
Ήταν ένα πούρο. Και στην άκρη του πούρου κρεμόταν ένας παχουλός κύριος. Ένας καλοθρεμμένος και λιπαρός κύριος, με κατακόκκινα μάγουλα, που βάραγες το ένα και έσκαγε ρόιδι το άλλο.
Γενικά, ένας κύριος από αυτούς που στάζουνε ευτυχία και εμπνέουνε σεβασμό. Που φοράνε σοβαρότατες μαύρες ρεπούμπλικες, που κάνουνε να τσακίζονται τα σωφέρια των ταξί και οι θυρωροί στις κοσμικές ταβέρνες. Που αποτελούνε την κορυφή στην πυραμίδα των βλέψεων των μετρίων δεσποινίδων, έτσι που μακαρίζουνε τις γυναίκες τους με φράσεις όπως:
– Αχ, τύχη που την είχε η Μαίρη!
Ήτανε και μια γόπα. Και στην άκρη της γόπας ένας φουκαράς. Ένας λιπόσαρκος κοκκαλιάρης φουκαράς, με κατακίτρινα μάγουλα, χρώμα μεταχειρισμένου σταφιδόπανου. Γενικά, ένας φουκαράς από κείνους που στάζουνε μιζέρια και εμπνέουνε αποστροφή. Που φοράνε θλιβερά κουρέλια, που εκδιώκονται ως κοπρόσκυλα από οποιαδήποτε αξιοπρεπή πόρτα. Που αποτελούνε τον πυθμένα των κοινωνικών χαντακιών και που κάνουνε τις γυναίκες να σφίγγουν τις τσάντες τους όταν περνάνε από κοντά τους ή να φυλάγονται με φράσεις τέτοιες:
– Κάνε πιο κει, θα κολλήσουμε καμιά ψείρα!
Έτυχε, λοιπόν, να περπατάνε εξ αντιθέτου ο μεγαλειώδης κύριος και ο κουρελιάρης φουκαράς. Δρόμος, κόσμος, συνωστισμός, έρχονται στο κόντρα, πέφτει ο φουκαράς πάνω στον κύριο.
Το πέσιμο αυτό ήτανε τέλεια τυχαίο. Δεν ξεκίνησε από καμιά πρόθεση. Η μοίρα, ας πούμε, έφερε σε επαφή δύο αντίθετες εφαπτόμενες. Αλλά γίνηκε με δύναμη τέτοια, που το πούρο γλίστρησε από το στόμα του κυρίου κι έπεσε στο πεζοδρόμιο. Και η γόπα γλίστρησε από το στόμα του φουκαρά και έπεσε και αυτή πλάι στο πούρο.
Ο κύριος ξεσκονίστηκε και είπε:
– Πρόσεχε, ζώον!
Ο φουκαράς δεν ξεσκονίστηκε και είπε:
– Συγνώμη.
Ο κύριος εξακολούθησε τον δρόμο του. Ο φουκαράς ακούμπησε σε ένα δένδρο γιατί ζαλίστηκε από τον βρόντο. Ήτανε κιόλας νηστικός και έπρεπε να ακουμπήσει κάπου για να συνέλθει.
Μείνανε λοιπόν η γόπα και το πούρο. Κι επειδή οι γόπες και τα πούρα έχουνε κοινή την καταγωγή, και τα δυο βλέπεις γίνονται από καπνό, πιάσανε την κουβέντα. Όχι βέβαια με μεγάλες οικειότητες, πάντως μιλήσανε.
– Πώς βρωμάς έτσι; Ρώτησε το πούρο.
– Να με συγχωρείτε, δεν το κάνω εξ επί τούτου, ντράπηκε η γόπα. Αλλά είμαι κατασκευασμένη από φυσικού μου, από ταμπάκο τρίτης ποιότητος. Καϊλάρι, θα το έχετε ακουστά.
– Πουφ! Έκανε το πούρο. Αυτά τα καϊλάρια είναι η ντροπή της φαμίλιας μας.
– Εσείς, τι ωραίο δαχτυλίδι είναι αυτό που έχετε και φοράτε! Θαύμασε η γόπα. Ολόκληρη περιουσία.
– Οικογενειακό, καμάρωσε το πούρο. Όλα μου τα αδέλφια φοράνε και από ένα τέτοιο. Είναι για να δείχνουμε την ανωτερότητα της ράτσας μας. Στα σαλόνια…
– Τι θα πει «σαλόνια»; Απόρησε η γόπα.
– Σαλόνι είναι ένα μέρος που μαζεύεται ο καλός κόσμος. Πίνουνε πιοτά με πολλά χρήματα και λένε ευγενικότατα πράγματα. Δεν έχεις πάει ποτέ;
– Όχι! Εμείς όλοι πηγαίνουμε σε τίποτα ταβέρνες οδός Αθηνάς. Και σε φάμπρικες. Εκεί πάμε.
– Κι εμείς πάμε σε φάμπρικες, είπε το πούρο. Αλλά στα γραφεία. Σας βλέπουμε από τα παράθυρα να κουβαλάτε φορτία και να χαμαλοδουλεύετε και είμαστε πολύ ευχαριστημένοι. Αν δεν ήμασταν εμείς, δεν θα βρίσκατε μεροκάματο και θα ψοφάγατε της πείνας. Καθόμαστε, λοιπόν, και λογαριάζουμε τι μεροκάματο να σας δώσουμε, γιατί δεν συμφέρει να πεθάνετε. Ύστερα ποιος θα μας κάνει εμάς τη δουλειά μας;
– Πρέπει να ζείτε, για να μπορούμε κι εμείς να φοράμε τα δαχτυλίδια μας. Μονάχα άμα ζητάτε παραπάνω λεφτά, σας θεωρούμε αναρχικούς. Τι τα θέλετε τα παραπάνω λεφτά, δηλαδή; Μήπως έχετε τα έξοδα; Μια Κυριακή που θα πάτε περίπατο. Ενώ εμείς έχουμε αυτοκίνητα, τουαλέτες, ταξίδια στην Ευρώπη, μαιτρέσσες, του κόσμου τα έξοδα. Και είμαστε και ανώτεροι φιλάνθρωποι. Πφ! Άμα πεθάνει κανένας δικός μας, κάνουμε δωρεές και τις γράφουνε οι εφημερίδες. Ξέρεις πόσα δώσαμε στη «Φανέλα του στρατιώτη»; Ένα στρόγγυλο εκατομμύριο. Αμέ!
-Τόσα πολλά! Θαύμασε η γόπα.
Είχε κέφι να πει και άλλα το πούρο. Αλλά δεν πρόλαβε. Γιατί ο φουκαράς, που είχε συνέλθει, έσκυψε, το πήρε και το έβαλε στο στόμα του. Το πούρο αηδίασε πολύ σ’ αυτήν την επαφή και από την αηδία του έβγαλε ένα κίτρινο σάλιο. Έφυγε όμως μαζί με τον φουκαρά, επειδή και τα πούρα υποτάσσονται στη μοίρα τους.
Η γόπα το είδε να φεύγει. Ύστερα αδυνάτισε να καπνίζει και πέθανε με τον τρόπο που πεθαίνουνε οι γόπες. Σώθηκε ο καπνός της και τα τίναξε από ασιτία…
* Το διήγημα «Αντιθέσεις» του Νίκου Τσιφόρου αντιγράψαμε από τον τόμο «Ο κόσμος και ο κοσμάκης» της συλλογής με τα άπαντα του συγγραφέα που κυκλοφόρησε η εφημερίδα «Τα Νέα».
Σημείωμα της Σύνταξης της ΚΟΚΚΙΝΗΣ:
Πριν ακριβώς πενήντα χρόνια, στις 6 Αυγούστου 1970, έσβησε μετά από πεντάχρονη μάχη με τον καρκίνο, ο πολυγραφότατος συγγραφέας Νίκος Τσιφόρος.
Ανήσυχο πνεύμα, ξεκίνησε να γράφει από τα 11 του χρόνια. Συνέχισε, παράγοντας χιλιάδες σελίδες χρονογραφημάτων, θεατρικών έργων και σατιρικών κειμένων κάθε χρόνο. Ακόμα και στα τελευταία του χρόνια, ταλαιπωρημένος από τις συνεχείς εγχειρήσεις και μεταστάσεις του καρκίνου, δεν έπαψε καμιά στιγμή να γράφει.
Ασυνήθιστος άνθρωπος. Τέλειωσε τη Νομική Σχολή Αθηνών και δούλεψε δύο χρόνια στο Ελεγκτικό Συνέδριο, για να εγκαταλείψει ξαφνικά τη σιγουριά της δημοσιοϋπαλληλικής ζωής και να μπαρκάρει αμέσως μετά στα καράβια.
Ο Τσιφόρος έβρισκε έμπνευση κοντά στους «μικρούς» ανθρώπους. Όσοι με δυσκολία βγάζουνε το μεροκάματο, όσοι έχουν μπλεξίματα με τον νόμο, όσοι είναι οι περιφρονημένοι αυτού του κόσμου, αυτοί είναι οι ολοζώντανοι ήρωές του. Με την πένα του συγγραφέα αποκτούν φωνή. Και ζωγραφίζονται με ανέλπιστη ενάργεια τα όνειρά τους και οι ελπίδες τους.
Ο Νίκος Τσιφόρος δεν ανήκε ποτέ στον χώρο της Αριστεράς. Τα θεατρικά του έργα έβρισκαν πάντα τον δρόμο για να ανέβουν στη σκηνή σε εποχές που η Αριστερά και οι καλλιτέχνες της ήταν κυνηγημένοι και περιθωριοποιημένοι. Και τα χρονογραφήματά του και οι σατιρικές ιστορίες του είχαν πάντα πρόσβαση στα πιο πλατιάς κυκλοφορίας περιοδικά.
Όμως, κατά τη γνώμη μας, το έργο του Τσιφόρου είναι, αναμφίβολα, λαϊκό και προοδευτικό. Θα λέγαμε μάλιστα και ταξικό. Αυτό το τελευταίο με την έννοια που το αποδίδει ο Μπέρτολτ Μπρεχτ. Σε ένα ποίημα του, ζητά από τους ζωγράφους, όταν τους ρωτάνε αν είναι κομμουνιστές, να μην επιδεικνύουν τις κομματικές τους ταυτότητες, αλλά τους πίνακές τους.
Ως επιβεβαίωση αυτής της θέσης, δείτε αυτό το σύντομο αλλά εκπληκτικό διήγημα του Νίκου Τσιφόρου.