ΠΩΣ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕ ΝΑ ΕΞΟΝΤΩΣΕΙ ΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑ

Συνέντευξη με τον συγγραφέα Γιώργο Νακρατζά

Σημείωση της Σύνταξης της Κόκκινης:

Η παρακάτω συνέντευξη του Γιώργου Νακρατζά δόθηκε το καλοκαίρι του 1998 στον Χάρη Παπαδόπουλο που σήμερα είναι συντάκτης της Κόκκινης, ενώ τότε ανήκε στη σύνταξη του Διεθνιστή Εργάτη.

Η σημασία της συνέντευξης είναι προφανής: Δυο αλληλέγγυοι με την καταπιεσμένη εθνική Μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα συζητούν ανοιχτά για ένα κομμάτι παντελώς άγνωστης στο ευρύ κοινό Ιστορίας: Για τα εγκλήματα της ελληνικής αστικής τάξης σε βάρος των εθνικά Μακεδόνων κατά τη διάρκεια του υποτιθέμενου Μακεδονικού αγώνα και έκτοτε. Εγκλήματα που αναλύονται εκτενώς στα ιστορικά έργα του Γιώργου Νακρατζά.

Όπως σημειώνεται και στο προλογικό σημείωμα του Διεθνιστή Εργάτη:  «η στάση της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης στην Ελλάδα σήμερα απέναντι ειδικά στην τόσο κατατρεγμένη μακεδονική εθνική μειονότητα, θα είναι ένας αποφασιστικός δείκτης της ωριμότητάς της. Επειδή κανένας άνθρωπος και καμιά κοινωνική τάξη δεν μπορούν να ξεπεράσουν τον εαυτό τους και να αλλάξουν τον κόσμο, αν πρώτα δεν τολμήσουν να κοιταχτούν κατάματα στον καθρέφτη και να πουν τα σύκα-σύκα και της σκάφη-σκάφη».   

Μακεδόνες εξεγερμένοι στην επανάσταση του Ίλιντεν 1903

Σημείωση του Διεθνιστή Εργάτη: (Σεπτέμβρης 1998)

Την παρακάτω συνέντευξη την πήραμε σε ένα από τα σύντομα ταξίδια του κ. Νακρατζά στην Ελλάδα και με την ευκαιρία της δίκης που γίνεται φέτος τον Σεπτέμβρη ενάντια στο ‘Ουράνιο Τόξο’ για τη δίγλωσση επιγραφή (στα μακεδονικά και στα ελληνικά), που είχε αναρτήσει πάνω από τα γραφεία του. Είναι φανερό από όλο το πνεύμα της εφημερίδας πως κάθε άλλο παρά συμμεριζόμαστε τις προσδοκίες του συγγραφέα πως οι Μακεδόνες θα δικαιωθούν για τις διώξεις που εδώ και έναν αιώνα δέχονται από τους Έλληνες εθνικιστές και το ελληνικό κράτος, χάρη στις ενέργειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εμείς υποστηρίζουμε πως μόνο μια εργατική επανάσταση μπορεί να σαρώσει οριστικά όλες τις διακρίσεις ενάντια στις εθνικές και κοινωνικές μειονότητες. Από την άλλη, μια πολιτική ανατροπή που γίνεται στο όνομα του σοσιαλισμού μπορεί να είναι γνήσια εργατική επανάσταση μόνο αν ανταποκρίνεται σε δύο κριτήρια:

1) Την εξουσία να την έχουν οι ίδιοι οι εργάτες οργανωμένοι στα συμβούλιά τους και στην ένοπλη πολιτοφυλακή, και

2) Οι εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες, οι γυναίκες, οι ομοφυλόφιλοι και κάθε άλλος καταπιεσμένος να αποκτήσουν και από νομική άποψη, αλλά και στην πραγματική, ζωή ίσα δικαιώματα με τους υπόλοιπους.

Γι’ αυτό «η στάση της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης στην Ελλάδα σήμερα απέναντι ειδικά στην τόσο κατατρεγμένη μακεδονική εθνική μειονότητα, θα είναι ένας αποφασιστικός δείκτης της ωριμότητάς της. Επειδή κανένας άνθρωπος και καμιά κοινωνική τάξη δεν μπορούν να ξεπεράσουν τον εαυτό τους και να αλλάξουν τον κόσμο, αν πρώτα δεν τολμήσουν να κοιταχτούν κατάματα στον καθρέφτη και να πουν τα σύκα-σύκα και της σκάφη-σκάφη».   

Ο κ. Νακρατζάς είναι ένας αστός ερευνητής, που αποστρέφεται όχι μόνο τις μαρξιστικές ιδέες αλλά ακόμα και την πάλη των τάξεων, που αγαπά την απομόνωση και δείχνει εντελώς ακατάλληλος για ‘υποκινητής ταραχών’. Στην υπεράσπιση του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού της μακεδονικής μειονότητας κατέληξε να μπλεχτεί, επειδή δεν δέχτηκε να κάνει ‘εκπτώσεις’ στα πορίσματα της ιστορικής του έρευνας για την προέλευση των Βαλκανικών λαών, όπως τόσο εύκολα έφτασαν να κάνουν πολλοί συνάδελφοί του, για να εξυπηρετήσουν τις πολιτικές ανάγκες του ελληνικού κράτους και των εθνικιστών. Παλιότερα τους πεισματάρηδες επιστήμονες τους έκαιγαν στην πυρά, όπως τον Τζορντάνο Μπρούνο που αρνήθηκε να παραδεχτεί πως ο ήλιος και τα αστέρια γυρίζουν γύρω από τη γη, επειδή έτσι συνέφερε το κήρυγμα του Πάπα της Ρώμης. Σήμερα ο κ. Νακρατζάς μπήκε απλώς στο σημάδι του «στόχου» και των υπόλοιπων –κατά κανόνα κρατικοδίαιτων- ‘αγανακτισμένων πατριωτών’. Πιστεύουμε πως η αδιάλλακτη στάση του συγγραφέα απέναντι στον εθνικιστικό σκοταδισμό αξίζει να γίνει παράδειγμα προς μίμηση για κάθε πρωτοπόρο εργάτη και νέο μαχητή του σοσιαλισμού.

Ένοπλοι Μακεδόνες στην Επανάσταση του Ίλιντεν.

Το κείμενο της συνέντευξης:

Μιλάμε με τον κ. Γιώργο Νακρατζά, γιατρό και συγγραφέα του δίτομου έργου: «Η στενή εθνολογική συγγένεια των σημερινών Ελλήνων, Βουλγάρων και Τούρκων», και μέλος του Μετώπου Λογικής».

Ερωτ.: Κύριε Νακρατζά, όπως ο ίδιος δηλώνετε, δεν είστε μαρξιστής, είστε κεντροαριστερός και ενδιαφέρεστε για την ενότητα όσο γίνεται περισσότερων πολιτικών δυνάμεων ενάντια στον εθνικισμό, τον ρατσισμό και τον φασισμό. Το γεγονός ότι δίνετε σήμερα συνέντευξη σε μια εφημερίδα μικρής κυκλοφορίας, που ανήκει στον χώρο του επαναστατικού μαρξισμού δείχνει πως δεν υποτιμάτε καμιά δυνατότητα για να κάνετε γνωστές τις θέσεις σας. Θέλετε να μας αναπτύξετε τις αρχές και τους στόχους σας;

Απαντ: Όπως αναφέρω και στην τρίτη έκδοση του βιβλίου μου στον τόμο «Μακεδονία-Θράκη» η εργασία μου αφορά όχι την εθνική αλλά τη φυλετική συγγένεια των λαών της Βαλκανικής. Στο λάθος αυτό παρασύρθηκα προσπαθώντας να αντιδράσω στις εθνικιστικές κορώνες περί «γυφτοσκοπιανών» και εθνολογικού συνονθυλεύματος (η έκφραση συνονθύλευμα μεταφράζεται στα απλά ελληνικά τουλάχιστον σαν «σκουπίδια», μια και προέρχεται ετυμολογικά από το «άνθος»…) με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την επιστολή του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Κωνσταντίνου Καραμανλή προς τους ηγέτες των ευρωπαϊκών κρατών στην οποία αναφερόταν για την (τ. Γ.) Δημοκρατία της Μακεδονίας σαν «εθνολογικό συνονθύλευμα».   

Όσον αφορά στις αρχές στις οποίες πιστεύω δεν είναι άλλες παρά οι αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί προστασίας και σεβασμού των πολιτών με άλλη εθνική ταυτότητα από την κυρίαρχη, δηλαδή εν προκειμένω, των Ελλήνων πολιτών που ανήκουν στην τουρκική μειονότητα και στη μακεδονική εθνική μειονότητα.

Η Ευρωπαϊκή ιστορία περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν είναι κάτι το καινούριο. Χρονολογείται από τον 16ο αιώνα, οπότε τόσο ο Έρασμος όσο και ο Σαίξπηρ διατύπωσαν για πρώτη φορά τη θεωρία των δικαιωμάτων των ατόμων στις μέχρι τότε θεοκρατικές και φεουδαρχικές κοινωνίες. Η εφαρμογή από την Ελλάδα του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού των εθνικών μειονοτήτων της, θα αποτελέσει τη λυδία λίθο της ιδεολογικής της ένταξης στην Ενωμένη Ευρώπη.

Εάν η χώρα μας παρασυρθεί από εθνικιστικές ιδεοληψίες και δεν αναγνωρίσει το δικαίωμα εθνικού, γλωσσικού, πολιτιστικού και θρησκευτικού αυτοπροσδιορισμού των μειονοτήτων, τότε η Ευρωπαϊκή Ένωση θα την υποχρεώσει στην εφαρμογή του.

Ερωτ.: Πώς σχολιάζετε το κήρυγμα μίσους και φόβου του νέου αρχιεπισκόπου για οτιδήποτε δεν «συνάδει» με τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη;

Απαντ.: Από τα πολιτικά κηρύγματα του νέου αρχιεπισκόπου που μέχρι σήμερα υπέπεσαν στην αντίληψή μου, εκπέμπεται μια μεσαιωνική, θεοκρατική και, θα έλεγα, φεουδαρχική νοοτροπία, η οποία ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Εύχομαι το μέλλον να με διαψεύσει.

Ερωτ.: Στον τόμο «Μακεδονία-Θράκη» του βιβλίου σας αναπτύσσετε το πότε, πώς, πού και από ποιους γεννήθηκε και αναπτύχθηκε η εθνική συνείδηση των σημερινών Ελλήνων, Βουλγάρων και Μακεδόνων. Θέλετε να μας κάνετε μια συνοπτική παρουσίαση του θέματος για τους αναγνώστες μας;

Απαντ.: Η άποψη ορισμένων κύκλων ότι μακεδονική εθνική μειονότητα δεν υπάρχει, μας ξαναφέρνει πίσω στον σκοταδισμό, στο «δίκαιο» μιας πλειοψηφίας που όχι μόνο δεν αναγνωρίζει αλλά και προσπαθεί να εξαφανίσει μια τέτοια μειονότητα από το πρόσωπο της γης.

Η επικρατούσα ιστοριογραφία τόσο της Ελλάδας όσο και της Βουλγαρίας προσπαθεί με τις εργασίες της να αποδείξει την ανυπαρξία της μακεδονικής εθνικής συνείδησης με το επιχείρημα ότι η συνείδηση αυτή είναι τεχνητή και χρονολογείται μόνο εδώ και εκατό χρόνια. Το επιχείρημα των ιστορικών αυτών είναι θεωρητικά σωστό, με μόνη τη διαφορά ότι τόσο η σύγχρονη βουλγαρική όσο και η σύγχρονη ελληνική εθνική συνείδηση είναι εξίσου τεχνητές και χρονολογούνται λίγο περισσότερο από διακόσια χρόνια.

Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, απηνής διώκτης των επαναστατών Μακεδόνων και συνεργάτης των Οθωμανών

Στα τέλη του 18ου αιώνα η γαλλική επανάσταση αποτέλεσε το ιδεολογικό έναυσμα για την ανάπτυξη των εθνικών κινημάτων απανταχού και ιδιαίτερα στις περιοχές εκείνες της Ευρώπης που κυβερνούνταν από πολυεθνικές αυτοκρατορίες με θεοκρατικό φεουδαρχικό σύστημα.

Στην περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η πρώτη νεοδημιουργηθείσα εθνική ταυτότητα ήταν η ελληνική, πράγμα που έλαβε χώρα έξω από την ηπειρωτική Ελλάδα. Η ελληνική εθνική συνείδηση δημιουργήθηκε πρώτα απ’ όλα στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη και σε άλλες πόλεις της διασποράς, όπως η Οδησσός και η Αλεξάνδρεια. Φορείς της νεοελληνικής αυτής εθνικής ταυτότητας ήταν διανοούμενοι Ρωμιοί, γόνοι της νεοδημιουργηθείσας αστικής τάξης, που άρχισαν να αισθάνονται Έλληνες.

Δεν αποτελεί τυχαίο γεγονός ότι η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε στη ρωσική Οδησσό και ότι η πρώτη ένοπλη εξέγερσή της ενάντια στους Οθωμανούς έγινε στο Δραγατσάνι της Ρουμανίας με πρωταγωνιστές τους νεαρούς διανοούμενους του Ιερού Λόχου.

Όσον αφορά την εμφάνιση της βουλγαρικής εθνικής συνείδησης, καταλυτικό παράγοντα αποτέλεσαν οι εργασίες και η δράση του μοναχού του Αγίου Όρους Παϊσίου. Ο διανοούμενος αυτός μοναχός ήταν ο πρώτος Βούλγαρος, ο οποίος την εποχή της εθνικής διαφώτισης άρχισε να διδάσκει στους σλαβόφωνους κατοίκους της σημερινής Βουλγαρίας να μη ντρέπονται να αισθάνονται Βούλγαροι και να ανθίστανται στον εξελληνισμό τους.

Οι Βούλγαροι μιμήθηκαν τα εθνολογικά τεχνάσματα του πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης (που χαρακτήριζε κάθε ορθόδοξο χριστιανό σαν Ρωμιό, ανεξάρτητα από τη μητρική του γλώσσα) χαρακτήριζαν και αυτοί με τη σειρά τους Βούλγαρο κάθε σλαβόφωνο κάτοικο της Μακεδονίας, ξεχνώντας ότι η σημερινή βουλγαρική γλώσσα εισήχθη στη Βουλγαρία την εποχή του τσάρου Βόρη και δεν αποτελούσε τίποτε περισσότερο παρά τη σλαβική διάλεκτο της περιοχής της Θεσσαλονίκης στην οποία μετέφρασαν το ευαγγέλιο οι Κύριλλος και Μεθόδιος για τον εκχριστιανισμό των κατοίκων της Μοραβίας. Η γλώσσα την οποία μιλούσαν μέχρι τότε οι Βούλγαροι ήταν ένα είδος τουρκικής, διότι οι πρωτοβούλγαροι του Ασπαρουχ ήταν τουρκομογγολικής καταγωγής.

Η δημιουργία της βουλγαρικής εξαρχίας το 1870 αποτέλεσε σταθμό στην εθνολογική διαφοροποίηση των σλαβόφωνων Μακεδόνων, γεγονός που οδήγησε το 1880 στην ίδρυση του βουλγαρικού γυμνάσιου της Θεσσαλονίκης, όπου διαπλάσθηκε ο πνευματικός πυρήνας από τον οποίο προήλθε μια γενιά διανοούμενων που διαμόρφωσε και διέδωσε τη βουλγαρική εθνική συνείδηση. Ένα τμήμα των σλαβόφωνων Μακεδόνων εγκατέλειψε αργότερα τη νεοδημιουργηθείσα βουλγαρική εθνική συνείδηση, υιοθετώντας την ανταγωνιστική μακεδονική εθνική συνείδηση.

Η συνειδησιακή αυτή σύγχυση των σλαβόφωνων Μακεδόνων εκφράστηκε το 1893 με τη δημιουργία στη Θεσσαλονίκη της ΕΜΕΟ (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση), ιδρυτικά μέλη της οποίας ήταν οι Ντέλτσεφ, Γκρούεφ και Τατάρτσεφ, έχοντας σαν αντίποδα το Κομιτάτο των βερχοβιστών (ανώτατη μακεδονική Επιτροπή), που ιδρύθηκε το 1895 στη Σόφια και διατελούσε κάτω από τον έλεγχο της βουλγαρικής κυβέρνησης.

Ο επίσκοπος Γερμανός Καραβαγγέλης εν μέσω Οθωμανών αξιωματικών.

Τόσο το Κομιτάτο των Βερχοβιστών όσο και οι ελληνικές οργανώσεις είχαν χαρακτήρα καθαρά εθνικιστικό, και χρηματοδοτούνταν από τη μεγαλοαστική ελληνική και βουλγαρική τάξη. Η πολιτική τους φιλοσοφία εκφράστηκε χαρακτηριστικά από τον Καλοστύπη, ο οποίος περιγράφει του χωρικούς σλαβόφωνους Μακεδόνες ως εξής: «Η αστική και κτηματική τάξις συμπεριλαμβάνουσα τας εμπορικάς, βιομηχανικάς και ανεπτυγμένας τάξεις της κοινωνίας, είναι ο υλικός και κοινωνικός κυρίαρχος των κοινωνιών, η δε τάξις των κτημόνων και αμόρφωτων πληθυσμών, ούσα συμπλήρωμα του κοινωνικού διακόσμου, δεν δικαιούται να αξιοί την κοινωνικήν ηγεμονίαν, ουδ’ υπάρχει που γης παράδειγμα τοιούτον» (Ι.Ν. Καλοστύπη, Μακεδονία (επανέκδοση 1993), σ. 142).

Σε αντίθεση με τις συντηρητικές ιδέες του βουλγαρικού και του ελληνικού εθνικισμού, οι ιδρυτές της μακεδονικής ΕΜΕΟ εξέφραζαν τις ιδέες ανατρεπτικών νέων που είχαν επηρεαστεί από την οικονομική και κοινωνική κατάσταση του οθωμανικού μακεδονικού χώρου, η γη του οποίου ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων μπέηδων, ενώ σε πολλές περιοχές τα μισά ή και περισσότερα χωριά δεν είχαν παρά ελάχιστη δική τους γη. Χαρακτηριστικά είναι τα σχόλια του Αλέξανδρου Ζάνα στην εργασία του για τον μακεδονικό αγώνα: «Η ΕΜΕΟ προέταξε το σύνθημα ‘Η Μακεδονία στους Μακεδόνες’. Είχαν δε σκοπό να απελευθερώσουν από τα χέρια των Τούρκων τη Μακεδονία και να μοιράσουν τα κτήματά τους».

Σύντομα οι σλαβόφωνοι Μακεδόνες βρέθηκαν διαχωρισμένοι σε τρεις αλληλοσυγκρουόμενες ομάδες, πιο συγκεκριμένα στους σλαβόφωνους πατριαρχικούς με ελληνική εθνική συνείδηση, τους σλαβόφωνους εξαρχικούς με βουλγαρική εθνική συνείδηση και στους σλαβόφωνους εξαρχικούς με μακεδονική εθνική συνείδηση.

Η βαρβαρότητα με την οποία κάθε πλευρά αντιμετώπισε την αντίπαλη παράταξη ήταν χωρίς προηγούμενο. Για τα κατορθώματα της ελληνικής τουλάχιστον πλευράς μάς δίνει μια ιδέα ο ίδιος ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης. Ο Καραβαγγέλης περιγράφει με κυνισμό πώς επωφελήθηκε απ’ την άγρια καταστολή του τουρκικού στρατού μετά την αποτυχημένη μακεδονική επανάσταση του Ίλιντεν για να καταστρέψει με τα ίδια του τα χέρια το βουλγαρικό γυμνάσιο της Καστοριάς. Σύντομα ο μητροπολίτης θα προχωρήσει, έχοντας εξασφαλισμένη την ατιμωρησία από την τουρκική διοίκηση, και σε πιο ριζικά μέτρα ενάντια στη φυσική ύπαρξη των Μακεδόνων. Το παρακάτω απόσπασμα των απομνημονευμάτων του αγίου αυτού ανθρώπου βρίσκεται στη σελίδα 90 του τόμου «Μακεδονία-Θράκη».

«Τώρα όμως μετά τη βουλγάρικη επανάσταση επωφελήθηκα της οργής των Τούρκων μπήκα μέσα στο γυμνάσιο και σκόρπισα ό,τι βρήκα. Έπιπλα, σκεύη, θρανία, όργανα διδασκαλίας, χάρτες, βιβλιοθήκες, εικόνες του εξάρχου Ιωσήφ. Τέτοια ήταν η καταστροφή που από τότε το σχολείο αυτό δεν ξανάναοιξε ποτέ. Μα και τα σχολεία της ύπαιθρης χώρας τους τα έκαψαν.

Τότε σκοτώσαμε και τον γενικό διευθυντή του Βουλγαρικού Κομιτάτου της Καστοριάς και Φλώρινας Λάζο Παπά Τράικωφ… είχε πάει κάπου εκεί σε ένα βουνό για να νοσηλευτεί. Στο βουνό όμως τον βρήκαν τρεις Ζελοβίτες (το Ζέλοβο ήταν η ακρόπολις του ελληνισμού στα Κορέστια και η έδρα του Κώτα), ο Ναούμ, ο Τράικος και ο Παύλος Κύρου, που αναδείχτηκε έπειτα σε οπλαρχηγό, του έκοψαν το κεφάλι και το έφεραν στη Μητρόπολη» (Καραβαγγέλης Γερμανός, Απομνημονεύματα, Ο Μακεδονικός Αγώνας, σ. 52). 

Με τέτοια συμπεριφορά των πνευματικών ηγετών του ελληνικού εθνικισμού φυσικό και επόμενο ήταν η πρακτική των στρατιωτικών αποσπασμάτων που οργάνωναν οι Έλληνες αξιωματικοί από την Αθήνα και την Κρήτη να μη διαφέρει σε τίποτα από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των χιτλερικών δυνάμεων κατοχής, τέσσερις δεκαετίες αργότερα. Να σας δώσω ένα παράδειγμα: Στις 30 Ιουλίου του 1905, ένα απόσπασμα 100 ενόπλων ελληνοφρόνων σλαβόφωνων, με επικεφαλής τον Κρητικό εθελοντή Καραβίτη, μπήκε στο χωριό Κλαντοράπ (σημερινή Κλαδοράχη) έξω από τη Φλώρινα κυνηγώντας πέντε Μακεδόνες αντάρτες. Οι ένοπλοι έκαναν έρευνα στα σπίτια, αλλά ανακάλυψαν μόνο τους δύο, γι’ αυτό και συνέλαβαν άλλους δεκαπέντε απλούς χωρικούς. Τους 17 αυτούς ανθρώπους τους συγκέντρωσαν στην πλατεία του χωριού. Τη συνέχεια μας την παραδίδει ο ίδιος ο Καραβίτης στα απομνημονεύματά του, όπως παραθέτω το απόσπασμα στη σελίδα 121 του βιβλίου μου:

«Εφέντιμ.

Σφάξε τους όλους.

Του δίνω ένα γερό μαχαίρι, τρικαλινό που είχα, ο Αράπης παίρνει το μαχαίρι, το περιστρέφει και διαγράφει κύκλους, κατόπιν το φιλεί και μου το δίνει πίσω.

Είναι κρίμα, μου λέγει, να λερωθεί τέτοιο μαχαίρι στο αίμα τέτοιων ανθρώπων. Αυτοί θέλουν έτσι, και αρπάζει έναν από τα μαλλιά και του δίνει μια γροθιά στο μηλίγγι σαν να χτύπησε κανένα σανίδι. Πέφτει κάτω ο Βούλγαρος τέζα, χωρίς να προφέρει ωχ.

Μη βρε ανόητε έτσι, δεν είναι τρόπος αυτός, του λέγω. Και βάζω τους Μοναστηριώτες να τους δώσουν από μια μαχαιριά στο αριστερό πλευρό κι όποιος ζήσει χαλάλι του. Έτσι θα πάρουν οι νεοσύλλεκτοι τον αέρα του μαχαιριού» (Ι. Καραβίτης, επιμ. Γ. Πέτσιβα, 1994, Ο Μακεδονικός Αγών, Απομνημονεύματα, σ. 351).

Πενήντα χρόνια αργότερα οι Γερμανοί προέβησαν στην επιβολή παρόμοιων αντιποίνων στο χωριό Χορτιάτη, έξω από τη Θεσσαλονίκη, καίγοντας πολλούς αθώους χωρικούς, επειδή δολοφονήθηκε κοντά στο χωριό ένας Γερμανός στρατιωτικός. Η βάρβαρη αυτή πράξη των Γερμανών δικαίως μνημονεύεται κάθε χρόνο στη Θεσσαλονίκη, εκείνο όμως που χαρακτηρίζει τη νεοελληνική κοινωνία είναι πλήρης ιστορική αμνησία σχετικά με τη σφαγή των χωρικών της Κλαδοράχης, του Ζέλενιτς (Σκλήθρο), της Ζαγορίτσανης (Βασιλειάδα) και δεκάδων άλλων χωριών από ελληνικά αποσπάσματα που απλώς εκδικούνταν άοπλους χωρικούς, επειδή υποστήριζαν ιδανικά διαφορετικά από αυτά των Ελλήνων.

Αξίζει να αναφέρουμε εδώ, σύμφωνα με τα αποσπάσματα που παραθέτω στη σελίδα 167 του τόμου πως, όταν ο σλαβόφωνος πολεμιστής της ελληνικής παράταξης στη Φλώρινα Νικόλαος Πύρζας παραπονέθηκε στην ελληνική επιτροπή (Κομιτάτο) του Μοναστηριού για τους φόνους και τους βιασμούς γυναικών και μικρών κοριτσιών, στους οποίους προέβαιναν ορισμένοι Κρητικοί αντάρτες στην περιοχή, ο αρμόδιος του ελληνικού Κομιτάτου έδωσε την εξής απάντηση: «Ημείς δεν έχομεν την ανάγκη των Μακεδόνων, αλλά της Μακεδονίας».

Τα αποτελέσματα της οργανωμένης αυτής εθνικής εκκαθάρισης αποτυπώνονται ανάγλυφα στους στατιστικούς πίνακες που αναφέρω στο βιβλίο μου. Ένα παράδειγμα: Στη στατιστική του 1913 στην περιοχή του Κιλκίς, σλαβόφωνοι Μακεδόνες δηλώνουν 16.136 άτομα. Το 1928 έχουν απομείνει μόνο 1.280 από αυτούς. Οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στις γειτονικές χώρες ή εξοντώθηκαν.

Σε ανάλογες βαρβαρότητες όμως προέβη και η φιλοβουλγαρική παράταξη, τόσο όμως η περιγραφή όσο και η καταδίκη τους είναι υποχρέωση αντικειμενικών και φιλειρηνικών διανοούμενων της (τ. Γ.) Δημοκρατίας της Μακεδονίας και κυρίως της Βουλγαρίας, σαν κύριας συνυπεύθυνης παρόμοιων εγκλημάτων.

Μακεδόνες επαναστάτες στην εξέγερση του Ίλιντεν ετοιμάζουν βόμβες χειρός.

Καταλήγοντας θέλω να απευθύνω μια ευχή: Καλό θα ήταν οι σύγχρονοι Έλληνες υπερεθνικιστές πριν επαναλάβουν τις επόμενες αναμνηστικές τους εκδηλώσεις για τη γενοκτονία των Ποντίων, να θυμηθούν τη γνωστή ρήση: «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω».

Ερωτ.: Για να ξαναγυρίσουμε στη σημερινή κατάσταση. Κύριε Νακρατζά, έχουμε στις 15 Σεπτέμβρη μια δίκη για τη δίγλωσση επιγραφή του ‘Ουράνιου Τόξου’ έξω από τα γραφεία του. Όπως πληροφορηθήκαμε από το ‘Ουράνιο Τόξο’, ο ευρωβουλευτής Ζακ Φαντεμέλενμπρουκε έβαλε το ζήτημα στο Συμβούλιο Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταγγέλλοντας αυτό το μισαλλόδοξο κυνηγητό και έστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στον Κώστα Σημίτη. Έτσι, τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα έχουν και τυπικά την ευκαιρία να αποδείξουν για το πόσο ενδιαφέρονται για αν εκφραστεί στην Ελλάδα κάθε μειονότητα και να αυτοπροσδιοριστεί σαν τέτοια. Εσείς πιστεύετε πως η αναγνώριση της μακεδονικής εθνικής μειονότητας βαδίζει προς η δικαίωσή της ή θα επαναληφθούν οι εθνικιστικές εξάρσεις όπως πριν λίγα χρόνια;   

Απάντ.: Η αναγνώριση της μακεδονική εθνικής μειονότητας θα είναι το αποτέλεσμα μιας νομοτελειακής εξέλιξης. Το πρόβλημα είναι το αν η ελληνική κυβέρνηση θα το κάνει με τη θέλησή της ή πρώτα θα εξευτελιστεί στο ευρωπαϊκό κοινό και στη συνέχεια θα υποχρεωθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως ακριβώς έγινε και με το επαίσχυντο εμπάργκο ενάντια στην (τ. Γ.) Δημοκρατία της Μακεδονίας.

Θεσσαλονίκη, 27 Ιούλη 1998

(εφημερίδα Διεθνιστής Εργάτης, 2ο φύλλο, σ. 13-15)    

2 comments

  1. […]  Παρόλο που στη σημερινή Βόρεια Ελλάδα ζει ακόμη ένας πληθυσμός πολλών δεκάδων χιλιάδων εθνικά Μακεδόνων, οι άνθρωποι αυτοί δεν αναγνωρίζονται ως εθνική μειονότητα από το ελληνικό κράτος και δεν έχουν δικαίωμα να μαθαίνουν στο σχολείο για τους εθνικούς τους ήρωες. Και φυσικά δεν διδάσκονται καν τη γλώσσα τους. Και καταδικάζονται να σβήσουν σιγά-σιγά, ως ιστορική παράδοση και κουλτούρα, στη λήθη και την εξαναγκαστική αφομοίωση. […]

    Μου αρέσει!

  2. […]  Παρόλο που στη σημερινή Βόρεια Ελλάδα ζει ακόμη ένας πληθυσμός πολλών δεκάδων χιλιάδων εθνικά Μακεδόνων, οι άνθρωποι αυτοί δεν αναγνωρίζονται ως εθνική μειονότητα από το ελληνικό κράτος και δεν έχουν δικαίωμα να μαθαίνουν στο σχολείο για τους εθνικούς τους ήρωες. Και φυσικά δεν διδάσκονται καν τη γλώσσα τους. Και καταδικάζονται να σβήσουν σιγά-σιγά, ως ιστορική παράδοση και κουλτούρα, στη λήθη και την εξαναγκαστική αφομοίωση. […]

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε