Η ταξική κινηματογραφική ματιά στον Αμερικανικό Εμφύλιο

Γράφει ο Χάρης Παπαδόπουλος
Όταν ο Γκάρι Ρος – σκηνοθέτης των Hunger Games και του Pleasantville – αποφάσισε να κάνει ένα κινηματογραφικό σχόλιο για τον ρόλο και την οργάνωση των ‘από κάτω’ στον Αμερικανικό Εμφύλιο, βρεθήκαμε αναπάντεχα να παρακολουθούμε μια πτυχή, με την οποία κανένας σκηνοθέτης δεν είχε καταπιαστεί μέχρι τότε. «Ο Επαναστάτης» (ελληνικός τίτλος για το Free State of Jones), με πρωταγωνιστή έναν ολότελα πειστικό Μάθιου Μακ Κόναχι. Η ταινία είναι συναρπαστική και το θέμα της εντελώς πρωτότυπο και ιντριγκαριστικό.
Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου των ΗΠΑ (1861-1865) μεταξύ Βορείων και Νοτίων, λαμβάνει χώρα μια ένοπλη εξέγερση στην κομητεία Τζόουνς του Μισισιπή, της πιο φτωχής περιοχής σε όλη τη Συνομοσπονδία του Νότου. Την εξέγερση πραγματοποιούν λευκοί λιποτάκτες του στρατού των Νοτίων, σε αρμονική συνεργασία με μαύρους δραπέτες πρώην σκλάβους. Η συμμαχία αυτή των κυνηγημένων είχε ξεκινήσει μέσα στους βάλτους του Μισισιπή, όπου φυγάδες και λιποτάκτες είχαν βρει καταφύγιο. Στη συνέχεια, οι συγκρούσεις με τα καταδιωκτικά αποσπάσματα του στρατού των Νοτίων οδήγησαν τους απόκληρους των βάλτων στο να υπερασπίσουν τους αγρότες που στήριζαν τους λιποτάκτες με προμήθειες από τις επιτάξεις του στρατού των Νοτίων. Στον επαναστατικό στρατό πολεμούν δίπλα – δίπλα μαύροι και λευκοί, γυναίκες και άντρες, σε ένα πνεύμα συντροφικότητας και αλληλεγγύης. Και ο στρατός αυτός, παρά την τρομερή έλλειψη σε πολεμοφόδια, αντιμετωπίζει και τελικά κατατροπώνει τον στρατό των Νοτίων Πολιτειών.
Οι εξεγερμένοι μετά από σειρά άγριων μαχών καταφέρνουν να απελευθερώσουν τρεις ολόκληρες κομητείες μέσα στην Πολιτεία του Μισισιπή και να ανακηρύξουν το ανεξάρτητο κράτος τους, την «Ελεύθερη Πολιτεία Τζόουνς». Το κράτος αυτό παρέμεινε ως πονοκέφαλος στα μετόπισθεν του στρατού των Νοτίων ως τα τέλη του πολέμου.
Ηγέτης αυτής της εποποιίας ήταν ένας ταπεινός σιδεράς, ο Νιούτον Νάιτ. Λευκός και λιποτάκτης του στρατού των Νοτίων. Η ταινία αφηγείται με ενάργεια την πορεία του Νιούτον από την ιδιώτευση ως τη λιποταξία και τέλος την παθιασμένη στράτευσή του στο πλευρό των καταπιεσμένων.
Ο Νιούτον Νάιτ στρατεύεται στο μέτωπο, όπως κάθε φτωχός λευκός του Νότου. Την ίδια ώρα, οι πλούσιοι γαιοκτήμονες μπορούν να γλυτώσουν αυτήν την υποχρεωτική στράτευση, καθώς για κάθε 20 μαύρους σκλάβους που κατείχε, ένας πλούσιος ιδιοκτήτης μπορεί να εξαιρέσει έναν αρσενικό συγγενή του από τον στρατό.
Το ίδιο ισχύει και για τις επιτάξεις: Ο στρατός των Νοτίων μπορεί να κατασχέσει κάθε περιουσιακό στοιχείο των φτωχών αγροτών, δεν ενοχλεί όμως τις μεγάλες γαιοκτησίες με τους αναρίθμητους μαύρους σκλάβους.
Πρόκειται για έναν πόλεμο των πλουσίων όπου σκοτώνονται αποκλειστικά οι φτωχοί. «Γι’ αυτούς (εννοεί τους γαιοκτήμονες και τους αξιωματικούς του στρατού) είμαστε όλοι νέγροι», συνειδητοποιεί ο κεντρικός ήρωας.
Η ιστορία είναι ολότελα αληθινή, αν και απόλυτα άγνωστη, τόσο στο κοινό των ΗΠΑ όσο και στο ελληνικό κοινό. Το ίδιο άγνωστη είναι και η εμβόλιμη ιστορία, που αφηγείται η ταινία μέσα σε μια δικαστική αίθουσα του Μισισιπή έναν αιώνα αργότερα: Οι απόγονοι του κεντρικού ήρωα, του Νιούτον Νάιτ, προέρχονταν άλλοι από τη νόμιμη λευκή σύζυγό του και άλλοι από τη μαύρη πρώην σκλάβα, με την οποία συζούσε μέσα στους βάλτους. Οι πρώτοι δεν ήθελαν να έχουν την παραμικρή σχέση με τους δεύτερους.
Και ο άνθρωπος που δικάζεται -στον 20ο αιώνα- στην Πολιτεία του Μισισιπή είναι ένας απόγονος του επαναστάτη Νιούτον Νάιτ και της μαύρης συντρόφου του. Ο ίδιος είναι μαύρος κατά το 1/8. Και το έγκλημά του: επιχείρησε να παντρευτεί με μια λευκή γυναίκα. Πράγμα απόλυτα επιλήψιμο και ποινικά κολάσιμο για μια Πολιτεία του Νότου στη μητρόπολη του «ελεύθερου κόσμου» της Δύσης. Η ταινία ξεκινά από την αίθουσα του δικαστηρίου για να κάνει αναδρομές στην ιστορία του προγόνου επαναστάτη Νιούτον Νάιτ.
Αυτή τη συναρπαστική υπόθεση αφηγείται με τρομερή ζωντάνια η ταινία μας. Θα περίμενε κανείς πως η υποδοχή των κριτικών θα ήταν διθυραμβική και ενθουσιώδης. Πόσο μάλλον που ο Μάθιου Μακ Κόναχι δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας και όλη η παραγωγή αποδεικνύεται εξαίρετη. Όμως ακριβώς εδώ πάνω ρίχτηκε άφθονη χολή από τους «ειδικούς» της 7ης τέχνης.
Όταν πρωτοπροβλήθηκε η ταινία στους κινηματογράφους, το 2016, ο σκηνοθέτης δέχτηκε την επίθεση των Νιου Γιορκ Τάιμς πως δήθεν η ταινία «διαστρεβλώνει την ιστορία», επειδή δεν προβάλλει πως σκοπός του αμερικάνικου εμφυλίου πολέμου ήταν η ανεξαρτησία των μαύρων σκλάβων αλλά πως ήταν ένας πόλεμος οργανωμένος από τους πλούσιους σε βάρος των φτωχών. Με άλλα λόγια, ενόχλησε πολύ η ταξική ματιά της ταινίας που παρουσίαζε μια πετυχημένη εξέγερση των «από τα κάτω» ενάντια στον πόλεμο των από πάνω.
Στην Ελλάδα, οι κριτικοί δεν στάθηκαν ούτε καν στο ύψος των βορειοαμερικανών συναδέλφων τους που επιχείρησαν να αντιτάξουν στην ταινία έναν πολιτικό λόγο. Στην Ελλάδα οι κριτικοί επιχείρησαν να μειώσουν την ταινία αποδίδοντάς της «αποσπασματικότητα» και «διδακτική αφήγηση» ενώ χρεώνουν «υπερβολικό παίξιμο» στον πρωταγωνιστή Μάθιου Μακ Κόναχι.
Εμείς, σας προτείνουμε να μην επηρεαστείτε από χολιασμένες κριτικές και να σχηματίσετε τη δική σας άποψη απολαμβάνοντας την ταινία απόψε. Και σας υποσχόμαστε πως δεν θα χάσετε.
*Προβάλλεται 22 Φλεβάρη 2022, στις 10.30 το βράδυ, στο κανάλι ALPHA).
Βλ. “Guns, Guts and Glory – ‘Free State of Jones’: A Movie Review. By Salah Shami”, in: “Workers Vanguard” No. 1093, 29 July 2016
https://www.icl-fi.org/english/wv/1093/jones.html
Σημείωση: Δεν είμαι ούτε μέλος ούτε εκπρόσωπος του http://www.spartacist.org και αναρτώ αυτό από μόνος μου.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!