
Γράφει η Εύα Γαγάνη
Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα. Μετράει τ’ άστρα στο Αφγανιστάν. Άραγε τα αστέρια του ουρανού στο Αφγανιστάν είναι ίδια με αυτά του δικού μας ουρανού; Ρητορική, προφανώς, η ερώτηση. Άλλωστε όλα μας ξέρουμε πως ο ουρανός είναι κοινός.
Αλήθεια, μακάρι να συνέβαινε το ίδιο και με τη γη.
Κάθε φορά που βλέπει πεφταστέρι, κάνει την ίδια πάντα ευχή. Να τα καταφέρει. Να φύγει, μήπως και ζήσει. Να φύγει, μήπως και κάποια στιγμή μπορέσει να ξεχάσει. Μονάχα η σημερινή και η αυριανή μέρα τού απομένουν. Από εκεί και πέρα οι ελπίδες στερεύουν.
Κι όμως, το όνειρο γίνεται πραγματικότητα. Ή, τουλάχιστον, έτσι νομίζει. Περνάει το Ιράν και διασχίζει ολόκληρη την Τουρκία. Λίγα μονάχα χιλιόμετρα τον χωρίζουν από την «καινούρια αρχή». Λίγα μονάχα χιλιόμετρα από τη δήθεν «πολιτισμένη Ευρώπη».
Προσπαθώντας, όμως, να τα διασχίσει, συναντά στο τέλος του δρόμου, στα σύνορα Τουρκίας-Ελλάδας, στον ποταμό Έβρο, έναν μεγάλο φράχτη. Έναν φράχτη από τσιμέντο και ατσάλι, που φτιάχτηκε απλώς και μόνο για να εμποδίζει άτομα σαν και αυτό να περάσουν στην Ελλάδα.
Έναν φράχτη που σχεδιάστηκε και πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια και την ανοχή όλων ανεξαιρέτως των κυβερνήσεων από το 2007 έως και σήμερα· με την τωρινή, φυσικά, κυβέρνηση να έχει βάλει την κορωνίδα στην «τελειοποίησή» του και την αστυνομία να φωνάζει περήφανα πως: «δεν πέφτει ούτε με άρμα».
Ένα φράχτη, που φτιάχτηκε, ουσιαστικά, για να μετράει θύματα.
Αλλά ας μη μείνουμε μόνο στον φράχτη αυτό καθ’ εαυτόν. Η Ε.Ε., γενικότερα, αλλά και η Ελλάδα, ειδικότερα, έχει δείξει με πάμπολλους τρόπους την ολωσδιόλου εχθρική της στάση απέναντι στους πιο ταπεινούς και καταφρονεμένους ανθρώπους αυτού του κόσμου. Τους πρόσφυγες. Και η τρέχουσα πανδημία, μάλιστα, έδωσε άλλη μια αφορμή, για την επιπλέον καταπίεσή τους.
Όχι μόνο τους κλείσαμε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, που τα βαφτίσαμε «κέντρα φιλοξενίας», για να μην ακούμε καθημερινά την ξεφτίλα μας με το πραγματικό της όνομα· αλλά στο όνομα της πανδημίας, τους απαγορεύσαμε να βγαίνουν έξω από το κελί τους. Τις/τους κρατήσαμε απομονωμένες/ους, συχνά χωρίς καν τις απαραίτητες προμήθειες, μακριά από ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, στο περιθώριο, φυλακισμένες/ους. Ακόμα και όταν τα στρατόπεδα έπιασαν φωτιά.
Γιατί, από ό,τι φαίνεται, για την Ε.Ε. και την Ελλάδα, οι μετακινήσεις οφείλουν να παραμείνουν απαγορευμένες υπό κάθε συνθήκη. Τα «άρια» ευρωπαϊκά μας σύνορα πρέπει να είναι θωρακισμένα και προστατευμένα από οποιοδήποτε μπορεί να τα βλάψει, αδιαφορώντας, φυσικά, για την ουσία των λόγων μετακίνησης αυτών των ανθρώπων.
Όλες, όλα και όλοι εμείς, όμως, που ονειρευόμαστε και παλεύουμε για έναν κόσμο ελεύθερο και δίκαιο, βλέπουμε στο πρόσωπο κάθε πρόσφυγα έναν καταπιεσμένο αδερφό. Κάθε προσφύγισσα είναι μια αδερφή που αγωνίζεται, χωρίς να της έχει χαριστεί το παραμικρό, για την επιβίωσή της. Αυτό ακριβώς εννοούμε όταν λέμε πως οι μετανάστες είναι αδέλφια ταξικά και όταν βροντοφωνάζουμε για ανοιχτά σύνορα· και δεν έχουμε σκοπό να κάνουμε καμία έκπτωση πάνω σε αυτό.
Γιατί δεν νοείται κίνημα που να παλεύει για την απελευθέρωση της εγχώριας εργατικής τάξης, χωρίς να ασπάζεται τον αγώνα των προσφύγων για ζωή και ελευθερία και να τον εντάσσει στο δικό του αγώνα. Δεν νοείται κίνημα που να μη βροντοφωνάζει πως τα πνιγμένα σώματα στο Αιγαίο είναι δολοφονίες και τα pushbacks / επαναπροωθήσεις είναι βασανιστήρια, που φέρουν κυβερνητική υπογραφή.
Και απέναντι σε κάθε φωνή μίσους και ρατσισμού, δεν θα σταματήσουμε να υποστηρίζουμε με τη φωνή και το σώμα μας, πως οι μετανάστριες/ες είναι απολύτως ευπρόσδεκτες/οι στη γεωγραφική περιοχή που ονομάζεται Ελλάδα, στις γειτονιές, τις δουλειές, τα πανεπιστήμια και τις παρέες μας. Δεν θα σταματήσουμε να το φωνάζουμε, μέχρι να μην υπάρχει πια λόγος να το φωνάζουμε. Μέχρι να καταλάβουμε επιτέλους πως πρέπει να χτίζουμε γέφυρες, ρε γαμώτο, και όχι φράχτες.
*Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η ΚΟΚΚΙΝΗ, φύλλο 12ο, Σεπτέμβρης 2021