«Είσαι δώδεκα, αλλά έχεις πάψει να είσαι παιδί προ πολλού»

Της Αγγελικής Ρουμελιώτου,

Επιμελήτριας Ανήλικων Δικαστηρίου Καλαμάτας, Κοινωνικής Λειτουργού, Γ. Γραμματέα Ε.Π.Α. Καλαμάτας

με αφορμή τις αληθινές συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων Ρομά στις ευρύτερες περιοχές των Δήμων Καλαμάτας και Μεσσήνης

Βάλτε γαλότσες γιατί η λάσπη είναι πολλή. Ελάτε να περπατήσουμε, τώρα, που η μέρα ξεκινά, ανάμεσα σε «γύφτικες» παράγκες από αυτές που έχουν αφεθεί πια στην μοίρα τους, στο άβατό τους, στην εξαθλίωσή τους.

Μην τρομάξετε, θα δείτε παιδιά να ξυπνούν στο χώμα, ανάμεσα σε καλάμια, να περνούν το ποτάμι για να πάνε απέναντι στο χωράφι για τουαλέτα, και άνιφτα, αχτένιστα, βρώμικα, δύσοσμα να πηγαίνουν μέχρι το κοντινό περίπτερο για να πάρουν καφέ και τσιγάρα.

Δεν πάνε σχολείο γιατί βρωμάνε, γιατί δεν καταλαβαίνουν τίποτε από αυτά που λένε εκεί, γιατί τα λένε γυφτάκια, γιατί δεν έχουν με τι να πάνε, γιατί δεν το χρειάζονται ρε αδελφέ το σχολείο.

Τι να το κάνεις να μάθεις να μετράς, να γράφεις, να ξέρεις ότι λίγο πιο έξω ο κόσμος αλλάζει, αν δεν ξέρεις ότι υπάρχει κόσμος λίγο πιο έξω;

Τι να τα κάνεις τα νούμερα; Αυτά τα λίγα που χρειάζονται, τα ξέρεις. Τόσα παιδιά, τόσο επίδομα από κει, τόσο από δω, τόσα λεφτά από τη ζητιανιά, τόσα από τα μανουσάκια που έφερε ο μικρός, τόσοι οι μήνες της φυλακής, τόση η εγγύηση, πρώτη και δεκαπέντε το παρόν.

Μέχρι εκεί τα νούμερα. Τι να τα κάνεις τα άλλα;

Τι να το κάνεις το σχολείο όταν παντρεύεσαι στα δώδεκα και γεννάς στα δεκατρία και όλοι δίπλα σου χορεύουν και γελάνε με τη χαρά που ήρθε, ανάμεσα σε πυροβολισμούς από καραμπίνες, και κανείς δεν κλαίει για την παιδικότητά σου που πέθανε σε μια νύχτα απαγωγής. Στον εικοστό πρώτο αιώνα αυτά, τον αιώνα της παιδικής προστασίας…

Κανείς δεν στεναχωριέται που έφτασες δεκαπέντε και ακόμα το κράτος δεν ξέρει ότι υπάρχεις αφού η μάνα σου δε σε έγραψε γιατί δεν είχε χαρτιά. Ούτε η μάνα της είχε. Δεν υπάρχεις παρά μόνο για κείνους τους πενήντα-εξήντα που φτιάξανε τσαντίρια γύρω από το δικό σου και σε φωνάζουν με ένα δικό τους όνομα, και ας μην έχεις. Και ας μην υπάρχεις. Και στο ποτάμι να πνιγείς καθώς φουσκώνει το χειμώνα, κανείς δεν θα το μάθει. Αφού δεν γεννήθηκες, δεν πεθαίνεις κιόλας.

Κανέναν δεν απασχολεί το ότι είσαι δώδεκα αλλά έχεις πάψει να είσαι παιδί προ πολλού.

Και αν τον απασχολήσει θα είναι τότε που θα έχει ξεχειλώσει τόσο η ζούγκλα του καλαμιώνα σε ένα μεγάλωμα χωρίς αξίες, αρχές, όρια, κανόνες, χωρίς καμιά συναίσθηση των συνεπειών της πράξης και θα σε φορτώσουν, εκείνοι οι λίγοι αλλά παλιοί του είδους, στο πρώτο σαραβαλιασμένο αγροτικό για να σε δοκιμάσουν στις κλοπές, στα καλώδια, στα παλιοσίδερα. Μπορείς αλήθεια;

Και καθώς εσύ θα είσαι φορτωμένος σε κείνο το αγροτικό σαράβαλο, μπορεί με καθαρό μυαλό, μπορεί και με φτιαγμένο, γεμάτος τατουάζ αυτοσχέδια, καμωμένα από κείνον που βγήκε πριν δυο μέρες από τη φυλακή, ο κόσμος θα αρχίσει να ανησυχεί. Και καλά κάνει. Άργησε, το ξέρω, αλλά είναι η στιγμή που η ανάσα του καλαμιώνα ακούμπησε το περβάζι του έξω κόσμου.

Τότε θα αρχίσουν κάποιοι σχολιαστές να καταριούνται και να ζητούν κρέμασμα στις πλατείες. Μόνη λύση, θα λένε. Αλλιώς να φύγουν!

Τότε θα αρχίσουν οι τοπικές και κεντρικές αρχές να (ξανα-) αναρωτιούνται. Τι φταίει;

Και όλοι μαζί θα αναρωτιούνται πώς γίνεται να μαζέψουμε το κακό που ήρθε;

Να ανοίξουμε κι άλλο τις φυλακές θα λένε κάποιοι, λες και οι φυλακές μπορούν να σε αλλάξουν σε καλύτερο άνθρωπο. Κανείς δεν θα ασχοληθεί με το πώς έγινες απάνθρωπος.

Και τότε όλοι αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι το κακό δεν μπορεί να μαζευτεί πια, όσες φυλακές και αν ανοίξεις, όσα μέτρα και να πάρεις. Γιατί η ζημιά έχει ήδη γίνει.

Έγινε σιγά σιγά, σαν την υγρασία που μπήκε στις ψυχές των παιδιών καθώς έψαχναν για τα τσιγάρα τους αντί για το ζεστό τους γάλα.

Μπήκε στις ψυχές τους τότε που κανείς δεν υπήρχε να τους μιλήσει και να τα ακούσει, να τα μάθει να ονειρεύονται, να θέλουν να μάθουν, να μιλούν για συναισθήματα, να σέβονται. Να σχεδιάζουν το μέλλον τους. Το δικό τους μέλλον έξω από τον καλαμιώνα. Και γιατί όχι; Να λένε καλημέρα, συγνώμη και ευχαριστώ.

Μην νομίζετε ότι είναι αυτονόητα αν μεγαλώνεις στα καλάμια, με ξένα παπούτσια και κλεμμένο ποδήλατο· αυτά τα απλά είναι η πρώτη γραμμή άμυνας απέναντι στην παραβατικότητα που σε φλερτάρει στα δώδεκα.

Με τον καιρό όλα θα ησυχάσουν πάλι.

Οι άνθρωποι θα γυρίσουν στις δουλειές τους.

Τα παιδιά στα τσαντίρια θα συνεχίσουν να ζουν μέσα στην εξαθλίωση των αρχών, των αξιών, των κανόνων, των σχέσεων, της εκμετάλλευσης, της αγραμματοσύνης. Του δούναι και λαβείν. Του νταλαβεριού. Του πάρε-δώσε, ακόμη και αν αυτό που δίνεται είναι τα ίδια τα παιδιά.

Στην κόψη εκείνου του ξυραφιού που μοιάζει με κύκλο και από τη μία κόβει τα δικά τους πόδια και από την άλλη καταστρέφει άλλους.

Αν υπάρχει ελπίδα για ένα μέλλον λίγο πιο ξάστερο, αυτή είναι η πρόληψη και η προστασία των παιδιών που γεννιούνται και μεγαλώνουν σε τέτοιες συνθήκες παραβίασης, παραμέλησης και εξαθλίωσης και που με μαθηματική ακρίβεια οδηγούνται στο περιθώριο…

  • Το κείμενο αλιεύσαμε από τη σελίδα της ΕΛΛΑΝ ΠΑΣΣΕ – Πανελλαδική Συνομοσπονδία Ελλήνων Ρομά

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s