
*Η ταινιοκριτική αυτή ανεβαίνει στην ιστοσελίδα μας με αφορμή τη σημερινή επέτειο της «Νύχτας των Μεγάλων Μαχαιριών, την 30η Ιούνη 1934, όταν ο Αδόλφος Χίτλερ εξόντωσε ολόκληρη την ηγεσία των Ταγμάτων Εφόδου που τον έφεραν στην εξουσία.
Η ταινία του Βισκόντι αναφέρεται αρκετά στο επεισόδιο αυτό και εν γένει αποδίδει καλλιτεχνικά την πολιτική συγκυρία της ανόδου των ναζιστών στην εξουσία στη Γερμανία, όπως τη βιώσανε τα μέλη της άρχουσας τάξης της χώρας.
Γράφει ο Χάρης Παπαδόπουλος
Ρεαλισμός και παρακμή
Γιατί βλέπουμε ακόμη ταινίες του Βισκόντι, πάνω από 40 χρόνια μετά τον θάνατο του σκηνοθέτη; Τι είναι αυτό που εξακολουθεί να μας συγκινεί μέσα από τις ιστορίες του;
Η δύναμη του ρεαλισμού των εικόνων του, πρώτα απ’ όλα. Μέχρι τον Βισκόντι οι θεατές στις ταινίες έβλεπαν, ιδιαίτερα τις γυναίκες πρωταγωνίστριες, άψογα βαμμένες και τέλειες, ακόμη κι όταν γύριζαν από τη δουλειά ή είχαν μόλις κλάψει. Με τον Βισκόντι σε κερδίζει η δύναμη των προσώπων, ιδιαίτερα των γυναικών της εργατικής τάξης, (Η Γη τρέμει, Ο Ρόκο και τ’ αδέλφια του). Τα πρόσωπα είναι φυσικά και αφτιασίδωτα, μια γυναίκα πέφτει από την κούραση πάνω στο πιάτο με τη σούπα της, η μάνα του Ρόκκο επιβάλλεται και μόνο με τη φυσική της παρουσία. Η δύναμη στα πρόσωπα της εργατικής τάξης βγαίνει από μέσα, κι αντανακλά τις συνθήκες ζωής και τις εμπειρίες, υποψιάζοντας τον θεατή πως αυτά τα πρόσωπα είναι που σπρώχνουν την άμαξα της ιστορίας, κι ίσως μπορούν να της αλλάξουν εντελώς την κατεύθυνση.
Ο άλλος λόγος είναι η ιδιαίτερη κινηματογράφηση της παρακμής των αστών. Ο Βισκόντι δεν είναι απλώς ένας ξεχωριστός σκηνοθέτης, είναι παιδί μιας από τις πιο πλούσιες οικογένειες του Μιλάνου, αριστοκράτης από τον πατέρα του και γόνος βιομηχάνων από τη μητέρα του. Ο ίδιος, πριν γίνει οργανωμένος κομμουνιστής, έζησε ως αυτόπτης μάρτυρας τον εκφυλισμό και τη σήψη της τάξης του, όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά και στη ναζιστική Γερμανία, όπου μετακόμισε για κάποια χρόνια το 1933. Αποδίδει κινηματογραφικά τους αστούς με τρόπο που μοιάζει να τους έχει ξεγράψει από τον κατάλογο των ζωντανών. Αλλά περιγράφει πρόσωπα και χαρακτήρες, όχι καρικατούρες. Οι αστοί ζωγραφίζονται με ωμότητα, αλλά και με ακριβή ματιά και το σύνολο της εικόνας καταλήγει να δημιουργεί την αίσθηση του αδιεξόδου, της ασφυξίας.
Φυσικά, οι αστοί δεν αποχωρούν από μόνοι τους απ’ τη σκηνή, παλεύουν με κάθε μέσο: «Αν θέλουμε να παραμείνουν όλα ως έχουν, όλα πρέπει ν’ αλλάξουν» λέει στο «Γατόπαρδο» (1963) ο ανερχόμενος Τανγκρέντι. Και στους «Καταραμένους» παρακολουθούμε μια οικογένεια βιομηχάνων όπλων στη Γερμανία το 1933–34 να αποσυντίθεται και να τρώει τις σάρκες της, ενώ ταυτόχρονα αγκαλιάζει ανοιχτά τον ναζισμό.

Η ποίηση της σήψης
Η οικογένεια Έσενμπεκ δεν νοιάζεται για την επιβίωση, αλλά για την απόλυτη κυριαρχία. Τα πάντα επιτρέπονται γι’ αυτήν και δεν υπάρχει όριο στα εγκλήματα, τις φιλοδοξίες, την ασπλαχνία και τον κυνισμό των μελών της. Το μόνο μέλος της με φιλελεύθερη στάση, ο Χέρμπερτ, θα πει στην ταινία: «οι Έσενμπεκ φέρνουν στον κόσμο παιδιά και κανόνια με τα ίδια συναισθήματα». Ο ναζισμός έρχεται να δέσει μ’ αυτήν την οικογένεια, όπως το γάντι με το χέρι. Στην ταινία παρακολουθούμε αυτό το ταίριασμα να ξεδιπλώνεται μαζί με την πάλη για το ποιος θα εκφράσει ως ηγέτης και κυρίαρχος τη στροφή της οικογένειας προς τους φασίστες. Ταυτόχρονα, μέσα από την πάλη για την επικράτηση στην οικογένεια των μεγαλοαστών, βλέπουμε και το πώς οργανώνεται κι απλώνεται η ηγεμονία των ναζί στη γερμανική κοινωνία. Παρακολουθούμε το επεισόδιο της σφαγής των Ταγμάτων Εφόδου από τον ίδιο το Χίτλερ και τα Ες–Ες, κι είναι σαν να βλέπουμε ένα ντοκουμενταρισμένο χρονικό της φθοράς και της σαπίλας. Φαίνεται σαν να λέει ο σκηνοθέτης, «δεν το σώζεις, μόνο να το γκρεμίσεις απ’ τα θεμέλια μπορείς».
Κι η καταδίκη των Έσενμπεκ και των μεγαλοαστών από τον Βισκόντι δεν είναι επειδή συνεργάστηκαν οι «Καταραμένοι» με τον ναζισμό, μα, κυρίως, επειδή δεν υπήρχε περίπτωση να μην τον αγκαλιάσουν, ως το πιο φυσικό πράγμα για την τάξη τους.