
Γράφει ο Ηλίας Ιωακείμογλου
Σαν πρόκες να καρφώνονται οι λέξεις.
Να μην τις παίρνει ο άνεμος.
Μανόλης Αναγνωστάκης
Όπλα, εκρηκτικά, ηρεμιστικά και δηλητήρια
Μεγάλες πολιτικές μάχες έχουν δοθεί γύρω από μια λέξη· διότι οι λέξεις στην πολιτική (και όχι μόνο) είναι «όπλα, εκρηκτικά, ηρεμιστικά και δηλητήρια. (…) Ορισμένες λέξεις παλεύουν μεταξύ τους σαν εχθροί. Άλλες λέξεις, είναι ο τόπος κάποιας αμφισημίας, δίνουν λαβή για διφορούμενα: γίνονται έτσι το διακύβευμα μιας μάχης, καθοριστικής αλλά και αμφίρροπης» [1]. Μάχη καθοριστική επειδή από την έκβασή της δεν κρίνεται κάτι που αφορά μόνο στο σύμπαν των ιδεών, μόνο στα λόγια· κρίνονται επίσης οι πράξεις και οι πρακτικές καθενός μας, αφού συμπεριφερόμαστε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σύμφωνα με τις ιδέες μας. Δεν είναι τυχαίο που λέμε ότι «ακολουθούμε» τις ιδέες μας, διότι όντως αυτές μας οδηγούν: οι ιδέες, και οι λέξεις που τις αντιπροσωπεύουν, αποκτούν υλική υπόσταση μέσα στις πράξεις μας και τις πρακτικές που ακολουθούμε· μετουσιώνονται σε υλικές πράξεις. Γίνονται, για παράδειγμα, γροθιά του φασίστα στο πρόσωπό μας, γονυπετής πορεία της φανατικής Χριστιανής από το λιμάνι της Τήνου στον ναό της Παναγίας, πόλεμος με το όπλο στο χέρι κάποιου που θέλει να αλλάξει ριζικά τον κόσμο ή γλωσσοδέτης που δεν του επιτρέπει να πει, δηλαδή να σκεφτεί συλλογικά, με ποιο τρόπο θέλει να τον αλλάξει.
Οι ιδέες, λοιπόν, και μαζί με αυτές οι λέξεις, αποτελούν υλική δύναμη, όπλα, εκρηκτικά, ηρεμιστικά και δηλητήρια, και αυτό εξηγεί γιατί διεξάγονται ολόκληροι πόλεμοι γύρω από αυτές· αυτό εξηγεί επίσης γιατί «οι λέξεις κουβαλούν μεγάλο βάρος κι όταν δεν τις προσέχουμε πέφτουν και μας τσακίζουν» [2].
Οι τρεις πόλεμοι των λέξεων
Πόσο μεγάλες είναι οι πολιτικές μάχες γύρω από τις λέξεις, φαίνεται από τη ζωντανή ακόμα ιστορία μας. Κατά την τελευταία δεκαετία μαίνονται τρεις τουλάχιστον μεγάλοι πόλεμοι των λέξεων.
Πρώτος, ο πόλεμος της μνήμης [3], όπου οι κυρίαρχοι επιχειρούν να αναθεωρήσουν, δηλαδή να ξαναγράψουν από την αρχή, την ιστορία έτσι ώστε όλοι να τη διαβάζουν με νέο τρόπο, με διαφορετικές έννοιες, άρα με διαφορετικές λέξεις, αυτές που ταιριάζουν στην αντίληψη και τα συμφέροντα των κυρίαρχων.
Δεύτερος, ο πόλεμος για το όραμα του μέλλοντός μας (το οποίο αποτελείται από λέξεις, εικόνες, σύμβολα και λοιπά σημεία [4]), επειδή αυτό καθορίζει τις προσδοκίες μας, επομένως πυροδοτεί τις επιθυμίες μας, και γίνεται έτσι υλική δύναμη που εμπνέει τις πράξεις μας και τις πρακτικές μας.
Τρίτος, ο πόλεμος για την αναπαράσταση της τωρινής κοινωνίας, πόλεμος που διεξάγεται, με ιδιαίτερη ένταση από το 2008 και μετά, για την εικόνα της κοινωνίας στην οποία ζούμε σήμερα, δηλαδή της καπιταλιστικής οικονομίας στη νεοφιλελεύθερη παραλλαγή της εν μέσω διαρθρωτικής κρίσης· πόλεμος που διεξάγεται για τη δικαιολόγηση μιας οικονομίας που δεν μπορεί να επιζήσει παρά μόνο αυξάνοντας τις ήδη αφόρητες ανισότητες στο εισόδημα, επεκτείνοντας την επισφάλεια και επιτείνοντας την απαξίωση της εργασίας, την ιδιωτικοποίηση της υγείας, των συντάξεων, της εκπαίδευσης, και όλων όσων πρέπει να μετατραπούν από δημόσιο αγαθό σε εμπόρευμα, ώστε να ζήσουν οι κυρίαρχοι καλύτερα ή έστω μέσα στη χλιδή που έχουν συνηθίσει κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Οι εντεινόμενες προσπάθειες της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης, της αστικής τάξης, από τη μια άκρη του πλανήτη στην άλλη, να αποκαταστήσει ηθικά και πολιτικά το δίκαιο των κυρίαρχων να κυριαρχούν, και μάλιστα με απόλυτο τρόπο προκειμένου να συντριβεί κάθε απελευθερωτική ιδεολογία των υποτελών, περιλαμβάνουν και αυτές τις τρεις μορφές πολέμου των λέξεων, για να μπορέσουν επιτέλους οι αστοί και οι πολιτικοί τους, οι ακροδεξιοί μπράβοι τους και τα τηλεοπτικά τους φερέφωνα να μπορούν να κραυγάσουν ανακουφισμένοι το-δίκαιο-είναι-με-το-μέρος-των-ισχυρών.
Ο ήχος της σιωπής
Όποιος χάνει τον πόλεμο των λέξεων είναι καταδικασμένος στον ήχο της σιωπής [5], επειδή η άλλη πλευρά έχει απαξιώσει τις έννοιές του, επομένως τη γλώσσα του, και έχει γι’ αυτό απο-κοινωνικοποιήσει τους συλλογισμούς του, που έγιναν πια μια ιδιωτική υπόθεση ενός θύλακα παλαβών, καλογήρων ή σοφών. Αυτό όμως δεν συμβαίνει από τη μια μέρα στην άλλη· ο πόλεμος των λέξεων δεν είναι ένα blitzkrieg, ένας πόλεμος-αστραπή· είναι ένας μακροχρόνιος πόλεμος θέσεων, μια αργόσυρτη διαδικασία βαθμιαίας εκτόπισης των λέξεων του αντιπάλου που σιωπούν μία-μία, και μαζί με αυτές τίθενται σε αναστολή και οι έννοιες που διακινούν, οι έννοιες που μας επιτρέπουν να καταλαβαίνουμε τον κόσμο με τρόπο διαφορετικό από τον αντίπαλο.
Για να σκεφτούμε επομένως τον σημερινό πόλεμο των λέξεων, θα πρέπει να δούμε το καθημερινό τοπίο μέσα στο οποίο ζούμε ως μέρος της ιστορίας, ως αποτέλεσμα της αργόσυρτης διαδικασίας που μας έφερε ως εδώ. Πρόκειται για διαδικασία που εκκίνησε στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990 [6], όταν συνετρίβη η Σοβιετική Ένωση, ολοκλήρωσε τον κύκλο της η ευρωπαϊκή Αριστερά στη μορφή που είχε μέχρι τότε και εκκίνησε η “εποχή των κοινωνικών κινημάτων” [7]. Τριάντα χρόνια μετά, γνωρίζουμε τι συνέβη στην πορεία: η σταδιακή διάλυση, αλλοίωση, μετάλλαξη των στιβαρών πολιτικών και συνδικαλιστικών σχημάτων που η παράδοση είχε κληροδοτήσει στις υποτελείς κοινωνικές τάξεις, η καταφυγή των ηττημένων πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς στους κόλπους των κοινωνικών κινημάτων, η σιωπηλή εγκατάλειψη όλων των εννοιών της μαρξιστικής θεωρίας για το Κράτος και τις κοινωνικές τάξεις, η ανάπτυξη των χαλαρών “πλατιών κομμάτων” χωρίς στιβαρές οργανωτικές δομές και σαφή αντίληψη για τη φύση του καθεστώτος, η διάρρηξη των οργανικών σχέσεων της πολιτικής εκπροσώπησης με τις μάζες και η εδραίωση της κοινοβουλευτικής αυταπάτης και του κυβερνητισμού, η υιοθέτηση μειωμένων προσδοκιών για όσα μπορεί να αποδώσει η πολιτική δράση και η συνακόλουθη έκλειψη κάθε συλλογικού οράματος για ριζικές αλλαγές στον τρόπο που δουλεύουμε, παράγουμε και ζούμε την καθημερινή μας ζωή, η σύγχυση σχετικά με τη φύση και τον ρόλο της αστικής εξουσίας και ιδιαίτερα των ιδεολογικών του μηχανισμών (όπως το σχολείο, η θρησκεία, η οικογένεια, η τηλεόραση κλπ), η εγκατάλειψη της έννοιας της οικονομικής εκμετάλλευσης και η ηθική απονομιμοποίηση του ανταγωνισμού της εργασίας με το κεφάλαιο, η αποσιώπηση ή παραγνώριση της διόγκωσης του μαζικού προλεταριάτου στον τομέα των υπηρεσιών και η επικέντρωση του ενδιαφέροντος προνομιακά, αν όχι ολοκληρωτικά, στα δικαιώματα ομάδων πληθυσμών που ο καπιταλισμός δυσκολεύεται να εντάξει στο σύστημα, η υποκατάσταση των οργανικών διανοουμένων της Αριστεράς που διακινδύνευαν προσωπικά, από επαγγελματίες πανεπιστημιακούς με κοινωνικές ευαισθησίες που τους εμπλέκουν με την πολιτική ως χόμπι ή αισθητική επιλογή, η υποχώρηση των υποτελών από τη διεκδίκηση της κεντρικής εξουσίας και της πολιτικής ηγεμονίας και η ανάπτυξη αντιστάσεων και αποσπασματικών διεκδικήσεων αμυντικού χαρακτήρα σε διάφορες βαθμίδες της κοινωνίας.
Οι λέξεις μας σιώπησαν, λοιπόν, αν όχι όλες οι περισσότερες, σε αυτόν τον αργόσυρτο όσο και αδυσώπητο πόλεμο για το δικαίωμά μας να τις εκφέρουμε. Ακόμη και όσοι νιώθουν πως τις χρειάζονται κάποια στιγμή για να περιγράψουν μια πραγματική κατάσταση, αφού υπάρχουν περιστάσεις που μόνο αυτές, οι δικές μας λέξεις, ταιριάζουν στα πράγματα, θα πρέπει να μιλήσουν κατά κανόνα ντροπαλά, και γρήγορα θα νιώσουν την ανάγκη να αναδιπλωθούν για τις απαξιωμένες λέξεις τους, μειώνοντας έτσι αναπόφευκτα και το περιεχόμενο των επιχειρημάτων τους.
Η ιστορία όμως δεν περιλαμβάνει μόνο εμάς, τις υποτελείς κοινωνικές τάξεις, και την «απαγορευμένη» γλώσσα μας, περιλαμβάνει και τους κυρίαρχους, οι οποίοι για πρώτη φορά στην ιστορία τους [8] ζουν σε μια τόσο παράδοξη κατάσταση, όσο η σημερινή, δηλαδή να έχουν τόσο αποδυναμωμένους αντιπάλους και συνάμα να βρίσκονται αυτοί οι ίδιοι σε τόσο δύσκολη θέση.
Ο βασιλιάς είναι γυμνός
Η κυριαρχία του συνασπισμού εξουσίας είναι σήμερα, μεσούσης της διαρθρωτικής κρίσης του συστήματος, «ανίκανη να εξασφαλίσει στους δούλους της την ύπαρξή τους, ακόμη και μέσα στην ίδια τους τη δουλεία” [9] και όταν συμβαίνει αυτό, η ηγεμονία των κυρίαρχων βρίσκεται σε κρίση επειδή το ιδιοτελές συμφέρον της δεν μπορεί να πάρει τη μορφή του γενικού συμφέροντος· επειδή η διατήρηση του πλούτου της προϋποθέτει τη συσσώρευση της φτώχειας των υποτελών και την καταστροφή της ζωής μιας μεγάλης μερίδας τους χωρίς οι κυρίαρχοι να μπορούν να αρθρώσουν λόγο περί του δίκαιου χαρακτήρα μιας τέτοιας και τέτοιας έκτασης καταστροφή.
Το οικονομικό σύστημα και η πολιτική του εξουσία στέκονται τώρα απέναντί μας, απογυμνωμένοι από κάθε πρόφαση, τερατώδεις όσο στον 19ο αιώνα, ως η ωμή δύναμη του χρήματος, δηλαδή του κεφαλαίου, που εκμηδενίζει ζωές για να συντηρηθεί και να διογκωθεί ως αξία που αξιοποιεί τον ίδιο τον εαυτό της.
Επειδή λοιπόν ο βασιλιάς είναι γυμνός, επειδή η εξουσία του στερείται ηθικής νομιμοποίησης διότι διεκδικεί να είναι όσο θέλει και για όσο καιρό θέλει άδικη, αυθαίρετη, αδικαιολόγητη, αυταρχική και βίαιη εξουσία των επιχειρήσεων, των τραπεζών, του χρηματιστηρίου, του εμπορίου και της ιδιοκτησίας επί του κόσμου της εργασίας και επί όσων εξαρτώνται άμεσα ή έμμεσα από αυτήν, για αυτούς τους λόγους είναι μια αδύναμη εξουσία· αυτό εξάλλου εξηγεί για ποιο λόγο καταφεύγει ακατάπαυστα στην ωμή, έννομη πλην όμως ηθικά παράνομη, κρατική βία· και αυτά συμβαίνουν σε σειρά χωρών της Ευρώπης και της Αμερικής.
Σαν τις πρόκες
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, στη σημερινή κρίση, η σχέση της άρχουσας τάξης και των συμμάχων της με τις λέξεις είναι προβληματική: εφόσον δεν μπορεί να διατυπώσει ένα ηγεμονικό σχέδιο, δηλαδή ένα πολιτικό σχέδιο στο οποίο ακόμη και οι υποτελείς ή έστω ένα μεγάλο μέρος τους να μπορούν να αναγνωρίσουν το συμφέρον τους ως συμφέρον συμβατό αν όχι ταυτόσημο με αυτό των κυριάρχων, δεν έχει νόημα να εκφωνήσει, να αρθρώσει λόγο. Γι’ αυτό και οι σημαίες των κυρίαρχων γράφουν τώρα καμία-διαπραγμάτευση-με-τους-υποτελείς· καθότι για τη διαπραγμάτευση χρειάζεσαι περιεχόμενο, νόημα, λόγο, λέξεις· και αυτά για τους κυρίαρχους, σήμερα, είναι είδος εν ανεπαρκεία. Από όπου απορρέει και η μετατόπιση της εξουσίας στο μεγάλο ρόπαλο της πάνοπλης, πολυπληθούς αστυνομίας, της «δικαιοσύνης», του φασιστικού πλήθους και της καταστολής εν γένει.
Αυτοί είναι λοιπόν οι λόγοι για τους οποίους στο εξής θα πρέπει «σαν τις πρόκες να καρφώνονται οι λέξεις, να μην τις παίρνει ο άνεμος»· για να ξαναβρούμε τη φωνή μας απέναντι σε έναν αντίπαλο που τραυλίζει, και μαζί με αυτήν, τη δυνατότητα να φέρουμε και πάλι τα πάνω-κάτω, όπως άλλοτε.
[1] Louis Althusser, «Η φιλοσοφία ως όπλο της επανάστασης», περιέχεται στο Ο Λένιν και η φιλοσοφία, εκδόσεις Εκτός Γραμμής 2016, και παλιότερα στο Λουί Αλτουσέρ, Θέσεις, εκδόσεις Θεμέλιο 1976.
[2] Νόρα Αναγνωστάκη.
[3] Για την έννοια των πολέμων μνήμης βλ. στο Hagen Fleischher, Οι πόλεμοι της μνήμης. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στη Δημόσια Ιστορία, εκδόσεις Νεφέλη, 2012.
[4] Λουί Αλτουσέρ, «Ιδεολογία και Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους», περιέχεται στο Θέσεις, εκδόσεις Θεμέλιο 1976.
[5] Simon & Garfunkel, 1964, από το The Sound of Silence: «And in the naked light I saw ten thousand people, maybe more, people talking without speaking, people hearing without listening, people writing songs that voices never share, and no one dared disturb the sound of silence».
[6] Eric J. Hobsbawm, Η εποχή των άκρων, ο σύντομος εικοστός αιώνας (1914-1991), εκδόσεις Θεμέλιο, 2010.
[7] «Το τέλος της Αριστεράς και η ανάδυση των αντικαπιταλιστικών κινημάτων», περιοδικό Θέσεις, τεύχος 30, 1990.
[8] Τέσσερις είναι οι μεγάλες, δηλαδή διαρθρωτικές, κρίσεις του καπιταλισμού: Η πρώτη μεγάλη κρίση (δεκαετίες 1870 και 1880), λύθηκε χάρη στη δεύτερη τεχνολογική επανάσταση. Η δεύτερη λύθηκε στο ηγεμονικό σχέδιο του κεϋνσιανισμού (Ρούσβελτ, New Deal, μεταπολεμικό κεϋνσιανό κράτος). Η τρίτη μεγάλη κρίση (δεκαετία 1970) λύθηκε με το ηγεμονικό σχέδιο του νεοφιλελευθερισμού. Η τέταρτη μεγάλη κρίση, δηλαδή η σημερινή κρίση, δεν διαθέτει καμία από τις παλιές λύσεις: ούτε τεχνολογική επανάσταση, ούτε ηγεμονικό σχέδιο της άρχουσας τάξης.
[9] Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς, Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο.
*Το άρθρο του Ηλία Ιωακείμογλου δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό YUSRA, τον Μάρτη του 2020 (τεύχος 5) και αναδημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της «Κόκκινης» με τη σύμφωνη γνώμη του αρθρογράφου