Πραξικόπημα Καπ στη Γερμανία: Όταν το ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης σάρωσε την Ακροδεξιά

«Όποιος προχωρεί θα πυροβολείται», απειλή των ακροδεξιών πραξικοπηματιών στο Βερολίνο, το πρωινό του πραξικοπήματος

Γράφει ο Χάρης Παπαδόπουλος

Ξημέρωμα 13ης Μάρτη 1920. Ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις καταλαμβάνουν αιφνιδιαστικά το Βερολίνο. Η κυβέρνηση των σοσιαλδημοκρατών τρέχει πανικόβλητη να σωθεί στη Δρέσδη. Μετά στη Στουτγάρδη. Οι πραξικοπηματίες ανακοινώνουν πως εγκαθιδρύουν «κυβέρνηση δράσης» για να σωθεί η χώρα από τον κομμουνισμό. Επικεφαλής ο ακροδεξιός πολιτικός Καπ. Στο σύνολο της χώρας ο μισός στρατός υποστηρίζει το πραξικόπημα. Ο άλλος μισός περιμένει να δει πού θα γείρει η πλάστιγγα.

Όταν η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση κάνει έκκληση στο Γενικό Επιτελείο για προστασία της νομιμότητας, ο φον Ζέεκτ επικεφαλής του Επιτελείου απαντά με μια μνημειώδη δήλωση: «ο γερμανικός στρατός δεν θα πυροβολήσει τον γερμανικό στρατό». Η αποθάρρυνση κυριεύει την ηγεσία του SPD. Οι σοσιαλδημοκράτες κυβερνούσαν ήδη 14 μήνες. Στο διάστημα αυτό αποκεφαλίστηκε η ηγεσία της επαναστατικής αριστεράς: Δολοφονήθηκε η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λήμπκνεχτ. Τα Freikorps, εθελοντικά αποσπάσματα της Ακροδεξιάς, εξόντωσαν 20.000 επαναστάτ(ρι)ες σε Βερολίνο και Αμβούργο, Βαυαρία και Βρέμη, σύμφωνα με τον συγγραφέα Κρις Χάρμαν. Όλα έγιναν υπό την καθοδήγηση της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης.

Τώρα, όμως, τα πόδια γύρισαν να χτυπήσουν το κεφάλι. Τα Freikorps συμμετείχαν ολόθερμα στο πραξικόπημα. Πραγματικοί ηγέτες πίσω από τον Καπ ήταν ο Λύτβιτζ, πανεθνικός συντονιστής των σφαγών των κομμουνιστών και ο Παμπστ, οργανωτής της δολοφονίας των Λούξεμπουργκ και Λήμπκνεχτ. Μεταξύ των εισβολέων στο Βερολίνο και η ταξιαρχία Έρκχαρτ, ένα σώμα Freikorp της Βαυαρίας: η πρώτη μονάδα με σήμα τον αγκυλωτό σταυρό, πριν ακόμη αναχθεί σε ναζιστικό σύμβολο. Το πραξικόπημα τις πρώτες ώρες έμοιαζε ο απόλυτος θρίαμβος του τρόμου.

«Γενική απεργία διαρκείας»

Όμως, άρκεσε ένας άνθρωπος να υψώσει το ανάστημά του για να ανατραπεί το κλίμα. Ο Λίγκεν, επικεφαλής των συνδικάτων, ήταν ο μόνος από την ηγεσία του SPD που δεν εγκατέλειψε την πρωτεύουσα. Αντίθετα, κάλεσε άμεσα σε γενική απεργία διαρκείας απέναντι στο πραξικόπημα.

Ο Λίγκεν δεν ήταν επαναστάτης. Στάθηκε όλη του τη ζωή πολέμιος της επαναστατικής Αριστεράς και της Ρόζας Λούξεμπουργκ προσωπικά. Ο Λίγκεν υπήρξε ο εμπνευστής του άθλιου συνθήματος «τα συνδικάτα χρειάζονται ησυχία». Πωρωμένος γραφειοκράτης, αλλά με δυνατό ένστικτο αυτοσυντήρησης. Και την κρίσιμη ώρα δεν δίστασε να ανάψει το φυτίλι για τον εργατικό ξεσηκωμό.

Στο κάλεσμα για γενική απεργία, που κυκλοφόρησε στις 11 το πρωί την 13η Μάρτη, ο Λίγκεν πρόσθεσε όχι μόνο τη δική του υπογραφή, αλλά και αυτές των άλλων φυγάδων ηγετών. Όμως τις επόμενες ώρες με επείγοντα τηλεγραφήματά τους οι επικεφαλής της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης Έμπερτ και Νόσκε δηλώνουν δημόσια πως ποτέ δεν υπέγραψαν τέτοια έκκληση. Ακόμη και την ώρα του απόλυτου κινδύνου απέτασσαν με βδελυγμία την εργατική δράση κόντρα στην Ακροδεξιά.

Η απεργία ήταν δύσκολο να ξεκινήσει πετυχημένα: το πραξικόπημα έγινε Κυριακή. Όμως από την πρώτη μέρα τα τρένα σταμάτησαν  να κινούνται, ρεύμα και γκάζι κόπηκαν. Ο Καπ εξέδωσε εντολή: όσοι εργάτες απεργούν θα εκτελούνται επιτόπου. Αλλά τη Δευτέρα 14 Μάρτη η απεργία φούντωσε πέρα από την πρωτεύουσα. Στο Αμβούργο, το Ρουρ, τη Σαξονία, σε πόλεις και χωριά, ακόμη και στα αγροκτήματα της Ανατολικής Πρωσίας. Η απεργία θα συνεχίσει ακόμη και μετά τη συντριβή των πραξικοπηματιών, που ολοκληρώθηκε πριν κλείσει εβδομάδα. Το τζίνι βγήκε από το λυχνάρι και δεν έμπαινε εύκολα πίσω.

Μονάδα Έρκχαρτ από τη Βαυαρία: η πρώτη ομάδα Freikorps που χρησιμοποίησε ως σύμβολο τον αγκυλωτό σταυρό, πριν τον υιοθετήσει ως κομματικό του σύμβολο το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα του Χίτλερ.
Η μονάδα Έρκχαρτ χρησιμοποιήθηκε αρχικά από την Σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση στο Βερολίνο για τη σφαγή της Ρόζας Λούξεμπουργκ και των Σπαρτακιστών. Κατόπιν, η μονάδα πήρε μέρος στην ανατροπή των σοσιαλδημοκρατών από τον πραξικοπηματία Καπ.  

Ο «Κόκκινος Στρατός» του Ρουρ

Στα ιστορικά άρθρα, που αναφέρονται σ’ αυτή την περίοδο στη Γερμανία, υπάρχει ένας πολύ διαδεδομένος μύθος: πως η ειρηνική διαμαρτυρία της εργατικής τάξης κατάφερε μόνη της να σαρώσει το πραξικόπημα. Στην πραγματικότητα, οι εργάτες πήραν τα όπλα και συνέτριψαν τον στρατό σε μια σειρά μάχες στον δρόμο. Αλλιώς η ακροδεξιά θα είχε επικρατήσει τσακίζοντας τη γενική απεργία.

Σε πολλές περιοχές της Γερμανίας συστάθηκαν ένοπλες εργατικές μονάδες, που έμειναν γνωστές ως «Κόκκινος Στρατός», παρόλο που δεν είχαν ενιαία διοίκηση και δομή. Κέντρο της πρωτοβουλίας υπήρξαν τα ανθρακωρυχεία του Ρουρ. Και η πρώτη μάχη στον δρόμο έγινε στο Χάγκεν. Εκεί, μονάδες Freikorps, ενισχυμένες με πυροβολικό, επιχείρησαν να καταλάβουν εξ εφόδου τον σιδηροδρομικό σταθμό τη Δευτέρα 14 Μάρτη. Η μάχη εξελίχθηκε σε πανωλεθρία. 64 πραξικοπηματίες έπεσαν νεκροί, έναντι 7 εργατών. 100 περίπου στρατιώτες αιχμάλωτοι. Λάφυρο των εργατών: τα κανόνια.   

Το Ντόρτμουντ, λίγα χιλιόμετρα βορειότερα, καταλήφθηκε από τον στρατό. Δολοφονήθηκαν 7 απεργοί. Οργανώθηκε επιτροπή δράσης από ανεξάρτητους Σοσιαλδημοκράτες και κομμουνιστές. Τα τρένα μπλόκαραν τις ενισχύσεις στον στρατό, αντίθετα μετέφεραν ένοπλους εργάτες από το Χάγκεν και το υπόλοιπο Ρουρ. Ο στρατός εγκατέλειψε εσπευσμένα την πόλη, κάτω από καταιγισμό πυρών. Και υποχωρώντας στο Ρεμτσχάϊλντ έπεσε σε ενέδρα. Σκοτώθηκαν 33 εργάτες, αλλά η φρουρά του Ντόρτμουντ εξολοθρεύθηκε. Ο οπλισμός της: λεία του Κόκκινου Στρατού.

Στις 18 Μάρτη ξεκίνησε η μάχη της Έσσης. Εδώ η αστυνομία και η σοσιαλδημοκρατική πολιτοφυλακή είχαν ταχθεί με το πραξικόπημα και είχαν διαλύσει την τοπική εργατική επιτροπή δράσης δολοφονώντας πολλούς απεργούς. Στην έφοδο του Κόκκινου Στρατού οι πραξικοπηματίες πολέμησαν λυσσασμένα, υπερασπίζοντας βήμα-βήμα κάθε κτίριο. Πάρα πολλές απώλειες είχαν και οι δύο πλευρές στα σφαγεία, όπου ταμπουρώθηκε η αστυνομία. Υπερίσχυσαν οι εργάτες. Ο Κόκκινος Στρατός έφτασε στο κέντρο της πόλης το πρωί στις 19 Μάρτη πολεμώντας σε κάθε στενό. Το Δημαρχείο καταλήφθηκε το μεσημέρι. Αργότερα έπεσε ο σιδηροδρομικός σταθμός και το ταχυδρομείο. Όσοι πραξικοπηματίες σώθηκαν, χρειάστηκε να εγκαταλείψουν τον οπλισμό τους για να τρέξουν.

Η πτώση της Έσσης σήμανε γενική κατάρρευση του πραξικοπήματος. Τα Freikorps αποσύρθηκαν άμεσα από το Ντύσσελντορφ και μια σειρά άλλες πόλεις. Ακολουθώντας τους προέλαυνε ένας Κόκκινος Στρατός 50.000 μαχητών με βαρύ πυροβολικό.

Η ίδια ακριβώς εικόνα υπήρχε στη Σαξονία και ακόμα περισσότερο στη Θουριγγία, όπου οι εθελοντές του Κόκκινου Στρατού συνέτριψαν παντού τις δυνάμεις της Ράιχσβερ και τα Freikorps.

Εθελοντές μαχητές του Κόκκινου Στρατού του Ρουρ εξοπλίζονται για τη μάχη

Από τον θρίαμβο στη συντριβή

Οι ηγέτες του πραξικοπήματος στο Βερολίνο το έσκασαν  καταφεύγοντας στη Σουηδία. Θα παραμείνουν ανενόχλητοι, εισπράττοντας ως το τέλος της ζωής τους κανονικά τους παχυλούς μισθούς και τις συντάξεις τους.

Στη Γερμανία όπου κόχλαζε η εξέγερση, για λίγο υπήρξε ένα κενό εξουσίας. Τελικά θα σχηματιστεί με διαβουλεύσεις νέα κυβέρνηση, με τους σοσιαλδημοκράτες και τα κόμματα του κέντρου, πιο δεξιά από αυτή που ανέτρεψε ο Καπ. Και η εργατική τάξη, που είχε δώσει επική μάχη, θα βρεθεί τελείως στο περιθώριο.

Ακόμη και οι Κόκκινοι Στρατοί θα φυλλορροήσουν. Τον επόμενο μήνα θα σφαγούν ανελέητα από τη νέα κυβέρνηση και τα απαραίτητα Freikorps. Τον Απρίλη 1920 στο Ρουρ θα εφαρμοστεί για πρώτη φορά η θηριωδία που θα ζήσει αργότερα από τον Χίτλερ όλη η Ευρώπη.

Πώς χάθηκε η ευκαιρία;

Στην ιστορία που εξετάζουμε ίσχυσε απόλυτα το ρητό του Ναπολέοντα: «Τις μάχες τις κερδίζουν οι φαντάροι και τις χάνουν οι στρατηγοί». Η εργατική τάξη και τα οργανωμένα μέλη της επαναστατικής αριστεράς επέδειξαν απίστευτο ηρωισμό. Αλλά οι ηγέτες της, μπρος στην ιστορική στιγμή, μετρήθηκαν και βρέθηκαν λειψοί.

Στη γενική απεργία και στις μάχες με τον στρατό κατέβηκαν και οι Σοσιαλδημοκράτες εργάτες, και οι Ανεξάρτητοι Σοσιαλδημοκράτες και φυσικά οι Κομμουνιστές. Οι επιτροπές δράσης και οι Κόκκινοι Στρατοί σχηματίζονταν από μαχητές και των τριών κομμάτων.

Αλλά οι ηγέτες της Σοσιαλδημοκρατίας ήταν οργανικά ανίκανοι να αναλάβουν την ευθύνη της καθοδήγησης του κινήματος.

Αριστερά τους το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, με 800.000 μέλη και 5 εκατομμύρια ψήφους. Το κόμμα αυτό κήρυττε τον σοσιαλισμό και διέθετε αξιόλογους μαχητές. Αλλά τις μέρες του πραξικοπήματος του Καπ απλώς ακολουθούσε διστακτικά τη βάση του.

Όταν κατέρρευσε το πραξικόπημα, η ηγεσία του κόμματος πέρασε όλες τις μέρες συνεδριάζοντας. Για να μην καταλήξει σε καμιά πρακτική πρωτοβουλία απολύτως. Απλά δεν ήξεραν τι να κάνουν μετά την νίκη.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε βιώσει μια οδυνηρή διάσπαση λίγο καιρό πριν το πραξικόπημα. Είχε εξαναγκάσει σε αποχώρηση την αριστερίστικη πτέρυγά του. Αλλά και η ηγεσία, που παρέμεινε, δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Μόλις κηρύχθηκε η απεργία στο Βερολίνο, το κόμμα επιχείρησε να τη φρενάρει. «Η εργατική τάξη δεν πρέπει να κουνήσει ούτε το δαχτυλάκι της για να υπερασπιστεί την κυβέρνηση» ανακοίνωσε η ηγεσία του Κ.Κ. Ενώ οι εργάτες -και οι κομμουνιστές μαζί- ρίσκαραν το κεφάλι τους απεργώντας κατά της Ακροδεξιάς, το κόμμα τούς έστρεφε την πλάτη με έπαρση. Τρεις μέρες μετά το Κ.Κ. μπήκε στην απεργία. Για να διαπράξει τώρα ένα δεξιότατο λάθος: Προσπαθούσε να εμποδίσει τον εξοπλισμό της εργατικής τάξης.

Ταυτόχρονα, στο Ρουρ των συγκλονιστικών μαχών με τον στρατό των πραξικοπηματιών το Κ.Κ. κυκλοφορούσε την προκήρυξη: «Εργάτες, μην βγαίνετε στους δρόμους! Καθημερινές συγκεντρώσεις στα εργοστάσια! Μην αφήνετε τους αντεπαναστάτες να σας προβοκάρουν».

Στην εργατούπολη του Αμβούργου κυριαρχούσε πριν το πραξικόπημα η αριστερίστικη αντιπολίτευση που είχε αποχωρήσει από το Κ.Κ. «Γενική Απεργία σημαίνει Γενική Ανοησία» ήταν το κεντρικό της σύνθημα. Οι πιο προχωρημένοι εργάτες του Αμβούργου τούς προσπέρασαν και στράφηκαν μαζικά στο Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, μόνο για να χαθούν μαζί του στη σύγχυση τις μέρες που ακολούθησαν την πτώση του Καπ.

«Οι προλετάριοι στέκονταν σε πυκνές γραμμές… Είχαν φέρει τα όπλα και τις κόκκινες σημαίες τους. Ήταν έτοιμοι να κάνουν το οτιδήποτε, να δώσουν τα πάντα, ακόμη και τη ζωή τους.

Και μετά, συνέβη το αδιανόητο.

Από τις 9 το πρωί οι μάζες στέκονταν μέσα στο κρύο και την ομίχλη.  Οι ηγέτες τους κάπου συνεδρίαζαν. Η ομίχλη σηκώθηκε και οι μάζες στεκόντουσαν πάντα εκεί. Οι ηγέτες τους συνεδρίαζαν. Σήμανε μεσημέρι και στο κρύο προστέθηκε η πείνα. Και οι ηγέτες συνεδρίαζαν.

Οι μάζες διακατέχονταν από πυρετώδη ενθουσιασμό. Χρειάζονταν μια πράξη, έστω μια λέξη για να ηρεμήσουν. Όμως κανείς δεν γνώριζε τι πρέπει να κάνει, επειδή οι ηγέτες συνεδρίαζαν.

Η ομίχλη ήρθε ξανά και μαζί της ήρθε το σούρουπο. Οι μάζες επέστρεψαν σπίτι τους λυπημένες. Ήθελαν μεγάλα πράγματα, όμως δεν έκαναν τίποτα. Επειδή οι ηγέτες τους συνεδρίαζαν. Πέρασαν ολόκληρο το απόγευμα και το βράδυ συνεδριάζοντας και όταν ήρθε η αυγή συνέχισαν τη συνεδρίαση από εκεί που είχε διακοπεί».

(μαρτυρία από την νικητήρια προλεταριακή συγκέντρωση στο Βερολίνο, από το βιβλίο του Πιερ Μπρουέ «Η Γερμανική Επανάσταση 1917 – 1923». Εμείς το αλιεύσαμε από το έργο του Κρις Χάρμαν «Η ΧΑΜΕΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, Γερμανία 1918 – 1923», Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο)

*Το άρθρο είναι δημοσιευμένο στην εφημερίδα «Η Κόκκινη» φ. 7 (Μάρτης 2020).

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s