
Γράφει ο Χάρης Παπαδόπουλος
Το μακελειό στη Σρεμπρένιτσα, στις 11 Ιούλη 1995, λίγο πριν το τέλος του Βοσνιακού πολέμου, ήταν το μεγαλύτερο μαζικό έγκλημα που συνέβη στην Ευρώπη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δολοφονήθηκαν περίπου 8.000 άντρες, όλοι τους μουσουλμάνοι, που ήταν κάτοικοι της πόλης της Σρεμπρένιτσα, αλλά και πρόσφυγες από άλλες περιοχές. Από αυτούς το ¼ ήταν ανήλικα αγόρια 10-17 ετών. Όλοι τους εξοντώθηκαν μέσα σε λίγες μέρες, μετά την κατάληψη της πόλης από τους Σέρβους εθνικιστές.
Τα θύματα οδηγούνταν σε μικρές ομάδες, με τα χέρια δεμένα στην πλάτη, στα διάφορα σημεία εκτελέσεων στην ύπαιθρο. Εκεί πυροβολούνταν μπροστά στα χαντάκια, που είχαν ανοιχτεί από τους εκτελεστές τους ως πρόχειροι ομαδικοί τάφοι. Στα θύματα δεν δίνονταν συνήθως η χαριστική βολή και θάβονταν αμέσως, νεκροί ή μισοπεθαμένοι, για να προχωρήσει το εκτελεστικό απόσπασμα στην «εκκαθάριση» της επόμενης ομάδας αιχμαλώτων.

Πρωταγωνιστές αυτής της «αλυσίδας παραγωγής» θανάτων ήταν οι «Τίγρεις» του Αρκάν και οι «Λευκοί Αετοί» του Σέσελι, οργανώσεις Σέρβων ναζιστών, ενώ δεν έλειψαν και τα «παλικάρια» της Χρυσής Αυγής, που είχαν συρρεύσει στη Βοσνία και πολεμούσαν εθελοντικά στο πλευρό τους.

Φυσικά, οργανωτής και υπεύθυνος αυτού του εγκλήματος πολέμου ήταν ο Σερβοβοσνιακός στρατός υπό την ηγεσία του Κάραζιτς και του Μλάντιτς, ενώ θλιβεροί και άβουλοι θεατές της γενοκτονίας ήταν οι Ολλανδοί κυανόκρανοι του ΟΗΕ που παρακολουθούσαν όλη τη διαδικασία από ψηλά, απ’ τις οχυρωμένες θέσεις τους, χωρίς να παρεμβαίνουν. Υποτίθεται πως η Σρεμπρένιτσα ήταν ένα από τα πέντε «ασφαλή σημεία» υπό την προστασία του ΟΗΕ στη Βοσνία, όπου μπορούσαν να καταφύγουν πρόσφυγες πολέμου.
Το ολοκαύτωμα της Σρεμπρένιτσα δεν προέκυψε τυχαία, ούτε ήταν το αποτέλεσμα υπερβάλλοντος ζήλου κάποιων χαμηλόβαθμων αξιωματικών των Σέρβων ή παράπλευρες απώλειες μιας πολεμικής επιχείρησης. Όλες αυτές οι φτηνές δικαιολογίες που διατυπώθηκαν κατά καιρούς από τη σερβική πλευρά δεν αντέχουν σε αντιπαραβολή με τα γεγονότα και τα στοιχεία.

Η Σρεμπρένιτσα ήταν οργανωμένο έγκλημα πολέμου και κορυφαία στιγμή φρίκης σε μια σειρά πολέμων εθνικής εκκαθάρισης, που έλαβαν χώρα στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Περίπου 300.000 χιλιάδες νεκροί και 3 εκατομμύρια πρόσφυγες ήταν το κόστος σε ζωές του εμφυλίου τη δεκαετία του ’90, που κατέληξε στον διαμελισμό της χώρας σε 7 νέα κράτη: Σερβία, Μαυροβούνιο, Μακεδονία, Κόσοβο, Βοσνία, Κροατία και Σλοβενία.
Είναι ανάγκη να καταλάβουμε το πώς συνέβη και επέστρεψε στην Ευρώπη ο εφιάλτης της γενοκτονίας και των μαζικών εκτελέσεων με βάση την καταγωγή ή τη θρησκεία. Θα πρέπει να δούμε συγκεκριμένα την κατάσταση στη Γιουγκοσλαβία, τα αντίπαλα στρατόπεδα και τα επίδικα των συγκρούσεων. Γι’ αυτό το σκοπό θα επιχειρήσουμε να μεταχειριστούμε το εργαλείο της μαρξιστικής ανάλυσης και δεν θα εξαντληθούμε σε κραυγές αγανάκτησης και καταδίκης.
Εκτιμάμε πως η παραφροσύνη των εθνικών εκκαθαρίσεων στην πρώην Γιουγκοσλαβία ήταν το αποτέλεσμα της αδυναμίας και της διάσπασης της εργατικής τάξης. Οι εργάτες και οι εργάτριες λησμόνησαν και παραμέλησαν τη μεταξύ τους ενότητα. Ανακάλυψαν τις εθνικές καταγωγές τους και τη συσπείρωση με τα αντίστοιχα «εθνικά» κομμάτια της γραφειοκρατίας.
Τα αφεντικά της Γιουγκοσλαβίας πάλι, χρησιμοποίησαν τον εθνικό διχασμό για να καλύψουν τις ευθύνες τους για την κρίση και στη συνέχεια δεν δίστασαν ακόμη και να θυσιάσουν τη χώρα τους -και μαζί της εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων- για να μη χάσουν τα προνόμιά τους.
Οι πόλεμοι της Γιουγκοσλαβίας ήταν το αποτέλεσμα μιας γενικευμένης κρίσης που δεν πρόλαβε να την εκμεταλλευτεί η επανάσταση. Η Σρεμπρένιτσα ήταν το αναπόδραστο κρεσέντο και φινάλε του αίματος. Επειδή ο διεθνισμός και η αλληλεγγύη μεταξύ των εργατών, ανεξάρτητα από καταγωγή, θρησκεία και φύλο δεν είναι ευχολόγιο και κουβέντες του αέρα, αλλά ζήτημα ζωής και θανάτου στην κυριολεξία, ιδιαίτερα σε καιρούς αστάθειας και αναταραχής.

Από την κρίση στον εμφύλιο πόλεμο
Το 1989-90 κατέρρευσαν πιο πολλές κυβερνήσεις στην Ευρώπη από οποιαδήποτε άλλη στιγμή της ιστορίας. Όλα τα καθεστώτα του κρατικού καπιταλισμού διαλύθηκαν με πάταγο, συμπαρασύροντας το 1991, τον ιμάντα που τα συγκρατούσε, την ΕΣΣΔ. Παντού, αυτή η ντροπιαστική πανωλεθρία του σταλινισμού ήταν συνδυασμένο αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης με την ταξική πάλη: Η εργατική τάξη στην Ανατολική Ευρώπη σιχαινόταν τους γραφειοκράτες, που κυβερνούσαν δήθεν στο όνομά της.
Η χώρα, που υπέφερε πιο πολύ από το ντόμινο καταρρεύσεων, ήταν εκείνη ακριβώς που διατηρούσε την ανεξαρτησία της από τη Ρωσία, επί 45 χρόνια: η Γιουγκοσλαβία. Η Δύση θεωρούσε πως δεν είχε νόημα να συνεχίσει να τη στηρίζει με δάνεια για να την κρατάει μακριά από τη ρώσικη επιρροή. Η Γιουγκοσλαβία μπήκε από το ΔΝΤ σε ένα πρόγραμμα αποπληρωμής του χρέους, που μείωσε στο μισό τα εισοδήματα και εκτόξευσε την ανεργία. Ως αποτέλεσμα, ήρθε ο πόλεμος: Οι γραφειοκράτες της Γιουγκοσλαβίας προσπάθησαν να σώσουν τα τομάρια τους στρέφοντας τη μια εθνική ομάδα της χώρας ενάντια στην άλλη.

O πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία άρχισε και τέλειωσε με το Κόσοβο, την πιο φτωχή περιοχή της Ευρώπης. Αν και στο Κόσοβο το 90% ήταν Αλβανοί και το 7% Σέρβοι, η μόνη γλώσσα στη διοίκηση απ’ το ‘89 ήταν τα σερβικά, και όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι ήταν Σέρβοι, ενώ οι Αλβανοί υπάλληλοι απολύθηκαν μονομιάς. Οι μαθητές μάθαιναν αλβανικά σε κρυφά σχολειά, όπου δίδασκαν απολυμένοι δάσκαλοι. Οι Σέρβοι στο Κόσοβο είχαν μηδενικό ποσοστό ανεργίας, ενώ στους Αλβανούς άγγιζε το 85%. Δεν έμενε άλλος δρόμος από την εξέγερση. Επί μία δεκαετία το Κόσοβο ήταν μια ευρωπαϊκή Παλαιστίνη, που ζούσε την Ιντιφάντα της. Και τα εκατομμύρια των Σέρβων στην υπόλοιπη Γιουγκοσλαβία μπροστά στον «ξυπόλητο εχθρό», συσπειρώθηκαν γύρω από τη σέρβικη γραφειοκρατία μ’ επικεφαλής τον Μιλόσεβιτς.
Το σφαγείο
Τα άλλα κομμάτια της γραφειοκρατίας έψαξαν τις δικές τους εθνικές συσπειρώσεις, με επόμενους στην εθνικιστική κατηφόρα τους Κροάτες (Τούτζμαν). Το 1990 η Ένωση Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών διασπάται σε εθνικά κόμματα. Σε λίγο θα εξαφανιστεί και τυπικά το κομμουνιστικό λεξιλόγιο. Σλοβενία και Κροατία ανακηρύσσουν την ανεξαρτησία τους (25/06/91) και ο πόλεμος ξεκινά. Ο Γιουγκοσλαβικός (σερβικός) στρατός χάνει αμέσως στη Σλοβενία, αλλά στην Κροατία καταλαμβάνει ένα κομμάτι, τη Σερβική Δημοκρατία της Κράϊνα. Επόμενος σταθμός του μακελειού η Βοσνία.
Οι γραφειοκράτες που φέρανε τον πόλεμο στη χώρα τους δεν είχαν πρόβλημα να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Έτσι, Μιλόσεβιτς και Τούτζμαν στις μυστικές συνομιλίες τους, που κατέληξαν στο Σύμφωνο του Καρατζόρτζε (Μάρτης 1991), «μοίρασαν» μεταξύ τους τη Βοσνία, σε βάρος των Βόσνιων Μουσουλμάνων. Ήδη από τον Οκτώβρη 1991, οι Σέρβοι εθνικιστές στη Βοσνία (Κάρατζιτς) αποχωρούν από το βοσνιακό κοινοβούλιο και ιδρύουν δικό τους. 5 Μάρτη 1992 αποχωρεί η Βοσνία από τη Γιουγκοσλαβία, απορρίπτοντας το σχέδιο Κάρριγκτον (και Μιλόσεβιτς), που επέβαλε διαίρεση της Βοσνίας σε εθνικές κοινότητες. 5 Μάρτη δολοφονούνται στο Σεράγεβο αντιπολεμικοί διαδηλωτές από Σέρβους ελεύθερους σκοπευτές. Και η σφαγή ξεκινά. Θα κρατήσει τριάμισι χρόνια.

Στη βοσνιακή πολιτοφυλακή το 25% δεν είναι Μουσουλμάνοι, με ιδιαίτερα πολυεθνικό το 2ο σώμα στρατού στην Τούζλα υπό Σέρβο διοικητή. Οι σερβικές και κροατικές πολιτοφυλακές, όμως, έχουν πίσω τους τα αντίστοιχα εθνικά κράτη και άφθονο οπλισμό και κερδίζουν μάχες. Στα μέρη που χάνουν οι Βόσνιοι ακολουθούν εθνικές εκκαθαρίσεις και μαζικές εκτελέσεις, με κορυφαίο παράδειγμα τη Σρεμπρένιτσα.

Ο πόλεμος στην Βοσνία τερματίστηκε μετά από τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς, που οδήγησαν στη συνθήκη του Ντέϊτον. Το δράμα ολοκληρώθηκε το 1999, με τους νέους βομβαρδισμούς ενάντια στη Σερβία, που επέβαλαν το τέλος της κατοχής του Κοσόβου. Το ΝΑΤΟ κι οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές ήταν οι νικητές στα Βαλκάνια, αποκτώντας από το διαμελισμένο πτώμα της Γιουγκοσλαβίας μια σειρά δορυφόρους, με πρώτο το Κόσοβο, που κατέληξε ένα κράτος-επιμελητεία των δυνάμεων του ΝΑΤΟ.
Η διεθνής και ιδιαίτερα η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία υποστήριξε την ιμπεριαλιστική επέμβαση του ΝΑΤΟ, ως μέθοδο «εξανθρωπισμού», τάχα, των αγριοτήτων του εθνικισμού στα Βαλκάνια. Η Κεντροαριστερά έκλεισε τα μάτια της μπροστά στα εγκλήματα του ιμπεριαλισμού -όπως οι βομβαρδισμοί πόλεων και η καταστροφή υποδομών μιας ολόκληρης χώρας- ενώ υποτίμησε το συγκεκριμένο πολιτικό αποτέλεσμα: η ιμπεριαλιστική επέμβαση όξυνε τις τοπικές συγκρούσεις, λειτουργώντας όπως το λάδι στη φωτιά. Η ευθυγράμμιση με τον ιμπεριαλισμό επιτάχυνε την πορεία προς τα δεξιά -προς τον ανοιχτό σοσιαλφιλελευθερισμό- των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Έτσι γινόταν κι έτσι γίνεται πάντα στην Ιστορία.

Υπήρξε δικαίωση;
Η Σρεμπρένιτσα ήταν ακόμη μια επιβεβαίωση της ρήσης: «Ουαί, τοις ηττημένοις». Οι γυναίκες, οι ηλικιωμένοι και τα μικρά παιδιά γλύτωσαν τη δολοφονία, αλλά όχι τον εξευτελισμό, τον βιασμό και τη διαπόμπευση. Εγκατέλειψαν συντριμμένοι την πόλη τους, χωρίς ποτέ να επιστρέψουν.
Η Σρεμπρένιτσα παραμένει «εθνικά καθαρή» στη σερβική πλευρά, και ουσιαστικά δεν έχει αποδοθεί δικαιοσύνη ως σήμερα στους οργανωτές του ολοκαυτώματος. Το εθνικιστικό παραλήρημα φαίνεται σαν να έχει αποκοιμηθεί, μέχρι το τέρας να ξαναξυπνήσει, και να απαιτήσει πάλι φόρο αίματος.
Όσο για τους 12 περίπου Έλληνες που πήραν μέρος στη σφαγή της Σρεμπρένιτσα (από τους 60-70 συνολικά χρυσαυγίτες του Σερβοβοσνιακού στρατού) διατάχτηκε από το 2006 εισαγγελική έρευνα από τον τότε Υπουργό κ. Παπαληγούρα κι έκτοτε αγνοείται η τύχη της.

Υπάρχει κίνδυνος να επαναληφθεί η φρίκη;
Η σημερινή Ευρώπη οχυρό, όπου στα όριά της πνίγονται καθημερινά πρόσφυγες, δεν μπορεί να γεννήσει ελπίδες πως η φρίκη των πολέμων και των σφαγών είναι παρελθόν. Και το ακροδεξιό παραλήρημα στην Ουγγαρία με τον φράχτη που φτιάχνουν οι φυλακισμένοι για να σταματήσουν τους απελπισμένους που διασχίζουν με τα πόδια χιλιάδες χιλιόμετρα για να ξεφύγουν από τις βόμβες, δεν είναι κάποιες υπερβολές για πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη. Είναι αντίθετα οι πρώτες σκηνές απ’ την επόμενη ταινία φρίκης στην Ευρώπη, αν δεν σταματήσουμε εδώ και τώρα την προβολή.
Οι κυβερνήσεις και οι άρχουσες τάξεις της Ευρώπης προσπαθούν, για να αντιμετωπίσουν τη γενικευμένη κρίση, να εφαρμόσουν γενικευμένη λιτότητα για τους φτωχούς στα όρια της ασφυξίας και να περιορίσουν παντού τα δημοκρατικά δικαιώματα. Αν η απάντηση της εργατικής τάξης δεν είναι ο ξεσηκωμός, τότε η «ποινή» που θα χρεωθεί ο κόσμος μας θα σημάνει διάλυση, πέταμα αυτών που περισσεύουν στον Καιάδα, φούντωμα των εθνικισμών και της ακροδεξιάς και τελικά συγκρούσεις και αίμα.
Έχουμε τις πιο κρίσιμες αναμετρήσεις με τ’ αφεντικά όλης της Ευρώπης μπροστά μας, κι «όποιος δεν μοιραστεί τον αγώνα, θα μοιραστεί την ήττα», όπως έλεγε ένα γερμανικό εργατικό τραγούδι των αρχών του ’30 που αποδείχθηκε προφητικό.

(Το άρθρο γράφτηκε το 2015 με αφορμή τα 20 χρόνια από τη σφαγή στη Σρεμπρένιτσα. Είναι δημοσιευμένο στο περιοδικό της Κίνησης ‘Απελάστε τον Ρατσισμό’ – φθινόπωρο 2015)