
Γράφει
ο Χάρης Παπαδόπουλος
Ο Γιάνης Βαρουφάκης, τόσο τον καιρό της υπουργικής θητείας του στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το 2015 αλλά και σήμερα που βρίσκεται επικεφαλής του ΜΕΡΑ 25, κάνει συνεχώς αναφορές στην ανάγκη να επαναληφθεί, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, ένα «New Deal», στα βήματα της πολιτικής του Ρούζβελτ. Αλλά αυτές οι επαναλαμβανόμενες δηλώσεις δεν είναι μονάχα μια προσωπική ιδιορρυθμία του συγκεκριμένου πολιτικού.
Στις ΗΠΑ οι πιο διάσημες φωνές της Αριστεράς μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα, όπως χαρακτηριστικά η Αλεξάνδρα Οκάσιο Κορτές, μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων, η οποία και βρίσκεται μονίμως στο στόχαστρο του Τραμπ και της αμερικάνικης ακροδεξιάς, δηλώνουν υποστηρικτές αυτής της πρότασης. Η κυρία Κορτές κηρύττει σε κάθε ευκαιρία την ανάγκη για ένα «Πράσινο Νιου Ντηλ», με στόχο να ξεκινήσει ένα πρόγραμμα δημοσίων έργων μεγάλης έκτασης. Και όταν οι νεοφιλελεύθεροι αντίπαλοί της τη ρωτούν πού θα βρεθούν τα χρήματα για ένα τέτοιο πρόγραμμα, εκείνη απαντά πως θα πρέπει να ριχτεί στην αγορά επιπλέον χρήμα από το κράτος.
Η Κορτές, οι σύμβουλοί της και οι παρόμοιου μήκους κύματος φωνές στις ΗΠΑ ασπάζονται τις ιδέες του οικονομολόγου Κέινς, που πίστευε πως είναι απαραίτητη η ρηξικέλευθη παρέμβαση του κράτους για να εξασφαλιστεί η πλήρης απασχόληση μέσα σε μια καπιταλιστική οικονομία. Αυτό θα σήμαινε κρατικά προγράμματα απασχόλησης ανέργων και άφθονο νέο χρήμα που θα εκδώσει το κρατικό νομισματοκοπείο.
Αυτές οι ιδέες δοκιμάστηκαν ήδη στο παρελθόν στην πραγματική οικονομία, με το περίφημο Νιου Ντήλ («Νέα Συνομολόγηση») του Ρούζβελτ στις ΗΠΑ. Και τα αποτελέσματα κάθε άλλο παρά δικαίωσαν τις προσδοκίες του Κέινς και των υποστηρικτών του. Γι’ αυτό και πουθενά στον πλανήτη οι κεϊνσιανές απόψεις δεν συγκεντρώνουν ούτε ένα ελάχιστο ποσοστό υποστήριξης μέσα στον σκληρό πυρήνα της παγκόσμιας αστικής τάξης. Αντίθετα, παντού οι καπιταλιστές προσανατολίζονται στον πιο αυστηρό νεοφιλελευθερισμό και στην επίθεση στις συντάξεις και τα εργατικά δικαιώματα.
Σήμερα οι μόνοι υποστηρικτές του κεϊνσιανισμού και της «Σύγχρονης Νομισματικής Θεωρίας» (Modern Monetary Theory), όπως κωδικοποιείται στα χρόνια μας το σύνολο αυτών των ιδεών, είναι κάποιοι «προοδευτικοί» διανοούμενοι και ελάχιστα μέλη του πολιτικού προσωπικού της αστικής τάξης.
Αξίζει να θυμηθούμε τα συγκεκριμένα γεγονότα στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’30 που αφορούν το πώς επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί αυτή η αστική ουτοπία της ανάπτυξης και της πλήρους απασχόλησης σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης.
Στις 4 Μάρτη του 1933, το Νιού Ντηλ εξαγγέλθηκε για πρώτη φορά στις προγραμματικές δηλώσεις του Προέδρου Φράνκλιν Ρούζβελτ, ο οποίος είχε κερδίσει τις εκλογές του 1932 στις ΗΠΑ.

Τι ήταν στ’ αλήθεια το Νιού Ντηλ;
Ήταν μια σειρά προγράμματα που εφαρμόστηκαν στις ΗΠΑ, ανάμεσα στο 1933 και 1936, για να ανακουφιστούν τα πιο φτωχά στρώματα της κοινωνίας και πρώτα απ’ όλα οι άνεργοι και για να ξανασταθεί η βορειοαμερικάνικη οικονομία στα πόδια της, μετά το Κραχ του 1929 και τη Μεγάλη Οικονομική Ύφεση που ακολούθησε. Το 1933 η οικονομία των ΗΠΑ είχε συρρικνωθεί κατά 30% σε σχέση με την περίοδο πριν από το Κραχ. Οι άνεργοι έφτασαν τα 15 εκατομμύρια, η ταξική πάλη ξανάρχισε να απασχολεί στα σοβαρά μεγάλα κομμάτια της εργατικής τάξης και οι καπιταλιστές και οι τραπεζίτες βρίσκονταν σε μεγάλη σύγχυση σε σχέση με τις προοπτικές της καπιταλιστικής οικονομίας.
Το αμερικάνικο κράτος, έως και την εποχή του απελθόντα προέδρου Χούβερ, δεν επιδοτούσε ούτε τα συσσίτια των πεινασμένων, «για να μην παρέμβει με αρνητικό τρόπο στην οικονομία της αγοράς και την εμποδίσει να αυτορυθμιστεί». Βέβαια, δεν ήταν το ίδιο άτεγκτη η αντιμετώπιση των χρεοκοπημένων τραπεζιτών και μεγαλοβιομήχανων: Αυτοί επιδοτούνταν με τεράστια ποσά, όποτε το χρειάζονταν. Ταυτόχρονα οι φοροαπαλλαγές στο μεγάλο κεφάλαιο ήταν νόμος. Χαρακτηριστικά, ο μεγαλοτραπεζίτης Τζ. Π. Μόργκαν δεν είχε πληρώσει για αρκετά χρόνια ούτε ένα δολάριο για φόρο εισοδήματος.
Ο Ρούζβελτ δεν είχε κατά νου να κάνει διαφορετική πολιτική. Γεννημένος από «τζάκι», με «λατρεία» – όπως έλεγε ο ίδιος για τον εαυτό του – «για τους ισοσκελισμένους κρατικούς προϋπολογισμούς», έκανε στη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας το 1932 κριτική στον Χούβερ πως σπαταλάει το δημόσιο χρήμα. Ο Ρούζβελτ ζητούσε ξεκάθαρα περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες.
Πώς έφτασε ένας τέτοιος Πρόεδρος μέσα στις πρώτες 100 μέρες της θητείας του να ξεκινήσει το Νιού Ντηλ;

«Κύριοι, ή θα χάσετε τα ημίψηλα καπέλα σας ή θα χάσετε τα κεφάλια σας»
Το φάντασμα που ο Ρούζβελτ έβλεπε να πλανιέται πάνω από τις ΗΠΑ ήταν η ανατροπή του καπιταλιστικού καθεστώτος. Στη συνέντευξη που έδωσε το 1938 ο Πρόεδρος στο διάσημο συγγραφέα βιογραφιών Έμιλ Λούντβικ, ομολογούσε ανοιχτά το κίνητρό του για την πολιτική του Νιού Ντηλ: «Η επιθυμία μου ήταν να προλάβω την Επανάσταση… Ήθελα να σώσω το Κεφάλαιο».
Η AFL, η αντίστοιχη ΓΣΕΕ των ΗΠΑ, κάθε άλλο παρά απειλούσε τους κεφαλαιοκράτες. Αντίθετα διέθετε μια ηγεσία βαθιά συντηρητική και εχθρική στους εργάτες. Χαρακτηριστικά, μια σειρά μεταρρυθμίσεις υπέρ του μαύρου πληθυσμού που θα προωθούσε ο Ρούζβελτ, δεν κατατέθηκαν ποτέ, γιατί έβαλε παρασκηνιακά βέτο η ηγεσία της AFL.
Παρόλα αυτά, μέσα σε ενάμιση χρόνο από την ανάληψη της θητείας του Ρούζβελτ ξέσπασαν μια σειρά τοπικοί εργατικοί αγώνες που ήταν ήδη πολύ εντονότεροι από πριν και, το κυριότερο, νικηφόροι. Υπήρχε διάχυτη αγωνία μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα του Ρούζβελτ πως η πάλη των τάξεων θα ξέφευγε από κάθε έλεγχο. Ένας βουλευτής των Δημοκρατικών στην ομιλία του απαριθμούσε τις νίκες (με αίμα και πολλούς νεκρούς) των εργατών στο Τολέδο, το Σαν Φρανσίσκο, τη Μινεάπολις, το Νότο και κατέληγε: «Αυτά ήταν ήπια πράγματα. Δεν έχετε δει να ανοίγουν οι πύλες της Κολάσεως και αυτό ακριβώς θα συμβεί αν το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών δεν ψηφίσει την εργατική νομοθεσία». Λίγο αργότερα, με το ξέσπασμα των καταλήψεων στα εργοστάσια στη Γαλλία το ’36, ο φόβος του Ρούσβελτ ήταν μήπως δεν είχε κινηθεί αρκετά νωρίς στ’ αριστερά για να αποτρέψει τα χειρότερα.
Μεγάλα κομμάτια της αστικής τάξης ήταν έξω απ’ αυτούς τους προβληματισμούς. «Η λεγόμενη Ανώτερη Τάξη», σημείωνε τον Απρίλη του ’36 το περιοδικό ΤΙΜΕ, «με λίγες εξαιρέσεις, μισεί ειλικρινά τον Ρούσβελτ», ενώ ο πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας τόνιζε πως «η κυβέρνηση θα έπρεπε να βοηθήσει τους άνεργους και τους φτωχούς μέσω του trickle down effect», δηλαδή να στηρίξει τους πλούσιους για να κάνουν επενδύσεις και τα οφέλη να κατρακυλήσουν σιγά-σιγά και προς τις αποκάτω τάξεις.
Ο Ρούσβελτ σχολίαζε αυτή την έλλειψη διορατικότητας των αστών, στις διαπραγματεύσεις του με τον Χιρστ, τον βαρώνο των ΜΜΕ: «Εγώ πολεμάω τον κομμουνισμό… Θέλω να σώσω το σύστημά μας, το καπιταλιστικό σύστημα, και για να το σώσω πρέπει κάπως να προσαρμοστώ στο σημερινό πνεύμα… Ίσως να γίνει αναγκαίο να πετάξω στους λύκους τα 46 πιο πλούσια άτομα… Με άλλα λόγια, να περιορίσω μέσω της φορολογίας τα εισοδήματα».

Ήταν πραγματικά επαναστατική η κατάσταση στις ΗΠΑ;
Με τα προγράμματα του Ρούσβελτ βελτιώθηκαν αρχικά οι συνθήκες ζωής για μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης. Οι άνεργοι, που απασχολήθηκαν άμεσα στα προγράμματα Αποκατάστασης, έφτασαν τα 4 εκατομμύρια. Οι ωφελημένοι από διάφορα προγράμματα από τους πρώτους μήνες ήταν 28 εκατομμύρια εργαζόμενοι. Όμως, αυτό που έδειξε τις τεράστιες δυνατότητες και προοπτικές της εργατικής τάξης, τον Ιούνη του ’36, ήταν ο Νόμος για την Εθνική Βιομηχανική Ανασυγκρότηση και πιο συγκεκριμένα το άρθρο 7α. Ο νόμος αφορούσε το πώς θα γινόταν η «διαβούλευση των κοινωνικών συμφερόντων με το κράτος», δηλαδή το πώς θα συνεργάζονταν οι εργάτες με τα αφεντικά για το καλό της οικονομίας. Το άρθρο 7α, το «δόλωμα» για να τσιμπήσει η εργατική τάξη, προέβλεπε πως «οι εργαζόμενοι θα έχουν το δικαίωμα να οργανώνονται και να διαπραγματεύονται συλλογικά μέσω εκπροσώπων της δικής τους επιλογής». Μ’ άλλα λόγια, οι εργάτες που είχαν πληρώσει με εκατοντάδες νεκρούς τις απόπειρές τους να φτιάξουν συνδικάτα, τώρα ενθαρρύνονταν -κατά κάποιον τρόπο- από την ίδια την κυβέρνηση των ΗΠΑ να οργανωθούν συνδικαλιστικά παντού!
Ακολούθησε φρενίτιδα συγκεντρώσεων σε τόπους δουλειάς και ίδρυσης σωματείων και μέσα στις επόμενες εβδομάδες εκατομμύρια εντάχθηκαν στα πιο μαχητικά συνδικάτα ή ίδρυσαν καινούργια. Όπως παρατηρεί ένας συγγραφέας, ο Τζον Νιουσίγκερ, «δεν ήταν απλώς ένταξη, ήταν απελευθέρωση!».

Οι εργαζόμενοι καταλάβαιναν, ως ένα σημείο, για το τι πάλευαν. Μια μαύρη εργάτρια εμφανίστηκε στο βήμα μιας συγκέντρωσης κρατώντας στα χέρια της μια Βίβλο κι ένα τούβλο. Η Βίβλος συμβόλιζε για αυτήν την αλληλεγγύη και τη συμπόνια στους αδύνατους και το τούβλο τη σύγκρουση με τα αφεντικά.
Ένας πάστορας, που οργάνωνε τα συσσίτια ανέργων στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, συνόψισε το πρόγραμμα δράσης των εργατών:
«Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνεις είναι να παλέψεις για δύο γεύματα, και όταν τα κερδίσεις να παλέψεις για τρία γεύματα, κι όταν τα κερδίσεις κι αυτά να παλέψεις για το μενού: Αν σου δώσουν βραστό κρέας να ζητήσεις ψητό, κι αν πάρεις το ψητό να ζητήσεις μπριζόλα, κι αν κερδίσεις τη μπριζόλα να ζητήσεις να μπούνε όλα στο μενού. Να θυμάσαι, ό,τι και να ζητήσεις, δεν είναι αρκετό, γιατί οι εργάτες έχουν δημιουργήσει τα πάντα και μέχρι να τα πάρουν όλα, τίποτα δεν θα είναι αρκετό».
Όμως μια επανάσταση, όπως και μια ατμομηχανή, δεν χρειάζεται μόνο τον ατμό για να δράσει, αλλά να βρίσκεται και το έμβολό της σε λειτουργία. Και εδώ το έμβολο της κοινωνικής εξέγερσης, η Αριστερά, με κύρια δύναμή της στις ΗΠΑ το Κομμουνιστικό Κόμμα, δεν στάθηκε ικανή να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που δημιουργούσε ο ατμός της αγανάκτησης και της δράσης των μαζών.

Το ΚΚ των ΗΠΑ διέθετε σχεδόν 100.000 μέλη τη δεκαετία του ’30 στις ΗΠΑ και καθοδηγούσε μια σειρά εργατικούς αγώνες και μαχητικά συνδικάτα. Μετά από μια πρώτη περίοδο απόλυτης -και σεχταριστικής- εχθρότητας προς τον Ρούζβελτ, γύρισε στο άλλο άκρο: «ο Ρούζβελτ, είτε το ήθελε είτε όχι, είναι ο ηγέτης του Αμερικανικού Λαϊκού Μετώπου» δήλωνε ο Γενικός Γραμματέας του Κόμματος Μπράουντερ, και το Νιού Ντηλ «είναι πρόγραμμα Λαϊκού Μετώπου ανώτερου τύπου». Όπως δηλωνόταν και στο «Μου αρέσει η Αμερική», εκλαϊκευτικό βιβλίο της τότε πολιτικής του Κ.Κ., «αυτό που προτείνουμε δεν είναι να κάνουμε πέρα τον καπιταλισμό εδώ και τώρα. Προτείνουμε να κάνουμε ό,τι μπορούμε μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού για να βάλουμε μπροστά την παραγωγική μηχανή και να διανείμουμε το προϊόν της σ’ αυτούς που το έχουν περισσότερο ανάγκη».
Το Κ.Κ. σύντομα δύσκολα ξεχώριζε από την αριστερή πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος. Πέρα από την πίστη του στη Σοβιετική Ένωση δεν είχε να δείξει κάτι διαφορετικό ως πολιτική. Ενώ η εργατική τάξη ριζοσπαστικοποιούνταν, αυτό προσπαθούσε να προσαρμοστεί και να φανεί χρήσιμο στον Ρούζβελτ. Στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου το Κ.Κ. θα αυτοδιαλυθεί για κάποια χρόνια για να μην τρομάξει τους υποτιθέμενους συμμάχους του, τους Δημοκρατικούς. Ο αμερικανικός κομμουνισμός δεν ξανασυνήλθε ποτέ από αυτή την ελεύθερη πτώση στο κενό.
Άλλες δυνάμεις μέσα στην Αριστερά ήταν πολύ μειοψηφικές. Πρώτοι οι επαναστάτες-διεθνιστές οπαδοί του Τρότσκι ήταν ούτε 1.500 άτομα, λιγότεροι και από τα επαγγελματικά στελέχη του Κ.Κ., από το οποίο δέχονταν ασύλληπτη εχθρότητα και επιθέσεις. Παρόλο που οι τροτσκιστές καθοδήγησαν εκπληκτικούς τοπικούς αγώνες, όπως την απεργία των φορτηγατζήδων της Μινεάπολης, τελικά βρέθηκαν χωρίς το οργανωτικό μέγεθος που θα έκανε τη διαφορά.
Και πώς ξεπεράστηκε η κρίση στις ΗΠΑ;
Είναι μεγάλος μύθος πως το Νιου Ντηλ έβγαλε τις ΗΠΑ από την κρίση. Ήδη από το 1937 η ύφεση ξαναέδειξε τα δόντια της και η ανεργία σκαρφάλωσε στα ύψη. Οι ΗΠΑ βγήκαν από την κρίση μόνο χάρη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν της χώρας διπλασιάστηκε μέσα στο σφαγείο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου χάρη στην πολεμική βιομηχανία και η ανεργία έπεσε σχεδόν στο 1%. Οι ανάγκες της Ευρώπης για ανοικοδόμηση και η κούρσα εξοπλισμών του Ψυχρού Πολέμου άνοιξαν απίστευτες ευκαιρίες ανάπτυξης για το μεγάλο κεφάλαιο των ΗΠΑ και έκλεισαν για δεκαετίες το ζήτημα των κοινωνικών αγώνων.
Ο πόλεμος είναι πάντα καταστροφή και θρήνος για τον απλό κόσμο. Όμως ταυτόχρονα, αποτελεί αναγκαία αναζωογόνηση και ανανέωση για το κεφάλαιο. Ενώ οι άνθρωποι σκοτώνονταν μαζικά στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι μετοχές σκαρφάλωναν στα ύψη.
Αντίθετα, το Νιου Ντηλ ήταν μια πολιτική που απείλησε τα κέρδη των καπιταλιστών χωρίς να απομακρύνει τελικά τον κίνδυνο της κοινωνικής ανατροπής. Γι’ αυτό και σήμερα, η συντριπτική πλειοψηφία των συστημικών οικονομολόγων δεν το προτείνουν σαν διέξοδο στην ύφεση. Όμως, δεν μπορούν να προτείνουν και ανοιχτά αυτό που είναι τελικά η μόνη -γι’ αυτούς- λύση: Να καταστραφεί ένα μέρος του σταθερού κεφαλαίου (εργοστάσια, εγκαταστάσεις, εμπορεύματα) και ένα μέρος του μεταβλητού κεφαλαίου (εργάτες και εργάτριες) για να μπορέσει το υπόλοιπο κεφάλαιο να ξαναγίνει κερδοφόρο. Οι μόνες προοπτικές του κεφαλαίου είναι το νεκροταφείο των επιτευγμάτων της ανθρώπινης παραγωγικότητας και δεν φαίνεται να δραπετεύουμε από την ύφεση.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση μετά την κρίση του 2008 στοχοπροσηλώνεται στη συνολική επίθεση ενάντια στα εργατικά δικαιώματα. Από την άλλη, η ευρωπαϊκή εργατική τάξη -και η Αριστερά- δεν έχουν ακόμη αντιτάξει το δικό τους πρόγραμμα διεκδικήσεων.

Αν η Αριστερά που εννοεί το όνομά της δεν πάρει την ευθύνη να δώσει σάρκα και οστά -και οργάνωση!- στην ανάγκη των εργατ(ρι)ών να παλέψουν τη λιτότητα και την επίθεση στο βιοτικό τους επίπεδο, τότε το μούδιασμα της τάξης μας θα μετατραπεί σε απελπισία και διάλυση. Και σε τέτοιο περιβάλλον μόνο η ακροδεξιά θα μπορεί να αναπτύσσεται.
Οι εργαζόμενοι δεν χρειάζονται «Νιού Ντηλ». Αυτό που χρειάζονται είναι να πάψουν να πληρώνουν τα χρέη των από πάνω. Και για να γίνει αυτό πραγματικότητα, θα χρειαστεί να υψώσουμε μια άλλη, μια επαναστατική Αριστερά για να τα υπηρετήσει και να τα κάνει πράξη.
*(Τα στοιχεία σχετικά με την κατάσταση της εργατικής τάξης στις ΗΠΑ είναι παρμένα από το βιβλίο του John Newsinger, “Η αμερικάνικη εργατική τάξη τη δεκαετία του ’30- Αντεπίθεση” – εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Μάρτης 2013)
{Το άρθρο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εργατική Αριστερά» τον Μάρτη του 2015 και ήταν πετσοκομμένο σε τέτοιο βαθμό από τη σύνταξη της εφημερίδας που ουσιαστικά δεν διαβαζόταν.
Εδώ αναρτάται το σύνολο του κειμένου, όπως αναδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Κόκκινη» φύλλο 3, Σεπτέμβρης 2019, με μια μικρή εισαγωγή που επιχειρεί να συνδέσει το ιστορικό θέμα του «Νιου Ντηλ» με τις σημερινές διακηρύξεις του κ. Βαρουφάκη και τις συζητήσεις για την Modern Monetary Theory και το αίτημα για ένα «πράσινο Νιου Ντηλ» που έρχονται από τις ΗΠΑ.}