποιήθηκε από την ελληνική ιμπεριαλιστική μπουρζουαζία η “εθνική ενότητά μας” μέσα στα όρια της ελληνικής αστικής δημοκρατίας με τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους 1912-1922, με το βίαιο και “εκούσιο” εξανδραποδισμό, εκπατρισμό και εξεθνισμό Τούρκων, Εβραίων, Σλάβων κλπ. κατοίκων της Μακεδονίας, Θράκης, Μικρασίας και Κρήτης… Από την άποψη αυτή η ελληνική αστική τάξη είναι καιρός που έχει περάσει από το στάδιο του “αμυντικού εθνικισμού” για την εθνική ανεξαρτησία στο στάδιο του επιθετικού εθνικισμού. Κρατάει κιόλας στη Μακεδονία και στη Θράκη κάτω από τον εθνικό ζυγό μειονότητες. Είναι καθαρή ηλιθιότητα, ανάξια για συζήτηση, ο ισχυρισμός της 6ης Ολομέλειας ότι, εξόν από τ’ άλλα, ακόμα κι επειδή μια χώρα καταπιέζει ξένες εθνικές μειονότητες, βρίσκεται τάχα μπροστά στην αστικοδημοκρατική της επανάσταση! Η Αγγλία τότε, και η Αμερική ακόμα, θα ήτανε τα πρότυπα “καθυστερημένων” χωρών, όταν η σοσιαλιστική επανάσταση θα ακουγότανε ως μακρινή μουσική του μέλλοντος» (3).
«…η ντόπια καπιταλιστική μας τάξη, συνυφασμένη εξαρχής με το ξένο κεφάλαιο και τη βοήθειά του, κρατάει σήμερα στα χέρια της τους αποφασιστικούς τομείς της οικονομικής ζωής και την πολιτική του τόπου και τους έχει δώσει τη δικιά της ταξική σφραγίδα».
Η ανάλυση του Παντελή Πουλιόπουλου διαπιστώνει πως το ελληνικό κεφάλαιο δεν συγκρούστηκε με το ξένο, αλλά συνεργάστηκαν στη βάση των κοινών συμφερόντων τους, ανέπτυξαν ουσιαστικά τον ελληνικό καπιταλισμό και τον ενσωμάτωσαν στο ιμπεριαλιστικό κέντρο.
Το πρόβλημα της πάλης ενάντια στο ξένο ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο τίθεται κατά τον Πουλιόπουλο «όχι σαν πρόβλημα καμιάς ιδιαίτερης αστικοδημοκρατικής επανάστασης, μα αδιάσπαστα ενωμένο με το καθήκον της προλεταριακής σοσιαλιστικής επανάστασης». Κριτήριο ανάγκης πάλης ενάντια ειδικά στο ξένο κεφάλαιο δεν είναι, για τον Πουλιόπουλο, ούτε το υψηλό εξωτερικό χρέος της Ελλάδας και ο έλεγχος από τράπεζες του εξωτερικού: «Σε πολύ χειρότερη τέτοιου είδους υποτέλεια βρίσκεται σήμερα με την συνθήκη των Βερσαλλιών η Γερμανία. Μια ανάλογη δημοσιονομική εξάρτηση έχουμε γενικότερα όλης της Ευρώπης οφειλέτριας στο μεγάλο πόλεμο, από τις πιστώτριες Ενωμένες Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής».
Η Ελλάδα λοιπόν δεν είναι «μισοφεουδαρχική» και «αστικοτσιφλικάδικη», γράφει ο Πουλιόπουλος. Αντίθετα:

«Οι (καπιταλιστικές) μορφές αυτές είναι σήμερα αναμφισβήτητα κυρίαρχες στην ελληνική οικονομία. Μια ανάπτυξη εξαιρετικά γοργή από τα 1916-1930 της βιομηχανίας, η διάλυση των κλειστών οικιακών οικονομιών, η ορμητική διείσδυση και ολοκληρωτική επικράτηση των αστικών εμπορευματικών σχέσεων στα χωριά, οι σύγχρονες μέθοδες οργάνωσης του τραπεζικού συστήματος, η συγκέντρωση και αποφασιστική επίδρασή του στην αγροτική οικονομία, στη βιομηχανία και στο εμπόριο… η ύπαρξη μιας καπιταλιστικής συγκεντρωμένης ναυτιλίας κλπ. όλα αυτά αποδεικνύουν όχι μόνο ότι οι καθαρά καπιταλιστικές σχέσεις έχουν αποφασιστικά πια επικρατήσει στην οικονομική ζωή της χώρας μα ακόμα και ότι υπάρχει κιόλας ένα ισχυρό προλεταριάτο που συνολικά και ειδικά στο βιομηχανικό του πυρήνα, είναι το μεγαλύτερο στη Βαλκανική».
Προς το τέλος του βιβλίου του, στο κεφάλαιο 12 με τίτλο «Τι θα κάνουνε οι κομμουνιστές όταν πάρουνε την εξουσία στην Ελλάδα», ο Παντελής Πουλιόπουλος περιγράφει με σαφήνεια το άμεσο πρόγραμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης στη χώρα, που θα μπορούσε, στα πιο ουσιαστικά του σημεία, να είναι και η προγραμματική αναφορά της Επαναστατικής Αριστεράς σήμερα.

«1. Άμεση απαλλοτρίωση δίχως αποζημίωση σε όλα τα μεγάλα εργοστάσια, μεγάλες βιομηχανικές, ναυτιλιακές και μεταφορικές επιχειρήσεις- κοινωνικοποίηση της βιομηχανίας, της ναυτιλίας, της μεταφοράς. Άμεση απαλλοτρίωση σε όλες τις τράπεζες χωρίς εξαίρεση, συνένωσή τους σε μια Κρατική Τράπεζα-κοινωνικοποίηση της πίστης.
2. Άμεση απαλλοτρίωση στις μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις, καταστήματα και αποθήκες. Δημιουργία, με τη βοήθεια του σοσιαλιστικού κράτους, πολύ ισχυρών συνεταιρισμών κατανάλωσης που θα οργανώσουνε σε πλατιά κλίμακα τον φτηνό εφοδιασμό όλου του εργαζόμενου πληθυσμού σε τρόφιμα, ρούχα, υποδήματα και κάθε άλλο είδος καθημερινής χρήσης.
3. Άμεση καθιέρωση του εφτάωρου για όλους τους εργάτες, και του εξάωρου για όλες τις ανθυγιεινές εργασίες και τους νέους. Ειδική φροντίδα για την εργαζόμενη γυναίκα.
6…..Ούτε μια πεντάρα επιβάρυνση των εργαζομένων στις εισφορές. Όλα τα έξοδα για την κοινωνική πολιτική θα τα καταβάλουν οι επιχειρήσεις και ο προϋπολογισμός…
7…Δωρεάν φως, νερό, φωταέριο, ηλεκτρικό ρεύμα για τα φτωχά στρώματα του πληθυσμού. Εισιτήρια δωρεάν γι’ αυτά στα τραμ, σιδηροδρόμους, πλοία.
8. Η εκκλησία υπόθεση ιδιωτική του κάθε πολίτη, καμιά σχέση με το εργατικό κράτος.
9. Απόλυτη ισοπολιτεία και αυτοδιάθεση όλων των εθνικών μειονοτήτων που ζούνε στη χώρα, από κάθε άποψη, πολιτική, γλωσσική, εκπαιδευτική και πολιτιστική γενικά.
10. Κατάργηση του εξωτερικού χρέους και κάθε πληρωμής από χρέη στο ξένο κεφάλαιο….
…κατάργηση της πολυδάπανης πολυτέλειας των εκμεταλλευτών. Κατάπαυση του φαινομένου της σπάταλης ζωής των εκατομμυριούχων και μεγάλων πλουτοκρατών…
…Κατάργηση της ασυλλόγιστης σπατάλης που γίνεται σήμερα για μια ανώτατη υπαλληλοκρατία, πολλές φορές αργόμισθη, της τεράστιας δαπάνης για αστυνομία, πολεμικές δαπάνες, Εκκλησία κλπ. Η πολιτοφυλακή θα αντικαταστήσει τη σημερινή αστυνομία και τον σημερινό ιμπεριαλιστικό στρατό θα αντικαταστήσει ο αμυντικός κόκκινος. Έτσι, θα απαιτείται άπειρα πιο λίγη δαπάνη από σήμερα».
Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η περιγραφή του Πουλιόπουλου για το πώς το εργατικό κράτος στην Ελλάδα θα λύσει το πρόβλημα της διαρροής των κεφαλαίων στο εξωτερικό, ζήτημα που σπαζοκεφαλιάζει ιδιαίτερα την Αριστερά στην Ελλάδα σήμερα.
«..Το κεφάλαιο που θα φυγαδευτεί θα είναι μονάχα χάρτινες αξίες στις θυρίδες των τραπεζών, αποδείξεις και πιστωτικοί τίτλοι πάνω στην υπεραξία που θα βγάλουν οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις από την εργασία του ελληνικού προλεταριάτου. Για την αστική κοινωνία η φυγάδευση αυτή σημαίνει πραγματικά: νέα δισεκατομμύρια χρέη στο εξωτερικό…κρίση και καταστροφή οικονομική. Όταν όμως εγκαθιδρυθεί η εργατική δικτατορία, τότε ας πάρουν οι ντόπιοι και ξένοι καπιταλιστές τους χάρτινους τίτλους τους, τις μετοχές και τις ομολογίες τους και ας ντύσουνε με αυτές τους τοίχους των μεγάρων τους στο εξωτερικό. Σε μας θα μείνουνε τα εργοστάσια, οι οικοδομές, τα προϊόντα, οι σιδηρόδρομοι, τα βαπόρια κλπ. στην εξουσία και την κοινή εκμετάλλευση όλων των εργαζομένων».

Επίλογος
Το πρόγραμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης, το πρόγραμμα του Παντελή Πουλιόπουλου και του επαναστατικού μαρξισμού, πρότεινε να κοπεί ο γόρδιος δεσμός της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Αντίθετα, η «θεωρία των σταδίων», της 6ης Ολομέλειας, ήταν μια ουτοπική προσπάθεια να λυθεί ο κόμπος, χωρίς άμεσα και δραστικά σοσιαλιστικά μέτρα. Να προχωρήσουν οι αστικοδημοκρατικές αλλαγές χωρίς να μεταβληθεί το κοινωνικό καθεστώς.
Οι ιδέες που πρωτομορφοποιήθηκαν στην 6η Ολομέλεια ηττήθηκαν ξανά και ξανά στο πεδίο των μεγάλων πολιτικών μαχών. Έφεραν την ήττα του Μάη του ’36, που πληρώθηκε την 4η Αυγούστου του ίδιου χρόνου με τη δικτατορία Μεταξά. Λίγα χρόνια μετά, με τη θεωρία των σταδίων, το κίνημα της Αριστεράς οδηγήθηκε στην πανωλεθρία της Βάρκιζας.
Κι αν σήμερα το ΚΚΕ σπεύδει να απαλλαγεί από το ιδεολογικό φορτίο της 6ης Ολομέλειας, γυρνώντας ολοταχώς στην εκδοχή του σταλινισμού της «τρίτης περιόδου», άλλες δυνάμεις μέσα στη σημερινή Αριστερά συνεχίζουν να θέτουν καθήκοντα όπως «παραγωγική ανασυγκρότηση», «εθνική οικονομία», χωρίς όμως ανατροπή του καπιταλισμού.
Αυτές οι αναζητήσεις κρατάνε το νήμα της παράδοσης της ήττας, που διαμορφώθηκε στην περίφημη Ολομέλεια του 1934. Αλλά είναι αναζητήσεις χωρίς ελπίδα, σαν να ψάχνει κανείς επίμονα για νερό σε ένα πηγάδι ολότελα στερεμένο.
Οι ιδέες του Παντελή Πουλιόπουλου, με όλη τη βαρύτητά τους, μια και στάθηκαν στο έδαφος των αναλύσεων του μαρξισμού, έχουν μείνει ως σήμερα μονάχα ως παρακαταθήκη και ανεκμετάλλευτος θησαυρός, αφού η επαναστατική Αριστερά δεν κατάφερε να παίξει κεντρικό –ή έστω διακριτό- ρόλο στις ιστορικές στροφές του εργατικού κινήματος του 20ου αιώνα.
Έχουμε μια μεγάλη –αλλά περιφρονημένη και συκοφαντημένη- παράδοση για να αφομοιώσουμε και να εξοπλιστούμε. Και μέσα σε μια Ευρώπη όπου εκμηδενίζονται τα εργατικά δικαιώματα, η επιστροφή σε έναν καπιταλισμό που να αφήνει χώρο στην εργατική τάξη να ανασάνει είναι εντελώς ανέφικτη και επικίνδυνη ουτοπία. Το πρόγραμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης είναι η μόνη μας ελπίδα να τα βγάλουμε πέρα με τα αφεντικά και να δώσουμε προοπτική στο διεθνές εργατικό κίνημα.
Αλλιώς θα έχουμε προσθέσει άλλον έναν κρίκο στην αλυσίδα των χαμένων ευκαιριών, υποχωρώντας σε μια παράδοση της Αριστεράς που σέρνει ήδη πίσω της κολοσσιαίες ήττες.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
(1) Πρόκειται για το κείμενο της Απόφασης της 6ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ. Εμείς το πήραμε από την ιστοσελίδα του ΚΚΕ (μ-λ).
(2) «Η στρατηγική του ΚΚΕ με ΓΓ της ΚΕ τον Νίκο Ζαχαριάδη (1931-1956). Μάκης Μαΐλης, περιοδικό «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», τεύχος 6, έτος 2013.
(3) «Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα;» Παντελής Πουλιόπουλος, εκδόσεις Εργατική Δημοκρατία, 1992.
Πρόκειται για μια μαρξιστική κριτική ανάλυση της 6ης Ολομέλειας του ΚΚΕ που δεν θα έπρεπε να λείπει από καμιά βιβλιοθήκη αγωνίστριας και αγωνιστή της Αριστεράς στην Ελλάδα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εκτός από τα παραπάνω κείμενα που σημειώνουμε στις παραπομπές, βοηθηθήκαμε σημαντικά για τις ανάγκες του άρθρου από τα παρακάτω έργα:
(α) Ελλάδα 1941-1945: Πόλεμος των χωρικών και Κοινωνική Επανάσταση», Θόδωρος Κουτσουμπός, εκδόσεις Λέων, Αθήνα, 2013.
(β) «Παντελής Πουλιόπουλος» (συλλογικό έργο), εκδόσεις Παρασκήνιο, Αθήνα, 2003. Ιδιαίτερα χρησιμοποιήσαμε από αυτόν τον τόμο το κείμενο του Δημήτρη Κατσορίδα: «Οι ριζοσπαστικές θέσεις του Παντελή Πουλιόπουλου για τον ελληνικό καπιταλισμό», καθώς και το «Ζητήματα καπιταλιστικής ανάπτυξης: Η 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ και η σημασία της οικονομικής ανάλυσης του Παντελή Πουλιόπουλου», του Γιώργου Οικονομάκη.
(γ) «Ο ελληνικός τροτσκισμός»- ένα χρονικό 1923 – 1946″, των Δημήτρη Κατσορίδα, Δημήτρη Λιβιεράτου, Κώστα Παλούκη, εκδόσεις Φιλήστωρ, Αθήνα, 2003. Το συγκεκριμένο έργο είναι μια αρκετά βοηθητική πρώτη προσέγγιση για όποιον/όποια ενδιαφέρεται να παρακολουθήσει τις διαδρομές του επαναστατικού μαρξισμού στην Ελλάδα, από τις απαρχές του μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
(δ) «Κομιντέρν, η Τρίτη Διεθνής», Ντάνκαν Χάλας, εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 1999.
*Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο θεωρητικό περιοδικό «ΚΟΚΚΙΝΟ» – της πολιτικής οργάνωσης ΔΕΑ – στο τεύχος 4, άνοιξη-καλοκαίρι 2016, με τίτλο: «Η 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ – ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΩΝ ΣΤΑΔΙΩΝ: Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ.
Το αναδημοσιεύουμε σήμερα στην ιστοσελίδα μας με αφορμή την επέτειο της εκτέλεσης του Παντελή Πουλιόπουλου στις 6 Ιούνη 1943 στο Νεζερό της Λάρισας, από τον ιταλικό στρατό κατοχής.
[…] Για μια λεπτομερή παρουσίαση της ανάλυσης του Πουλιόπουλου μπορείτε να διαβάστε το σχετικό άρθρο μας ΕΔΩ. […]
Μου αρέσει!Μου αρέσει!