
Ο ΛΟΧΑΓΟΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΑΠΟΔΙΟΠΟΜΠΑΙΟΣ ΤΡΑΓΟΣ ΜΟΝΟ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΕΠΕΙΔΗ ΗΤΑΝ ΕΒΡΑΙΟΣ
Η ΔΙΑΣΗΜΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΛΕΚΤΑΝΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΣΤΗ ΜΑΧΗ
Γράφει ο Χάρης Παπαδόπουλος
«Στην αστική γαλλική δημοκρατία ήταν αρκετή μια τέτοια “ξαφνική” και τόσο μικρή αφορμή όπως αυτή, η υπόθεση Ντρέϋφους, μια από τις χιλιάδες άτιμες μηχανορραφίες της αντιδραστικής στρατοκρατίας, για να φέρει τον λαό στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου» – Λένιν
Η κάθοδος στον Άδη
Στις 15 Οκτώβρη 1894, ένας Γάλλος λοχαγός εβραϊκής καταγωγής που υπηρετούσε στο Επιτελείο, ο Ντρέϋφους, πιάστηκε ως κατάσκοπος των Γερμανών και οδηγήθηκε στις στρατιωτικές φυλακές, σε καθεστώς πλήρους απομόνωσης. Χωρίς δικηγόρο, δίχως επαφή με την οικογένειά του. Για εφτά ολόκληρες εβδομάδες.
Έξω από τη φυλακή είχε ξεκινήσει από τον τύπο της Δεξιάς στη Γαλλία μια γιγαντιαίων διαστάσεων εκστρατεία ενάντια στον «προδότη Ντρέϋφους». Ο Ντρέϋφους ήταν –βέβαια- αυταπόδεικτα προδότης, επειδή ήταν Εβραίος.
«ΕΣΧΑΤΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ. ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΕΒΡΑΙΟΥ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΥ. ΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ ΚΙΝΟΥΝΤΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΤΥΧΟΥΝ ΤΗ ΣΥΓΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΟΧΟΥ» ήταν το πρωτοσέλιδο του Ελεύθερου Λόγου, της πρώτης εφημερίδας που δημοσίευσε την πληροφορία της σύλληψης του Ντρέϋφους. Αυτό που ακολούθησε ήταν ένας παροξυσμός αντισημιτισμού και εθνικιστικής παράκρουσης. Όλη η Γαλλία περίμενε από μέρα σε μέρα την ομολογία, το σπάσιμο του προδότη.
Όμως παρά τις εφτά βδομάδες μαρτυρίου, ο απόλυτα απομονωμένος αξιωματικός δεν ομολογεί το παραμικρό. Ούτε δέχεται να αυτοκτονήσει για να σώσει την τιμή του, όπως τον προτρέπουν σταθερά οι ανακριτές του. Έτσι, διατάσσεται να προχωρήσει η δικαστική διαδικασία. Η δίκη ξεκινά στις 19 Δεκέμβρη 1894 και διεξάγεται, φυσικά, «κεκλεισμένων των θυρών».
Εν τω μεταξύ, ο αντισημιτισμός έχει φτάσει στα ουράνια. Μια καθημερινή γαλλική εφημερίδα γράφει: «Δεν μπορούμε, αυτόν τον Εβραίο, να τον κλείσουμε σε ένα κλουβί και να τον περιφέρουμε σαν άγριο θηρίο μπροστά στον στρατό, προτού τον εκτελέσουμε;».
Τον Ντρέϋφους υποστηρίζουν ελάχιστοι άνθρωποι πέρα από την οικογένειά του. Τα περίφημα «αποδεικτικά στοιχεία» του κατηγορητηρίου, που κατατίθενται στο δικαστήριο, είναι παραποιημένα χαρτιά, τα οποία δεν αποδεικνύουν το παραμικρό. Ο Ντρέϋφους καταδικάζεται με μόνη απόδειξη τον γραφικό του χαρακτήρα. Όμως ο μοναδικός γραφολόγος, που τον ενοχοποιεί, παραδέχεται πως «η γραφή του Ντρέϋφους είναι διαφορετική» από τα κατασκευασμένα σημειώματα. Αλλά ισχυρίζεται την πρωτοφανή θεωρία πως ο Ντρέϋφους ήταν τόσο σατανικός που αλλοίωσε ο ίδιος επίτηδες τον γραφικό του χαρακτήρα στα υπομνήματά του στους Γερμανούς κατασκόπους.

Όλα αυτά δεν είναι αρκετά για μια καταδίκη ούτε και με την πιο προσχηματική διαδικασία. Γι’ αυτό, αμέσως μετά το τέλος της ακροαματικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση της απόφασης, το Γενικό Επιτελείο της Γαλλίας στέλνει στους ενόρκους έναν «μυστικό φάκελο» με ολότελα πλαστά σημειώματα, που υποτίθεται πως ενοχοποιούν τον Ντρέϋφους. Τα πλαστά στοιχεία συνοδεύει ένα ογκώδες υπόμνημα του Επιτελείου που αποδίδει στον Ντρέϋφους κάθε επιτυχία της γερμανικής κατασκοπείας, ακόμα και όταν αυτός ήταν απλώς μαθητής της Στρατιωτικής Σχολής. Στον φάκελο τούτο δεν έχουν πρόσβαση ούτε ο Ντρέϋφους ούτε ο δικηγόρος του.
Μέσα σε κλίμα πανεθνικής έξαλλης γιορτής, ο Ντρέϋφους καταδικάζεται σε ισόβια καταναγκαστικά έργα και ατιμωτική απόταξη. Στέλνεται άμεσα στην τρομακτικότερη γαλλική φυλακή, στο Νησί του Διαβόλου στην αποικία της Γουιάνα στη Νότια Αμερική, όπου ελάχιστοι κρατούμενοι έχουν καταφέρει να επιβιώσουν μέχρι να εκτίσουν όλη την ποινή τους. Ο Ντρέϋφους θα υποβληθεί σε χειρότερα μαρτύρια από τους άλλους καταδικασμένους. Σύντομα θα του στερήσουν το δικαίωμα να διαβάζει, ακόμη και τα γράμματα της συζύγου του, ενώ θα του φορέσουν αλυσίδες στα πόδια μέσα στο κελί του. Και θα χρειαστεί να περιμένει δώδεκα χρόνια μέχρι να δει την αποκατάσταση της τιμής και της αξιοπρέπειάς του. Δώδεκα χρόνια.
Το επόμενο διάστημα, μια σειρά μεσαίοι στρατιωτικοί καριέρας, με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Πικάρ, αρχίζουν να εκδηλώνονται δημόσια ενάντια στην πλεκτάνη του Γενικού Επιτελείου. Είναι όλοι τους δεξιοί υπερπατριώτες, όπως και οι διώκτες του Ντρέϋφους. Όμως δεν μπορούν να ανεχθούν μια τόσο εξόφθαλμη αδικία σε βάρος ενός στρατιωτικού καριέρας καθόλα άμεμπτου.
Συχνά-πυκνά οι πρωταγωνιστές των δύο στρατοπέδων προκαλούν ο ένας τον άλλο σε μονομαχία. Έτσι, η αντιπαράθεση για την αθωότητα του Ντρέϋφους συντηρείται στη δημοσιότητα. Αλλά μοιάζει μια διαμάχη αποκλειστικά μέσα στις τάξεις των επαγγελματιών του στρατού και γενικότερα του χώρου της Δεξιάς.
Το πλαίσιο της εποχής
Η Γαλλία ζει το καθεστώς της «Τρίτης Δημοκρατίας». Το σλόγκαν της εποχής, ήταν το «Ηθική Τάξις» (ordre moral). Φυσικά, έγινε το σύνθημα που πίσω του συσπειρώθηκαν οι ατέλειωτες στρατιές των παλιανθρώπων και των επαγγελματιών πατριωτών, οι οποίοι κερδοσκοπούσαν από κάθε παραγγελία υπέρ της εθνικής άμυνας.
Η Γαλλία έχει βγει πληγωμένη από την ήττα της στον πόλεμο του 1870-71 με την Πρωσία. Ο πόλεμος τής στοίχισε δύο επαρχίες, την Αλσατία και τη Λωραίνη. Μεγαλύτερη πληγή, όμως, για το αστικό καθεστώς ήταν η επανάσταση που ακολούθησε και έμεινε γνωστή ως «Κομμούνα του Παρισιού». Το 1871 το Παρίσι το είχαν καταλάβει οι εξεγερμένοι εργάτες και εργάτριες επιχειρώντας να εφαρμόσουν μέτρα κοινωνικής δικαιοσύνης. Δεκάδες χιλιάδες εργάτ(ρι)ες δολοφονήθηκαν και το Παρίσι ισοπεδώθηκε για να αποκατασταθεί η «ηθική τάξις» των νικητών αστών.

Τώρα, είκοσι και πλέον χρόνια μετά την Κομμούνα, η Γαλλία αναπτύσσεται σταθερά, νέες αποικίες έχουν κατακτηθεί, ανάμεσά τους η λεγόμενη γαλλική Ινδοκίνα (σημερινά κράτη: Βιετνάμ, Καμπότζη, Λάος) και η Μαδαγασκάρη στην Αφρική. Η Γαλλία είναι ήδη πολύ σημαντικότερη αποικιακή δύναμη από την ανταγωνιστική Γερμανία. Θα επιχειρήσει να την ξεπεράσει και ως στρατιωτική και οικονομική δύναμη.
Ταυτόχρονα, στο εσωτερικό της χώρας, η Αριστερά είναι τσακισμένη, αποσυρμένη στη γωνιά της και διασπασμένη σε δυο μικρά αντίπαλα κόμματα. Οι εργατικές διεκδικήσεις είναι αναιμικές και περιορισμένες. Το εργατικό κίνημα της Γαλλίας έμοιαζε με άνθρωπο που επανέρχεται σιγά-σιγά από πολύ βαριά αρρώστια.
Όμως, η γρήγορη ανάπτυξη και ο εύκολος πλουτισμός για τους αστούς χρυσοκάνθαρους δεν δημιουργούν μονάχα περιουσίες, αλλά και συνεχείς κλυδωνισμούς. Ήδη, μια δεκαετία πριν από την υπόθεση Ντρέϋφους, η Γαλλία ταράσσεται από αλλεπάλληλα πολιτικά σκάνδαλα. Πιο γνωστά ήταν η κρίση Μπουλανζέ και το σκάνδαλο του Παναμά.
Ο Μπουλανζέ ήταν ένας από τους στρατηγούς που αιματοκύλησαν το Παρίσι το 1871, αφού πρώτα είχε κατασφάξει πλήθη ιθαγενών στις αποικίες. Μια οπερετική φιγούρα, που εκλέχτηκε βουλευτής χάρη στον αντισημιτικό Τύπο της Καθολικής Εκκλησίας και επιχείρησε να συσπειρώσει πίσω του όλη την ακροδεξιά. Στόχος: να ηγηθεί σε μια συνωμοσία επιστροφής της μοναρχίας στη Γαλλία. Η μηχανορραφία κατέρρευσε μέσα στον ερασιτεχνισμό της, ο στρατηγός το έσκασε στο εξωτερικό και αυτοκτόνησε άδοξα. Έκτοτε, ο λαός της άκρας δεξιάς στη Γαλλία θα τριγυρίζει στις παρυφές των δεξιών καθεστωτικών σχηματισμών και θα συσπειρώνεται κυρίως γύρω από το βαθύ μίσος για τη Γερμανία και το ακόμη βαθύτερο και αγριότερο ενάντια στους Εβραίους. Μαχητικά οργανωμένη για την εξουσία θα εμφανιστεί η γαλλική ακροδεξιά ξανά μονάχα πέντε δεκαετίες μετά τον Μπουλανζέ, τον Φλεβάρη 1934 στο Παρίσι, μετά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία στη Γερμανία.
Το σκάνδαλο του Παναμά ήταν μια απίθανη απάτη που οργάνωσαν αετονύχηδες επιχειρηματίες, πουλώντας στο χρηματιστήριο του Παρισιού μετοχές για τη γαλλική εταιρεία, η οποία ανέλαβε να κατασκευάσει τη διώρυγα του Παναμά. Οι μετοχές ήταν χωρίς αντίκρισμα και όσοι τις αγόρασαν καταστράφηκαν. Όμως οι επικεφαλής της εταιρίας είχαν χρηματοδοτήσει πλουσιοπάροχα την κυβέρνηση για να καθυστερήσει τους ελέγχους και να μεταφέρουν έγκαιρα αλλού τα κεφάλαιά τους. Όταν αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο, την πλήρωσαν μονάχα οι απειράριθμοι μικροεπενδυτές. Πραγματική «Ηθική Τάξις».
Όμως κανένα από αυτά τα σκάνδαλα δεν έμοιαζε ούτε στο ελάχιστο σε ένταση και πυρετό με την υπόθεση Ντρέϋφους, που έφτασε τη Γαλλία στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου.
«Πρέπει να τελειώνουμε»
Στις 10 Νοέμβρη του 1896 μια εφημερίδα της Δεξιάς, η Πρωινή, δημοσιεύει φωτογραφίες του περίφημου «ενοχοποιητικού» σημειώματος και ενός τυχαίου χειρόγραφου κειμένου του ίδιου του Ντρέϋφους. Ο τίτλος του δημοσιεύματος «Πρέπει να τελειώνουμε» αποκαλύπτει και τον σκοπό της δημοσίευσης: Να δειχθεί η υποτιθέμενη ομοιότητα ανάμεσα στα δύο χαρτιά και να παύσει η ανησυχία μέσα στον λαό για το αν ο Ντρέϋφους ήταν πράγματι κατάσκοπος.
Είναι η πρώτη φορά που δημοσιεύονται τέτοια ντοκουμέντα. Η οικογένεια του καταδικασμένου λοχαγού, μια αρκετά εύπορη εβραϊκή οικογένεια επιχειρηματιών, μένει έκπληκτη από το πόσο χτυπητά διαφέρουν οι δύο γραφικοί χαρακτήρες. Τη γνώμη τους επιβεβαιώνουν και διάσημοι γραφολόγοι εντός και εκτός Γαλλίας. Έτσι, η οικογένεια Ντρέϋφους αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να αφισοκολλήσει ξανά και ξανά τους τοίχους του Παρισιού με τα δύο διαφορετικά δείγματα γραφής, επιμένοντας πως ο Ντρέϋφους καταδικάστηκε άδικα.

Ταυτόχρονα με τη γκάφα της Πρωινής λαμβάνει χώρα και η αποκάλυψη του πραγματικού κατασκόπου των Γερμανών. Ο αντισυνταγματάρχης Πικάρ, κεντρική φιγούρα στους ντρεϋφουζάρ, τους οπαδούς δηλαδή της αθωότητας του Ντρέϋφους, αποκαλύπτει τον αληθινό κατάσκοπο. Πρόκειται για τον ταγματάρχη Εστεραζί (ουγγρικής καταγωγής), άνθρωπο άσωτο που συμπλήρωνε τα ανερμάτιστα έξοδά του με τα αργύρια της κατασκοπείας. Στον δικό του γραφικό χαρακτήρα ανήκε το αρχικό έγγραφο, το οποίο αποδόθηκε στον Ντρέϋφους. Θα χρειαστεί μια τρομακτική κινητοποίηση για να καταφέρει η οικογένεια Ντρέϋφους να οδηγήσει τον επίορκο Εστεραζί στο στρατοδικείο.
Όμως, το Γενικό Επιτελείο έχει στήσει πια όλη την αξιοπιστία του πάνω στην υπόθεση της ενοχής του Εβραίου Ντρέϋφους. Οποιαδήποτε αμφισβήτηση αυτού του δόγματος απειλεί να κλονίσει όλο το σαθρό οικοδόμημα της μιλιταριστικής και αντισημιτικής προπαγάνδας στη Γαλλία.
Έτσι, χωρίς δεύτερη σκέψη, ολόκληρο το Γενικό Επιτελείο Στρατού και ο μηχανισμός του κράτους συμπαρατάχθηκαν ένθερμα με τον προδότη Εστεραζί. Έκαναν τα πάντα για να τον καλύψουν, να τον περισώσουν, να τον αθωώσουν. Μαζί τους και η συντριπτική πλειονότητα του Τύπου, η Καθολική Εκκλησία και σχεδόν σύμπασα η Δεξιά της Γαλλίας. Και βεβαίως και η «Δικαιοσύνη».
Στις 10 Γενάρη 1898 ο Εστεραζί περνά στρατοδικείο, πάντα φυσικά «κεκλεισμένων των θυρών» για τον λαό. Θα αθωωθεί παμψηφεί την επόμενη μέρα. Οι ένορκοι συσκέφθηκαν όλο και όλο για τρία λεπτά, ενώ ο λαός της Δεξιάς του Παρισιού περίμενε έξω από το δικαστικό μέγαρο για να αποθεώσει τον Εστεραζί ως ήρωα του έθνους. Ήταν ο απόλυτος θρίαμβος της αχρειότητας. Και η ημερομηνία ήταν 11 Γενάρη 1898.

Ο ηττημένος Πικάρ είχε ήδη πάρει τον δρόμο της δυσμενούς μετάθεσης στην Τυνησία. Θα τον περίμεναν εκδικητικές δικαστικές περιπέτειες και πειθαρχικές διώξεις. Το Επιτελείο και η Δεξιά πίστευαν έτσι πως αποκεφάλισαν την ηγεσία των ντρεϋφουζάρ, που ήταν μια πάρα πολύ μικρή αλλά υπαρκτή πια μειοψηφία.
Όμως, Γενικό Επιτελείο και Δεξιά, το μόνο που κατάφεραν ήταν να δώσουν την ευκαιρία να μετακινηθούν και οι ντρεϋφουζάρ και το πολιτικό κλίμα όλης της Γαλλίας απότομα προς τα αριστερά. Και μάλιστα ακριβώς δυο μέρες μετά τον θρίαμβό τους.
Ο «εχθρός του λαού»
Ένας αξιοσέβαστος συγγραφέας πολλών δεκάδων δημοφιλών μυθιστορημάτων, αστός αλλά όχι δεξιός, ανέτειλε ως ηγετική μορφή μέσα στους ντρεϋφουζάρ μετά τον εξοστρακισμό του Πικάρ. Ήταν ο Εμίλ Ζολά.
Στην αρχή ο Ζολά έγραψε άρθρα στη δεξιά εφημερίδα Φιγκαρό υπέρ της αθωότητας του Ντρέϋφους. Όμως η εφημερίδα αυτή γρήγορα έκλεισε τις στήλες της για τον διάσημο συγγραφέα, που έδειχνε ‘να έχει ενστερνιστεί εξωφρενικές απόψεις’. Την ίδια τύχη είχαν και όλα τα υπομνήματά του προς την ηγεσία του κράτους και της δικαιοσύνης.
Την μεθεπόμενη ακριβώς της αθώωσης του Εστεραζί, στις 13 Γενάρη 1898, ο Ζολά δημοσιεύει σε μια μικρή εφημερίδα, την Αυγή, ένα κείμενο που έμεινε πασίγνωστο στην Ιστορία. Είναι το περίφημο «ΚΑΤΗΓΟΡΩ». Ο Ζολά καταγγέλλει σε αυτό ανοιχτά και με πάθος όλη την ηγεσία του γαλλικού στρατεύματος για τη φοβερή πλεκτάνη σε βάρος ενός αθώου. Ταυτόχρονα, απαιτεί με ένταση να δικάσουν τον ίδιο για τα όσα εγκαλεί την ηγεσία του στρατού, για να ανοίξει επιτέλους η υπόθεση Ντρέϋφους σε δημόσια δίκη.
Η μικρή εφημερίδα Αυγή πραγματοποιεί επανειλημμένες εκδόσεις την ίδια μέρα: Το «ΚΑΤΗΓΟΡΩ» κυκλοφορεί, μόνο στις 13 Γενάρη 1898, σε 300.000 αντίτυπα. Ήταν ένα ασύλληπτο χαστούκι στο πρόσωπο όλης της γαλλικής στρατοκρατίας, του αντισημιτισμού, του σκοταδισμού.

Το «ΚΑΤΗΓΟΡΩ» του Ζολά βάζει στο στόχαστρο όλο το σύστημα της στρατοκρατίας στη Γαλλία. Έγραφε ο Ζολά:
«Το ξαναλέω άλλη μια φορά, δεν μπορεί να γυρίσει πίσω αθώος (ο Ντρέϋφους) χωρίς να ενοχοποιηθεί ολόκληρο το Επιτελείο».
Η αντεπίθεση του στρατοπέδου της Δεξιάς είναι βίαιη. Συλλαλητήρια οργανώνονται αμέσως στο Παρίσι και σε όλες τις μεγάλες πόλεις. Καταγγέλλονται οι ντρεϋφουζάρ πως θα υποκινήσουν πόλεμο με τη Γερμανία αν καταφέρουν να πετύχουν αναψηλάφηση της δίκης Ντρέϋφους.
Η κυβέρνηση, παίρνοντας και την ψήφο της Βουλής, παραπέμπει τον Ζολά σε δίκη για συκοφαντική δυσφήμιση.
Η δίκη ξεκινά στις 7 Φλεβάρη 1898. Ο Ζολά κάθε πρωί ξεκινά από το σπίτι του για να μεταβεί στο κακουργιοδικείο. Και κάθε μέρα, σε όλη τη διαδρομή ως εκεί, του στήνει καρτέρι ένας όχλος χασομέρηδων, χλευαστών και τραμπούκων, που συχνά κινούνται εναντίον του απειλητικά με μπαστούνια.
Κάθε πρωί για το κακουργιοδικείο μια όλο και μεγαλύτερη ομάδα νεαρών φίλων και υποστηρικτών του Ντρέϋφους συνοδεύει τον Ζολά για να μεταβεί με σχετική ασφάλεια. Μια νέα πρωτοπορία γεννιέται κάτω από τις μπαστουνιές και τα γιούχα των προβοκατόρων της Δεξιάς και του αντισημιτισμού. Αλλά μαζί με τους νέους ριζοσπάστες-υποστηρικτές του Ζολά πληθαίνουν γεωμετρικά και οι ορδές των τραμπούκων.

Στη δίκη παρελαύνουν μια σειρά στρατηγοί και επιτελικοί αξιωματικοί. Όμως, αντί να επιδείξουν μεγαλείο και πατριωτισμό, μπροστά στο πολυπληθές ακροατήριο, καταλήγουν να εξευτελίζονται δημόσια, τόσο για τις αντιφάσεις στα λόγια τους όσο και για την ευήθειά τους εν γένει.
Ο Ζολά τελικά καταδικάζεται σε έναν χρόνο φυλακή. Ήταν αδύνατο να μην καταδικαστεί μέσα στο κλίμα έξαλλου αντισημιτισμού και πατριδοκαπηλίας που επικρατούσε στη Γαλλία, σε ένα Παρίσι που διαδήλωνε το μίσος του μέσα και γύρω από το δικαστήριο.
Ας δώσουμε τον λόγο σε μια αυτόπτη μάρτυρα τη μέρα της καταδίκης, από το στρατόπεδο των ντρεϋφουζάρ:
«Ήταν αδέξιος, ήτανε μύωπας, κρατούσε άχαρα την ομπρέλα του κάτω από την μασχάλη. Είχε τις κινήσεις και τη στάση ανθρώπου της μελέτης. Αλλά όταν κατέβηκε ένα-ένα τα σκαλοπάτια του Δικαστικού Μεγάρου, ανάμεσα στις κραυγές του μίσους και τα ουρλιαχτά «Θάνατος!» «Θάνατος!» και από πάνω σαν θόλος τα σηκωμένα μπαστούνια, ήταν σαν βασιλιάς και κατέβαινε κάτω από τον θόλο γυμνών σπαθιών τη σκάλα του Δημαρχείου… Ήταν το πιο μεγαλειώδες θέαμα που είχα δει στη ζωή μου».
Σε όλον τον πλανήτη, από τις ΗΠΑ ως την αστυνομοκρατούμενη τσαρική Ρωσία, είχαν ξεσηκωθεί τεράστιες συγκεντρώσεις και διαμαρτυρίες για τις διώξεις του Ντρέϋφους και του Ζολά. Αλλά μέσα στη Γαλλία το πολιτικό κλίμα ήταν εντελώς αντίθετο. Η Δεξιά πανηγύριζε την καταδίκη του Ζολά πιο ακραία και από την αθώωση του Εστεραζί. Υπολογίζεται πως τη μέρα που καταδικάστηκε ο Ζολά γύρω στα δέκα εκατομμύρια άνθρωποι διαδήλωσαν σε όλη τη Γαλλία εναντίον του, απαιτώντας τον θάνατό του και τον αφανισμό όλων των Εβραίων της Γαλλίας. Ήταν ένας πανεθνικός χορός των καλικάντζαρων και των δαιμόνων, όλων των Όρκ της πατριδοκαπηλίας και του μιλιταρισμού, των γαλλικών πόλεων και της υπαίθρου.
Η ανατροπή
Η γαλλική αστυνομία φυγάδευσε τον Ζολά στην Αγγλία, μια και ήταν αδύνατο να εγγυηθεί την ασφάλειά του σε γαλλικό έδαφος, είτε στη φυλακή είτε στην ελευθερία.

Τους αμέσως επόμενους μήνες μετά από τη δίκη Ζολά, η γαλλική κυβέρνηση άρχισε να δημοσιοποιεί στον Τύπο, τη μία μετά την άλλη, μια σειρά «αποδείξεις» για την ενοχή του Ντρέϋφους, που και μόνο με την πληθώρα τους αποδείκνυαν την ελαφρότητα και την αφερεγγυότητα αυτών που τις εξέδιδαν. Ανάμεσά τους και μια προφορική «ομολογία» του Ντρέϋφους, ολότελα πλαστή, που την ανέγνωσε στη Βουλή στις 7 Ιούλη 1898 ο υπουργός Πολέμου Καβενιάκ, ως αδιαμφισβήτητη απόδειξη ενοχής του διωκόμενου αξιωματικού. Η Βουλή ψηφίζει σχεδόν παμψηφεί να τυπωθεί ο υπουργικός λόγος και να τοιχοκολληθεί σε όλες τις πόλεις και τα χωριά της Γαλλίας. Ελάχιστοι βουλευτές, οι σοσιαλιστές Ζωρές και Μιλεράν, τολμούν και καταγγέλλουν την πλαστογραφία.
Μοιάζει σήμερα αδιανόητο το πώς αυτή η κοσμοπλημμύρα «αποδεικτικών στοιχείων» -ολότελα έωλων- έγινε δεκτή από μια κοινωνία όπου κυριαρχούσε ο ορθολογισμός και όχι τα ξόρκια και οι μαγγανείες. Και όμως υπάρχει εξήγηση.
Το καλοκαίρι του 1898 η Γαλλία ζούσε στον πυρετό της κρίσης της Φασόντα. Με αφορμή την κατάληψη αυτού του μικρού χωριού στο Σουδάν από γαλλικά στρατεύματα, απειλήθηκε γενικευμένος πόλεμος ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες αποικιακές αυτοκρατορίες, τη Γαλλία και την Αγγλία. Για τρεις ολόκληρους μήνες ο πόλεμος έδειχνε αναπόφευκτος και ο εθνικιστικός πυρετός ανέβαινε. Η Φασόντα ήταν ένα ασήμαντο χωριουδάκι, από όπου όμως επρόκειτο να περάσει η σιδηροδρομική γραμμή που θα ένωνε τις αφρικανικές αποικίες της Αγγλίας με το Σουέζ και την Ινδία.
Στο τέλος η Γαλλία υποχώρησε και απέσυρε ατιμωτικά τις δυνάμεις της, παραχωρώντας μια πλήρη διπλωματική νίκη στην Αγγλία. Η γαλλική κυβέρνηση υπολόγισε πως θα δυσκολευόταν να αντιμετωπίσει τον πολύ ανώτερο αγγλικό στόλο χωρίς να διακινδυνέψει να χάσει στο τέλος πολλές από τις αποικίες της.
Ακριβώς τις ημέρες που οι γαλλικές δυνάμεις ετοιμάζονταν να αναδιπλωθούν στο Σουδάν και ο εθνικιστικός πυρετός κατέρρεε, ήρθε το χτύπημα. Αποκαλύπτεται και καταγγέλλεται δημόσια πως το βασικό έγγραφο, με το οποίο καταδικάστηκε ο Ντρέϋφους, ήταν παραποιημένο. Ο άνθρωπος που το παραποίησε ήταν ο ίδιος ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας, ο οποίος και το προσκόμισε στο δικαστήριο. Ο ταγματάρχης Ανρί.
Ο Ανρί προφυλακίζεται και την επομένη το πρωί βρίσκεται αυτοκτονημένος στο κελί του. Ακριβώς την ίδια τύχη θα έχει και ο δεύτερος πλαστογράφος αξιωματικός, που θα προφυλακιστεί τις επόμενες ημέρες. Η μόνη διαφορά: ο πρώτος θα φύγει με ξυράφι, ο δεύτερος με θηλιά. Ο ξεσκεπασμένος κατάσκοπος Εστεραζί διαφεύγει στο Λονδίνο για να μην καταλήξει πάλι στο εδώλιο του κατηγορουμένου, σε πολύ διαφορετικές συνθήκες αυτή τη φορά.

Η «αρραγής ενότητα» του έθνους ενάντια στον συκοφαντημένο αξιωματικό Ντρέϋφους γκρεμίζεται με πάταγο. Στην κυβέρνηση οι παραιτήσεις υπουργών διαδέχονται η μία την άλλη. Η αντισημιτική παράκρουση στους δρόμους συνεχίζεται, αλλά τα συλλαλητήρια της Δεξιάς είναι πια μόνο ισχνές συγκεντρώσεις τραμπούκων. Παρόλα αυτά, οι αντισημίτες ξεκινούν έναν πανεθνικό έρανο για την ανέγερση μνημείου στον «μάρτυρα του καθήκοντος» συνταγματάρχη (μετά θάνατον) Ανρί. Δείγμα ξεκάθαρης αβελτηρίας, όπως ο αντίστοιχος έρανος υπέρ Κορκονέα που οργάνωσαν στην εποχή μας, το 2009, οι αμετανόητοι της ακροδεξιάς στην Ελλάδα. Συγκεντρώνεται το αξιοσέβαστο ποσό των 136 χιλιάδων φράγκων, όμως το μνημείο υπέρ του «πατριώτη πλαστογράφου» δεν θα κατασκευαστεί ποτέ.
Οι σοσιαλιστές
Μέσα σε αυτή τη νέα στροφή της κρίσης η κυβέρνηση καταρρέει και στις εκλογές του 1899 κυριαρχούν τα κόμματα που είχαν στηρίξει, έμμεσα ή άμεσα, τους ντρεϋφουζάρ: Οι ριζοσπάστες -το κόμμα της μικροαστικής λογοκοπίας- και οι σοσιαλιστές.
Μάλιστα, ένας μαχητικός σοσιαλιστής παίρνει μέρος, για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία, στο σχηματισμό μιας αστικής κυβέρνησης: είναι ο Μιλεράν, δεινός ρήτορας και φανατικός ντρεϋφουζάρ. Ο Μιλεράν θα αποτελεί το σοσιαλιστικό άρωμα στην κυβέρνηση που αναλαμβάνει να σχηματίσει το ριζοσπαστικό κόμμα. Δίπλα του στο υπουργικό συμβούλιο θα πάρει θέση ο αρχισφαγέας της Κομμούνας του Παρισιού, ο στρατηγός Γκαλιφέ. Στη νέα κυβέρνηση οι Γκαλιφέ και Μιλεράν θα συνεργαστούν αρμονικότατα, σαν να ήταν παλιοί συνεργάτες. Αλλά δεν θα είναι για το καλό της υπόθεσης του σοσιαλισμού.

Όταν ξεκινούσε η υπόθεση Ντρέϋφους το σύνολο σχεδόν της γαλλικής Αριστεράς κράτησε αποστάσεις. Το ένα από τα δύο μικρά σοσιαλιστικά κόμματα, με ηγέτη τον Ζυλ Γκεντ, είχε ρίξει από την αρχή τα συνθήματα: «ούτε με την πανούκλα ούτε με τη χολέρα. Ούτε με τη δεξιά ούτε με τη ριζοσπαστική διαφθορά». Το κόμμα του Γκεντ είδε από μακριά τη μεγαλύτερη πολιτική κρίση που βίωσε ποτέ η Γαλλία χωρίς να εμπλακεί στο παραμικρό και χωρίς να κερδίσει τίποτε από τον κόσμο που έψαξε εκείνα τα χρόνια να ριζοσπαστικοποιηθεί.

Το άλλο σοσιαλιστικό κόμμα, με ηγέτη τον Ζωρές, είδε μια σειρά στελέχη του να εμπλέκονται ζωηρά στη μάχη στο πλευρό των ντρεϋφουζάρ. Αλλά ούτε το σύνολο του κόμματος πείστηκε ποτέ να ριχτεί ολόκληρο στη μάχη ούτε η εμπλοκή του ξεπέρασε ποτέ τη στράτευση αυτού ή του άλλου βουλευτή, εκείνου ή του άλλου ρήτορα στο πλευρό των ντρεϋφουζάρ. Και όταν η δεξιά κυβέρνηση κατέρρευσε, ο πιο διακεκριμένος σοσιαλιστής ντρεϋφουζάρ, ο Μιλεράν, έτρεξε να πάρει θέση στη νέα κυβέρνηση ριζοσπαστών του Βαλντέκ Ρουσσώ.

Ο Ζωρές επιχείρησε να πείσει όλο το παγκόσμιο σοσιαλιστικό κίνημα πως ο Μιλεράν έπραξε σωστά που δέχτηκε να γίνει υπουργός. «Πρέπει να καταλαμβάνουμε τις θέσεις που αφήνει ο ταξικός εχθρός» υποστήριξε με πάθος ο Ζωρές.
Απέναντι στα καινοφανή αυτά επιχειρήματα μια αμείλικτη κριτική ήρθε από το εξωτερικό, από την πόλη της Λειψίας. Η νεαρή αρχισυντάκτρια της σοσιαλιστικής εφημερίδας της γερμανικής αυτής πόλης, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, έγραψε μια σειρά κοφτερά άρθρα πάνω στην πολιτική κρίση που γέννησε η υπόθεση Ντρέϋφους. Τα άρθρα αυτά έδειχναν πως η νεαρή συγγραφέας έβλεπε από μακριά πολύ καθαρότερα από τους Γάλλους συντρόφους της, που συγκαταλέγονταν στους πρωταγωνιστές των γεγονότων:

«Μέσα στην αστική κοινωνία, η σοσιαλδημοκρατία είναι από τη φύση της κόμμα της αντιπολίτευσης. Δεν πρέπει να γίνει κυβερνητικό κόμμα παρά μόνο πάνω στα ερείπια του αστικού κράτους».
Η Ρόζα στα άρθρα της καταδίκαζε τη σεχταριστική παθητικότητα του Γκεντ, που κρατούσε το κόμμα του έξω από τη μάχη, και αντίθετα συμβούλευε τους σοσιαλιστές να εμπλακούν παθιασμένα στην κρίση Ντρέϋφους. Η Ρόζα είχε μόνο επιδοκιμασίες για την αποφασιστικότητα του Ζωρές να υπερασπίσει δημόσια την αθωότητα του Ντρέϋφους. Όμως τον κατηγορούσε πως ήταν ανίκανος να χαράξει μια καθαρή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα στρατόπεδα της αστικής τάξης και του προλεταριάτου.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ προειδοποιούσε τους Γάλλους σοσιαλιστές του Ζωρές πως δεν πρόκειται για μια μάχη ανάμεσα στη Δεξιά και τη Δημοκρατία, ανάμεσα στη Συντήρηση και την Αλήθεια. Αφορά μια σύγκρουση ανάμεσα στο πιο αρτηριοσκληρωμένο και μιλιταριστικό κομμάτι της γαλλικής άρχουσας τάξης από τη μια και τον ριζοσπαστικό αστισμό από την άλλη.
Και σε αυτή τη σύγκρουση, σημείωνε η Ρόζα, η εργατική τάξη έπρεπε να εκμεταλλευτεί την κρίση και να μπει στη μάχη για να μεγαλώσει τις δυνάμεις της, να φτιάξει δυνατότερο τον στρατό της και όχι να σκορπίσει μέσα στον χυλό των δημοκρατών.
«Στην κοινή πάλη με την αστική δημοκρατία το σοσιαλιστικό κόμμα έχει καθήκον να μην περιορίζεται στο κοινό με τη μικροαστική μπουρζουαζία έδαφος, αλλά αντίθετα να προχωρεί πέρα από τις επιδιώξεις των μικροαστικών κομμάτων».
Δυστυχώς, οι προειδοποιήσεις της Ρόζας έμειναν μονάχα μια παρακαταθήκη για τις επόμενες μάχες. Η υπόθεση Ντρέϋφους έδωσε μια καταπληκτική ευκαιρία για σοσιαλιστική προπαγάνδα και ένταξη νέων μελών σε ολόκληρο τον κόσμο. Παντού, εκτός από την ίδια τη Γαλλία, όπου η κίνηση αυτή είχε εξαιρετικά περιορισμένο χαρακτήρα.
Ένας πάντως από τους ανθρώπους που γοητεύτηκαν από τον σοσιαλισμό εξαιτίας της υπόθεσης Ντρέϋφους ήταν και ο ίδιος ο Ζολά. Πέθανε το 1902 πριν προλάβει να δει τη δικαίωση του αγώνα του. Όμως, πρόλαβε να πλησιάσει τους σοσιαλιστές του Ζωρές και να τους στηρίξει με δηλώσεις και την παρουσία του σε πολιτικές εκδηλώσεις.
«Η αστική τάξη», γράφει ο Ζολά στις σημειώσεις του λίγο πριν από τον θάνατό του, «προδίδει το επαναστατικό παρελθόν της για να προσπαθήσει να διασώσει τα κεφαλαιοκρατικά της προνόμια και να παραμείνει τάξη διευθύνουσα. Αφού μια φορά κατέκτησε την εξουσία δεν θέλει να τη μεταβιβάσει στον λαό. Ακινητοποιείται, συμμαχεί με την αντίδραση, την κληρικοκρατία, τον μιλιταρισμό.
Πρέπει να καταλήξουμε στη σημαντική, αποφασιστική ιδέα ότι η αστική τάξη τερμάτισε τον ρόλο της. Πέρασε στην αντίδραση για να διατηρήσει την εξουσία της και τα πλούτη της. Κάθε ελπίδα ενεργειών περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στον λαό».
Το τέλος της σκευωρίας
Με τη νέα κυβέρνηση ριζοσπαστών-σοσιαλιστή ‘μαϊντανού’ Μιλεράν και χασάπη Γκαλιφέ, η οικογένεια Ντρέϋφους απαιτεί και πετυχαίνει επανάληψη της δίκης. Ο Ντρέϋφους επιστρέφει από το Νησί του Διαβόλου για να ξανακαθίσει στο εδώλιο.
Η δίκη δεν είναι εύκολη υπόθεση. Το σύνολο της ηγεσίας του Επιτελείου παρελαύνει από την ακροαματική διαδικασία. Ο δικηγόρος του Ντρέϋφους, ο Λαμπορί, τους ρεζιλεύει τον έναν πίσω από τον άλλο, αποδεικνύοντας τα ετοιμόρροπα επιχειρήματά τους. Αποτέλεσμα: Ο Λαμπορί πυροβολείται στην πλάτη από τραμπούκο της Δεξιάς, ενώ προσέρχεται σε συνεδρίαση του δικαστηρίου.

Το δικαστήριο δεν τολμά να αθωώσει πανηγυρικά τον Ντρέϋφους, αλλά τον καταδικάζει στην πολύ ελαφρύτερη ποινή των δέκα χρόνων φυλάκισης. Λίγες εβδομάδες μετά την απόφαση ο Ντρέϋφους θα είναι ελεύθερος. Του δόθηκε χάρη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Η αποκατάστασή του Ντρέϋφους θα αργήσει να έρθει για άλλα επτά χρόνια. Μόλις τον Ιούνη του 1906 το Εφετείο θα απαλλάξει οριστικά τον Ντρέϋφους από την υποψία του προδότη. Τότε η γαλλική Βουλή θα του απονείμει το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής. Σύντομα θα αποκατασταθεί και στο στράτευμα.
Όμως, παρά τις τιμές στον Ντρέϋφους καμιά αρχή δεν τόλμησε να οδηγήσει στο εδώλιο τους βασανιστές και τους συκοφάντες του. Κανείς από τους ανθρώπους, που έριξαν όλο τους το βάρος στο να δημιουργήσουν και να στηρίξουν μια τέτοιων διαστάσεων πλεκτάνη, δεν λογοδότησε ποτέ. Και όλη η υπόθεση έκλεισε με ένα παράσημο στον Ντρέϋφους και την επάνοδό του στη στρατιωτική ιεραρχία και μια αποκατάσταση εκ των υστέρων στη μνήμη του Ζολά. Ένας άθλιος συμβιβασμός αντί Δικαιοσύνης.

Συμπέρασμα
Όταν η κρίση καταλάγιασε, η μαχητική πρωτοπορία των ντρεϋφουζάρ -που έδειξαν πείσμα και αντοχή τα πρώτα χρόνια της απόλυτης απομόνωσης και υπεράσπιζαν την καθημερινή πορεία του Ζολά στο δικαστήριο- δεν χάθηκε. Αντίθετα, από αυτήν προέκυψε το πιο δυναμικό κομμάτι του νέου πολιτικού προσωπικού της αστικής τάξης στη Γαλλία. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ανάμεσά τους υπήρξε ο Ζωρζ Κλεμανσώ, που θα γίνει ο πρωθυπουργός της Γαλλίας στα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918).
Έτσι, η αστική τάξη ανανέωσε το ηγετικό πολιτικό προσωπικό της και ένωσε ξανά τα κομμάτια της. Αντίθετα, το αντίπαλο κοινωνικό στρατόπεδο, οι εργάτες και οι εργάτριες της Γαλλίας, κέρδισαν πολύ λίγα πράγματα. Η γαλλική Αριστερά μετά την κρίση Ντρέϋφους μάς θυμίζει το ποίημα του Σεφέρη: «Λυπούμαι που άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά μου, χωρίς να πιώ μια στάλα».
Ανάμεσα στα πενιχρά οφέλη συγκαταλέγεται και η πρώτη πικρή εμπειρία συμμετοχής σοσιαλιστή σε αστική κυβέρνηση. Το γαλλικό προλεταριάτο έμαθε γρήγορα πως ένας επαναστάτης σε μια αστική κυβέρνηση ασκεί αποκλειστικά και μόνο αστική πολιτική, στολισμένη πότε-πότε με επαναστατικές λογοκοπίες.
Ο Μιλεράν ως άτομο θα ανέβει ψηλά. Θα εγκαταλείψει γρήγορα τους σοσιαλιστές για το στρατόπεδο των ριζοσπαστών και θα φτάσει μάλιστα ακόμη και στη θέση του πρωθυπουργού της Γαλλίας. Αλλά θα είναι πια μια σκιά του παλιού φλογερού εαυτού του. Ακόμη και ως ρήτορας θα εκφυλιστεί από έναν παθιασμένο αγορητή στον πιο ανιαρό και άχαρο εκπρόσωπο όλης της γαλλικής μικροαστικής δημοκρατίας.
Στα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου θα ξαναδούμε τους σοσιαλιστές ηγέτες Γκεντ και Ζωρές. Ο πρώτος θα κάνει απότομη στροφή από τον σεχταρισμό στον έξαλλο πατριωτισμό και θα βοηθήσει τους αστούς να φέρουν πειθήνια στο σφαγείο των χαρακωμάτων τους Γάλλους φαντάρους.
Αντίθετα ο Ζωρές, από τις πρώτες ώρες του πολέμου θα πάρει ξεκάθαρη θέση ενάντιά του. Και θα δολοφονηθεί άμεσα -από έναν ακροδεξιό πιστολά- προτού προλάβει να ξεσηκώσει αντιπολεμικές δράσεις.
Μια τεράστια πολιτική κρίση στη Γαλλία ξεκίνησε από κάτι που έδειχνε ως τριτεύον επεισόδιο στο εσωτερικό του στρατιωτικού προσωπικού της.
Ήταν μια διαμάχη ανάμεσα σε στελέχη του μιλιταριστικού μηχανισμού, μια αδικία ενάντια σε έναν άνθρωπο πλούσιο, που αποτελούσε ο ίδιος γρανάζι του συστήματος. Επομένως ‘γιατί μας αφορά;’ θα ρωτούσε εκείνη την εποχή ένας οπαδός του Γκεντ.
Όμως η δουλειά των σοσιαλιστ(ριών) επαναστατ(ρι)ών και τότε και τώρα και σε κάθε εποχή είναι ακριβώς να κάνουν υπόθεσή τους την κάθε αδικία, την κάθε διάκριση, τον κάθε γογγυσμό από την καταπίεση και την εκμετάλλευση.

Επειδή το προλεταριάτο δεν έχει ιστορική αποστολή μόνο να υπερασπίσει τα συμφέροντά του, τους μισθούς, τις συντάξεις, τις θέσεις εργασίας και τα εργατικά δικαιώματα. Οι εργάτες και οι εργάτριες θα καταφέρουν να αλλάξουν ριζικά τον κόσμο μόνο όταν καταφέρουν να γίνουν η ευαίσθητη καρδιά και το κοφτερό μυαλό του. Μόνο αν γίνουν οι οργανώτ(ρι)ες της οργής ενάντια σε κάθε άδικο και κάθε καταναγκασμό.