
Γράφει η Κική Σταματόγιαννη
Μια ιδιαίτερη παραβιαστική συμπεριφορά εξαπλώνεται σ’ όλο τον κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες σαν σπίθα σε ξερό χορτάρι, τσαλαπατώντας κάθε αίσθηση προσωπικής ασφάλειας και ιδιωτικότητας. Συχνά καταλήγει δολοφονική. Η προσπάθεια να αποδοθεί στα ελληνικά ο όρος stalking (στόκινγκ) έχει προβληματίσει αρκετά. Έχει καταγραφεί ως «παρενοχλητική συμπεριφορά» ή «παρακολούθηση με κακόβουλη πρόθεση». Και οι δύο ορισμοί, όμως, αφήνουν απέξω το πιο χαρακτηριστικό, το πιο ουσιαστικό στοιχείο της εν λόγω παραβιαστικής συμπεριφοράς: την εμμονή. Ο επίμονος, ψυχρά μελετημένος, συστηματικός τρόπος, με τον οποίο δρα κάποιος μετά τη στοχοποίηση του θύματός του.
Μόνο στις ΗΠΑ έχει καταγραφεί ότι 7,5 εκατομμύρια άνθρωποι κάθε χρόνο (μία στις 6 γυναίκες και ένας στους 19 άντρες) πέφτουν θύματα εμμονικής παρακολούθησης, με τα δύο τρίτα των θυμάτων να έχουν υποστεί stalking από τον πρώην ή νυν σύντροφό τους. Το τελευταίο στοιχείο, όπως προκύπτει από όλες τις έρευνες διεθνώς, έρχεται να ‘δέσει’ με την κυρίαρχη κατασκευή της αρρενωπότητας, του ‘σκληρού αρσενικού’. Μια τοξική αρρενωπότητα που παρενοχλεί, παραβιάζει όρια, κακοποιεί, βιάζει, δολοφονεί. Σύμφωνα με μια αμερικανική έρευνα (2014), το 76% των γυναικών που δολοφονήθηκαν από πρώην/νυν σύντροφο έχει υπάρξει θύμα εμμονικής παρακολούθησης για τουλάχιστον έναν χρόνο (πριν από τη δολοφονία).
Ο δράστης ‘χτίζει’ βαθμηδόν τη βία μέσα από την άσκηση ψυχολογικής πίεσης. Επιδιώκει να χειραγωγεί συναισθηματικά τα θύματά του και στη δράση του αυτή ακολουθεί συνήθως μια καλά σχεδιασμένη κλιμάκωση. Μπορεί να ξεκινήσει από μια επικοινωνία (γραπτή, διαδικτυακή, μέσω μέηλ ή με χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης) για να εισβάλει βίαια στην προσωπική ζωή του ανθρώπου που παρενοχλεί (παρακολούθηση στο σπίτι ή στην εργασία, εισβολή/διάρρηξη του οικιακού ασύλου, προσέγγιση συγγενών και φίλων). Θλιβερή απόληξη είναι συνηθέστατα η άσκηση σωματικής βίας (κακοποίηση ή βιασμός), που σηματοδοτεί πλέον την επιβολή ολοκληρωτικού ελέγχου επί του σώματος και της ψυχολογίας του θύματος.
Όλα τα διαθέσιμα στοιχεία καταγράφουν στενή σύνδεση του stalking και της σωματικής κακοποίησης (σε ποσοστό που αγγίζει το 80%). Συχνά και της σεξουαλικής κακοποίησης (σε ποσοστό 31%). Το στοιχείο αυτό δείχνει ότι ο stalker δεν περιορίζεται συνήθως σε μια εξ αποστάσεως παρενοχλητική/παραβιαστική συμπεριφορά. Καταλήγει να γίνει και σωματικά βίαιος, όταν θέλει να επιβληθεί απολύτως.
Το θύμα αισθάνεται σταδιακά μια διαρκή και κλιμακούμενη απειλή. Χάνει κάθε αίσθηση ιδιωτικότητας, νιώθει ότι κινδυνεύει. Η θλιβερή αλήθεια είναι ότι πράγματι κινδυνεύει. Η πρώτη συνέπεια εντοπίζεται στο ψυχολογικό πεδίο. Η συναισθηματική ισορροπία διαταράσσεται. Σημειώνονται καταθλιπτικά και αυτοκτονικά επεισόδια ή ακόμα και ψυχοσωματικές αντιδράσεις σε αυτή τη στρεσογόνα κατάσταση. Το θύμα ‘μουδιασμένο’ από τον φόβο και την ανασφάλεια που της/του έχει ενσταλαχτεί, σιωπά. Η μη αντίδραση ανατροφοδοτεί τον φαύλο κύκλο της βίας. Ο θύτης θεωρεί, σύμφωνα με τη δική του διαστρεβλωμένη εκδοχή της πραγματικότητας, ότι έχει εξασφαλίσει τη «συναίνεση» του θύματός του, με αποτέλεσμα να αυξάνει σταδιακά τον έλεγχο και να γίνεται ακόμα πιο χειριστικός.

Ο stalker, σε αντίθεση με ό,τι συνήθως προβάλλεται, δεν είναι ένας ιδιόρρυθμος, εκκεντρικός άνθρωπος. Είναι συνηθισμένος, απόλυτα καθημερινός. Μένει στο διπλανό διαμέρισμα, είναι συνάδελφός μας στη δουλειά, χρησιμοποιεί τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, διασκεδάζει πιθανότατα στα ίδια μέρη με εμάς. Αυτό ακριβώς το στοιχείο είναι που αυξάνει δραματικά την επικινδυνότητά του. Έχει εγκολπώσει τη στερεοτυπική αφήγηση του κυρίαρχου αρσενικού, αυτού στον οποίο ‘ανήκουν’ τα σώματα των γυναικών, των θηλυκοτήτων, αλλά και των μη κυρίαρχων αρσενικών. Είτε εμφανίζεται με τη μορφή του απορριφθέντος (rejected, στη διεθνή ορολογία) είτε με τη μορφή του αρπακτικού (predatory) θεωρεί ότι έχει αναφαίρετο δικαίωμα να ασκεί απόλυτο έλεγχο στις ζωές των άλλων. Σε κάποιες περιπτώσεις, η παραβιαστική συμπεριφορά συνδέεται πράγματι και με στοιχεία ψυχοπαθολογίας. Αυτό, όμως, σε καμία περίπτωση δεν μας επιτρέπει να υποβαθμίσουμε την επικινδυνότητα μόνο σε λίγες –“ιδιαίτερες”- περιπτώσεις. Οι stalkers είναι άντρες καθημερινοί.
Στην Ελλάδα, με τον νόμο 4531/2018, καταγράφεται ως αδίκημα για πρώτη φορά μέσω της τροποποίησης του άρθρου 333 Π.Κ. περί απειλής: «…τιμωρείται και όποιος, χωρίς απειλή βίας ή άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης, προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία, με την επίμονη καταδίωξη ή παρακολούθησή του, όπως ιδίως με την επιδίωξη διαρκούς επαφής μέσω τηλεπικοινωνιακού ή ηλεκτρονικού μέσου ή με επανειλημμένες επισκέψεις στο οικογενειακό, κοινωνικό ή εργασιακό περιβάλλον αυτού, παρά την εκπεφρασμένη αντίθετη βούλησή του». Παρά το γεγονός ότι η νομοθετική τροποποίηση έγινε στο πλαίσιο του σχεδίου νόμου για την Κύρωση της Σύμβασης της Ιστανμπούλ (Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας), θύματα των stalkers δεν είναι μόνο γυναίκες. Είναι και άντρες (σε σημαντικά μικρότερο, ωστόσο, ποσοστό), καθώς και λοατκια+ άνθρωποι.
Συχνά ο δράστης είναι πρώην σύντροφος/σύζυγος, που επιμένει να ασκεί έλεγχο στη ζωή της συντρόφου του, αρνούμενος το γεγονός της απόρριψης. Ξέρει το πρόγραμμα, τις δραστηριότητές της, τους φίλους, τους συγγενείς και τους ανθρώπους που συναναστρέφεται, τον χώρο όπου δουλεύει, και –πολύ σημαντικό- τους ασφαλείς χώρους στους οποίους θα αναζητήσει καταφύγιο σε περίπτωση κινδύνου. Αυτό εντείνει την ανησυχία και την ανασφάλεια που έχει καλλιεργηθεί στο θύμα, καθώς συνειδητοποιεί ότι είναι εγκλωβισμένο. Ότι ακόμα και αν επιχειρήσει να σπάσει τον φαύλο κύκλο της παρακολούθησης και της καταδίωξης, αυτή θα συνεχιστεί. Ότι κανένα μέρος στον κόσμο δεν είναι αρκετά ασφαλές. Αυτό είναι και το σημείο που εξαρχής επιδιώκει ο δράστης: η δημιουργία ενός περιβάλλοντος ασφυκτικού, χωρίς καμία εναλλακτική διέξοδο, όπου αυτός έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο για τη ζωή του πλάσματος που έχει στοχοποιήσει.

Αρκούντως αρρωστημένο, αλλά είναι πολλοί αυτοί που σπεύδουν να δικαιολογήσουν τους stalkers, επικαλούμενοι ένα –υποτιθέμενο- ‘ερωτικό ενδιαφέρον’ προς το θύμα. Ωστόσο, αν υπάρχει κάτι που πρέπει να γίνει ξεκάθαρο είναι ότι ερωτικό ενδιαφέρον που δεν βρίσκει καμία ανταπόκριση, είναι παρενόχληση. Χωρίς ‘ναι μεν, αλλά…’. Έχουμε βγει προ πολλού έξω από τα όρια έκφρασης της ερωτικής έλξης και κινούμαστε πλέον στις σκοτεινές περιοχές του stalking. Και αυτό γιατί κάθε συζήτηση σχετικά με το stalking είναι πάντα μια συζήτηση περί συναίνεσης. Stalkers είναι όσοι αρνούνται να ακούσουν τα ξεκάθαρα διατυπωμένα ΟΧΙ, όσοι θεωρούν ότι μπορούν να τα παραβιάσουν, κουρελιάζοντας με τον τρόπο αυτό την προσωπική ζωή, την ασφάλεια του σπιτιού, το σώμα αυτών που διατυπώνουν τα ΟΧΙ.
Στη σύγχρονη διαδικτυακή εποχή, το stalking έχει περάσει σε ένα άλλο επίπεδο, απείρως δραματικότερο (cyberstalking). Ο cyberstalker έχει πλέον στη διάθεσή του πολλά κρίσιμα στοιχεία: φωτογραφίες, μέρη που επισκέφθηκε το θύμα του, προτιμήσεις, φίλους. Έχει τρόπους να προσεγγίζει, να εκβιάζει, να διαπομπεύει δημόσια, να ασκεί έλεγχο. Να ασκεί βία – μια βία ύπουλη, σιωπηλή και αθέατη. Μέχρι να γίνει πολύ χειροπιαστή. Μέχρι να προκαλέσει μελανιές. Μέχρι να κάνει κάποιο σώμα να αιμορραγήσει. Ή μέχρι να το οδηγήσει στην αυτοκτονία.

Η Αριστερά, οι κινηματικές συλλογικότητες, ιδιαίτερα οι γυναικείες και οι λοατκια+, καθώς και τα εργατικά συνδικάτα θα πρέπει α) να αναγνωρίσουν τον παραβιαστικό και σεξιστικό χαρακτήρα του φαινομένου του stalking και να αρχίσουν να αφιερώνουν αρθρογραφία και γενικότερη πληροφόρηση γύρω από αυτό το θέμα και β) να αναλάβουν πρωτοβουλίες για υπεράσπιση και συμπαράσταση συγκεκριμένων θυμάτων των stalkers.
Η απελευθέρωση των γυναικών, των λοατκια+, αλλά και κάθε άντρα που δεν ταιριάζει απόλυτα με τις νόρμες της πατριαρχικής ετεροκανονικότητας, δεν είναι ζήτημα (κυρίως) νομικής δικαίωσης, αλλά πρώτα και κύρια κοινωνικής απελευθέρωσης. Και δυστυχώς, όπως η συνολικότερη πάλη με την πατριαρχία, θα απαιτήσει πολύ περισσότερο χρόνο για να εξαλειφθεί, ακριβώς επειδή οι πατριαρχικές αντιλήψεις είναι βαθιά ριζωμένες στην κοινωνία. Πολύ βαθύτερα από τον ρατσισμό, τον εθνικισμό και κάθε άλλη καταπιεστική διάκριση.
Το stalking είναι μορφή επιθετικού σεξισμού που διαδίδεται ραγδαία στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες. Είναι ένα γάντι που η Αριστερά και τα κινήματα πρέπει να το σηκώσουν και να αναλάβουν την ευθύνη για τη μάχη. Άμεσα.
Μέχρι να φτάσουμε στην οριστική εξάλειψη της βίας και στη συνολική ανθρώπινη χειραφέτηση, μέχρι να ξεριζώσουμε καλά εδραιωμένες πατριαρχικές αντιλήψεις που δυναστεύουν τις ζωές μας, μέχρι να ξεμπερδέψουμε με το καπιταλιστικό θηρίο που ρίχνει νερό στον μύλο που αλέθει τους πιο αδύναμους, τους ‘μη κανονικούς’ και τους απείθαρχους, δεν θα παραιτηθούμε ούτε στιγμή από την προσπάθεια να εξηγούμε ξανά και ξανά, να φωνάζουμε στους δρόμους, να γράφουμε και να διεκδικούμε το αυτονόητο:
Κάθε συμπεριφορά, που συνειδητά υποβαθμίζει ή αγνοεί την εκφρασμένη θέληση ενός προσώπου, είναι παραβιαστική. Κάθε συμπεριφορά που επιδιώκει να επιβάλει έλεγχο στην προσωπική/ερωτική ζωή ενός ανθρώπου, είναι παραβιαστική. Κάθε συμπεριφορά που περιορίζει την αυτονομία και την ελευθερία κίνησης και δράσης ενός ανθρώπου, είναι παραβιαστική. Κάθε συμπεριφορά (καλυμμένη με το αηδιαστικό πρόσχημα της ερωτικής έλξης) που προκαλεί φόβο και ανασφάλεια, είναι παραβιαστική. Και οφείλει να καταδεικνύεται ως τέτοια και να καταδικάζεται κοινωνικά ως τέτοια.
Και για να το συνοψίσουμε:
ΟΧΙ σημαίνει ΟΧΙ. Δια ζώσης, διαδικτυακά, γραπτά ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο εκφρασμένο.

*Το άρθρο είναι προδημοσίευση από το φύλλο 5 της εφημερίδας «Η Κόκκινη» (Δεκέμβρης 2019)