
Γράφει ο Γιάννης Κ. Μάντζας
«Κάθε άνθρωπος ανεξαρτήτως φύλου, εθνότητας, θρησκευτικής πίστεως, χρώματος, κ.α. έχει το δικαίωμα να απολαμβάνει ισότιμα την πρόσβαση στη δημόσια εκπαίδευση. Η εκπαίδευση πρέπει να παρέχεται σε όλους δωρεάν, τουλάχιστον ως τη στοιχειώδη, υποχρεωτική και βασική της βαθμίδα. Η εκπαίδευση οφείλει να αποβλέπει στην πλήρη ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας και στην ενίσχυση του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών. Πρέπει επίσης να προάγει την κατανόηση, την ανεκτικότητα και τη φιλία ανάμεσα σε όλα τα έθνη και σε όλες τις φυλές και τις θρησκευτικές ομάδες, και να ευνοεί τη διατήρηση της ειρήνης».
Όλα τα παραπάνω αναφέρονται συνοπτικά στο άρθρο 26 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Τώρα βέβαια το κατά πόσο απολαμβάνουν όλοι οι άνθρωποι ισότιμα, και υπό την εποπτεία του επίσημου κράτους, το αγαθό της εκπαίδευσης, αυτό το «εφόδιο ζωής», είναι θέμα που χρήζει μεγάλης συζήτησης. Στην παρούσα φάση θα επιχειρήσουμε μια πρώτη προσέγγιση στο θέμα της εκπαίδευσης των Ρομά που ζουν στην Ελλάδα, μιας μειονότητας, που κατά γενική ομολογία έχει το μεγαλύτερο ποσοστό αναλφάβητων στις τάξεις της. Η κατάσταση του εκπαιδευτικού επιπέδου των Ρομά στη χώρα παραμένει η ίδια και είναι σαφώς πολύ χαμηλή για πάρα πολλά χρόνια, τόσο για τους εδραίους όσο και για τους μετακινούμενους πληθυσμούς. Διαπιστώνουμε ότι τα επίσημα στοιχεία που αφορούν την εκπαίδευση των Ρομά χαρακτηρίζονται από φτωχά έως ελλιπή και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αποδώσουν το μέγεθος του αναλφαβητισμού της συγκεκριμένης ομάδαςσυνανθρώπων μας. Ακόμα η πληροφόρηση για την προσχολική εκπαίδευση από την πλευρά του κράτους κρίνεται ανεπαρκής και έτσι δεν μπορούμε να έχουμε σαφή εικόνα για τη συμμετοχή των παιδιών Ρομά στον σχολικό θεσμό, αλλά ούτε και για τη συμμετοχή των μη Ρομά. Το μόνο δεδομένο είναι ότι από τα παιδιά των Ρομά μόνο τα μισά παιδιά φοιτούν στη βασική εκπαίδευση και πολύ λίγα εξ αυτών κατορθώνουν να τελειώσουν την υποχρεωτική εκπαίδευση. Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., που βασίζεται σε ευρήματα της Eurostat, η συμμετοχή των παιδιών των Ρομά στην εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι από τις χαμηλότερες μεταξύ όλων των ευρωπαϊκών χωρών που διερευνήθηκαν, καθώς λιγότερα από 10% των παιδιών Ρομά συμμετέχουν στην προσχολική εκπαίδευση ή στο νηπιαγωγείο σε σχέση με το 50% των υπολοίπων παιδιών.

Η προσχολική εκπαίδευση δεν έχει αποκτήσει στην Ελλάδα τη δέουσα σημασία, αφού μόλις το 2006 έγινε υποχρεωτική, και δεν αντιμετωπίζεται ως το πρώτο σκαλοπάτι πριν την είσοδο των παιδιών στο δημοτικό σχολείο. Αυτή είναι και η βασική αιτία της μεγάλης σχολικής διαρροής και της μη ολοκλήρωσης της υποχρεωτικής εκπαίδευσης για πολλές οικογένειες των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων. Ανάμεσα στις πληθυσμιακές ομάδες, που βιώνουν εκπαιδευτικό αποκλεισμό, βρίσκονται και οι οικογένειες των Ρομά, οι οποίοι/οποίες στο μεγαλύτερο ποσοστό τους παραμένουν αναλφάβητοι/ες.
Οι κοινωνίες, που αντιλήφθηκαν εγκαίρως τη βασική αιτία του προβλήματος, κατάφεραν να βελτιώσουν το εκπαιδευτικό τους σύστημα εστιάζοντας στην αξία της προσχολικής εκπαίδευσης και μείωσαν τα επίπεδα αναλφαβητισμού. Αυτό έγινε στην Ισπανία με πρωτοβουλία του επίσημου κράτους, αλλά και τη συμμετοχή συλλόγων Ρομά. Από κοινού κατάρτισαν ένα πρόγραμμα καταπολέμησης του αναλφαβητισμού τους, που λειτουργεί πάνω από είκοσι και πλέον χρόνια. Αποτέλεσμα: τα παιδιά των Ρομά (gitanos) ολοκληρώνουν πλέον με επιτυχία όλα τη βασική εκπαίδευσή τους. Το πρόβλημα του αναλφαβητισμού των Ρομά τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη έχει πολλές πτυχές και θα προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε γιατί εξακολουθεί να συμβαίνει αυτό για περισσότερο από επτά αιώνες, διάστημα κατά το οποίο ο λαός των Ρομά ζει στον δυτικό κόσμο.
Η κυρίαρχη άποψη συνοψίζεται στο ότι «οι Ρομά δεν αγαπούν το σχολείο και τους αρέσει να παραμένουν απαίδευτοι». Η πραγματικότητα, όμως, είναι πολύ διαφορετική, αφού τα προβλήματα της καθημερινής επιβίωσής τους δεν τους αφήνουν να απολαύσουν το πολύτιμο αγαθό της εκπαίδευσης. Ένα αγαθό, το οποίο συμβάλλει σημαντικά στη μείωση του κοινωνικού αποκλεισμού.
Οι κύριοι παράγοντες, που οδηγούν στη σοβαρή σχολική διαρροή των παιδιών των Ρομά, έχουν να κάνουν με τις συνθήκες. Πολλές φορές οι οικογένειές τους αναγκάζονται να μετακινηθούν από τη μια περιοχή σε άλλη είτε για να ασκήσουν τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες είτε επειδή νιώθουν ανεπιθύμητοι σε κάποια περιοχή και γίνονται δέκτες ρατσιστικών φαινομένων. Ένας ακόμα αρνητικός παράγοντας είναι ότι τα καταλύματα, στα οποία κατοικούν, δεν έχουν τα αναγκαία και στοιχειώδη για όλους αγαθά, όπως τρεχούμενο νερό, αποχέτευση, ηλεκτρικό, αλλά και θέρμανση. Εκτός, όμως, από τους παράγοντες αντικειμενικής δυσκολίας για την ολοκλήρωση της φοίτησης πρέπει να εξετάσουμε και την πλευρά του σχολείου και κατά πόσο αυτό είναι έτοιμο να δεχτεί τα παιδιά μιας μειονότητας, που κουβαλάνε ένα έντονο στίγμα διαφορετικότητας. Ακόμα και οι εκπαιδευτικοί δεν γνωρίζουν πώς να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που μπορεί να προκύψουν στην αίθουσα ούτε και πώς μπορούν να εντάξουν ισότιμα τα παιδιά των Ρομά στο υπόλοιπο σύνολο.

Έχοντας ζήσει, εκπαιδευτεί και μεγαλώσει σε μια περιοχή, όπου μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι Ρομά, αλλά και δεδομένου ότι έλκω την καταγωγή μου από οικογένεια με ρίζες Ρομά, άρχισα να αντιλαμβάνομαι τη ζωή ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς κόσμους. Τόσο στο οικογενειακό όσο και στο σχολικό μου περιβάλλον υπήρχαν πάντα «αόρατα σύνορα» σε δύο τόσο όμοιες, αλλά και παράλληλα τόσο διαφορετικές πραγματικότητες, αυτή των Ρομά από τη μία, και εκείνη των μη Ρομά από την άλλη. Αυτή η προσωπική τριβή μού έδωσε το ερέθισμα να ασχοληθώ -ως φοιτητής πολιτικών επιστημών πλέον- με τα θέματα που αφορούν αυτό το τόσο παρεξηγημένο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, ώστε να καταγράψω τη δική τους πραγματικότητα και να καταδείξω το μέγεθος των κοινωνικών ανισοτήτων που βιώνουν. Έχοντας δει, λοιπόν, προσωπικά τον ρατσισμό και την απαξίωση στο σχολικό περιβάλλον θεωρώ πως η Άννα Λυδάκη στο βιβλίο της Ρομά. Πρόσωπα πίσω από τα στερεότυπα (1998) έχει δίκιο στο σημείο, όπου επισημαίνει το εξής:
«Ο σχολικός θεσμός συμβάλλει στην αναπαραγωγή και στη διαιώνιση των στερεοτύπων, που παρουσιάζουν τον Τσιγγάνο αρνητικά απέναντι σε αυτόν, με συνέπεια τις ανισότητες και τον κοινωνικό αποκλεισμό του».
Για να εξετάσουμε, λοιπόν, το θέμα της εκπαίδευσης των Ρομά εις βάθος και να αναζητήσουμε πιθανές λύσεις, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας όλους τους παραπάνω παράγοντες, που συμβάλλουν άμεσα ή έμμεσα στη διαιώνιση του προβλήματος. Από τη μια πλευρά διακρίνουμε την κυρίαρχη αρνητική άποψη, που μετατοπίζει όλες τις ευθύνες του προβλήματος αποκλειστικά και μόνο στη στάση των οικογενειών Ρομά απέναντι στον θεσμό του σχολείου. Στην άλλη όψη του ιδίου νομίσματος βρίσκεται και θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη η άποψη της κοινωνίας των Ρομά για τη σχολική εκπαίδευση, αφού ακόμα και οι ίδιοι δεν έχουν πεισθεί για την αξία της εκπαίδευσης και τη χρησιμότητά της για το μέλλον τους.

Δυστυχώς το κράτος δεν μπόρεσε να πείσει ένα τόσο μεγάλο μέρος του πληθυσμού για την αναγκαιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Αυτήν όμως την αδυναμία της πολιτείας να προσφέρει το μέγιστο αγαθό της εκπαίδευσης, το θεμελιώδες αυτό δικαίωμα κάθε παιδιού, τη χρεώνονται συνήθως τα ίδια τα παιδιά. Η ασυνέχεια και η αποσπασματικότητα των παρεμβάσεων του ελληνικού κράτους για τους Ρομά, που κατοικούν στα σημερινά ελληνικά εδάφη από το 1322, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πολιτεία επιλέγει συνειδητά να τους κρατάει στην άγνοια.
«Καλύτερα να δώσεις σφαίρες σε έναν λαό παρά να του μάθεις γράμματα»
Όπως χαρακτηριστικά επισήμανε και ο Μενέλαος Λουντέμης στο έργο του Μπατ Τάι (Οδοιπορικό στο Βιετνάμ) «…αν δώσεις σε έναν λαό σφαίρες, θα τις πετάξει εναντίον σου και θα γυρίσει πίσω στο σπίτι του. Ενώ αν του μάθεις γράμματα, ο λαός θα είναι μόνιμα σε αναβρασμό και δεν θα πάψει να απαιτεί το δίκιο του».
Η εκπαίδευση των Ρομά είναι ζήτημα, που αφορά την ελληνική κοινωνία στο σύνολό της και όχι μόνο την κοινότητα των Ρομά. Η έλλειψη εκπαίδευσης αντανακλάται στα κυρίαρχα αρνητικά στερεότυπα, που παρουσιάζουν τους Ρομά ως «παιδιά ενός κατώτερου Θεού». Αν το κράτος μεριμνούσε, ώστε αυτά τα παιδιά να απολάμβαναν το αγαθό της εκπαίδευσης, τότε ευκολότερα θα είχαν ισότιμη αντιμετώπιση και ως ενήλικες. Αντίθετα, η διαιώνιση της παρούσας κατάστασης λειτουργεί ως φαύλος κύκλος, διότι αποδυναμώνει την ευαισθητοποίησή τους για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, και ειδικά αυτού καθαυτού του δικαιώματός τους στην εκπαίδευση.
Διαπιστώνουμε ότι ο αποκλεισμός των Ρομά από την εκπαίδευση είναι γνωστός στο κράτος, που τον δέχεται, αν δεν τον επικροτεί κάποιες φορές.
Το μέλλον μας είναι τα παιδιά, και τα παιδιά των Ρομά δείχνουν το μέλλον όλης της κοινωνίας και όχι μόνο της κοινωνίας των Ρομά.
Είναι χρέος όλων μας να εξασφαλίσουμε ότι τα παιδιά των Ρομά θα απολαμβάνουν ισότιμα με τα υπόλοιπα παιδιά το αγαθό της παιδείας. Αλλά είναι κατεξοχήν υποχρέωση του κράτους να εξασφαλίσει σε όλα τα παιδιά μας παιδεία, που θα τους ανοίγει τους δρόμους της ζωής αντί να τους κλείνει.

Φωτογραφία: Άγγελος Καλοδούκας
*Το άρθρο είναι δημοσιευμένο στο φύλλο 6 της εφημερίδας «Η Κόκκινη» (Φλεβάρης 2020).