
Γράφει ο Χάρης Παπαδόπουλος
Νίκη του αντιφασιστικού κινήματος;
Σίγουρα η τεράστια αντιφασιστική συγκέντρωση στην Αθήνα έξω από το Εφετείο στις 7 Οκτώβρη ήταν μια πολύ ενθαρρυντική στιγμή για όλη την Αριστερά και το κίνημα. Τέτοιου μεγέθους αντιφασιστική κινητοποίηση είχαμε να ζήσουμε πολλά χρόνια. Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και συνολικά στην Ευρώπη.
Όμως οι αυταπάτες δεν βοήθησαν ποτέ κανένα κίνημα να βελτιώσει τη θέση του στην πολιτική πάλη. Είναι μεγάλο λάθος η ψευδαίσθηση πως «η πίεση του αντιφασιστικού κινήματος ήταν που οδήγησε τους ναζί της Χρυσής Αυγής στη φυλακή».
Μέχρι τη στιγμή που γράφεται αυτό το άρθρο είναι άγνωστο ακόμα το αν οι καταδικασμένοι χρυσαυγίτες θα οδηγηθούν όντως στη φυλακή ή αν η ποινή τους θα έχει ανασταλτικό χαρακτήρα έως την εκδίκαση της έφεσής τους. Φυσικά, με εξαίρεση τον Ρουπακιά, τον δολοφόνο του Παύλου Φύσσα, που όλα δείχνουν πως θα καταλήξει οπωσδήποτε στο κελί.
Όμως ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία οι ποινές εφαρμοστούν άμεσα, τουλάχιστον στον ηγετικό πυρήνα της Χρυσής Αυγής, είναι σαφές πως οι ναζί θα φυλακιστούν για ελάχιστα χρόνια – πάλι με την εξαίρεση του Ρουπακιά – και σύντομα θα είναι ξανά ελεύθεροι.
Το «σωφρονιστικό» σύστημα και το δικαστικό βαθύ κράτος είναι άτεγκτοι απέναντι σε καθαρίστριες που πλαστογράφησαν το πτυχίο τους με την ελπίδα να καταφέρουν να βρουν δουλειά. Αλλά την ίδια ώρα έχουν τον ρόλο στοργικών γονιών απέναντι στους δολοφόνους ναζιστές. Όλοι οι μαχαιροβγάλτες του τάγματος εφόδου που βοήθησαν τον Ρουπακιά να δολοφονήσει τον Φύσσα, όλοι οι εγκληματίες που επιτέθηκαν στους Αιγύπτιους ψαράδες και στα στελέχη του ΠΑΜΕ με σκοπό να σακατέψουν και να σκοτώσουν, έλαβαν πρωτόδικες ποινές πολύ ελαφρύτερες από την «επικίνδυνη» καθαρίστρια.
Οι προκλητικές αγορεύσεις της Αδαμαντίας Οικονόμου, της εισαγγελέως στη δίκη της Χρυσής Αυγής, δεν είναι ένα ατυχές και απρόβλεπτο συμβάν. Αντίθετα, δείχνουν σε όλο τους το βάθος τα αισθήματα μεγάλου τμήματος του δικαστικού κόσμου απέναντι στη συγκεκριμένη ναζιστική οργάνωση αλλά και τον ακροδεξιό χώρο εν γένει.
Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης
Ναι, αλλά η έδρα του δικαστηρίου καταδίκασε παμψηφεί τη Χρυσή Αυγή ως εγκληματική οργάνωση. Αυτό δεν δείχνει, αν όχι τίποτε άλλο, πως η πίεση του αντιφασιστικού κινήματος είχε τελικά αποτέλεσμα;
Η απόφαση της κυβέρνησης Σαμαρά το 2013 να ξεκινήσει τη δικαστική δίωξη συνολικά της Χρυσής Αυγής, και όχι μόνο των άμεσων συντελεστών στη δολοφονία του αντιφασίστα Φύσσα, είχε πολύ λίγο να κάνει με την αγανάκτηση του κόσμου της Αριστεράς και των κινημάτων. Πολύ περισσότερο ήταν το αποτύπωμα του αδιεξόδου στο εσωτερικό της «δεξιάς πολυκατοικίας».
Η Νέα Δημοκρατία, τις κρίσιμες μέρες λίγο πριν και λίγο μετά από τη δολοφονία, είχε αντιληφθεί πως δεν μπορούσε να διαχειριστεί το ζήτημα της Χρυσής Αυγής με τα συνήθη πολιτικά μέσα. Ήδη οι γεφυροποιοί, τύπου Μπαλτάκου, είχαν αποτύχει ολοκληρωτικά να εγκαταστήσουν ένα modus vivendi με τον Κασιδιάρη και τη Χρυσή Αυγή εν γένει.
Τρεις μόλις μέρες πριν από τη δολοφονία του Παύλου, ένα προειδοποιητικό καμπανάκι χτύπησε για τη Νέα Δημοκρατία. Ήταν η 15η Σεπτέμβρη 2013. Εκατονταρχίες χρυσαυγιτών και όλοι οι βουλευτές του «κόμματος», με εξαίρεση τον αρχηγό Μιχαλολιάκο, κατέβηκαν στον Μελιγαλά με άγριες διαθέσεις. Επρόκειτο να διεξαχθεί το ετήσιο αντικομμουνιστικό μνημόσυνο όλου του χώρου της Δεξιάς για τους νεκρούς δοσίλογους ταγματασφαλήτες της «πηγάδας».
Η «σεμνή εκδήλωση για τα θύματα του ολοκληρωτισμού» δεν άργησε να μεταβληθεί σε τσίρκο: τα μέλη των άλλων ακροδεξιών οργανώσεων προπηλακίστηκαν. Ένας από αυτούς, πρώην μέλος της Χρυσής Αυγής, δάρθηκε ανηλεώς. Δεν έτυχαν καλύτερης μεταχείρισης και οι παρόντες πολιτευτές της Νέας Δημοκρατίας. Τέλος, ο ίδιος ο Παναγιώταρος, πέταξε από το βήμα της εκδήλωσης τον –δεξιό- δήμαρχο του Μελιγαλά, ενώ η Χρυσή Αυγή ανέλαβε τη διεξαγωγή της συνέχειας της εκδήλωσης. Το μήνυμα που έστειλε έτσι η ναζιστική οργάνωση στο σύνολο του χώρου της Δεξιάς ήταν σαφές: «Τώρα εμείς κάνουμε κουμάντο».
Όλα αυτά συνέβησαν μόλις τρεις μέρες μετά από τη δολοφονική επίθεση της Χρυσής Αυγής στο Πέραμα, εναντίον των συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ, όπου εννιά μέλη του ΠΑΜΕ και του ΚΚΕ κατέληξαν στο νοσοκομείο. Ενώ τρεις μόλις μέρες μετά το σόου στον Μελιγαλά, στις 18 Σεπτέμβρη 2013, ήρθε η δολοφονία του Παύλου Φύσσα από το χρυσαυγίτικο τάγμα εφόδου στο Κερατσίνι.
Αυτή η αλληλουχία των γεγονότων απέδειξε στην κυβέρνηση και την ηγεσία της Ν.Δ. πως έπρεπε να πάρει πολύ δραστικά μέτρα απέναντι στη Χρυσή Αυγή. Μέτρα όχι απλώς περιορισμού της, αλλά καταστολής και ποδηγέτησής της.
Μια Χρυσή Αυγή, στο ρόλο εφεδρείας της Αστυνομίας σε επιχειρήσεις καταστολής και ομάδας πίεσης και τρόμου κατά των κινημάτων και των καταπιεσμένων, είναι πάντοτε χρήσιμη στο σύστημα. Ιδιαίτερα σε καιρούς γενικευμένης οικονομικής και πολιτικής κρίσης. Όμως αυτή η εφεδρεία είναι αξιοποιήσιμη όταν ξέρει πότε πρέπει να μπει στο γήπεδο –και ενάντια σε ποιους- και πότε να περιμένει υπομονετικά και πειθήνια στον πάγκο. Η Χρυσή Αυγή αποδείχθηκε, για τη Δεξιά και το σύστημα, ως το τζίνι που βγήκε από το μπουκάλι. Και έπρεπε να κατασταλεί αυστηρά και να ελεγχθεί άμεσα.
Υπενθυμίζοντας τη μαρξιστική παράδοση
«Οι καπιταλιστές καταλήγουν στον φασισμό όχι επειδή τους αρέσει, αλλά από ανάγκη: Δεν μπορούν πια να διατηρήσουν την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, παρά μόνο προχωρώντας στην επίθεση κατά της εργατικής τάξης. Ενισχύοντας την καταπίεση και σπέρνοντας γύρω τους την αθλιότητα και την απελπισία […]
Αν η απάντηση των εργατών στην επίθεση του κεφαλαίου δυναμώσει αύριο, αν οι απεργίες γίνουν πιο συχνές και πιο σημαντικές, ο φασισμός δεν θα εξαφανιστεί αλλά θα δυναμώσει δυο φορές περισσότερο. Η ανάπτυξη του απεργιακού κινήματος θα προκαλέσει την κινητοποίηση των απεργοσπαστών. Όλοι οι συμμορίτες «πατριώτες» θα ενεργοποιηθούν. Οι αδιάκοπες επιθέσεις κατά πρωτοπόρων εργατών θα είναι στην ημερήσια διάταξη».
(Λέων Τρότσκι: «Πού βαδίζει η Γαλλία»)
Ακόμη και αν η ίδια η συμμορία της Χρυσής Αυγής αποδειχθεί τελικά παρελθόν, τίποτα μα τίποτα δεν μας εγγυάται πως οι φασίστες δεν θα ξαναχρειαστούν πολύ σύντομα στο σύστημα. Πόσο μάλλον που ο καπιταλισμός μπαίνει παγκόσμια σε νέα, τεραστίων διαστάσεων κρίση και οι φασιστικές εφεδρείες θα αποδειχθούν εξαιρετικά σημαντικές στους καπιταλιστές. Αυτό, πιστεύουμε, πως είναι κοινή πεποίθηση των αγωνιστ(ρι)ών μέσα στον χώρο της Αριστεράς και των κινημάτων που συχνά-πυκνά επαναλαμβάνουν στις αναλύσεις, αλλά και στις αναρτήσεις τους, το ρητό του Μπρεχτ για τη σκύλα που γέννησε το τέρας και έμεινε και πάλι γκαστρωμένη.
Όμως τούτη η καθαρή οπτική δεν παύει να συνοδεύεται από επικίνδυνες αυταπάτες. Αν παλιότερα ήταν γενικό σύνθημα στον χώρο της Επαναστατικής Αριστεράς το «να κλείσουν τα γραφεία της Χρυσής Αυγής», τώρα θεριεύουν οι αυταπάτες πως είμαστε σε θέση να πιέσουμε το σύστημα να αναλάβει αυτό την καταστολή των ναζιστικών συμμοριών.
Φυσικά, το να κλείνουν τα γραφεία των ναζιστικών καθαρμάτων για οποιονδήποτε λόγο, ακόμη και επειδή η δεξιά κυβέρνηση τούς στέρησε τη δυνατότητα να εισπράξουν τα χρήματα που θα λάμβαναν ως πρώην κοινοβουλευτικό κόμμα, δεν είναι κακό νέο. Κακό νέο είναι να φαντασιώνεται η επαναστατική Αριστερά πως έτσι ξεφεύγει από το καθήκον να αναλάβει αυτή τη συντριβή των φασιστών, όταν αυτοί ξαναβγούν στον δρόμο.
Το 1935 στη Γαλλία, όταν πολλές φωνές στο σοσιαλιστικό και το κομμουνιστικό κόμμα της χώρας απαιτούσαν αφοπλισμό των φασιστών, από τη δεξιά αυταρχική κυβέρνηση μειοψηφίας του Ντουμέργκ, απαντούσε ο Τρότσκι:
«Ας κάνουμε, όμως, μια φανταστική υπόθεση: Η αστυνομία «αφοπλίζει» τους φασίστες. Μήπως αυτό λύνει το ζήτημα; Και τότε ποιος θα αφοπλίσει την αστυνομία που με το δεξί της χέρι θα ξαναδίνει στους φασίστες ό,τι τους πήρε με το αριστερό; Η κωμωδία του αφοπλισμού από την αστυνομία το μόνο που θα έκανε θα ήταν να δώσει ακόμα μεγαλύτερο κύρος στους φασίστες… Η αλήθεια είναι πως στα χέρια του βοναπαρτιστικού κράτους, ένα τέτοιο μέτρο θα στρεφόταν προπάντων ενάντια στους εργάτες. Όπως επίσης είναι αλήθεια ότι οι «αφοπλισμένοι» φασίστες θα έπαιρναν την άλλη μέρα τα διπλάσια όπλα, όχι χωρίς τη βοήθεια της αστυνομίας» (Λέων Τρότσκι «Πού βαδίζει η Γαλλία»).
Τι να κάνουμε
Για την ώρα φαίνεται πως η συμμορία της Χρυσής Αυγής βρίσκεται σε βαθιά κρίση και πως έχει σημάνει απόλυτη διάλυση στο οργανωτικό της μόρφωμα. Ο γενικότερος χώρος της ακροδεξιάς και του ρατσισμού φαίνεται να περνά κρίση και να υποφέρει από συνολική πολυδιάσπαση. Την ίδια ώρα, όμως, η κοινωνική βάση της ακροδεξιάς και των ναζί δείχνει να έχει μετακομίσει στη φιλόξενη κομματική στέγη της Νέας Δημοκρατίας και την περιφέρειά της.
Μέσα από την άθλια στάση της κυβέρνησης της Ν.Δ. να στοχοποιήσει «της γης τους κολασμένους» επιχειρείται να στηθεί η νέα συμμαχία της Δεξιάς με τους νοικοκυραίους. Φιλοδοξία της κυβέρνησης είναι να συσπειρώσει γύρω της τα μικροαστικά στρώματα, αλλά και κομμάτια της εργατικής τάξης χωρίς ταξική συνείδηση, ενάντια στο πιο φτωχό, χτυπημένο και περιθωριοποιημένο κομμάτι των καταπιεσμένων: τους πρόσφυγες και μετανάστ(ρι)ες, τους έγκλειστους των καμπς. Πρόκειται για μια επιχείρηση επανένωσης όλης της δεξιάς πολυκατοικίας, δένοντας μαζί νεοφιλελεύθερους και φασίστες στην ίδια μεγάλη δεξιά παράταξη, κάνοντας συνεχώς παραχωρήσεις στην ατζέντα της ακροδεξιάς.
Γι’ αυτό τον λόγο, η πάλη κατά του ρατσισμού και της ακροδεξιάς δεν είναι ένα ακόμα από τα πολλά ζητήματα που πρέπει να παλέψει η Αριστερά και το κίνημα. Αποτελεί κεντρική διακύβευση.
Το κύμα των μαζικών ξεσηκωμών κατά του ρατσισμού και της αστυνομικής ασυδοσίας θα φτάσει πιθανότατα σύντομα και εδώ. Ήδη ο ξεσηκωμός των μεταναστριών και των προσφύγων στη Μόρια είναι ένα πρώτο δείγμα από τις συγκρούσεις που μέλλεται να καταφτάσουν. Γι’ αυτό η επαναστατική Αριστερά πρέπει άμεσα να δώσει το στίγμα της. Να σφυρηλατήσουμε τις μαχήτριες και τους μαχητές μας στην κόντρα με τον ρατσισμό.
Το ίδιο ισχύει και για το μέτωπο με τον εθνικισμό –απέναντι στην Τουρκία- που τρέφουν τα κανάλια και η κυβέρνηση καθημερινά. Επειδή εθνικισμός και ρατσισμός αποτελούν το κατάλληλο λίπασμα τόσο για την ανάπτυξη της μεγάλης δεξιάς παράταξης όσο και για την εκκόλαψη φασιστικών κινημάτων. Αλλά και λειτουργούν ως το εθιστικό κοκτέιλ, που μπορεί να ξελογιάσει την εργατική τάξη και να την οδηγήσει σε ντροπιαστικό κατήφορο ενάντια στα πιο αδύναμα κομμάτια των καταπιεσμένων αλλά και απέναντι στον τουρκικό λαό.
Με τον φασισμό, το τρομακτικότερο τέρας που γέννησε η Ιστορία, θα τελειώσουμε οριστικά μόνο όταν δώσουμε τέλος στη ζωή της σκύλας που τον γέννησε. Ως τότε, κανείς αγώνας δεν τελειώνει ποτέ.
Η μάχη κατά του ρατσισμού και του φασισμού επείγει να κλιμακωθεί τώρα. Τώρα που η κυβέρνηση, τα ΜΜΕ και ο εσμός των νοικοκυραίων ψάχνουν εξιλαστήρια θύματα ανάμεσα στους/στις μετανάστ(ρι)ες και πρόσφυγες, αλλά και τους Ρομά.
Τώρα που οι τελευταίοι/ες στην κλίμακα των δικαιωμάτων έχουν ανάγκη την αλληλεγγύη μας και την κοινή δράση μαζί τους.
Τώρα που ο κόσμος και η Ιστορία έχουν ήδη περάσει τη στροφή και άρχισαν να ανεβάζουν απότομα ταχύτητα.