Γράφει η Κική Σταματόγιαννη
Μπορεί ένα κινηματογραφικό έργο να καταπιάνεται με ένα αιχμηρό κοινωνικό θέμα και να το προσεγγίζει με χιούμορ; Ο Λουί-Ζυλιέν Πετί το επιχείρησε με τις «Αόρατες» και σε μεγάλο βαθμό τα κατάφερε. Με ζωντανούς, σπιρτόζικους διαλόγους, μακριά από ακαδημαϊσμό.

Ποιες είναι οι «Αόρατες»; Πρόκειται για άστεγες γυναίκες σε μια γαλλική πόλη, η οποία δεν κατονομάζεται πουθενά. Ακριβώς για να καταδειχθεί ότι οι άνθρωποι που δεν έχουν σπίτι, βρίσκονται σε κάθε σύγχρονη, μεγάλη πόλη. Είναι γαλλίδες, είναι μετανάστριες, με και χωρίς χαρτιά, μουσουλμάνες. Τρανς σεξεργάτριες, γυναίκες κάθε μορφωτικού επιπέδου, πιτσιρίκες και ηλικιωμένες. Κάποιες είναι μητέρες, κάποιες γιαγιάδες, κάποιες δεν έχουν ούτε ένα οικείο αγαπημένο πρόσωπο. Κοινό χαρακτηριστικό όλων: Έχουν «τσακισμένες» ζωές. Αρκετές έχουν και τσακισμένα πρόσωπα.

Όταν η δημοτική αρχή αποφασίζει να κλείσει το Κέντρο στο τέλος της χρονιάς, όπου βρίσκουν κατάλυμα για λίγες ώρες, για ένα μπάνιο, για ελάχιστη ξεκούραση, για ένα φαγητό, για λίγη συντροφικότητα, η διευθύντρια παίρνει την απόφαση να εντείνει τις προσπάθειες επανένταξης των αστέγων, με τις άλλες τρεις εργαζόμενες και εθελόντριες βρίσκοντάς τους εργασία με κάθε μέσο. Και παρέχοντάς τους προσωρινή στέγη, κρυφά από τη δημοτική αρχή.
Κι έτσι, οι γυναίκες γίνονται πραγματικά «αόρατες» για το κράτος και τις υπηρεσίες του. Μέσα απ’ όλη αυτή τη διαδικασία, χαλαρώνει η προηγούμενη άτυπη ιεραρχία. Σχεδόν τα πάντα αποφασίζονται μετά από συζήτηση. Συνελευσιακά. Οι γυναίκες ξέρουν τώρα ότι δεν είναι καθεμία μόνη της. Είναι ομάδα. Και σαν ομάδα προσπαθούν να λύσουν τα όποια προβλήματα. Όταν η ζωντάνια και η προοπτική ξαναγυρνάει στα πρόσωπά τους είναι μια στιγμή έμπνευσης. Ξέρουμε, όμως, ότι ένα τέτοιο σχήμα δύσκολα θα μπορούσε να σταθεί. Σπάει. Και είναι αναμενόμενο.
Το σκηνοθετικό εύρημα είναι η επιλογή να υποδυθούν τους ρόλους των άστεγων, γυναίκες που βρέθηκαν και ζουν πραγματικά στον δρόμο. Άστεγες που υποδύονται τις εαυτές τους. Και τη σκληρή ζωή τους. Αποτέλεσμα: Κάποιες από αυτές να μας δώσουν συγκλονιστικά αληθινές και απολαυστικές ερμηνείες. Όπως η Σαντάλ, μια γυναίκα που βρέθηκε στη φυλακή επειδή σκότωσε τον κακοποιητικό σύζυγό της. Η ωμή της ειλικρίνεια και το καθαρό της βλέμμα δεν της επιτρέπουν να αποσιωπήσει το γεγονός ακόμα και μπροστά στους υποψήφιους εργοδότες της. Και φυσικά ο ένας μετά τον άλλο την απορρίπτουν.
Οι ρόλοι των γυναικών του Κέντρου ανήκουν σε ηθοποιούς, που καθοδηγημένες σωστά σκηνοθετικά δείχνονται όσο πληθωρικές, ευάλωτες ή δυναμικές απαιτούν οι στιγμές. Που παίρνουν μια απόφαση και τη στηρίζουν με πάθος μέχρι τέλους – ακόμα κι αν κάποια στιγμή «σπάσουν». Που προσπαθούν να βοηθήσουν, παρόλο που και οι δικές τους ζωές δεν είναι λιγότερο «σπασμένες». Έχουν κι αυτές τις ρωγμές τους.

Παρά το γεγονός ότι ο Πετί επίλεξε να καταπιαστεί με ένα «βαρύ» θέμα, προσπαθεί να δώσει ανάσες γέλιου. Και μας χαρίζει αρκετές. Ίσως για να ισορροπήσει το σφίξιμο στο στομάχι, όταν βλέπεις τα ΜΑΤ να διαλύουν έναν καταυλισμό σκηνών, να προπηλακίζουν και να απωθούν βίαια ηλικιωμένες γυναίκες. «Μα εδώ είναι το σπιτάκι μου. Δεν έχουμε κάνει κακό σε κανέναν. Ποιον ενοχλούμε εδώ;». Για να ισορροπήσει η οργή που νιώθεις, όταν βλέπεις να καρφώνονται σιδερένια εξογκώματα σε εσοχές κτηρίων, σε παγκάκια και πεζοδρόμια. Μόνο και μόνο για να μην μπορούν να βρουν ούτε εκεί ανάπαυση οι άνθρωποι των δρόμων.
Ασφαλώς και δεν μπορείς να ξεμπερδέψεις με μια ταινία με το δύσκολο θέμα της αστεγίας. Ασφαλώς και δεν μπορείς να δώσεις έτοιμες, απλοϊκές «μαγικές» συνταγές σχετικά με το πώς θα πάψουν να υπάρχουν άστεγοι. Μόνο στη Γαλλία, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, ζουν στους δρόμους σχεδόν 3,5 εκατομμύρια άνθρωποι. Τη στιγμή που υπάρχουν πάρα πολλά άδεια, ακατοίκητα σπίτια. 3,5 εκατομμύρια «αόρατοι» άνθρωποι διασχίζουν καθημερινά τις σύγχρονες γαλλικές πόλεις, κουβαλώντας στις πλαστικές τσάντες τους όλη τη ζωή τους. Ή ό,τι έχει απομείνει από αυτήν.
Οι μόνες που μοιάζουν να πιστεύουν σε αυτές, ότι μπορούν να τα καταφέρουν, είναι οι υπεύθυνες του Κέντρου. «Αυτό που κάνουμε είναι να φυτεύουμε σπόρους. Και να είμαστε υπεύθυνοι για τους σπόρους που φυτέψαμε». Δεν μπορείς να δίνεις την ελπίδα σε ανθρώπους που έχουν αγγίξει το χείλος της απόγνωσης και να τους την παίρνεις πίσω. Να τους στέλνεις σε δομές πολύ μακριά από τα αστικά κέντρα, περιθωριοποιώντας τους κι άλλο. Κάνοντας ακόμα μεγαλύτερη την εξάρτηση από το κρεβάτι που σου παρέχεται, το εικοσάλεπτο ντους, το φαγητό. Χωρίς καμιά προοπτική για εργασία, άρα για οικονομική και προσωπική ανεξαρτησία.

Η ταινία έχει κατηγορηθεί από κριτικούς για το προβλέψιμο τέλος της. Δύσκολα, ωστόσο, μπορούμε να φανταστούμε ένα «άλλο» τέλος.
Τι απομένει; Ένα αίσθημα χαρμολύπης, με ένα κίτρινο χαμόγελο τόσο κυριολεκτικό όσο και αυτό της τελευταίας σκηνής.