Αν δεν υπήρχαν οι μύγες // Αζίζ Νεσίν

Aziz Nesin By necmi oguzer | Famous People Cartoon | TOONPOOL

Aν δεν υπήρχαν οι μύγες

Όταν ήταν δέκα χρονών έλεγε:

– Αχ, να είχα μια τσάντα! Αχ, να είχα κι εγώ σαν τα άλλα παιδιά βιβλία, παιχνίδια… Να είχα και μυθιστορήματα… Θα ‘βλεπαν τότε πώς θα διάβαζα. Δεν έχω απολύτως τίποτα. Πώς να διαβάσω έτσι;

Όταν έφτασε σε ηλικία δεκατριών ετών, απέκτησε κι αυτός βιβλία, τετράδια, τσάντα και παιχνίδια, όπως και τα άλλα παιδιά. Αλλά και πάλι δεν μπορούσε να διαβάσει.

– Μα εγώ δεν έχω τα ρούχα που έχουν οι φίλοι μου. Μένουμε στο ίδιο δωμάτιο όλοι μαζί, η μαμά μου, ο μπαμπάς μου, τα αδέρφια μου κι εγώ. Μπορεί κανείς να διαβάσει σ’ ένα τόσο ασφυκτικό περιβάλλον; Να είχα κι εγώ ένα γραφείο, ένα ολόδικό μου γραφείο κι ένα ντουλάπι… Θα ‘βλεπαν τότε πως θα διάβαζα…

Στα δεκαοκτώ του απέκτησε το δικό του δωμάτιο.

– Πώς να διαβάσει ένας άνθρωπος στην ηλικία μου αν δεν έχει στην τσέπη του ούτε δέκα λίρες για χαρτζιλίκι; Πρέπει να πάρω βιβλία, εικόνες. Αχ, αχ και τότε θα ήξερα κι εγώ μια χαρά πώς να διαβάσω.

Στα είκοσι χρόνια του εκπληρώθηκαν οι επιθυμίες του.

– Αχ να τελείωνε αυτό το σχολείο… Άλλο πράγμα η ζωή κι άλλο το σχολείο. Όταν βγάλω τη σχολή θα δουλέψω τόσο πολύ, μα τόσο πολύ… θα γράψω ένα σπουδαίο έργο. Αχ, αχ, να τελείωνε η σχολή!

Στα είκοσι τέσσερα χρόνια του, όταν τελείωσε τη σχολή, έλεγε:

– Δεν μπορώ με κανέναν τρόπο να γράψω. Το μυαλό μου είναι συνέχεια στον στρατό. Αχ να τελειώσω τη θητεία μου, μέρα νύχτα θα δουλεύω. Χωρίς δουλειά δεν παράγεται έργο. Θα γράψω ένα τέτοιο έργο που όλοι θα εκπλαγούν. Αχ, αυτό το στρατιωτικό…

Στα είκοσι έξι του είχε τελειώσει τη θητεία του.

– Δεν μπορώ να γράψω. Για κάποιον λόγο δεν μπορώ να δουλέψω όπως θέλω. Δεν μπορώ να γράψω το έργο μου. Πώς να γράψεις κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες; Κάθε μέρα κυνηγάω το μεροκάματο. Αν ο άνθρωπος δεν έχει μια στρωμένη δουλειά, ένα σταθερό εισόδημα, πώς να δημιουργήσει; Αχ, αχ, να έβρισκα μια καλή δουλειά, και τότε θα μελετούσα κάθε βράδυ μέχρι να ξημερώσει για να γράψω το έργο μου.

Είκοσι οκτώ χρονών είχε στήσει τη δική του δουλειά.

– Τέλος, δεν μπορώ να γράψω, πώς να γράψω έτσι; Ο άνθρωπος θέλει ένα σπίτι με δύο δωμάτια. Κι ένα ραδιόφωνο. Να ανοίξει το ραδιόφωνο, να πάρει έμπνευση από τη μουσική. Και τότε μπορεί να γράψει χωρίς σταματημό. Αχ, αχ, ένα ραδιόφωνο…

Στα είκοσι εννιά του νοίκιασε ένα δυάρι οροφοδιαμέρισμα. Και πήρε κι ένα ραδιόφωνο. Αλλά και πάλι δεν μπορούσε να δουλέψει όπως ήθελε, δεν μπορούσε να δημιουργήσει το έργο που σκεφτόταν τόσα χρόνια.

– Αχ, αχ, δεν υπάρχει αυτή η μοναξιά. Λες και το στήθος μου είναι ολόαδειο, σαν μια σπηλιά ατελείωτη και απύθμενη. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να γράψει και να δημιουργήσει το έργο του μέσα σ’ αυτή τη μοναξιά; Πρέπει να υπάρχει μια δύναμη που να κινητοποιεί τον άνθρωπο, να τον ενθουσιάζει, να τον σπρώχνει. Για ποιον να προσπαθήσω; Από ποιον να εμπνευστώ και να δημιουργήσω; Αχ, αχ, ρε έρωτα, πού είσαι;

Στα τριάντα του χρόνια ερωτεύτηκε. Και αγάπησε και αγαπήθηκε. Αλλά δεν κατάφερε να γράψει το μεγαλούργημα, που σκεφτόταν εδώ και τόσα χρόνια.

– Ωραίο πράγμα ο έρωτας, αλλά δε δουλεύει χωρίς παντρειά. Να παντρευόμουν, να έβαζα μια τάξη στη ζωή μου, τότε θα μελετούσα όπως θέλω. Κι ο γάμος δεν είναι εύκολη υπόθεση. Αχ, αχ, να παντρευόμουν. Δεν θα σπαταλούσα ούτε λεπτό, δεν θα σήκωνα κεφάλι.

Στα τριάντα δύο του παντρεύτηκε. Ήταν ευτυχισμένος αλλά δεν κατάφερνε να δημιουργήσει. Και υπήρχε λόγος.

– Έχω φορτωθεί στην πλάτη μου τον καημό της επιβίωσης. Με το να τρέχω συνεχώς για το μεροκάματο δεν μένει χρόνος να γράψω όπως θέλω. Για να μεγαλουργήσει ο άνθρωπος πρέπει να αφιερώνει όλο τον χρόνο του στο έργο του. Κι αυτό δεν γίνεται μ’ αυτά τα λεφτά.

Όταν έγινε τριάντα έξι το εισόδημά του αυξήθηκε. Αυξήθηκε μεν, αλλά ας τον ακούσουμε λιγάκι:

– Ένα δυάρι σε μονώροφο. Και τα δωμάτια τόσο μικρούτσικα. Και απ’ την άλλη ο θόρυβος των παιδιών. Μπορεί κανείς να δημιουργήσει μέσα σ’ αυτό τον σαματά; Αχ, αχ, αν έβρισκα ένα σπίτι με τέσσερα-πέντε δωμάτια και τι δεν θα έκανα.

Στα τριάντα οκτώ του μετακόμισε σ’ ένα σπίτι με πέντε δωμάτια. Αλλά ακόμη δεν κατάφερνε να γράψει το έργο του. Άλλωστε δεν έφταιγε αυτός που δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί.

– Πώς μπορεί κάποιος να δημιουργήσει σ’ ένα σπίτι μέσα στην πόλη; Έλα εσύ να δουλέψεις μέσα σ’ αυτόν τον πανζουρλισμό. Για να γράψω το έργο μου χρειάζομαι ησυχία, να μπορώ ν’ ακούω τον εαυτό μου. Χωμένος εδώ μέσα στη φασαρία. Δεν γίνεται εδώ. Αχ, αχ, να μετακόμιζα σ’ ένα ήρεμο και ήσυχο σπίτι, θα έγραφα καταπληκτικά. Έχω μέσα μου μία αστείρευτη δίψα για δημιουργία.

Στα σαράντα του χρόνια μετακόμισε σ’ ένα ευρύχωρο σπίτι με όμορφη θέα, σ’ ένα ήσυχο μέρος. Ακριβώς όπως το ονειρευόταν. Μπορούσε να διαβάσει όπως ήθελε; Όχι, διότι:

– Αχ, αχ… Πώς μπορεί να δημιουργήσει ο άνθρωπος αν δεν έχει στο σπίτι του όμορφα πράγματα, πολύτιμους πίνακες στους τοίχους, ένα μεγάλο γραφείο, διακοσμητικά, αντίκες, άνετες πολυθρόνες και αφράτα χαλιά; Για να δημιουργήσει ένα έργο ο άνθρωπος πρέπει τα μάτια του να βλέπουν καλαίσθητα πράγματα. Να έχει ένα πικάπ. Και δίσκους κλασσικής μουσικής. Μπορείς να δουλεύεις αδιάκοπα όταν από την μια ευχαριστιούνται τα μάτια σου κι από την άλλη τα αυτιά σου. Αχ, αχ, Θεούλη μου, θ’ αποκτήσω μια μέρα αυτά που θέλω; Και τότε θα γράψω τόσο πολύ!

Στα σαράντα δύο του απέκτησε όλα αυτά τα άνετα, όμορφα και πολύτιμα πράγματα που ήθελε. Αν και πάλι δεν κατάφερνε να δημιουργήσει, τι άλλο να κάνει;

– Αχ, αχ, να ξέρατε τι ζω. Κανένας δεν ξέρει τι καημό κρύβει ο άλλος μέσα του. Δεν έχω ζόρια οικονομικά και προβλήματα επιβίωσης. Η γυναίκα μου με κάνει ευτυχισμένο. Kι έχω και καλά παιδιά. Το σπίτι μου είναι ευρύχωρο, ευάερο, άνετο κι έχει και ωραία θέα. Απέκτησα πολύτιμα κι ακριβά έπιπλα. Έχω μπόλικο ελεύθερο χρόνο. Αλλά αυτές οι μύγες. Δεν παλεύονται! Δεν μ’ αφήνουν ήσυχο να κάτσω να συγκεντρωθώ. Τι  θα γίνει μ’ αυτή την κατάσταση; Τι μαρτύριο είναι αυτό που τραβάω από τις μύγες; Αχ, αχ, αν δεν υπήρχαν αυτές οι μύγες, ήξερα εγώ πώς να συγκεντρωθώ. Αλλά τι να κάνω, δεν μ’ αφήνουν οι μύγες. Δεν μπορώ με τίποτα να δημιουργήσω. Εξαιτίας τους δεν μπορώ να κοιμηθώ τη μέρα, ώστε να γράψω τη νύχτα. Αν κλείσω τα παράθυρα κάνει ζέστη. Αν βάλω σίτες, θα ασχημύνουν τα παράθυρα. Είπατε να γράψω τον χειμώνα; Τον χειμώνα δεν έχει μύγες, ε; Και γιατί να μην ζούνε τον χειμώνα; Αχ, αχ, αν δεν υπήρχαν αυτές οι μύγες και τι δεν θα ‘κανα, ούτε εγώ ξέρω.

Επειδή τώρα είναι σαράντα δύο ετών, ακόμη δεν μας έχει κάνει να χάσουμε τις προσδοκίες μας. Οπωσδήποτε μια μέρα θα βρει τις συνθήκες, που ψάχνει και με μια ανάσα θα δουλέψει κι επιτέλους θα δημιουργήσει εκείνο το σπουδαίο έργο του.

Αζίζ Νεσίν

Απόδοση από τα τουρκικά: Άλια Ζαμπουνίδου

Επιμέλεια: Λάλε Άλατλι

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s