Αμφιφοβία στα αιτήματα ασύλου με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου: μεταξύ στερεοτύπου και προκατάληψης

Γράφει η Τερέζα Βολακάκη

Στα αιτήματα διεθνούς προστασίας με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου (εφεξής SOGI), απαιτείται από τον νόμο και συνεπώς τις υπηρεσίες ασύλου η απόδειξη του ισχυρισμού του αιτούντος/της αιτούσας διεθνούς προστασίας. Με άλλα λόγια κάθε αιτών άσυλο οφείλει να αποδεικνύει τον φόβο δίωξής του, καθώς στη χώρα προέλευσής του τα λοατκια άτομα διώκονται.

Δεδομένου, όμως, ότι η σεξουαλικότητα και η ταυτότητα φύλου αποτελούν στοιχεία συνυφασμένα με την προσωπικότητα του ατόμου, είναι αρκετά δύσκολο και συχνά παραβιάζει το δικαίωμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ο έλεγχος του SOGI των αιτούντων. Ακόμα δυσκολότερη φαντάζει η απόδειξη του κινδύνου δίωξης ενός ατόμου, που αυτοπροσδιορίζεται ως αμφισεξουαλικό. Ωστόσο, ένα αμφισεξουαλικό άτομο, έχοντας επίσης ομόφυλη σεξουαλική έκφραση, βιώνει εξίσου τον φόβο δίωξης σε χώρες όπου οι ομόφυλες πράξεις διώκονται. Πρακτικά, τα αμφισεξουαλικά άτομα είναι σπανίως ορατά ως τέτοια αναφορικά με τις αιτήσεις ασύλου, αφού καταγράφονται είτε ως ομοφυλόφιλα είτε ως ετεροφυλόφιλα.

Έρευνα στη Βρετανία κατέδειξε πως ένα αίτημα με βάση την αμφισεξουαλικότητα πολύ συχνά απορρίπτεται. Ως εκ τούτου τα άτομα δεν αποκαλύπτουν την ταυτότητά τους αυτή. Εξάλλου τα στερεότυπα, η αμφιφοβία, οι προκαταλήψεις, η έλλειψη ορατότητας και οι μύθοι σε σχέση με τη σεξουαλικότητα οδηγούν σε δυσπιστία των αρχών και περαιτέρω απόρριψη των αιτημάτων[1]. Αυτή ακριβώς η έλλειψη ορατότητας, αντικατοπτρίζει το φαινόμενο ότι η αμφισεξουαλικότητα σε μια κοινωνία στην οποία γίνεται αντιληπτή μέσα από δίπολα, δεν είναι εύκολα κατανοητή[2]. Σε πολλές αναλύσεις η ομόφυλη πτυχή της αμφισεξουαλικότητας αντικατοπτρίζει μία επιλογή[3], αφού κάνοντας τη «σωστή» αυτή επιλογή, το άτομο εύκολα μπορεί να αποφύγει τη δίωξη και να μην κινδυνεύει στη χώρα προέλευσής του[4]. Δηλαδή, οι ομόφυλες επιλογές των ατόμων μοιάζουν σαν «αυτοδιακινδύνευση» βάσει των ισχυρισμών των υπηρεσιών ασύλου. Όμως, βασικό φραγμό στα αιτήματα ασύλου των αμφιφυλόφιλων αιτούντων θέτουν οι COI[5]. Δεδομένου ότι νομοθετικά στοιχειοθετείται ως έγκλημα η ομοφυλοφιλία, έμμεσα διώκεται και η αμφισεξουαλικότητα, κάτι που ωστόσο δεν μπορεί να αποδειχθεί.

Ο Rehaag, σε έρευνά του εξηγεί ότι οι αμφισεξουαλικοί αιτούντες άσυλο έχουν πολύ μικρότερη πιθανότητα επιτυχίας, αφού από τις υπηρεσίες ασύλου, η αμφίσημη φύση της αμφισεξουαλικότητας σηματοδοτεί την έλλειψη αυτής[6]. Στην παραπάνω έρευνα, παρουσιάζονται ορισμένα στοιχεία σχετικά με τα αιτήματα ασύλου αμφισεξουαλικών στον Καναδά, τις ΗΠΑ και την Αυστραλία. Συγκεκριμένα, εντοπίζεται σε μεγάλο βαθμό αφενός η απουσία τους στη νομολογία των κρατών υποδοχής, αφετέρου, όταν εντοπίζονται, έχουν πολύ χαμηλά ποσοστά επιτυχίας[7]. Αρχικά, διαπιστώνεται η προβληματική-φοβική στάση της νομολογίας απέναντι στην αμφιφυλοφιλία, με χαρακτηριστική την υπόθεση ενός κινέζου αμφιφυλόφιλου αιτούντος άσυλο στην Αυστραλία. Ο αιτών υποστήριξε πως είχε μια ροπή στην ομοφυλοφιλία, και έχοντας αυτή τη ζωή βρέθηκε σε κίνδυνο. Τότε το Δικαστήριο παρομοίασε την αμφιφυλοφιλία με πολιτική επιλογή μεταξύ δημοκρατίας και απολυταρχίας, και μεταξύ χριστιανισμού και αθεΐας. Με τα παραπάνω θέλησε να δείξει πως ο αιτών είναι αναξιόπιστος και πως ο ισχυρισμός της αμφιφυλοφιλία είναι αόριστος, καθώς δεν είναι δυνατόν τη μια στιγμή να είσαι από τη μία πλευρά και την άλλη από την άλλη[8].

Είναι ενδιαφέρον και παράλληλα αντιφατικό το γεγονός ότι βάσει των ερευνών πάνω στη σεξουαλική συμπεριφορά, περισσότερα υποκείμενα εμπίπτουν στο φάσμα μεταξύ ομοφυλοφιλίας και αμφιφυλοφιλίας[9], αλλά οι υπηρεσίες ασύλου δεν το αναγνωρίζουν ως μια πραγματική κατάσταση κινδύνου, που χρήζει προστασίας. Η αμφιφοβία τελικά είναι αυτή που επιβάλλει στα άτομα την υποχρέωση επιλογής και τελικά τους προκαλεί ντροπή για την ίδια τους ύπαρξη.

Με τα σημερινά δεδομένα, η ανάγκη δράσης είναι επιβεβλημένη και αναδεικνύει το αίτημα για αναγνώριση και αποδοχή της αμφισεξουαλικότητας. Άλλωστε, κάθε υποκείμενο που φέρει πολλαπλές ταυτότητες συχνά βρίσκεται ενώπιον του διλήμματος επιλογής και τελικά καταπίεσης της διπλής του αυτής ταυτότητας. Η αποδοχή αυτή πρέπει να εκκινεί από τους χώρους της ίδιας της λoατκια κοινότητας και να διαχέεται στις υπηρεσίες, την πολιτεία και τη νομοθεσία.


[1] Neva Wagner, ‘B Is for Bisexual: The Forgotten Letter in U.K. Sexual Orientation Asylum Reform’ (2016) 26 Transnat’l L & Contemp Probs 205, σελ. 207.

[2] Miguel Obradors-Campos (2011) Deconstructing Biphobia, Journal of Bisexuality, 11:2-3, 207-226, σελ. 214.

[3] Milaine Alarie & Stéphanie Gaudet (2013) “I Don’t Know If She Is Bisexual or If She Just Wants to Get Attention”: Analyzing the Various Mechanisms Through Which Emerging Adults Invisibilize Bisexuality, Journal of Bisexuality, 13:2, 191-214, DOI: 10.1080/15299716.2013.780004.

[4] Wagner, σελ. 216, ο.π.

[5] COI: Country of Origin Information, σε σχέση με την κοινωνική κατάσταση ή τις νομοθεσίες των κρατών προέλευσης των αιτούντων.

[6] Sean Rehaag, “Bisexuals Need Not Apply: A Comparative Appraisal of Refugee Law and Policy in Canada, the United States, and Australia” 2987 (2010), σελ. 420.

[7] Περιγράφεται πως στις ΗΠΑ το ποσοστό των αιτημάτων των αιτούντων με βάση τη SOGI είναι μικρότερο του 1%, Rehaag, σελ. 423, Marcus, N. C. (2018). The Global Problem of Bisexual Erasure in Litigation and Jurisprudence. Journal of Bisexuality, 18(1), 67-85, σελ.13.

[8] RRT Case No. N95/07313, [1997] RRTA 2438 (27 June 1997).

[9] Έρευνα του Alfred Kinsey σε σχέση με το φάσμα της ανθρώπινης σεξουαλικότητας.

*Το άρθρο είναι δημοσιευμένο στο φύλλο 7 της εφημερίδας «Η Κόκκινη» (Μάρτης 2020), που κυκλοφορεί.

**Μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο και στα αγγλικά σε αυτόν τον σύνδεσμο.

1 comments

Σχολιάστε