Οικογένεια και Έθνος: η θλιβερή συνάφεια

Γράφει ο Ηλίας Ιωακείμογλου

(πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό yusra του Νοέμβρη 2019)

Ένα από τα πρώτα μέτρα που ανακοίνωσε η Νέα Δημοκρατία μόλις κατέλαβε την κυβέρνηση, είναι η επιδότηση της μητρότητας, ένα μέτρο το οποίο επιδιώκει να στηρίξει τις γυναίκες εκείνες που θα αποφασίσουν, πριν φτάσουν στην ηλικία των τριάντα ετών, να φέρουν στον κόσμο ένα παιδί που θα είναι αμιγώς Έλληνας ή Ελληνίδα· εξ αίματος δηλαδή. Μέχρι στιγμής φαίνεται ότι η επιδότηση θα ισχύσει κατ’ εξαίρεση και για μερικές μετανάστριες που έχουν εγκατασταθεί στην Ελλάδα με νόμιμο τρόπο και η παραμονή τους μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι μακράς διαρκείας ή για Ευρωπαίες για τις οποίες εκ προοιμίου θεωρείται ότι κατάγονται από ευγενική γενιά.

Ας σκεφτούμε όμως το μέτρο της ενίσχυσης της μητρότητας ανεξάρτητα από τα πιθανά πρακτικά αποτελέσματά του και τις λεπτομέρειες της εφαρμογής του, οι οποίες ούτως ή άλλως φαίνεται ότι δεν έχουν μέχρι στιγμής καθοριστεί επακριβώς· ας σκεφτούμε την ενίσχυση της μητρότητας ως σημαίνον της αντίληψης τής κυβέρνησης και του λαού της Δεξιάς που εκπροσωπεί για τον θεσμό της Οικογένειας και τον κοινωνικό της ρόλο· ας δούμε δηλαδή ποιο είναι το συμβολικό φορτίο μιας πολιτικής που αποσκοπεί στην ενίσχυση της μητρότητας, ιδιαίτερα των Ελληνίδων.

Θα χρειαστεί για αυτό να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Οικογένεια, ο πιο τρομερός ιδεολογικός μηχανισμός

Κάθε παιδί, προκειμένου να αναγνωρίσει τον εαυτό του ως υποκείμενο, ως πρόσωπο, ως ξεχωριστή προσωπικότητα με την ιδιαίτερη ατομικότητά της, χρειάζεται μεταξύ άλλων να ταυτιστεί με τους «Όμοιούς» του και να διαχωριστεί από τους «Άλλους». Το παιδί «κοιτάζεται καταρχάς στον καθρέφτη ενός άλλου ανθρώπου. Μόνο μέσα από την σχέση του με τον όμοιό του (…) αναφέρεται στον εαυτό του ως άνθρωπος» (Marx[1]).

Είναι αστάθμητο με ποιο τρόπο αυτό το αντικαθρέφτισμα μπορεί να συμβεί, με ποιο περιεχόμενο και πώς μπορεί να παράγει τα αποτελέσματά του· στη δική μας κοινωνία πάντως, στην καπιταλιστική κοινωνία, αυτό συμβαίνει με έναν συγκεκριμένο τυπικό τρόπο: η Οικογένεια προσφέρει στα παιδιά της, έτοιμη, προκατασκευασμένη, την εικόνα του Όμοιου και του οικείου, άρα και του Άλλου, του Ξένου.

Η Οικογένεια, δηλαδή η τυπική οικογένεια[2], είναι αυτή που μέσα στην απομόνωσή της, την ιδιοτέλειά της και τον επεκτατισμό της, θα διδάξει στα παιδιά ποιους να φοβούνται και ποιους να εμπιστεύονται, με ποιους ταυτίζονται και από ποιους διαφέρουν. Στην τρυφερή και εύθραυστη ηλικία τους, τα παιδιά θα προσκολληθούν στην Μητέρα, τον Πατέρα και την Οικογένεια, δηλαδή στους όμοιούς τους, στους οικείους τους, σε αυτούς που είναι άξιοι εμπιστοσύνης σε αντίθεση με τους Άλλους, τους Ξένους· και μέσα από αυτήν την προσκόλληση, θα μάθουν ότι η λατρεία των γονέων και των καταβολών συνοδεύεται αναγκαστικά από την δυσπιστία, την απόσταση, την αντιπάθεια, ακόμη και το μίσος για τους Άλλους, τους Ξένους, που δεν μοιράζονται την οικογενειακή θαλπωρή.

Όπως «κάθε θρησκεία είναι θρησκεία της αγάπης για όσους την αναγνωρίζουν, και αντιμετωπίζει με σκληρότητα και μισαλλοδοξία αυτούς που δεν ανήκουν στους κόλπους της» (Freud[3]), έτσι και η Οικογένεια περιβάλλει με αγάπη τα μέλη της και αντιμετωπίζει τους Ξένους με αδιαφορία ή εχθρότητα ή κάτι ανάμεσα στα δύο. Πρόκειται για αμυντικό μίσος, άλλοτε ήπιο και άλλοτε οξύ, «που εύκολα γλιστράει σε ένα καταδιωκτικό μίσος», ισχυρίζεται η Julia Kristeva[4], και δεν έχουμε κανένα λόγο να μην συμφωνήσουμε μαζί της.

Το δε παιδί «αποδέχεται αυτή την προκατασκευασμένη εικόνα ως μοναδική δυνατότητα που έχει για να υπάρξει ως υποκείμενο» (Althusser[5]), δηλαδή να υπάρξει ψυχικά και κοινωνικά, ως εαυτός και μέσα στον εαυτό του, για τον απλό λόγο ότι κανένα παιδί δεν μπορεί να συγκροτηθεί χωρίς την παθιασμένη προσκόλληση σε αυτούς από τους οποίους εξαρτάται η ζωή του. «Η επιθυμία της επιβίωσης, της ύπαρξης, είναι μια άκρως εκμεταλλεύσιμη επιθυμία» (Butler[6])· και όντως εκμετάλλευση υπάρχει, όχι με την ηθική έννοια αλλά με την έννοια της χρήσης για την παραγωγή χρήσιμου αποτελέσματος -εν προκειμένω για την παραγωγή ενός υποκειμένου «που περπατάει μόνο του» ακολουθώντας τους κανόνες της κυρίαρχης ιδεολογίας· πρόκειται για κανόνες που αυθορμήτως ακολουθεί το υποκείμενο και οι οποίοι καθοδηγούν την συμπεριφορά του πίσω από την πλάτη του, χωρίς ποτέ να εμφανίζονται στη συνείδησή του αυτοπροσώπως, δηλαδή ως οι θεμελιώδεις αρχές που την διευθύνουν (Pierre Macherey[7]).

Πρόκειται για κανόνες έναντι των οποίων το υποκείμενο έχει εξαρχής παραιτηθεί και τους ακολουθεί χωρίς να θέτει το ερώτημα σχετικά με την ύπαρξή τους και την νομιμοποίησή τους[8]. Η «σωστή οικογένεια», αυτή που προσαρμόζεται στο πρότυπο της τυπικής Οικογένειας, παράγει «σωστούς ανθρώπους», κανονικούς, φυσιολογικούς, προσαρμοσμένους, νοικοκυραίους, που υπακούουν οικειοθελώς στους κανόνες και δεν τους αμφισβητούν στο παραμικρό[9].

Η προβολή της Οικογένειας επί του Έθνους

Μοιραία λοιπόν, μέσα από τον πιο ακραίο και σκληρό συναισθηματικό εκβιασμό, το παιδί διαπλάθεται με τον κανόνα του «έτσι είναι και έτσι θα πάει», του κανόνα που απονεκρώνει την κριτική σκέψη. Οι αναπαραστάσεις της Πατρίδας και του Έθνους επιβάλλονται στο παιδί ως ακριβείς αναπαραστάσεις της πραγματικότητας, ενώ πρόκειται για προβολές της εικόνας της Μητέρας και της Οικογένειας αντίστοιχα. Δεν είναι τυχαίο ότι χρησιμοποιείται η έκφραση «μητέρα-πατρίδα»· κανείς δεν διανοείται να πει «πατέρας-πατρίδα». Ως αποτέλεσμα, επάνω στην Πατρίδα προβάλλεται ο συναισθηματισμός που αντιστοιχεί στην καθήλωση του παιδιού στην Μητέρα. Στην δε εκάστοτε εξουσία προβάλλεται η υποταγμένη αγάπη στον Πατέρα: κάθε εξουσία τείνει να αναπαράγει στους υποτελείς το σύνολο των συναισθηματικών στάσεων που άλλοτε απευθύνονταν στον Πατέρα.

Το ίδιο ισχύει και για την υπέρτατη εξουσία του Θεού: κανείς δεν διανοήθηκε να πει «η Μητέρα-Θεός»· ο Θεός είναι άνδρας και παίρνει πάντοτε την μορφή του Πατέρα, που αγαπάει μεν, εξουσιάζει, ορίζει τους ηθικούς νόμους, είναι βίαιος και τιμωρεί. Στο δε Έθνος προβάλλεται η εικόνα της Οικογένειας και η αφοσίωση σε αυτήν με την μορφή του απόλυτου σεβασμού και επενδεδυμένη με την ιερή λατρεία της Μητέρας (Πατρίδας).

Με δυο μόνο λόγια, «το εθνικό αίσθημα είναι η προέκταση των οικογενειακών δεσμών που βυθίζουν τις ρίζες τους στην καθήλωση στον δεσμό με την μητέρα» (Wilhelm Reich[10]). Όμως, οι οικογενειακοί δεσμοί είναι μάλλον οι πιο έντονοι από όλους τους δεσμούς[11] · είναι αυτοί που φέρουν το μέγιστο συναισθηματικό φορτίο. Η προβολή της δομής της Οικογένειας στο Έθνος, μετατοπίζει το τεράστιο συναισθηματικό φορτίο των οικογενειακών δεσμών στη φαντασιακή κοινότητα των πατριωτών. Η συναισθηματική καθήλωση στη Μητέρα μετατρέπεται σε πατριωτικό συναισθηματισμό και η αγάπη για την Οικογένεια σε αγάπη για το Έθνος. Πώς αλλιώς να εξηγήσουμε τον ενθουσιασμό και το πάθος με το οποίο οι υποτελείς κοινωνικές τάξεις πηγαίνουν, συνήθως, σε έναν πατριωτικό πόλεμο;

Η Οικογένεια εκπαιδεύει, λοιπόν, τα άτομα να υπακούουν στην εξουσία (Πατέρας), να αγαπούν την πατρίδα τους (Μητέρα) και το Έθνος (Οικογένεια). Μπορεί η Οικογένεια να μην αποτελεί τη βάση του Κράτους, πλην όμως είναι απαραίτητη για την εδραίωση της εξουσίας του μιας και λειτουργεί ως το βασικό κύτταρο αναπαραγωγής της συντηρητικής ιδεολογίας. Δεν είχε άδικο, λοιπόν, ο Χίτλερ όταν έγραφε πως η Οικογένεια είναι το μικρότερο, πλην όμως το σημαντικότερο συστατικό στοιχείο του κρατικού μηχανισμού· ούτε όμως είχε άδικο και ο Louis Althusser όταν έγραφε πως η οικογένεια είναι«ο πιο τρομερός, ο πιο φρικιαστικός, ο απεχθέστερος από όλους τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του Κράτους (…) είναι ο ίδιος ο κατεξοχήν τόπος του ιερού, επομένως της εξουσίας και της θρησκείας»[12].

Εάν αυτά αποτελούν το συμβολικό φορτίο της κυβερνητικής πολιτικής για την ενίσχυση της μητρότητας, τότε αυτή ενεργοποιεί στους κόλπους του λαού της Δεξιάς ολόκληρο το πλέγμα των ιδεών και των συναισθημάτων που συγκροτούν την συνάφεια Οικογένειας και Έθνους. Τον καθιστά έτσι ετοιμοπόλεμο· για ποιες πολιτικές μάχες, θα το δούμε στη συνέχεια.

[1] Karl Marx, Capital, Penguin Books, 1976 [1867].

[2] Στο άρθρο αυτό, οι λέξεις με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα αναφέρονται σε πραγματικότητες στην τυπική τους μορφή. Π.χ. η “Οικογένεια” δεν αναφέρεται στην συγκεκριμένη οικογένεια της Μαρίας ή του Γιάννη, αλλά στην τυπική οικογένεια, χωρίς τις ιδιαιτερότητες και τις παρεκκλίσεις τής μιας ή της άλλης συγκεκριμένης οικογένειας από το ιδεατό πρότυπο του θεσμού της Οικογένειας.

[3] Sigmund Freud, Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του εγώ, εκδόσεις Επίκουρος, 1977.

[4] Julia Kristeva, Έθνη χωρίς Εθνικισμό, Εναλλακτικές εκδόσεις, 1997.

[5] Louis Althusser, Sur la philosophie, Gallimard, 1994.

[6] Judith Butler, The Psychic Life of Power, Stanford University Press

[7] Pierre Macherey, Φουκώ και Μαρξ· το παραγωγικό υποκείμενο, εκδόσεις Εκτός Γραμμής

[8] “Σε μια κοινωνία Κανόνων, τα πάντα είναι προγραμματισμένα ή μπορούν να προγραμματισθούν: και οι συμπεριφορές του καθενός (…) χάνουν τον χαρακτήρα ατομικών ενεργειών που θα διέθεταν μια προσίδια αξία”, Macherey, ό.π.

[9] “Οι βαθύτεροι κοινωνικοί νόμοι, μάς έχουν εμφυτευθεί: όσο σκληρότερα έχουν ‘προγραμματιστεί’ ή ‘αποκρυσταλλωθεί’ μέσα μας, τόσο φυσικότεροι καταλήγουν να μας φαίνονται. Πράγματι, αν κάποιος παραβιάσει έναν τόσο βαθιά ριζωμένο κοινωνικό νόμο, τότε έχουμε την τάση να τον αποκαλούμε αφύσικο”, Ronald Laing, Η πολιτική της οικογένειας, εκδόσεις Καστανιώτη, 1989.

[10] Wilhelm Reich, Η μαζική ψυχολογία του φασισμού, εκδόσεις Μπουκουμάνης, 1975.

[11] Με εξαίρεση τον Έρωτα που εκφεύγει του ρυθμιστικού πλαισίου της καπιταλιστικής κοινωνίας και ενσωματώνεται σε αυτήν ως αναπόφευκτα επιτρεπτή πλην όμως πρόσκαιρη παρέκκλιση ατομικής συμπεριφοράς· παρέκκλιση που κατά κανόνα διορθώνεται τελικά με την ευθανασία του Έρωτα εντός της Οικογένειας.

[12] Louis Althusser, Το μέλλον διαρκεί πολύ, εκδόσεις Θεμέλιο.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s