
Γράφει η Αθηνά Παπανικολάου
Η ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη στην τελευταία της συλλογή, «Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον» εκδ. ΠΟΛΙΣ, ήρθε να με συναντήσει σε μια εποχή που οι ζώσες συνομιλίες σχεδόν εξαφανίσθηκαν κι η ποίηση έγινε ο κοινός τόπος όπου ανταμώνω με τον Άλλον.
Η ποίηση βέβαια ήταν πάντα ο μόνος τόπος που συναντιούνταν οι ψυχές χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς σύνορα, χωρίς απαγορεύσεις, χωρίς συρματοπλέγματα και διαχωρισμούς. Γράφει η ποιήτρια:
«Σε όλες τις εποχές δεν βρέθηκε ποτέ χώρος για μας
Μα ποιοι άνθρωποι άραγε ποτέ τους συναντιούνται;
Άλλωστε κάπως πρέπει να δικαιολογεί την ύπαρξή της και η ποίηση.
Η μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν» (Η ΜΟΝΗ ΓΗ)
Η Χλόη είναι καταξιωμένη ποιήτρια, δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Θα μπορούσα με ευκολία να επαναλάβω τις κοινοτοπίες: Πόσο καλά χειρίζεται τις λέξεις, τι εμπνευσμένη που είναι, με πόση μαστοριά στήνει το υλικό της. Γνωστά όλα και πολύ φοβούμαι πως θα αδικήσουν την πρόσφατη συλλογή που έχει μια πρωτοτυπία:
Είναι προσωπική εξομολόγηση και ταυτόχρονα πολιτική ποίηση με την έννοια πως σε κάθε ποίημα, ειδικά με την κατακλείδα, η ποιήτρια παίρνει ξεκάθαρη θέση απέναντι στους λογοτέχνες, ποιητές, πεζογράφους, θεατρικούς συγγραφείς που διαμόρφωσαν τον αναγνωστικό της κόσμο αλλά και στα μυθιστορηματικά πρόσωπα των έργων τους. Παίρνει, όμως, και θέση απέναντι στην Ποίηση και τον ρόλο της δίνοντας τον ευθύ λόγο και τον πρωταγωνιστικό ρόλο στους ίδιους τους λογοτέχνες που έχουν ήδη περάσει στην αιωνιότητα.
Εκείνο που διακρίνει την Κουτσουμπέλη είναι πως πάντα τοποθετείται δημόσια με ευθύτητα και κριτικό λόγο στα κοινωνικοπολιτικά συμβάντα της εποχής της. Η ποίησή της είναι η εσωτερική προέκταση αυτών των δημόσιων καταθέσεών της κι αυτή η συλλογή είναι μια τέτοια θέση και κατάθεση.
Κάθε ποίημα είναι η συνομιλία της ποιήτριας με ομοτέχνους της, Έλληνες και ξένους, είναι ένας εσωτερικός μονόλογος κι ένα θεατρικό αναλόγιο που προέκυψε από την προσεκτική προσέγγιση βίου κι έργων, τις προσωπικές προσλαμβάνουσες κυρίως από τη ζωή τους, ζωές ταραγμένες που διοχέτευσαν την αγωνία και τις αναζητήσεις τους στη συγγραφή. Κάθε ποίημα ένα μονόπρακτο έργο με δυνατές εικόνες και ψυχαναλυτικές προεκτάσεις, με απρόσμενες ανατροπές που απομυθοποιούν την κατεστημένο αφήγημα.
Ο τρόπος που στήνει το υλικό της, οι λέξεις που επιλέγει κι η ατμόσφαιρα που δημιουργεί, διαμορφώνουν τη διαχωριστική γραμμή που ξεχωρίζει το ποίημα από τη φιλολογική μελέτη, από ένα στεγνό δοκίμιο βιογραφίας ή μιας θεατρικής κριτικής.
Πιθανόν να αναρωτηθεί ο/η αναγνώστης/τρια τι είναι τελικά αυτή η συλλογή;
Είναι μια στεγνή άσκηση ποιητικής, μια ποίηση για την ποίηση, μια τέχνη για την τέχνη, μια εγκεφαλική δημιουργία της καλής τεχνίτριας που μετατρέπει σε στίχους τα ερεθίσματα που κατά καιρούς έχει δεχτεί στην περιδιάβασή της στη λογοτεχνία, το θέατρο, τον μύθο, το παραμύθι, στα εμβληματικά πρόσωπα της θρησκείας, στην τραγωδία, στη ζωγραφική, στην ίδια τη ζωή της; Το αντίθετο συμβαίνει.
Είναι καθαρή ποίηση.
Κοινός τόπος όλων η μοναξιά, κοινός τόπος η βάσανος της ζωής που γεννά κάθε Τέχνη, κοινός τόπος η ποίηση μεταμορφωμένη σε σανίδι θεατρικής σκηνής, όπου ένας-ένας μπαίνουν οι ήρωες του έργου κι απευθύνονται στο κοινό με σπαρακτικούς μονολόγους.
Τα ποιήματα της Χλόης Κουτσουμπέλη συγκροτούν μια ιδιότυπη «επιστολογραφία» βαθέως συναισθήματος, έναν διάλογο με τα γραπτά που διάβασε κι έγιναν οι φανοί της πορείας της, που έσκυψε με αγάπη και προσοχή στις προσωπικότητες που μελέτησε, μιας «σκηνοθέτριας» που έστησε τις λέξεις της πάνω στην αφόρητη μοναξιά του λευκού χαρτιού, ακριβώς σαν τον ποιητή του τελευταίου ποιήματος, τον ποιητή Όμικρον όταν στο τέλος της διαδρομής συνειδητοποιεί με την τελευταία λέξη την απογύμνωση της ψυχής του.
Πικρό, δηκτικό αλλά ειλικρινές σχόλιο για τη λειτουργία της τέχνης της: «Πόσο γυμνός ένιωσε ο ποιητής Όμικρον όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί» Ο ποιητής Όμικρον είναι όλοι οι ποιητές κι οι ποιήτριες, είναι η ίδια η ποιήτρια που έχει επίγνωση της βασανιστικής διαδικασίας της γραφής και των ορίων της.
Κάθε γραφή κι ένα ρούχο που βγαίνει από το σώμα, μέχρι λέξη τη λέξη να φτάσει στην πλήρη μοναξιά, μέχρι να παραδώσει τον πάπυρο, την πένα, το πλήκτρο του υπολογιστή σα σκυτάλη στα χέρια του επόμενου δημιουργού: «Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά κάθεται στο γραφείο του και γράφει.» Ποτέ δεν θα σταματήσει αυτή η διαδικασία, αιώνες κρατάει η πορεία της. Πολλές και διαφορετικές οι πηγές της έμπνευσης της νέας συλλογής όπως αποδεικνύουν κι οι τίτλοι που ενδεικτικά καταγράφω: Τα κουλουράκια της Σύλβια Πλαθ, Το αυγό του Κώστα Κρυστάλλη, Ο Τζακ κι η φασολιά, Ηλέκτρα, Η Λήδα κι ο κύκνος.
Μια διαφορετική δημιουργία η ποιητική της Χλόης Κουτσουμπέλη ερεθίζει τη σκέψη και τα συναισθήματα, συνεπαίρνει, προκαλεί δεύτερη και τρίτη ανάγνωση καθώς είναι πολυεπίπεδη, απαιτεί υψωμένες αντένες, όπως είχε γράψει κι ο Καρυωτάκης, στον οποίον αφιερώνεται κι ένα από τα ποιήματά της, και ετοιμότητα για γενναία ενδοσκόπηση. Κάποια όμως από τα ποιήματα της συλλογής εκλύουν από την πρώτη ανάγνωση γνήσια συγκίνηση. Ξεχώρισα τα: «ΤΟ ΑΥΓΟ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗ», «ΜΥΣΤΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ», «Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ», «Η ΜΟΝΗ ΓΗ».
Η ΜΗΤΕΡΑ ΣΑΒΑΝΟ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ
Η μήτρα της μάνας μου κυοφορούσε αδέρφια.
Ο Κόντε τη βίαζε τα βράδια.
Εγώ υπήρξα καρπός σκεβρωμένος δέντρου χωρίς φύλλα.
Όταν ο υποτιθέμενος πατέρας πέθανε,
η μάνα παντρεύτηκε ξανά,
ο νέος γιος τη βύζαινε πιο άπληστα από μένα.
Κάθε μέρα έτρωγε ένα κομμάτι απ’ το κορμί της
Κι αυτή του πρόσφερε το στήθος της με απόλαυση.
Τώρα εδώ στην Κέρκυρα δεν έχω συγγενείς.
Χιονίζει διαρκώς.
Ρίχνω κόκκινο κρασί στον πάγο για να λιώσει.
Τα καλντερίμια ολοένα και στενεύουν.
Οι άνθρωποι όταν με συναντούν
κρύβονται πίσω απ’ το καπέλο.
Η πένα σπάει πάνω στο χαρτί.
Έχω αφήσει τα μάτια της ψυχής μου ανοιχτά
και μπαίνουν μέσα πλάσματα αλλόκοτα
σβήνουν το καντηλέρι
μουρμουρίζουν
τις νύχτες σέρνονται στο δέρμα μου.
Δικόγραφα φτάνουν νυχθημερόν
δικάζομαι και ξαναδικάζομαι συνέχεια
γιατί πολύ λατρεύω μια μητέρα-σάβανο
που η σάρκα της μυρίζει μούχλα.
Το θηλυκό κορμί έχει δαγκάνες
κρύβει ολέθριες παγίδες
κι έναν λαβύρινθο στο κέντρο
κι έτσι μόνος μου
χαράζω με σουγιά
το βράδυ τους καρπούς μου
και αίμα συλλέγω σε δοχείο
για να μπορώ μ’ αυτό να γράφω
εγώ, ο Ιερομόναχος Διονύσιος,
παιδί άπιστης μάνας
αδελφός ξένων παιδιών
εραστής άυλων γυναικών.
Ποιητής.
* Πρώτη δημοσίευση στην «Κόκκινη».
**Η Αθηνά Παπανικολάου είναι φιλόλογος. Εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση για 34 χρόνια, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2020, οπότε κι αφυπηρέτησε. Ζει στη Θεσσαλονίκη.