Ένα σχόλιο για το κινηματογραφικό έργο «Η Δίκη των 7 του Σικάγο» σε σενάριο και σκηνοθεσία του Άαρον Σόρκιν

Γράφει η Κική Σταματόγιαννη
Πώς θα αποτυπωνόταν σε ένα κινηματογραφικό πορτρέτο η διαμάχη μέσα στους κόλπους του αντιπολεμικού κινήματος της δεκαετίας του ’60 μέσα από την οπτική των Δημοκρατικών; Ο Άαρον Σόρκιν γράφει και σκηνοθετεί την απάντηση και μας την προσφέρει σε ένα έργο με γρήγορο ρυθμό, έξυπνους διαλόγους και ένταση από την αρχή μέχρι και το τέλος του.
Ο καμβάς, πάνω στον οποίο απλώνει την ιστορία του, είναι μια δίκη που έμεινε στα δικαστηριακά και πολιτικά χρονικά των ΗΠΑ ως «Η Δίκη των 7 του Σικάγο». Μια δίκη-παρωδία. Απολύτως νόμιμη όσον αφορά τους δικονομικούς/διαδικαστικούς τύπους, πέρα για πέρα άδικη πολιτικά. Από τη δίωξη μέχρι την έκδοση της απόφασης, εκτελεσμένη με πνεύμα εκδικητικότητας και προσπάθεια πολιτικού αφανισμού των κατηγορουμένων. Στο εδώλιο, 7 (+1) προσωπικότητες του φοιτητικού και αντιπολεμικού κινήματος και της Αριστεράς στις ΗΠΑ.
Ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος του Φοιτητικού Κινήματος των Δημοκρατικών. Οι δύο εμβληματικές και ηγετικές φυσιογνωμίες των Γίπις (Youth International Party). Ο ένας εκ των δύο ηγετών των Μαύρων Πανθήρων, που δεν συμμετείχε καν στις συγκρούσεις με την αστυνομία. Αλλά πάντα «χρειάζεται» ένας στοχοποιημένος και πολιτικά δραστήριος μαύρος, για να συμπληρωθεί το κάδρο. Ένας ειρηνιστής αντιρρησίας συνείδησης ήδη από τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και δύο φοιτητές, δυο πιτσιρίκια, που μέχρι το τέλος της δίκης δεν κατάλαβαν γιατί συνελήφθησαν και γιατί δικάζονται. Ίσως γιατί έπρεπε να υπάρχει ένα αντίβαρο στην ιδιότυπη ζυγαριά των κατηγόρων τους. Δύο –μάλλον ασήμαντοι πολιτικά- που θα ‘πέσουν στα μαλακά’, για να αντισταθμίσουν τις συντριπτικές καταδίκες των υπολοίπων.

Η ιστορία ξεκινά το 1968. Οι ΗΠΑ συνεχίζουν να στέλνουν καθημερινά χιλιάδες νέους ανθρώπους στο σφαγείο του Βιετνάμ. Όταν όλες οι κάμερες είναι στραμμένες στο κόμμα των Δημοκρατικών, που συνεδριάζει στο Χίλτον, το κίνημα της εποχής βρίσκει την ευκαιρία να συγκεντρωθεί και να διαδηλώσει απέξω. Μπροστά στα μάτια όλου του πλανήτη που παρακολουθεί. Ο δήμαρχος δεν τους δίνει άδεια για συγκέντρωση. Οι αστυνομικές δυνάμεις δεν τους επιτρέπουν την είσοδο στο Συνέδριο, προκειμένου να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους για τον πόλεμο. Οι σιδερόφρακτες διμοιρίες τούς περικυκλώνουν. Στην προσπάθειά τους οι διαδηλωτ(ρι)ες να σπάσουν τον κλοιό, ξεσπούν συγκρούσεις, με εκατοντάδες ανθρώπους να ξυλοκοπούνται βάναυσα από την αστυνομία μέσα σε ομίχλη δακρυγόνων.
Οι Δημοκρατικοί, με τον Λίντον Τζόνσον στην προεδρία, παρότι απολύτως υπεύθυνοι για τη βίαιη καταστολή της εξέγερσης, δεν κινούν τη διαδικασία δίωξης των εξεγερμένων. Όλα αλλάζουν, ωστόσο, λίγους μήνες μετά. Οι Δημοκρατικοί χάνουν στις εκλογές και την προεδρία αναλαμβάνει ο συντηρητικός Ρίτσαρντ Νίξον. Θέλοντας να τελειώνει μια καλή με το κίνημα, δίνει εντολή να οδηγηθούν «οι τρομοκράτες» σε δίκη με την κατηγορία της συνωμοσίας και της ανατροπής του δημοκρατικού πολιτεύματος των ΗΠΑ. Μια εντελώς παράλογη υπόθεση, μια απολύτως κατασκευασμένη κατηγορία. Η Αριστερά και το κίνημα κάθονται στο σκαμνί. Υποχρεωμένα να απολογηθούν για τις ιδέες τους και μόνο. Μια κίνηση αλαζονείας των «από πάνω», που θα τους γυρίσει μπούμερανγκ. Σε ένα λυτρωτικό τέλος. Με όλο τον πλανήτη να παρακολουθεί.
Μια αβανταδόρικη υπόθεση σεναριακά, βαλμένη σε διαλόγους με λεπτό, ειρωνικό χιούμορ, διαλεγμένο έξυπνα στις περιπτώσεις εκείνες που χρειάζεται να μαλακώσει κάπως η ένταση και να αποφορτιστεί το κλίμα. Δύσκολα μπορεί άνθρωπος να φανταστεί ιδανικότερη διανομή ρόλων. Εξαιρετικοί όλοι τους.
Από τον εμβληματικό Γιάχια Αμπντούλ-Μάτιν ΙΙ, που υποδύεται τον Μπόμπι Σιλ των Μαύρων Πανθήρων ως τον υπέροχα κακό δεξιό και απολίθωμα συντηρητισμού Φρανκ Λανγκέλα, που υποδύεται τον αμφιλεγόμενο δικαστή Τζούλιους Χόφμαν. Ειδικά αυτοί οι δύο μοιράζονται μερικές από τις πιο δυνατές στιγμές της ταινίας. Από τη μια ο άνθρωπος που φιμώνεται –κυριολεκτικά- μέσα στη δικαστική αίθουσα σε μια σοκαριστική σκηνή, που ισοπεδώνει ακόμα κι αυτά τα φτιασίδια και προσχήματα της αστικής δικαιοσύνης. Ο Μαύρος Πάνθηρας που γεμίζει με την παρουσία του τον χώρο, τεράστιος και –την ίδια στιγμή- υποχρεωμένος να παραμείνει σιωπηλός. Αυτός που πίσω του έχει ένα ογκώδες κίνημα με συγκλονιστικούς αγώνες. Ειδικά αυτός δεν πρέπει να ακουστεί. Και δεν θα ακουστεί, γιατί παραείναι ηχηρό το κίνημα της Μαύρης Απελευθέρωσης στους δρόμους για να τρυπώσει και μέσα στον ναό των αστικών θεσμών.
Και από την άλλη, ο εκπρόσωπος της εξουσίας, η ενσάρκωση του ίδιου του συστήματος. Ειρωνικός, σκληρός και πικρόχολος απέναντι σε ανθρώπους που παλεύουν για να μη σκοτώνουν και να μην σκοτώνονται. «Κολλημένος» στους τύπους και τις λεπτομέρειες, παραβλέποντας την τεράστια αλήθεια. Μια αλήθεια, σαν πελώριος ροζ ελέφαντας που έχει στρογγυλοκαθίσει καταμεσής και πίνει αμέριμνος το τσάι του. Την –πέρα για πέρα- άδικη δίωξη δηλαδή και στοχοποίηση ανθρώπων για τις πολιτικές ιδέες που πρεσβεύουν. Τη βία σε βάρος ανθρώπων για την προσπάθειά τους να αλλάξουν τον κόσμο και να τον κάνουν ανθρωπινότερο για όλα τα πλάσματα που τον κατοικούν.
Κοντά σ’ αυτούς, ένας έξοχος Σάσα Μπάρεν Κοέν που κλήθηκε να υποδυθεί έναν από τους πιο δύσκολους ρόλους, καθώς έπρεπε να ισορροπήσει μια -δύσκολα να μπει σε καλούπια και στερεότυπα- προσωπικότητα όπως αυτή του Άμπι Χόφμαν (ηγέτη των Γίπις) και ένας χαμηλότερων τόνων και πιο χαομένος Τζέρεμι Στρονγκ, για να ενσαρκώσει τον συνιδρυτή των Γίπις, τον Τζέρι Ρούμπιν. Ειδικά αυτοί οι δύο είναι που δίνουν ανάγλυφα τη διαμάχη που αναπτύχθηκε μέσα στο αντιπολεμικό κίνημα, εκφράζοντας την ανάγκη για συνολική ανατροπή του συστήματος (να νικήσουν οι Βιετκόγκ και όχι μόνο να σταματήσει ο πόλεμος στο Βιετνάμ) ερχόμενοι σε ευθεία σύγκρουση με τους εκπροσώπους των Δημοκρατικών. Ο Έντι Ρεντμέιν, που δεν έχει δώσει κακή ερμηνεία στη ζωή του, έπρεπε να σταθμίσει τον θεσμικό ρόλο του προέδρου της νεολαίας των Δημοκρατικών –Τομ Χέιντεν-, που έχει βάλει πλώρη για πολιτική καριέρα, με τον ρόλο ενός νέου ανθρώπου που εξεγείρεται αυθόρμητα μπροστά στην αδικία και στην ουσία λειτουργεί ως πυροδότης της σύγκρουσης. Ο δικηγόρος της υπόθεσης (Μαρκ Ράιλανς), ο ειρηνιστής που απεχθάνεται τη βία και δίνει μια τεράστια εσωτερική μάχη με τον ίδιο τον εαυτό του (Τζον Κάρολ Λιντς), ο ήσυχος αντιπρόεδρος της νεολαίας των Δημοκρατικών Ρένι Ντέιβις (τον υποδύεται ο Άλεξ Σαρπ) που καταγράφει με θρησκευτική ευλάβεια τα ονόματα των στρατιωτών που χάνονται κάθε μέρα στο Βιετνάμ ακριβώς «για να μην ξεχνάει ο κόσμος γιατί γίνονται όλα αυτά». Για ποιο λόγο δικάζονται. Όλοι τους έδωσαν ό,τι απαιτούσε ο ρόλος. Κι ακόμα παραπάνω.

Η ταινία –όπως γράφτηκε εξαρχής- είναι ιδωμένη από τη ματιά ενός ανθρώπου, που για τις δικές μας πολιτικές αναλύσεις, έχει αυταπάτες. «Οι δημοκρατικοί θεσμοί είναι εντάξει, οι κακοί άνθρωποι που τους στελεχώνουν είναι το πρόβλημα» ακούγεται κάποια στιγμή και δύσκολα δεν κάνεις τον συνειρμό ότι πρόκειται για σχόλιο του σκηνοθέτη για τη σημερινή κατάσταση στις ΗΠΑ. «Τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν κυβερνούσε ο Μπόμπι (Κένεντι)». Τη στιγμή που ο μεγαλύτερος όγκος αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στάλθηκε στο Βιετνάμ επί προεδρίας Δημοκρατικών, με τον ίδιο τον Τζόνσον υπεύθυνο για την γεωμετρική κλιμάκωση του πολέμου. Τη στιγμή που τα πράγματα για τις μειονότητες δεν ήταν καλύτερα επί Δημοκρατικών. Τη στιγμή που αστυνομία και εθνοφυλακή έδειχναν την ίδια αγριότητα στην καταστολή εξεγέρσεων. Ο σκληρός πυρήνας του αστικού κράτους –ο στρατός, η αστυνομία, τα δικαστήρια, οι ανθρωποφύλακες- είναι ταγμένα για να διασφαλίσουν ότι η κατάσταση θα μείνει απαρασάλευτη. Όποιος κι αν καλείται να διαχειριστεί τη διακυβέρνηση κάθε φορά. Κανείς και τίποτα δεν πρέπει να τη διαταράξει. Και όποιος/όποια το κάνει, θα τιμωρείται.
Ο Σόρκιν φαίνεται να γλιστράει στην αυταπάτη του «μικρότερου κακού». Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που αυτή η ταινία βγαίνει στις ΗΠΑ ελάχιστα πριν από τις προεδρικές εκλογές του Νοέμβρη. Σε μια χώρα που βράζει κυριολεκτικά από οργή. Με ένα συγκλονιστικό κίνημα κατά του θεσμικού ρατσισμού και της αστυνομικής βαρβαρότητας, με το κίνημα #BlackLivesMatter να κατακλύζει τους δρόμους σε σκληρές συγκρούσεις με αστυνομικές δυνάμεις και ακροδεξιά ρετάλια παρακρατικών οργανώσεων, με χιλιάδες ανθρώπους να δηλώνουν ότι πιστεύουν στον «σοσιαλισμό». Σε μια πολιτική συγκυρία που ισορροπεί σε σκοινί έτοιμο να σπάσει, με πάνω από 200.000 θύματα της πανδημίας Covid-19 στις ΗΠΑ –εξαιτίας των δολοφονικών χειρισμών του ίδιου του Τραμπ και της συνολικότερης εξαθλίωσης του βορειοαμερικανικού συστήματος υγείας-, σε μια έντονα πολωμένη κοινωνία, οι Αμερικανίδες και Αμερικανοί θα οδηγηθούν στις κάλπες. Με τον πλανήτη για άλλη μια φορά να παρακολουθεί κρατώντας την ανάσα του. Πολλοί καλλιτέχνες και δημιουργοί από τον χώρο του θεάματος, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, έχουν πάρει ξεκάθαρη θέση ενάντια στον Ντ. Τραμπ εδώ και κάποια χρόνια. Η «Δίκη των 7» κινείται μέσα σε αυτό το φάσμα. Θα την αδικούσαμε, όμως, αν την περιορίζαμε μόνο σε αυτό.
Ανεξάρτητα από την απάντηση που ο ίδιος ο σκηνοθέτης δίνει, θέτει κάποια πολύ ενδιαφέροντα ερωτήματα για το ζήτημα των αστικών θεσμών. Πολύ χαρακτηριστικά για τον ρόλο της δικαιοσύνης και για τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται υποθέσεις με πολιτικό βάρος και σημασία. Για την εκδικητικότητα και τη μοχθηρία που επιφυλάσσουν οι κυβερνώντες απέναντι σε πολιτικούς αγωνιστές και αγωνίστριες. Το έργο, όμως, βάζει και αιχμές που αξίζει να συζητηθούν για τα «πιο δικά μας»: για τον τρόπο οργάνωσης συγκεντρώσεων και αντισυγκεντρώσεων, για τη χρήση (αντι)βίας ή όχι -πόσο μάλλον όταν αυτό πρέπει να το διαχειριστείς με διμοιρίες παραταγμένες απέναντί σου-, για το αυθόρμητο ξέσπασμα εξεγέρσεων και τη δράση του κινήματος στον δρόμο-πέρα και έξω από τις αρχικές προθέσεις, για την αλλαγή και το βάθεμα των συνειδήσεων όσων εντάσσονται σε έναν πολιτικό αγώνα.

«Η Δίκη των 7 του Σικάγο» είναι ξεκάθαρα μια πολιτικότατη ταινία. Όχι μόνο λόγω του θέματος. Κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο διαπραγματεύεται το θέμα της. Και είναι μια πολύ καλή ταινία.
Φέρνει σε αντιπαράθεση δύο ολόκληρους κόσμους: τον κόσμο της εξουσίας με τους θεσμούς της από τη μια και τον κόσμο των ανθρώπων της Αριστεράς και των κινημάτων από την άλλη. Οι πρώτοι, σίγουροι (ακόμα και στις εσωτερικές διαφωνίες και τις ίντριγκές τους), τυπικοί και ατσαλάκωτοι. Ταγμένοι να ασκούν βία και να καταπιέζουν.
Οι δεύτεροι, οι δικοί μας άνθρωποι, γεμάτοι αφέλεια που φτάνει στα όρια της βλακείας κάποιες στιγμές, με τεχνικά και οργανωτικά λάθη, με πολιτικές διαφωνίες και μικροσυγκρούσεις, με αυτοσχεδιασμούς και πράξεις μεγάλης αυτοθυσίας. Ταγμένοι και ταγμένες στο πλευρό των πλασμάτων που καταπιέζονται.
Ο κόσμος τους και ο κόσμος μας.