
Σχόλιο με αφορμή το κινηματογραφικό έργο «Η Πτώση της Αμερικάνικης Αυτοκρατορίας» που προβάλλεται στους κινηματογράφους
Γράφει η Κική Σταματόγιαννη
Τι κοινό έχουν ο Μάρκος Αυρήλιος, ο Απόστολος Παύλος, μια σεξεργάτρια, ο Επίκουρος, ένας πρώην κατάδικος για οικονομικές απάτες, ένας κούριερ με διδακτορικό στη φιλοσοφία, ένας μεγιστάνας-μαιτρ στο να ξεπλένει χρήματα σε φορολογικούς παραδείσους, ένας ασιάτης μπόντι γκάρντ, ένας μαύρος μέλος συμμορίας και μια ανύπαντρη μητέρα ικανότατη γραμματέας και λογίστρια; Αποτελούν όλα τους ουσιώδη στοιχεία της τελευταίας ταινίας του καναδού Ντενίς Αρκάν, «Η πτώση της αμερικάνικης αυτοκρατορίας».
Ο Αρκάν στα 78 του χρόνια καταφέρνει να διατηρεί τη φρεσκάδα, τη σπιρτάδα και το χιούμορ του παραδίδοντάς μας μια ταινία που -με το πρόσχημα της ελαφράδας μιας κωμωδίας- βρίσκει τρόπο να μιλήσει για τα πιο σοβαρά πράγματα. Για τη διαδρομή του χρήματος, για την εξουσία, για το οργανωμένο έγκλημα, για τους ανθρώπους χωρίς στέγη, για τους ιθαγενείς Ινουίτ στον Καναδά, που αφού οι αποικιοκράτες ρήμαξαν τον τόπο τους, τους εκτόπισαν και τους άφησαν χωρίς μόρφωση, στέγη και δουλειά.
Αφορμή για να ξετυλίξει το κινηματογραφικό του σχόλιο στέκεται μια ληστεία μεταξύ δύο συμμοριών που ελέγχουν το Μόντρεαλ. Όλα θα πήγαιναν περίφημα και τίποτα δεν θα διατάραζε την ‘ιερή’ τάξη ανάμεσα στο οργανωμένο έγκλημα, την αστυνομία και τις μπίζνες των πλουσίων, αν τα πράγματα δεν στράβωναν ολοκληρωτικά. Σκοτώνουν όλοι όλους –πλην ενός. Δύο σάκοι φορτωμένοι κλεμμένα χαρτονομίσματα βρίσκονται στα πόδια του Πιερ-Πωλ, ενός αφελούς, ντροπαλού και σαστισμένου κούριερ που βρέθηκε στο λάθος σημείο τη λάθος ώρα. Ή στο σωστό σημείο την καταλληλότερη στιγμή. Δουλεύοντας για να ξεπληρώσει το δάνειο που είχε πάρει προκειμένου να ολοκληρώσει τις σπουδές του στη φιλοσοφία, έχοντας ήδη στα 30 τόσα του χρόνια καταστρέψει τα γόνατά του από τη δουλειά στο φορτηγάκι, δεν το σκέφτεται πολύ. Παίρνει τα χρήματα. Από εκεί αρχίζει ένα κυνήγι ξωπίσω του για το ποιος θα φτάσει πρώτος σε αυτόν –άρα και στα χρήματα: οι αντίπαλες συμμορίες ή η αστυνομία που τον υποπτεύεται από την πρώτη στιγμή;
Στο παιχνίδι μπαίνει η –πέρα από λόγια- όμορφη «Ασπασία», μια καλόκαρδη πόρνη πολυτελείας, με σκληρό παρελθόν σωματικής και ψυχολογικής βίας, που επέλεξε να πάρει το όνομα «της σημαντικότερης εταίρας του παρελθόντος». Η προσωπική της διαδικτυακή σελίδα γνωριμιών είναι διανθισμένη με αποφθέγματα φιλοσόφων και μια επίσκεψή της σε πελάτη κοστίζει όσο 2 μηνιάτικα του Πιερ-Πωλ.

Το τρίο ολοκληρώνει ένας ωμός, σαρκαστικός, πρώην κατάδικος, που όσο ήταν στη φυλακή παρακολουθούσε στο πανεπιστήμιο μαθήματα οικονομικών, τον οποίο ο Πιερ-Πωλ εμπιστεύεται για να διαχειριστεί και να βγάλει έξω από τον Καναδά τα αδιανόητα πολλά χρήματα τα οποία βρέθηκαν στα χέρια του. Κι όλα αυτά χωρίς να τους πάρουν είδηση η τοπική μαφία και οι διωκτικές αρχές.
Οι τρεις τους στήνουν μια απίθανα έξυπνη ‘δουλειά’ – τίποτα περισσότερο ή τίποτα πιο ‘βρώμικο’ από αυτές που στήνουν οι πλούσιοι για να γίνουν πλουσιότεροι. Βοηθοί και κάλυψή τους οι εθελοντές από το κέντρο ‘Παρκούρ’, μια φιλανθρωπική οργάνωση που βοηθά τους άστεγους της πόλης. Σε μία από τις πιο καυστικές σκηνές της ταινίας οι δύο αστυνομικοί που καταδιώκουν το τρίο, για μια φορά γίνονται κι αυτοί στη ζωή τους χρήσιμοι. Κόβουν σαλάτα, μοιράζουν το συσσίτιο και σερβίρουν καφέ στους άστεγους του κέντρου.

Ο Αρκάν με την «Πτώση…» του αφήνει στην άκρη τα βαρύγδουπα λόγια ή το ντοκυμαντερίστικο ύφος άλλων δημιουργών, που σε προσγειώνουν στη σκοτεινιά της πραγματικότητας. Δείχνει να θέλει για μια φορά να πάρει εκδίκηση για τους καλούς και άτυχους ανθρώπους αυτού του κόσμου. Να την πληρώσουν μια φορά και οι πλούσιοι. Να ‘την πατήσει’ η αστυνομία. Να βρουν ένα σπίτι οι άστεγοι. «Ένα κρεβάτι, μια πολυθρόνα για να διαβάζω τα βιβλία μου και μια τηλεόραση για να βλέπω τα αθλητικά». Μόνο αυτό ζητάει από τη ζωή ένας άστεγος, φίλος του Πιερ-Πωλ, που όταν δεν γυρνάει στους δρόμους με τα δύο μικρά του σακίδια, εμπλέκεται σε φιλοσοφικές συζητήσεις με τον κούριερ. Όταν μέσα από μια σειρά απερίγραπτων γεγονότων τελικά του προσφέρονται αυτά τα ελάχιστα που τόλμησε να ονειρευτεί, λυγίζει και κλαίει. Του είναι αδύνατο να διαχειριστεί μια τέτοια ευτυχία. Ένα κρεβάτι, μια πολυθρόνα και μια τηλεόραση. Του είναι αδύνατο να φανταστεί ότι δεν θα χρειάζεται πια να ψάχνει μέσα στο κρύο και τις βροχές του Νοέμβρη ένα στεγνό, προφυλαγμένο μέρος για να κοιμηθεί κάτω από τις πεζογέφυρες. Τη στιγμή που οι πλούσιοι ζουν μια ζωή πέρα από κάθε φαντασία, έτοιμοι να κατασπαράξουν το επόμενο περιουσιακό φιλέτο και να καταστρέψουν τον επόμενο φουκαρά που θα βρεθεί ατυχώς στον δρόμο τους.
Μπορεί ένα κήρυκας της ηθικής να χρησιμοποιήσει -για την ευμάρεια τη δική του και των φτωχών ανθρώπων που έχουν ανάγκη- τις ατραπούς του καπιταλισμού και τα παραθυράκια της αστικής νομοθεσίας, ταγμένη να υπηρετεί τα συμφέροντα των ‘από πάνω’; Αν το κάνει, προδίδει τις ιδέες του και τις αξίες πάνω στην οποία βάσισε τη μέχρι τώρα ζωή του; Σε μια διασκεδαστική ταινία με ευφυείς διαλόγους και συνεχείς ανατροπές στη δράση, ο Αρκάν φέρνει τους ήρωές του αντιμέτωπους με αυτά και άλλα παρόμοια διλήμματα. Πιθανότατα στην πραγματική ζωή τα πράγματα δεν θα εξελίσσονταν με τον τρόπο που ο σκηνοθέτης επιλέγει να εξελιχθούν. Οι κινηματογραφικοί ήρωες λογικά θα συντρίβονταν ανελέητα από το σύστημα.

Ο Αρκάν είναι ειλικρινής. Δεν καταπιάνεται να κάνει το αριστούργημα της δεκαετίας. Αυτό που θέλει μέσα από την πολύ έξυπνη και τρυφερή ταινία του είναι να ξύσει λίγο το λούστρο από τις ζωές των ανθρώπων. Θέλει να ψάξει λίγο βαθύτερα, μέσα στο σύστημα που διαμορφώνει αυτές τις ζωές. Ο τρόπος με τον οποίο κινηματογραφεί τους δύο κόσμους, την πολυτέλεια και το περιθώριο, δείχνει ξεκάθαρα σε ποιο στρατόπεδο είναι ταγμένος. Μέσα από ένα έργο για το χρήμα, για τον εύκολο πλουτισμό και την αηδιαστική χλιδή, επιλέγει να κλείσει εστιάζοντας στα πρόσωπα αυτών που για τους περισσότερους ‘δεν έχουν καν πρόσωπο’. Στους ιθαγενείς παρίες, στους ανθρώπους των δρόμων, που κοιτάνε κατάματα την κάμερα, με τρόπο που σου σκίζουν την ψυχή. Κι αυτό είναι ένα πολύ δυνατό κινηματογραφικό σχόλιο. Πολύ πιο δυνατό από πολιτικά μανιφέστα. Είναι αυτό που στο τέλος-τέλος υποδεικνύει το μόνο σημαντικό: τον άνθρωπο και τις στοιχειώδεις ανάγκες του.