
Γράφει η Κική Σταματόγιαννη
Όταν κάποιο πλάσμα δεν μπορεί να αναπνεύσει, κανένας και καμιά μας δεν μπορεί
Στις 25 Μάη ένας λευκός αστυνομικός στη Μινεάπολις των ΗΠΑ στερεί την ανάσα από τον αφροαμερικανό Τζορτζ Φλόιντ. Η –με βασανιστικό τρόπο- δολοφονία και η τελευταία φράση του «Δεν μπορώ να αναπνεύσω» καταγράφεται με κάμερα και κάνει τον γύρο του κόσμου, στοιχειώνοντας εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον πλανήτη. Η ανάσα, που δεν μπόρεσε να πάρει, έγινε η ανάσα όλων μας. Όταν κάποιο πλάσμα δεν μπορεί να αναπνεύσει, κανένας και καμιά μας δεν μπορεί. Αυτή, η -με βίαιο τρόπο- συνειδητοποίηση μέσα σε μια καθημερινότητα καταπίεσης, διακρίσεων, ανέχειας και εν μέσω πανδημίας ξεχείλισε σε ζωές ήδη καθημαγμένες, γεμάτες από ανασφάλεια και φόβο. Πλημμυρισμένες από ένα εκκωφαντικό «ως εδώ. Φτάνει πια».
Από την πρώτη κιόλας στιγμή όλο αυτό, που ξέσπασε, δεν αφορούσε αποκλειστικά την κοινότητα των αφροαμερικανών στις ΗΠΑ. Το έκαναν δική τους υπόθεση οι λατινόφωνοι, οι αυτόχθονες, οι άνθρωποι ασιατικής καταγωγής, οι λευκοί. Βγήκαν στους δρόμους με όλη τη θλίψη για τον άδικο χαμό ενός ανθρώπου και με όλη την οργή για τις πολιτικές άγριας λιτότητας, που υφίστανται αυτοί και αυτές. Για τη ρατσιστική βία, που έχει γίνει δεύτερο πετσί για όσα πλάσματα έχουν διαφορετικό χρώμα, διαφορετική γλώσσα, διαφορετική θρησκεία ή σεξουαλικότητα. Για το περιθώριο, στο οποίο σε έχουν καταδικάσει, όταν είσαι φτωχός.
Πολύ γρήγορα οι κινητοποιήσεις πέρασαν τον Ατλαντικό. Εγκαταστάθηκαν στην καρδιά της Ευρώπης. Μαζικότατες και πολύ συγκρουσιακές πορείες ακόμα και σε χώρες, όπου ο πληθυσμός των μαύρων είναι ελάχιστος. Συγκεντρώσεις πολλών χιλιάδων στη Γερμανία. Στη Γαλλία. Στο Βέλγιο. Στη Βρετανία. Στην Ιταλία και στην Ισπανία, με συμμετοχή πολλών μεταναστ(ρι)ών. Στη μακρινή Αφρική και στη Βραζιλία. Στον Καναδά με μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις. Στη Συρία. Μια φωτιά που άναψε στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη. Και με τη συνθήκη του covid-19 να κρατάει πολλούς ανθρώπους –ιδιαίτερα των ευπαθών ομάδων- παροπλισμένους, μη δυνάμενους να ενώσουν τη φωνή τους μαζί με άλλους στους δρόμους. Φεμινιστικές και λοατκια+ συλλογικότητες, ανάπηροι, εργαζόμενες/οι, φοιτήτ(ρι)ες, κινητοποιούνται ζητώντας να μπει ένα τέλος στις ρατσιστικές πολιτικές και την αστυνομική βία. Απαιτούν να δικαιωθεί η μνήμη του Φλόιντ.
Αλλά δεν βγαίνουν στους δρόμους μόνο γι’ αυτό. Με τις κοινωνικές μειονοτικές ομάδες, με τους φτωχότερους ανθρώπους να πληρώνουν πολύ βαρύ φόρο αίματος μέσα στην πανδημία, με τις διακρίσεις που υφίστανται καθημερινά, την κοινωνική περιθωριοποίηση και τη βία, τον κρατικό αυταρχισμό, τις περιβαλλοντοκτόνες πολιτικές ενός αχαλίνωτου και ασύδοτου καπιταλισμού που δεν χαμπαριάζει από ανθρώπινες ζωές μπροστά στα κέρδη του, οι εξεγερμένοι/ες είχαν πάμπολλους λόγους για να κατακλύσουν τους δρόμους. Το εκρηκτικό μείγμα οικονομικής/συστημικής κρίσης-πανδημίας-αυταρχικών πολιτικών-αστυνομικής βαρβαρότητας έχει συνθέσει μια κατάσταση που ριζοσπαστικοποιεί απότομα μεγάλους αριθμούς ανθρώπων παγκοσμίως. Είναι αυτή η συνθήκη που οδηγεί τους εξεγερμένους να γράφουν τη λέξη «επανάσταση» στα πανό τους, να σηκώνουν τη γροθιά τους και να απαιτούν συνολική αλλαγή του συστήματος. Συνειδητοποιούν ότι για να ξεμπερδέψουν με τον ιό του συστημικού ρατσισμού, δεν αρκούν πλέον οι μικροβελτιώσεις. Χρειάζονται τολμηρές και ριζοσπαστικές λύσεις. «Δεν ήρθαμε από τόσο μακριά, μόνο και μόνο για να φτάσουμε ως εδώ».
Να ξεμπερδέψουμε με τα απομεινάρια του ρατσισμού
Συγκίνηση προκαλεί η προσπάθεια των εξεγερμένων –τόσο στις ΗΠΑ όσο και σε ευρωπαϊκές πρώην αποικιοκρατικές χώρες- να εξαλείψουν θλιβερά λείψανα του ρατσιστικού παρελθόντος. Με ασυγκράτητο ενθουσιασμό γκρεμίζουν αγάλματα ρατσιστών πολιτικών σε πολιτείες του αμερικανικού Νότου. Δουλεμπόρων στο Μπρίστολ της Βρετανίας. Βασιλιάδων υπεύθυνων για αφανισμό εκατομμυρίων κατοίκων στις αποικιοκρατούμενες χώρες, όπως του Λεοπόλδου Β’ στο Βέλγιο. Μαζί μ’ αυτούς, ο Στρατηγός των Νοτίων Λη κρίθηκε πως αρκετά κάθισε στο μνημείο του –καιρός να απομακρυνθεί. Το μνημείο του Κολόμβου, υπεύθυνου για τον αφανισμό των ιθαγενών της Καραϊβικής, δεν αξίζει να στέκεται ως υπόμνηση αυτής της εξόντωσης. Ένα άγαλμα του Ουίνστον Τσώρτσιλ ‘ανακαινίστηκε’ με την κρίσιμη προσθήκη της λέξης «ρατσιστής». Και πολλά-πολλά ακόμη. Προτομές και αγάλματα, που έστεκαν ως απολιθωμένα σύμβολα μερικών από τις σκοτεινότερες σελίδες της ανθρώπινης ιστορίας, ποδοπατήθηκαν κάτω από τις ζητωκραυγές του πλήθους των εξεγερμένων. Διαμοιράστηκαν με πάθος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, βρίσκοντας ανταπόκριση στις ψυχές πολλών χρηστ(ρι)ών των μέσων αυτών.
Μέσα από όλα αυτά αρχίζουμε να βρίσκουμε και πάλι τις ανάσες μας. Ένας πλανήτης μοιάζει να προσπαθεί να συντονίσει τον βηματισμό του. Ξαναθυμόμαστε να διεκδικούμε τους δρόμους. Εκεί όπου βρίσκεται η δύναμή μας. Ξαναθυμόμαστε την αξία να συσπειρωνόμαστε οι «από τα κάτω» και να λειτουργούμε σαν μια γροθιά. Κυρίως, όμως, διεκδικούμε το αυτονόητο: να μην φεύγουμε από αυτή τη ζωή, ακινητοποιημένοι στο οδόστρωμα, με το κεφάλι μας στριμωγμένο κάτω από μια ρόδα αυτοκινήτου και με το γόνατο ενός ρατσιστή να μας στερεί την ανάσα.
- Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο 8ο φύλλο της εφημερίδας Η ΚΟΚΚΙΝΗ, Ιούνης 2020