
Γράφει η Κική Σταματόγιαννη
Ο Anthony Huber ήταν λευκός. Δεν είχε το βίωμα ενός αφροαμερικανού. Δεν κινδύνευε ανά πάσα στιγμή να πυροβοληθεί στην πλάτη, στο κεφάλι ή στο στήθος, μόνο και μόνο επειδή περπατούσε φορώντας ένα αθλητικό φούτερ με κουκούλα, επειδή οδηγούσε ή επειδή απλώς κοιμόταν στο σπίτι του ή έπαιζε με τα παιδιά του στην αυλή.
Δεν είχε νιώσει στο λευκό δέρμα του την καταπίεση αιώνων σκλαβιάς. Δεν είχαν πουληθεί οι πρόγονοί του ως σκλάβοι ούτε είχαν βιαστεί οι γυναίκες πρόγονοί του από το λευκό αφεντικό. Δεν τον αποκάλεσαν ποτέ υποτιμητικά κτήνος, νέγρο, απολίτιστο ή πρωτόγονο.
Κι όμως ο Anthony Huber δεν χρειαζόταν το βίωμα για να συναισθανθεί όλα τα παραπάνω. Στα 26 χρόνια που πρόλαβε να ζήσει πάνω σ’ αυτή τη γη, είχε νιώσει τον πόνο, την απόγνωση και την οργή των καταπιεσμένων ανθρώπων. Είχε νιώσει πώς είναι να μη μπορείς να αναπνεύσεις. Πώς είναι να σου φράζουν την ανάσα. Πώς είναι να σε δολοφονούν καθημερινά.
Δεν μπορούσε να «φορέσει» το σκούρο δέρμα τους, μπορούσε όμως να βαδίσει δίπλα τους, υπερασπιζόμενος το δίκιο τους. Και πράγματι αυτό έκανε. Και πλήρωσε με το πιο ακριβό τίμημα: πλήρωσε με τη ζωή του το νήμα που είχε συνειδητοποιήσει ότι τον ένωνε με τα μαύρα αδέρφια του. Δολοφονήθηκε στην Κενόσα του Ουισκόνσιν από έναν λευκό, υποστηρικτή της «λευκής υπεροχής». Δολοφονήθηκε από ένα κατάλευκο ανθρώπινο κατακάθι.
Το βίωμα της καταπίεσης είναι πολύ σημαντικό. Εξίσου σημαντική είναι και η απόφαση που καλούμαστε να πάρουμε όσοι κι όσες έχουμε γεννηθεί και ζήσει μέσα στο λευκό μας προνόμιο. Η απόφαση να ταχθούμε ολόψυχα στο πλευρό όσων καταπιέζονται, μόνο και μόνο επειδή το δέρμα τους δεν είναι «αρκούντως λευκό». Και αυτή είναι μια απόφαση κυριολεκτικά ζωής ή θανάτου.
«Δεν έχει σημασία αν πεινάς εσύ ο ίδιος, αλλά τι κάνεις για να σταματήσει η πείνα» σημείωνε ο Μπρεχτ. Δεν έχει αλλάξει τίποτα από τότε που το διατύπωσε. Έχει γίνει μόνο πολύ πιο δραματικά αναγκαίο.
«Οι άνθρωποι δεν γίνονται ήρωες, παρά μόνο όταν δεν έχουν άλλη επιλογή»