
Γράφει ο Ηλίας Ιωακείμογλου
Να εντάξουμε τους πρόσφυγες στις γειτονιές μας για να αποτρέψουμε τον εγκλεισμό τους σε περίκλειστους χώρους κοινωνικής εξορίας: αυτή φαίνεται να είναι η πιο λογική λύση (σύμφωνα με τη δική μας λογική βεβαίως, όχι με τη λογική των απέναντι). Αλλά πώς; Με ποιους όρους; Με τι μέσα και με τι σκοπό;
Να εντάξουμε τους πρόσφυγες στις γειτονιές μας για να αποτρέψουμε την υπαγωγή τους σε χώρους κοινωνικής εξορίας με όρους φυλάκισης ή έμμεσης περιθωριοποίησης (όπως συμβαίνει τώρα στη Μόρια και αλλού) σημαίνει να τους εντάξουμε στις διαδικασίες συντήρησης και αναπαραγωγής της δικής μας ζωής, των δικών μας γνώσεων και των ικανοτήτων μας για εργασία. Να τους εντάξουμε, δηλαδή, με όρους ισότητας, αλληλεγγύης και ελευθερίας στην ίδια ενιαία διαδικασία κοινωνικής αναπαραγωγής, που μπορεί να προστατεύσει εκείνους και εμάς.
Αυτό πάλι σημαίνει παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, η οποία είναι απαραίτητος όρος για την κοινωνική αναπαραγωγή. Όμως, ο παλιός τρόπος κοινωνικής αναπαραγωγής βρίσκεται στα χέρια του κράτους και στα χέρια του κεφαλαίου. Στα χέρια του κράτους υπακούει στη λογική της δημοσιονομικής πολιτικής και στην πολιτική βούληση της εκάστοτε κυβέρνησης να αυξήσει τους κοινωνικούς πόρους και τις δημόσιες δαπάνες· δεν υπάγεται λοιπόν στη δική μας ισχύ. Στα χέρια των αφεντικών, ο παλιός τρόπος κοινωνικής αναπαραγωγής, εξαρτάται από τους μισθούς που καθορίζονται, με δεδομένο τον σημερινό συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ εργαζομένων και επιχειρήσεων, σχεδόν αποκλειστικά από τους εργοδότες με κριτήριο το ύψος του κέρδους που επιθυμούν. Στη σημερινή συγκυρία, που είναι εξαιρετικά δυσμενής για τις υποτελείς κοινωνικές τάξεις, δεν μπορούμε να επιδιορθώσουμε τα σπασμένα κανάλια του κοινωνικού κράτους, και η υψηλή ανεργία, μαζί με την κατάργηση των θεσμών προστασίας της εργασίας, μας έχουν αφαιρέσει τη δυνατότητα να πιέσουμε αποτελεσματικά για αύξηση των μισθών. Με τόσο χαμηλούς μισθούς, όμως, δεν μπορούμε πια να στριμώχνουμε την ικανοποίηση των αναγκών στο ασφυκτικό πλαίσιο της αναχρονιστικής, λιλιπούτειας, ανορθολογικής και αντι-οικονομικής παραγωγής του νοικοκυριού και της απομονωμένης οικογένειας.
Οι ίδιες οι ανάγκες και οι ίδιοι οι περιορισμοί της ιστορικής στιγμής, υποδεικνύουν λοιπόν μια νέα κατεύθυνση: Να εντάξουμε τους πρόσφυγες στις γειτονιές μας όχι με τους όρους του κεφαλαίου και της εξουσίας του (διότι αυτοί δεν μπορούν πλέον να εξασφαλίσουν την ομαλή συντήρηση και αναπαραγωγή της ζωής μας εξαιτίας των μειωμένων μισθών και των κοινωνικών κρατικών δαπανών), αλλά με τους δικούς μας όρους, με ένα υπόδειγμα κοινωνικής οργάνωσης διαφορετικής από την κυρίαρχη. Η αυτο-οργάνωση και η αυτοδιεύθυνση στις γειτονιές, η απο-εμπορευματοποίηση, οι αυτοδιαχειριζόμενοι κοινωνικοί χώροι, τα κοινωνικά κέντρα και τα κοινωνικά ιατρεία, η κατάληψη των κενών σπιτιών για να στεγαστούν οι άστεγοι, αντανακλούν τις αξίες της δικής μας, κόκκινης αλληλεγγύης. Οι συνεταιρισμοί παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές με γνώμονα την ενεργειακή αυτονομία και εναντίον της λογικής της αξιοποίησης του κεφαλαίου, οι μορφές μη καπιταλιστικής παραγωγής στην εστίαση, στον ιματισμό και τα καθαριστήρια, τους παιδικούς σταθμούς και την εκπαίδευση, τα κοινωνικά ιατρεία και τις λέσχες πολιτισμού, οι κοινωνικοί πειραματισμοί για την υπέρβαση της ιεραρχικής οργάνωσης της εργασίας και τη διαίρεση σε διευθυντική – εκτελεστική εργασία στις αυτοδιαχειριζόμενες μονάδες, οι συλλογικές διαδικασίες στη λήψη αποφάσεων, μπορούν να διαμορφώσουν χώρους σχετικής αυτονομίας από το κεφάλαιο, εκπαίδευσης στη λογική και την ηθική της κοινωνίας των αναγκών και της κόκκινης αλληλεγγύης, σε αντιπαράθεση με τη λογική της κοινωνίας του κέρδους, της συσσώρευσης χρήματος, περιουσίας, κεφαλαίου και της κατασπατάλησης των φυσικών πόρων· και δεν είναι μόνο αυτά: είναι και όσα δεν μπορούμε ακόμα να φανταστούμε και τα οποία μόνο η πείρα, που θα συσσωρεύσουμε από τη ζωή σε συνθήκες σχετικής αυτονομίας από το Κεφάλαιο, θα μπορέσει να μας υποδείξει.
Αυτή η λογική, των ανταγωνιστικών δομών καθημερινής ζωής υπό την καθοδήγηση των αξιών της αλληλεγγύης, μπορεί να εισχωρήσει και στα νοικοκυριά, να κοινωνικοποιήσει τις εργασίες που πραγματοποιούν ιδιωτικά και με τον τρόπο αυτό να προσφέρει στα μέλη τους μια νέα μορφή κοινωνικοποίησης, όχι πια διαμέσου της αγοράς αλλά δια της παραγωγής δημόσιων, συλλογικών, κοινωνικών αγαθών κάτω από μη ιεραρχικές, μη ανταγωνιστικές σχέσεις παραγωγής. Ο ανορθολογισμός της μικροσκοπικής κλίμακας της οικιακής εργασίας μπορεί να αντικατασταθεί με την εξωτερίκευσή της, την κοινωνικοποίησή της, δηλαδή την πραγματοποίησή της από την κοινότητα και την ανάπτυξη συλλογικών μορφών κατανάλωσης, παραγωγής και διαχείρισης των προϊόντων της εργασίας. Συλλογική φροντίδα και εκπαίδευση των παιδιών, αυτοδιαχειριζόμενοι παιδικοί σταθμοί, εκπαίδευση στην αυτοδιαχείριση, κοινοτικά πλυντήρια και εστιατόρια, συνεταιρισμοί τροφίμων, συλλογική φροντίδα των αρρώστων και των ηλικιωμένων, ανάπτυξη μορφών διαχείρισης που βασίζονται στην άμεση δημοκρατία, συμμετοχή όλων στις δημόσιες υποθέσεις, και όλα αυτά με αποκλεισμό κάθε δυνατότητας κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης της εργασίας.

Οι υλικές προϋποθέσεις για αυτά τα εγχειρήματα υπάρχουν: είναι καταρχάς οι άφθονοι χτισμένοι χώροι που κατακρατούνται σφραγισμένοι από την ιδιωτική ιδιοκτησία, τις τράπεζες και την κρατική μηχανή· είναι τα κτίρια που η κεφαλαιοκρατική ιδιοκτησία (μεγάλη και μικρή) κρατάει κλειστά, επειδή δεν μπορούν πλέον να αποδώσουν ικανοποιητικό κέρδος. Υλική προϋπόθεση για αυτά τα εγχειρήματα, είναι επίσης οι γνώσεις και οι δεξιότητες των εργαζόμενων τάξεων. Όσοι και όσες κινούν τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, που ασκούν χειρωνακτική εργασία και χειρίζονται τις μηχανές, εκείνοι που ασκούν διανοητική εργασία και βάζουν σε εφαρμογή τις νέες τεχνολογικές γνώσεις, οργανώνουν τις ροές των υλικών και ορθολογικοποιούν τις διαδικασίες για λογαριασμό του καπιταλιστή, αυτοί οι ίδιοι μπορούν να στήσουν, να θέσουν σε κίνηση, να συντηρήσουν και να αναπτύξουν έναν τρόπο κοινωνικής αναπαραγωγής που θα βασίζεται στις ανταγωνιστικές δομές αλληλεγγύης. Ανταγωνιστικές, επειδή από τη φύση τους θα είναι μη καπιταλιστικές, και για αυτό, εν τέλει αντικαπιταλιστικές.
Οι ηθικές προϋποθέσεις δεν είναι, όμως, δεδομένες· «κανένα μεγάλο επίτευγμα δεν πραγματώθηκε ποτέ χωρίς πάθος» λέει ο Χέγκελ. Μόνο όσοι μπορούν να νιώθουν ενθουσιασμό ή πάθος, λοιπόν, από ένα τέτοιο μεγάλο επίτευγμα, μπορούν να το φέρουν σε πέρας· και για να νιώσουν ενθουσιασμό, δεν πρέπει να ακολουθούν πια τον ρυθμό που δίνει το τύμπανο του Κεφαλαίου στην καθημερινή τους ζωή και στις αξίες που την διέπουν. «Μόνο αυτός που δεν ακολουθεί τον ρυθμό, είναι σε θέση να ακούσει τον ήχο από ένα άλλο τύμπανο»[1].
[1] Κεν Κέισι, Στη φωλιά του κούκου.
(Άρθρο του Ηλία Ιωακείμογλου που πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η ΚΟΚΚΙΝΗ φύλλο 7, Μάρτης 2020)