Η Κοινωνική ασφάλιση και η αγορά εργασίας

Γράφει ο Γιώργος Κολλιάς ΙΝΕ/ΓΣΕΕ

«Η υπερβολική εργασία του απασχολημένου μέρους της εργατικής τάξης πληθαίνει τις γραμμές της εφεδρείας της, ενώ αντίθετα η αυξημένη πίεση, που η εφεδρεία ασκεί με τον συναγωνισμό της στους απασχολημένους εργάτες, τους υποχρεώνει να εργάζονται υπερβολικά και να υποτάσσονται στις προσταγές του κεφαλαίου (Κ. Μαρξ).

Οι πολιτικές για την αγορά εργασίας από τη δεκαετία του 1970 και έπειτα, συγκροτούν μια στρατηγική άσκησης πίεσης του κεφαλαίου πάνω στη μισθωτή απασχόληση. Στόχος: η υποτίμηση της αμοιβής της εργατικής δύναμης και η αλλαγή του κοινωνικού συσχετισμού δύναμης σε βάρος της εργατικής τάξης μετά την εκρηκτική άνοδο των κινημάτων στη μεταπολεμική Ευρώπη -και όχι μόνο-, που πυροδότησε η ήττα του ναζισμού.

Επομένως οι πολιτικές αυτές απέβλεπαν στη διαχείριση, σε επιτρεπτά όρια για τη σταθερότητα του συστήματος, της εφεδρικής στρατιάς των ανέργων και η οποία παράλληλα, αποτελούσε έναν μοχλό πίεσης υποτίμησης της αξίας της εργατικής δύναμης. Η σταδιακή αύξηση της ανεργίας στην Ελλάδα αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, συντελούνταν παράλληλα με πολιτικές που άλλαζαν το μεταπολεμικό μοντέλο της απασχόλησης. Το τελευταίο  είχε τρία βασικά χαρακτηριστικά: 1. Εξαρτημένη εργασία – ένας εργοδότης. 2. Διέθετε πλήρες και σταθερό ωράριο και 3. Ήταν χρονικής διάρκειας αορίστου χρόνου. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για τις περίφημες ευέλικτες μορφές απασχόλησης (ΕΜΑ), όπως έχει καθιερωθεί να ονομάζονται, και αποτυπώνουν την ισχυροποίηση της εργοδοτικής εξουσίας στη σφαίρα της παραγωγικής διαδικασίας έναντι της μισθωτής εργασίας.

Το πλήρες και σταθερό ωράριο αντικαθίσταται από ωράριο περιορισμένου χρόνου και σε συγκεκριμένες ώρες, ανάλογα με τις ανάγκες του εργοδότη. Η αμοιβή του συνεπώς προσαρμόζεται και ακολουθεί τη μείωση των ωρών εργασίας, όπου και όσο αυτή διαρκεί. Η ευελιξία της απασχόλησης και η επισφάλεια, που κλόνισε συθέμελα το αίσθημα της ασφάλειας του εργαζόμενου, κατέστησε ευάλωτη τη θέση της εργατικής τάξης απέναντι στον δεσποτισμό του εργοδότη. Οι διαφορετικές ταχύτητες όρων απασχόλησης και αμοιβών υπονόμευσαν την εσωτερική συνοχή της μισθωτής εργασίας δυσκολεύοντας σε μεγάλο βαθμό την ικανότητα της ενιαίας δράσης και τη συνδικαλιστική της εκπροσώπηση.

Οι παραπάνω εξελίξεις σε συνδυασμό με τα τεράστια μεγέθη της ανεργίας επέδρασαν αρνητικά στη βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, αφού στέρησαν πόρους χρηματοδότησης από εισφορές που εισέρεαν στο σύστημα και οι οποίες εμφανίζονται κατά πολύ μειωμένες. Στη μνημονιακή εποχή από το 2010 και έπειτα, δύο ήταν οι βασικοί παράγοντες μειωμένων εισροών στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Ο ένας ήταν η μεγάλη άνοδος της ανεργίας, που ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο άτομα, και ο δεύτερος η μεγάλη μείωση των μισθών. Η μείωση αυτή επέφερε και αντίστοιχη μείωση των κρατήσεων υπέρ του ασφαλιστικού φορέα των μισθωτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2009 έως και το 2015 καταγράφεται μια σταθερή μείωση των εισφορών κατά -31,7%, ενώ από το 2009 έως το 2018 το ποσοστό της μείωσης αντιστοιχεί στο -16%. Η αδήλωτη εργασία, με την κατάρρευση των ελεγκτικών μηχανισμών στην εποχή των μνημονίων και την πλήρη αποδιάρθρωση της εργατικής νομοθεσίας, καταγράφει συνεχή άνοδο. Από 29,7% το 2010 στα τέλη του 2013 εκτινάσσεται στο 40,5%, για να μειωθεί στο 25% το 2014. Εάν λάβουμε υπόψη και την τεράστια εισφοροδιαφυγή από την πλευρά των εργοδοτών ως μέσο μείωσης του εργατικού κόστους, συνεπικουρούμενη από την έλλειψη κρατικής μέριμνας στην ενίσχυση των μηχανισμών ελέγχου, τότε γίνονται αντιληπτά τα τεράστια ποσά που χάνουν τα ασφαλιστικά ταμεία. Η εισφοροδιαφυγή υπολογίζεται από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Εργαζομένων του ΙΚΑ σε 6 δις ετησίως.

Αυτό που υποστηρίζει η κυρίαρχη ιδεολογία σε ό,τι αφορά το δημοσιονομικό πρόβλημα του ασφαλιστικού συστήματος είναι ότι στην Ελλάδα το ασφαλιστικό σύστημα έχει υψηλές παροχές και δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ασφαλιστικές υποχρεώσεις, αφού δεν διαθέτει τα απαιτούμενα κεφάλαια χρηματοδότησης των παροχών. Επικαλούνται δε και την κατάσταση με το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, όπου η σχέση συνταξιούχων προς τους εργαζόμενους επεδεινώνεται συνεχώς. Η απάντησή τους είναι έτοιμη. Αύξηση ορίων ηλικίας και αύξηση των εισφορών.

Το συνδικαλιστικό κίνημα με τις επεξεργασίες του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ υποστηρίζει ότι το πρόβλημα του ασφαλιστικού στην Ελλάδα είναι κυρίως πρόβλημα ανεύρεσης πόρων. Οι προτάσεις και διεκδικήσεις του επομένως εστιάζονται σε:

  1. Μέτρα αντιμετώπισης του δημογραφικού προβλήματος, ώστε να αντιστραφεί η αρνητική σχέση εργαζομένων/συνταξιούχων, που σήμερα είναι ένας εργαζόμενος, τρεις συνταξιούχοι (1/3), ανατρέποντας τη σχέση εισροών/δαπανών του συστήματος.
  2. Αύξηση του κατώτατου μισθού, εξέλιξη που θα ωθήσει προς τα πάνω μισθούς και εισφορές.
  3. Ενίσχυση της πλήρους απασχόλησης και περιορισμό της μερικής και της εκ περιτροπής εργασίας.
  4. Αντιμετώπιση των απολύσεων.
  5. Αντιμετώπιση εισφοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας.

Τα μέτρα αυτά εντάσσονται σε μια κατεύθυνση ενίσχυσης του αναδιανεμητικού χαρακτήρα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης έναντι του κεφαλαιοποιητικού, που προωθούν σήμερα τα επιτελεία του νεοφιλευθερισμού. Αλλά αυτό είναι μια άλλου τύπου συζήτηση.

(Το άρθρο του Γιώργου Κολλιά δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Κόκκινη» φύλλο 5ο, Δεκέμβρης 2019)

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s