
Γράφει η Γιάννα Κουκά
Πότης. Καπνιστής. Ποιητής. Γραφιάς. Λαθρεπιβάτης της ζωής, όπως συνήθιζε να αποκαλεί τον εαυτό του. 27.453 χειρόγραφα βρέθηκαν σε ένα μπαούλο στο σπίτι του μετά το θάνατό του. Έγραφε με 27 διαφορετικές προσωπικότητες. Τους ετερώνυμους. Ήταν ο άνθρωπος με τις μάσκες. Εμμονικός με αυτό που αποκαλούμε εαυτό. Επειδή μπορούσε. Υπήρξε ειλικρινής. Επειδή έγραψε «Να ζεις σημαίνει να είσαι ο άλλος» και πως τον σημάδευσαν οι πληγές από όλες τις μάχες που απέφυγε. Κι η ζωή, είπε, είναι σαν να τον χτύπησαν με αυτή.
Αληθινός. «Γράφω, λυπημένος, στο ήσυχο δωμάτιό μου, μόνος όπως υπήρξα πάντα, μόνος όπως θα υπάρχω πάντα. Κι αναρωτιέμαι αν η φωνή μου, φαινομενικά τόσο ασήμαντη, δεν ενσαρκώνει την ουσία χιλιάδων φωνών, τη δίψα να μιλήσουν χιλιάδων ζωών, την υπομονή εκατομμυρίων ψυχών υποταγμένων σαν την δική μου στο καθημερινό πεπρωμένο, στο ανώφελο όνειρο, στην ελπίδα που δεν αφήνει ίχνη. Αυτές τις στιγμές η καρδιά μου χτυπά πιο δυνατά γιατί έχω συνείδηση πως υπάρχει.»
Ξεκάθαρος. «Πρώτα να είσαι ελεύθερος μετά αναζήτησε την ελευθερία.»
«Μερικές φορές», έγραψε, «όταν ξυπνώ τη νύχτα, αισθάνομαι αόρατα χέρια να υφαίνουν το πεπρωμένο μου.» και «Βασανίζουμε τον συνάνθρωπό μας με μίσος, φθόνο, δολιότητα κι ύστερα λέμε «Ο κόσμος είναι κακός».
Ο Φερνάντο Πεσσόα που όσο έγραφε αισθάνθηκε «Πέρασε πολύ καιρός από τότε που ήμουν ο εαυτός μου» γεννήθηκε σαν σήμερα. Εκείνος που είπαν πως από το ποτό στα 47 του πέθανε από κίρρωση του ήπατος.
Ο Πορτογάλος ποιητής και συγγραφέας, ο λαθρεπιβάτης εαυτός, ο άνθρωπος που έγραφε συνέχεια, γεννήθηκε στη Λισαβόνα στις 13 του Ιούνη του 1888.
«Όλοι τους έχουν, όπως εγώ, μια καρδιά ενθουσιώδη και λυπημένη. Τους γνωρίζω καλά. Κάποιοι είναι παιδιά για θελήματα, άλλοι υπάλληλοι γραφείου, άλλοι μικρέμποροι, άλλοι πάλι οι νικητές των καφενείων και των μαγέρικων, ένδοξοι χωρίς να το γνωρίζουν μέσα στην έκσταση του εγωτικού τους λόγου, ικανοποιημένοι μέσα στη σιωπή του φιλάργυρου εγωτισμού τους χωρίς τίποτα το πολύτιμο για να φυλάξουν. Αλλά όλοι τους είναι ποιητές, οι καημένοι, και σέρνουν, στα μάτια μου, όπως και εγώ στα δικά τους, την ίδια αθλιότητα της κοινής μας απρέπειας. Όλοι τους, όπως κι εγώ, έχουν το μέλλον πίσω τους.»