Γράφει ο Χάρης Παπαδόπουλος
«Αν ένα οποιοδήποτε κομμάτι της παγκόσμιας Ιστορίας ζωγραφιζόταν με γκρίζα χρώματα πάνω σε γκρίζο φόντο, αυτό θα ήταν τούτο εδώ»
Καρλ Μαρξ, «18η Μπρυμαίρ»
Το πραξικόπημα ενός ασήμαντου ανθρώπου
«Μπρυμαίρ» σημαίνει «ομιχλώδης». Πρόκειται για τον δεύτερο μήνα του επαναστατικού ημερολογίου που επέβαλε στα πρώτα της χρόνια η Γαλλική επανάσταση του 1789, αντικαθιστώντας το χριστιανικό ημερολόγιο.
Η 18η Μπρυμαίρ του έτους VII της Δημοκρατίας (9η Νοέμβρη 1799) ήταν η μέρα που ο Ναπολέων Βοναπάρτης κατέλαβε την εξουσία, καταλύοντας ό,τι είχε απομείνει ως τότε όρθιο από τους επαναστατικούς θεσμούς και την πρώτη Γαλλική Δημοκρατία.
Ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης ήταν ένας ανιψιός του Ναπολέοντα, δύο γενιές μεταγενέστερος. Ο ανιψιός -και στην εμφάνιση και στον χαρακτήρα– αποτελούσε τη γκροτέσκα καρικατούρα του θείου. «Γελοία και μηδαμινή προσωπικότητα», σύμφωνα με τον Μαρξ αλλά και τους περισσότερους συγχρόνους του, κατάφερε ωστόσο και έπαιξε έναν δυσανάλογα μεγάλο ρόλο, αναλογικά με την αξία του, στην ιστορία της Γαλλίας και της Ευρώπης του 19ου αιώνα.
Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη ήταν το πραξικόπημα του ανιψιού, ο οποίος επιχείρησε να μιμηθεί τον θείο. Η ημερομηνία έγραφε 2 Δεκέμβρη 1851. Και ο ανιψιός κατέλαβε την εξουσία στη Γαλλία επικεφαλής της “Garde mobile”, της κινητής φρουράς. Επρόκειτο για μια πολυπληθή αλητοσυμμορία εικοσιπέντε χιλιάδων μαχαιροβγαλτών και πλιατσικολόγων, βγαλμένη μέσα από τα χειρότερα στοιχεία του υποκόσμου. Είχαν στρατολογηθεί τρία χρόνια νωρίτερα, από την αστική τάξη, για να συντρίψουν την εργατική εξέγερση στο Παρίσι τον Ιούνη του 1848.
Τότε η κινητή φρουρά, μαζί με τον στρατό και τις υπόλοιπες δυνάμεις «του νόμου και της τάξης», είχαν δολοφονήσει τουλάχιστον 3.000 εργάτριες και εργάτες που υπεράσπιζαν τις συνοικίες τους στα οδοφράγματα του Παρισιού. Τώρα, στο πραξικόπημα του Λουδοβίκου Βοναπάρτη στις 2 Δεκέμβρη 1851, συντελείται πλέον ο απόλυτος θρίαμβος της αλητείας. Οι δημοκρατικοί θεσμοί καταλύονται από φαντάρους που ζητωκραυγάζουν με ενθουσιασμό για τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη, για την άφθονη ρακή που ρέει στα λαρύγγια τους και για τα λουκάνικα με σκόρδο που τους προσφέρονται χωρίς περιορισμό. Αξιοσέβαστοι αστοί με τις οικογένειές τους βγαίνουν στα μπαλκόνια τους για να δουν τα γεγονότα και θερίζονται από τα πυρά της κινητής φρουράς. Έτσι, για γούστο. Όλο το Παρίσι ζει ένα πρωτοφανές ξεσάλωμα του εγκλήματος, που είχε συμβεί στο παρελθόν μονάχα σε πόλεις που τις κατέλαβε εξ εφόδου ο εχθρός. Και χιλιάδες συγγραφείς και καλλιτέχνες εγκαταλείπουν άρον-άρον τη Γαλλία για να σωθούν.
Το καθεστώς του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, που έσπευσε να στεφθεί ως «αυτοκράτορας», θα κρατήσει σχεδόν 20 χρόνια, ώσπου να καταρρεύσει μέσα στην πλήρη ανυποληψία στον γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1870-71. Όμως, πώς μπόρεσε ένας τόσο ανυπόληπτος και ασήμαντος άνθρωπος, επικεφαλής του υποκόσμου του Παρισιού, να καταλάβει την εξουσία στη Γαλλία χωρίς ουσιαστικά αντίσταση; Και πώς μπόρεσε να κρατηθεί εκεί για τόσα χρόνια;
Τρεις συγγραφείς, σύγχρονοι των γεγονότων του πραξικοπήματος του 1851, έγραψαν από ένα βιβλίο ο καθένας, επιχειρώντας να εξηγήσουν το πώς κάποιος τυχάρπαστος τυχοδιώκτης κατόρθωσε να ηγεμονεύσει σε ένα μεγάλο ευρωπαϊκό έθνος, το γαλλικό. Οι πρώτοι δυο ήταν Γάλλοι, διάσημες πένες της εποχής τους, ο Βικτόρ Ουγκό και ο Πιέρ Προυντόν, που τα αντίστοιχα έργα τους για τον πραξικοπηματία έτυχαν μεγάλης δημοσιότητας όταν κυκλοφόρησαν.
Ο Ουγκό συνέγραψε έναν οργισμένο λίβελλο, ρίχνοντας όλη την ευθύνη για το πραξικόπημα στον δολοπλόκο και αριβίστα Λουδοβίκο Βοναπάρτη. Έτσι, όμως, κατάφερε μόνο να γιγαντώσει τον ρόλο ενός ανθρώπου χωρίς αρχές, χαρακτήρα και γνώσεις, ενός φαιδρού προσώπου που διέθετε πολύ περιορισμένες προσωπικές ικανότητες. Και που, ωστόσο, κατάφερε να ανέλθει πάνω από ολόκληρες τάξεις και πολιτικά στρατόπεδα και να κυριαρχήσει.
Όσο για τον Προυντόν, αυτός έγραψε ένα κείμενο που -ούτε λίγο ούτε πολύ- λειτούργησε ως απολογία. Και τελικά ως υπεράσπιση της αναγκαιότητας να υπάρχει ένας υπερταξικός ηγέτης, όπως ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης.
Λίγα μόλις χρόνια μετά το πραξικόπημα, τα δυο αυτά βιβλία, παρά τον θόρυβο που ξεσήκωσαν αρχικά, είχαν ήδη καταλήξει στη λήθη, από όπου δεν κατάφεραν να ξεφύγουν ποτέ.

Και ένα κορυφαίας αξίας ιστορικό βιβλίο
Ο τρίτος σημαντικός συγγραφέας, που έγραψε για το πραξικόπημα του 1851, ήταν ο Καρλ Μαρξ.
Το βιβλίο του, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, γνώρισε αρχικά ελάχιστη κυκλοφορία. Γραμμένο στα γερμανικά, εκδόθηκε και κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ τον Φλεβάρη του 1852, ανάμεσα σε ένα αρκετά περιορισμένο κοινό, τους γερμανόφωνους μετανάστες με αριστερές και κινηματικές ανησυχίες. Κάποιες εκατοντάδες μόνο αντίτυπα κατάφεραν να φτάσουν στην ίδια τη Γερμανία (στην περιοχή της Ρηνανίας) και στην Αγγλία. Και κανένα απολύτως αντίτυπο στη Γαλλία. Δεν βρέθηκε ούτε ένα βιβλιοπωλείο σε όλη την Ευρώπη, που να δεχτεί να τοποθετήσει στα ράφια του αυτό το εκρηκτικό μανιφέστο του Μαρξ. Γι’ αυτό και η διακίνησή της 18ης Μπρυμαίρ έγινε χέρι-χέρι, ανάμεσα στους Γερμανούς εξόριστους επαναστάτες που είχαν καταφύγει στο Λονδίνο, αλλά και μεταξύ των συντρόφων τους που είχαν απομείνει στη Ρηνανία.
Έμοιαζε πως η μικρή αυτή μπροσούρα βγήκε στο φως και κυκλοφόρησε κάτω από το πιο κακότυχο αστέρι.
Πέρασαν αρκετά χρόνια για να αρχίσει να αναγνωρίζεται η αξία της 18ης Μπρυμαίρ και να ακολουθήσουν οι συνεχείς επανεκδόσεις και οι απανωτές μεταφράσεις του έργου σε όλες τις γλώσσες.
Σήμερα, αυτό το μικρό σε έκταση κείμενο του Μαρξ, θεωρείται κλασικό έργο. Και αποτελεί εντελώς απαραίτητο ανάγνωσμα για καθεμιά και καθέναν, που επιχειρεί να κατανοήσει τον μηχανισμό των ιστορικών γεγονότων εν γένει.
Κάποιες φράσεις του βιβλίου είναι πλέον κλισέ. Αναγνωρίσιμες από πολλά εκατομμύρια ανθρώπους. Με ποιο χαρακτηριστική ίσως την πρώτη φράση του έργου «Τα μεγαλύτερα γεγονότα και μορφές στην Ιστορία παρουσιάζονται δυο φορές: την πρώτη σαν τραγωδία, την δεύτερη σαν φάρσα».
Άλλη διάσημη αποστροφή του έργου είναι και τούτη: «Οι άνθρωποι κάνουν την ίδια τους την ιστορία. Δεν την κάνουν όμως κάτω από ελεύθερες συνθήκες που διάλεξαν μόνοι τους, μα κάτω από συνθήκες που δόθηκαν και κληρονομήθηκαν από το παρελθόν. Η παράδοση από όλες τις πεθαμένες γενεές βαραίνει σαν εφιάλτης πάνω στα μυαλά των ζωντανών».
Ο πρωταγωνιστής του έργου
Ο πρωταγωνιστής του έργου αυτού του Μαρξ δεν είναι ο φαιδρός συνωμότης Λουδοβίκος Βοναπάρτης. Ούτε κάποια άλλη περσόνα από τους κούφιους και πομπώδεις κοινοβουλευτικούς άντρες της Γαλλίας, που εναλλάσσονταν στην πολιτική σκηνή της χώρας τα χρόνια 1848-1851. Ο Μαρξ ρίχνει όλα τα φώτα του πάνω στον πραγματικό κινητή της Ιστορίας: την ταξική πάλη. Και την ανατέμνει με απαράμιλλο ύφος.
Στην 18η Μπρυμαίρ παρελαύνουν με τη σειρά όλες οι κοινωνικές τάξεις, που κατέβηκαν στον στίβο της μάχης την ταραγμένη τριετία. Μαζί τους και οι ένοπλες φρουρές της κάθε τάξης. Και επικεφαλής στις πρώτες σειρές οι αρχηγοί, οι ρήτορες, τα προγράμματα, τα συνθήματα. Και, προπάντων, οι αυταπάτες του κάθε στρατοπέδου. Στη 18η Μπρυμαίρ δεν ξαναζείς απλώς τα γεγονότα. Ανασαίνεις το Παρίσι που πάλλεται από πυρετό. Σε κάθε πλατεία του και σε κάθε οδόφραγμα.

1848: Η τρομερή χρονιά
Tον Φλεβάρη 1848 μια λαϊκή εξέγερση στο Παρίσι εκθρονίζει τον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο-Φίλιππο και ανακηρύσσει τη Δημοκρατία. Λίγες μόλις εβδομάδες μετά, ο επαναστατικός πυρετός έχει ήδη ταξιδέψει σε μια σειρά ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Βασιλείς και αυτοκράτορες πανικόβλητοι, εγκαταλείπουν τα παλάτια τους για να σωθούν. Και η Δημοκρατία προελαύνει νικηφόρα στο Βερολίνο και τη Βιέννη, τη Βουδαπέστη και τη Ρώμη.
Απέναντι στις μοναρχίες της Ευρώπης βρέθηκαν προς στιγμήν ενωμένες όλες οι υποτελείς τάξεις των επαναστατημένων χωρών. Έμποροι και αστοί, μαγαζάτορες και φοιτητές, αγρότες και εργάτες, ενώθηκαν στα οδοφράγματα. Οι φοιτητές και οι εργάτες είχαν δώσει με αυταπάρνηση τη μάχη πάνω σε αυτά απέναντι στους μοναρχικούς στρατούς. Αλλά και οι αστοί και οι μαγαζάτορες είχαν στηρίξει με ενθουσιασμό τους εξεγερμένους. Και η επανάσταση θριάμβευσε προς στιγμήν παντού.
Η αρχική ενότητα όλων των εξεγερμένων δεν κράτησε πολύ. Τόσο στη Γαλλία όσο και στις γερμανικές χώρες και στην Αυστροουγγαρία, η κοινωνική τάξη που έδωσε το αίμα της στους δρόμους ήταν η εργατική τάξη. Αλλά η τάξη που έτρεξε παντού να επωφεληθεί ήταν οι αστοί: έμποροι και επιχειρηματίες, τραπεζίτες και χρηματιστές αναρριχήθηκαν στην εξουσία. Κυρίως μέσω του πολυάριθμου πολιτικού στρατού τους από δικηγόρους, εκδότες εφημερίδων, δημοσιολόγους και λοιπούς πολιτικούς άνδρες.
Σε όλη σχεδόν την Ευρώπη οι αστοί κατέλαβαν με αυτό τον τρόπο την εξουσία. Όμως, αυτή τη φορά, πουθενά δεν έκοψαν τα κεφάλια των αρχόντων, όπως οι πρόγονοί τους στη μεγάλη Γαλλική επανάσταση του 1789-1793. Αντίθετα, παντού έτρεξαν αμέσως να συνεργαστούν και να συμμαχήσουν με τη φιλοβασιλική παράταξη. Και ο κοινός αντίπαλος ετούτης της συμμαχίας ήταν το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι των εξεγερμένων. Η εργατική τάξη.
Έτσι, αντί οι αστοί να στερεώσουν τη δημοκρατία, χτύπησαν πρώτο-πρώτο το πιο σίγουρο από τα στηρίγματά της.
Στο Παρίσι, με την επανάσταση του Φλεβάρη, η εργατική τάξη είχε κερδίσει ένα ελάχιστο κατώτατο εγγυημένο εισόδημα, χάρη στα «εθνικά εργαστήρια», όπου απασχολούνταν από το κράτος όσοι εργάτες δεν είχαν καταφέρει να βρουν αλλού δουλειά. Η αστική κυβέρνηση της Γαλλίας παίρνει την πρωτοβουλία να κλείσει τα εργαστήρια αυτά μια κι έξω, οδηγώντας τις εργάτριες και τους εργάτες του Παρισιού στην απελπισία και στα οδοφράγματα τον Ιούνη 1848. Οι εξεγερμένοι/ες συντρίβονται ανελέητα, στο όνομα της Δημοκρατίας. Μετά τις μάχες, 3.000 αιχμάλωτοι εργάτες εκτελούνται για παραδειγματισμό. Χιλιάδες άλλοι οδηγούνται στη φυλακή ή την εξορία.

Με τη σφαγή στο Παρίσι ήταν σαν να δόθηκε το σύνθημα. Παντού στην Ευρώπη όλες οι υπόλοιπες κοινωνικές τάξεις συσπειρώθηκαν, μαζί με τον στρατό και τις εθνοφρουρές, κάτω από τα λάβαρα της δημοκρατίας και ενάντια στο πιο καταπιεσμένο και ριζοσπαστικό κομμάτι της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Όλα τα μέσα χρησιμοποιήθηκαν για να αντιμετωπιστεί και να χτυπηθεί η εργατική τάξη: «Το 1848 οι εργάτες γέμιζαν τις τσέπες τους με πέτρες και οπλίζονταν με αξίνες. Ενώ οι μαγαζάτορες, οι φοιτητές και οι δικηγόροι ζώνονταν τα βασιλικά μουσκέτα στους ώμους τους και τα σπαθιά στο πλευρό τους» (απόσπασμα από το έργο του Λ. Τρότσκι «Αποτελέσματα και Προοπτικές»). Και οι συγκρούσεις, που ακολούθησαν. φέρανε την πανωλεθρία στην εργατική τάξη και την επαναστατική άκρα αριστερά της εποχής. Πριν τελειώσει η φοβερή χρονιά του 1848 οι εργάτες είχαν συντριβεί παντού από το βαρύ χέρι του κράτους.
Οι εργάτες και οι εργάτριες τους πρώτους μήνες του 1848 είχαν καταφέρει μια χαρά να γκρεμίσουν τους θρόνους και να σαρώσουν την αντίδραση. Αλλά τους έλειπε η οργάνωση και η συνειδητή δράση για να καταλάβουν τη θέση της.
Το ευρωπαϊκό προλεταριάτο πουθενά δεν αποδείχθηκε ικανό να αναλάβει τα ηνία. Και όχι μόνο αυτό. Με τις επιτυχίες του ενάντια στην παλιά τάξη πραγμάτων, αντί να κλονίσει τους κρατικούς θεσμούς, τους ισχυροποίησε περισσότερο. Και η ήττα του στο δεύτερο μισό του 1848 έδειχνε οριστική και αδιαμφισβήτητη. Φαινόταν ολότελα αδύνατο στον τότε κόσμο της Αριστεράς πως αυτή η κατάσταση θα μπορέσει ποτέ να ανατραπεί.
Αλλά ο Μαρξ σημείωνε προφητικά στη 18η του: «Οι προλεταριακές επαναστάσεις κάνουν αδιάκοπα κριτική στον ίδιο τον εαυτό τους, διακόπτουν κάθε στιγμή την πορεία τους, γυρίζουν πάλι σε εκείνο που φαίνεται πως έχει πραγματοποιηθεί για να το ξαναρχίσουν από την αρχή, χλευάζουν με ωμή ακρίβεια τις ασυνέπειες, τις αδυναμίες και τις ελεεινότητες που παρουσιάζουν οι πρώτες δοκιμές τους, φαίνονται πως ξαπλώνουν κάτω τον αντίπαλό τους μόνο για να αντλήσει δυνάμεις από τη γη και να σηκωθεί μπροστά τους πιο γιγάντιος, οπισθοχωρούν ολοένα μπροστά στην απροσδιόριστη απεραντοσύνη των ίδιων των σκοπών τους, ώσπου να δημιουργηθούν οι όροι που κάνουν αδύνατο κάθε πισωγύρισμα και οι ίδιες οι περιστάσεις να φωνάξουν:
Hic Rhodus, hic salta.
Hier ist die Rose, hier tanze».
(Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα. Εδώ είναι το ρόδο, εδώ χόρεψε)
Η συντριμμένη εργατική τάξη του 1848 θα ξανασηκωθεί πολύ λαμπρότερη και ρωμαλέα στην Παρισινή Κομμούνα το 1871, μόνο για να κατασταλεί ανελέητα και να πνιγεί σε ένα αδιανόητο, ως τότε, λουτρό αίματος. Για να σηκωθεί και πάλι στη Ρωσία το 1905. Και πάλι το 1917. Και ξανά και ξανά, σε όλα τα μήκη του πλανήτη. Ως την εποχή μας.
Κάθε φορά, διάφοροι αναλυτές βιάζονται να ξεγράψουν το προλεταριάτο και να του κάνουν το μνημόσυνο των επαναστατικών προοπτικών του. Και κάθε φορά οι εργάτριες και οι εργάτες θα εγερθούν ακόμη πιο δυνατά και πιο αναπάντεχα από ποτέ.

Τι δίνει ξεχωριστή αξία σε τούτο το βιβλίο του Μαρξ;
Το επίπεδο του άφταστου σε τέχνη πολιτικού ρεπορτάζ, ο Μαρξ το είχε ήδη κατακτήσει πριν γράψει τη 18η Μπρυμαίρ. Αναφερόμαστε στο προηγούμενο έργο του, τα κείμενα που περιγράφουν μέρα τη μέρα την προλεταριακή εξέγερση του Ιούνη 1848 στο Παρίσι. Επρόκειτο για κείμενα επίκαιρα, γραμμένα για την επαναστατική εφημερίδα της Κολωνίας που εξέδιδε ο ίδιος ο Μαρξ μαζί με τον Φρίντριχ ‘Ενγκελς, τη Neue Rheinische Zeitung (Νέα Εφημερίδα του Ρήνου). Το έργο αυτό είναι το «Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία», όπως έγινε αργότερα γνωστή η συλλογή αυτή άρθρων.
Κατά τη γνώμη μας, η 18η Μπρυμαίρ είναι πολύ πιο σημαντικό έργο από τους Ταξικούς Αγώνες. Και στα δυο έργα είναι κοινά η δύναμη της μαρξιστικής ανάλυσης. Και μαζί η παθιασμένη υπεράσπιση του τσακισμένου και προδομένου παρισινού προλεταριάτου. Όμως η 18η Μπρυμαίρ υπερέχει σαφώς σε γενίκευση και συμπεράσματα. Εδώ, ο Μαρξ ξεπερνά κατά πολύ το ίδιο το γεγονός που του δίνει αφορμή να γράψει, το πραξικόπημα που έβαλε την ταφόπλακα πάνω στη δεύτερη γαλλική δημοκρατία. Η 18η Μπρυμαίρ γίνεται ο συναρπαστικός οδηγός για την κάθε αναγνώστρια και τον κάθε αναγνώστη μέσα στην κοινωνική παλαίστρα που διαμορφώνει την παγκόσμια Ιστορία.
Με αυτό το βιβλίο δεν θαυμάζεις μονάχα την πένα του συγγραφέα του. Και δεν ταξιδεύεις απλώς μαζί του στα γεγονότα που περιγράφει. Μαθαίνεις, κυρίως, να σκέφτεσαι. Αποκτάς δεξιότητες για να αξιολογείς την Ιστορία με το δικό σου μυαλό. Και κατακτάς κριτήρια και πολιτική πυξίδα για να βρίσκεις τον δρόμο σου μέσα στην αδιάκοπη καταιγίδα των γεγονότων.
Αποδιοργάνωση και εκφυλισμός της Δημοκρατίας στη Γαλλία
Ο Μαρξ στη 18η συνοψίζει σε λίγες γραμμές την πορεία και της Γαλλικής Επανάστασης στα χρόνια 1789-1793, αλλά και αυτήν των πανευρωπαϊκών επαναστάσεων του 1848. Και καταλήγει πως το κρίσιμο συμπέρασμα είναι ότι η αστική τάξη άφησε οριστικά πίσω της το επαναστατικό παρελθόν της. Έγινε τάξη συντηρητική, που έχει πάρα πολλά να χάσει από τις επαναστάσεις και τίποτα απολύτως να κερδίσει. Και για να προχωρήσει το έργο της η Ιστορία, χρειάζεται έναν καινούργιο πρωταγωνιστή, μια νέα κοινωνική τάξη. Το προλεταριάτο.
Σε κάθε σελίδα του βιβλίου τα λόγια του Μαρξ, που περιγράφουν τους αστούς, μοιάζουν με απαγγελία καταδίκης: Οι πολιτικοί της άνδρες, ανεξάρτητα από όποια απόχρωση δίνουν στα πολιτικά προγράμματά τους, υποφέρουν όλοι από μια αγιάτρευτη αρρώστια. Και ο Μαρξ προσδιορίζει αυτήν την πάθηση με μια απαράμιλλη διατύπωση: «κοινοβουλευτικός κρετινισμός».
Την ίδια ώρα «οι πραγματικοί στρατηλάτες (εννοεί: των αστών) κάθονταν πίσω από τα εμπορικά γραφεία[…] Μα, όσο λίγο ηρωική και αν είναι η αστική κοινωνία, χρειάστηκαν ωστόσο ο ηρωισμός, η θυσία, η τρομοκρατία, ο εμφύλιος πόλεμος και οι εθνικές μάχες για να τη φέρουν στον κόσμο».
Και πού πήγε τώρα ο ηρωισμός των αστών; Ποια ήταν η στάση της τάξης, που ανέβηκε στην εξουσία, απέναντι στο νέο καθήκον της διεύθυνσης της κοινωνίας;
Στις προεδρικές εκλογές που ακολούθησαν, στις 10 Δεκέμβρη 1848, έξι μήνες μετά από τη σφαγή της εργατικής τάξης τον Ιούνη στο Παρίσι, οι υποψήφιοι των αστικών κομμάτων κατέβηκαν με μεγάλες προσδοκίες. Πρώτος-πρώτος ο Καβαινιάκ, ο ενορχηστρωτής της συντριβής των εργατικών οδοφραγμάτων. Όλοι τους, όμως, καταβαραθρώθηκαν εκλογικά. Αντίθετα, κέρδισε -με μεγάλη πλειοψηφία- τον προεδρικό θώκο ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης. Ο τυχοδιώκτης ανιψιός, που θα οργανώσει σε λίγα χρόνια το πραξικόπημα. Σημαντική ιστορική υπενθύμιση: το 1848 -με την επανάσταση- είχε κατακτηθεί γενικό εκλογικό δικαίωμα, αλλά μόνο για τους άντρες (και αυτό με περιορισμούς).
Ο Βοναπάρτης σάρωσε στις αγροτικές ψήφους. Εκατομμύρια μικροί αγρότες στοιχήθηκαν πίσω από το οικογενειακό όνομα «Βοναπάρτης». Γι’ αυτούς, βοναπαρτισμός σήμαινε α) προστασία του μικρού κλήρου από την επιστροφή των αριστοκρατών και κερδοσκόπων της γης και β) εθνικό μεγαλείο και κατακτήσεις έξω από τα σύνορα.

Γράφει ο Μαρξ:
«Μα, ας μη γίνεται καμιά παρεξήγηση. Η δυναστεία του Βοναπάρτη δεν αντιπροσωπεύει τον επαναστάτη, μα τον συντηρητικό αγρότη. Όχι τον αγρότη που θέλει να βγει έξω από τις κοινωνικές του συνθήκες, από τον μικρό κλήρο. Μα αντίθετα αυτόν που τον μικρό κλήρο θέλει να τον σταθεροποιήσει. Όχι τον λαό της υπαίθρου που μαζί με τις πόλεις θέλει να ανατρέψει με τη δράση του το παλιό καθεστώς. Μα, αντίθετα τον λαό της υπαίθρου που, γερά δεμένος με το παλιό καθεστώς, θέλει να δει τον εαυτό του να σώζεται, μαζί με τον μικρό του κλήρο, και να ευνοείται από το φάντασμα της αυτοκρατορίας. Δεν αντιπροσωπεύει τη διαφώτιση μα τη δεισιδαιμονία του αγρότη, όχι την κρίση του μα τις προλήψεις του, όχι το μέλλον του μα το παρελθόν του, όχι τη σύγχρονη Σεβέν του μα τη σύγχρονη Βανδέα του» (σ.σ. Σεβέν: οροσειρά στη Νότια Γαλλία, όπου έλαβε χώρα περίφημη αγροτική εξέγερση, ενάντια στο κράτος και την Εκκλησία, από το 1702 έως το 1705. Η εξέγερση είχε ηγέτη έναν απλό φούρναρη και αντιμετωπίστηκε από το κράτος με μεγάλη δυσκολία. Βανδέα: επαρχία, όπου διαδραματίστηκε μια μαζική φιλοβασιλική εξέγερση στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, το 1793. Οι αγρότες της Βανδέας υπήρξαν ανέκαθεν οι πιο καθυστερημένοι πολιτικά, σε όλη τη χώρα).
Φυσικά, μετά από την εκλογή του Βοναπάρτη ως Προέδρου της γαλλικής δημοκρατίας η θέση των αγροτών δεν βελτιώθηκε στο ελάχιστο. Αντίθετα, τον μικρό κλήρο συνέχιζαν να τον κατασπαράζουν τα θηρία με πιότερη από πρώτα ορμή: Δεν επρόκειτο εδώ για τους «εχθρούς της πατρίδας», δηλαδή της εξιδανικευμένης αγροτικής ιδιοκτησίας. Αντίθετα, οι μακελλάρηδες των αγροτών ήταν οι φοροεισπράκτορες και οι δικαστικοί κλητήρες. Σημειώνει ο Μαρξ: «Αντίθετα από την εποχή του Ναπολέοντα, τα συμφέροντα των αγροτών δεν βρίσκονται πια σε συμφωνία αλλά σε αντίθεση με τα συμφέροντα της αστικής τάξης, με το κεφάλαιο».
Η καταστροφή των υποστηρικτών του νεόκοπου Προέδρου της γαλλικής δημοκρατίας δεν ήταν καθόλου δυσάρεστη γι’ αυτόν τον ίδιο. Αντίθετα, λειτούργησε ως παράθυρο ευκαιρίας. Γράφει ο Μαρξ: «Στα τέσσερα εκατομμύρια επίσημα άπορους, εγκληματίες, αλήτες και πόρνες που αριθμεί η Γαλλία, πρέπει να προσθέσουμε άλλα πέντε εκατομμύρια που κρέμονται στο χείλος του γκρεμού. Και φεύγουν αδιάκοπα, μαζί με τα κουρέλια τους και τα παιδιά τους, από την ύπαιθρο στις πόλεις και από τις πόλεις στην ύπαιθρο». Ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης στράφηκε προς αυτό το ανέστιο κουρελοπρολεταριάτο, προσδοκώντας να το χρησιμοποιήσει ως πρώτη ύλη για να δημιουργήσει τον πολιτικό στρατό του.
Ιδρύθηκε από υποστηρικτές του Προέδρου μια οργάνωση, υποτίθεται αλληλοβοήθειας, η «Εταιρεία της 10ης Δεκεμβρίου», παίρνοντας το όνομά της από την ημερομηνία που ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης κέρδισε τις εκλογές. Η εταιρεία χρηματοδοτούνταν από τον σκανδαλωδώς παχυλό προεδρικό μισθό, συνεπικουρούμενο από τα ακόμη υψηλότερα «έξοδα παραστάσεως», που απαίτησε ο Βοναπάρτης και που του παραχώρησε απρόθυμα η Εθνοσυνέλευση, ελπίζοντας να εξαγοράσει τη συνεργασία του. Χάρη στην «εταιρεία της 10ης Δεκεμβρίου», σε όποιο σημείο εμφανιζόταν δημόσια για να μιλήσει ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης, υπήρχαν πάντα από κάτω πολυάριθμοι τραμπούκοι και κλακαδόροι, που διέκοπταν τους προεδρικούς λόγους με ιαχές: «Ζήτω ο αυτοκράτορας». Όποιος τολμούσε να αντιδράσει, δεχόταν ξυλιές και γιούχα. Παντού καλλιεργούνταν η ιδέα πως η «ενός ανδρός αρχή» θα πετύχει να εξασφαλίσει εθνικά μεγαλεία, κοινωνική συνοχή και ευμάρεια για όλους.
Όμως, η «εταιρεία» των πληρωμένων μπράβων ήταν μόνο η αρχή. Σύντομα, η ανάγκη να δουν το σκιάχτρο που τρύπωσε στα Ηλύσια Πεδία ως «αυτοκράτορα», έγινε δημοφιλές αίτημα μέσα στις πολυάριθμες υπαλληλικές ορδές του γαλλικού κράτους. Και, το πιο σημαντικό, άρχισε να ζυμώνεται σε όλο και περισσότερες στρατιωτικές μονάδες.
Τα επιτελεία της αστικής τάξης πήραν το πρώτο μήνυμα από αυτές τις ζυμώσεις, όταν ήδη ήταν αρκετά αργά. Σε μια επιθεώρηση ιππικού στο Παρίσι από τον πρόεδρο της δημοκρατίας, οι ιππείς χαιρέτησαν τον Βοναπάρτη με ενθουσιασμό: «Ζήτω ο αυτοκράτορας, ζήτω τα λουκάνικα». Τα διάσημα λουκάνικα με σκόρδο, που πρόσφερε αδιάκοπα ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης, πάντα μαζί με άφθονο αλκοόλ και πούρα, στους νταήδες της «εταιρείας 10ης Δεκεμβρίου» και στους εγκληματίες με στολή της Guarde Mobile, ήταν πλέον αίτημα και των επίλεκτων μονάδων του γαλλικού στρατού. Και μαζί με το αίτημα του στομαχιού δηλωνόταν και η εξαγορά της συνείδησης, με την αναγνώριση του Βοναπάρτη ως «αυτοκράτορα».

Αυτό το επεισόδιο θα άξιζε να αντιμετωπιστεί ως κανονική στάση. Αλλά η αστική τάξη διακρινόταν για την αποφασιστικότητά της μόνο όταν ποδοπατούσε τους εξεγερμένους εργάτες. Απέναντι στον πραξικοπηματία που αρνιόταν να κρύψει τις προθέσεις του, επιδείκνυε μόνο διβουλία και παραίτηση.
Ξεπερνάει τις ικανότητές μας να συνοψίσουμε εδώ όλες τις ανησυχίες, τις αναβολές, τις αναλαμπές δράσης και τα πισωγυρίσματα των αστικών επιτελείων μπροστά στο πραξικόπημα που οργανώθηκε λίγο πολύ κάτω από τα μάτια τους και εκτελέστηκε στις 2 Δεκέμβρη 1851. Θα χρειαζόταν εδώ η ίδια η πένα του Μαρξ. Ή του Σαίξπηρ, που κατάφερε να αποδώσει εκπληκτικά τον δίγνωμο χαρακτήρα του Άμλετ. Γι’ αυτό και είναι απαραίτητο, όχι μόνο για την κατανόηση των ιστορικών γεγονότων, αλλά και για την ίδια την απόλαυση της ανάγνωσης, να σκύψουμε πάνω στο κείμενο της 18ης Μπρυμαίρ και να αφεθούμε στις σελίδες ενός μνημειώδους έργου.
Παραθέτουμε εδώ, ενδεικτικά μόνο, λίγες γραμμές από το συμπέρασμα του Μαρξ για τη στάση των αστών απέναντι στον πραξικοπηματία:
«Η μάζα της αστικής τάξης, με τη δουλοπρέπειά της απέναντι στον πρόεδρο, με τις βρισιές της ενάντια στο κοινοβούλιο, με τη βάναυση κακομεταχείριση του ίδιου της του Τύπου, καλούσε τον Βοναπάρτη να καταπιέσει και να εκμηδενίσει το τμήμα της που μιλούσε και έγραφε, τους πολιτικούς της και τους συγγραφείς της, το ρητορικό της βήμα και τον τύπο της. Έτσι που να μπορεί, γεμάτη εμπιστοσύνη, κάτω από την προστασία μιας ισχυρής και απολυταρχικής κυβέρνησης, να ασχολείται με τις ιδιωτικές της υποθέσεις. Δήλωσε ξεκάθαρα πως λαχταράει να απαλλαγεί από την ίδια της την πολιτική κυριαρχία και να απαλλαγεί από τους κόπους και τους κινδύνους της εξουσίας».

Αντί επιλόγου
Η μελέτη της Ιστορίας είναι απαιτητική απασχόληση. Και εντελώς απαραίτητη για όσες και όσους έχουμε ταχθεί να παλέψουμε αποφασισμένα για μια κοινωνία χωρίς αφεντικά και εκμετάλλευση. Χωρίς κράτη, αστυνομίες, σύνορα, καταπιεστές και καταπιεσμένα πλάσματα.
Χρειαζόμαστε την Ιστορία για να μάθουμε πώς να παλεύουμε και να νικάμε. Πώς να αποφεύγουμε κακοτοπιές και πώς να αρπάζουμε ευκαιρίες. Με την Ιστορία ανοίγει η σκέψη μας. Ξεφεύγουμε από τους στενούς ορίζοντες της καθημερινής πολιτικής πάλης και των απαραίτητων μικροφροντίδων της ζωής. Και διδασκόμαστε να σκεφτόμαστε συνολικά και ηγετικά.
Και είναι μεγάλο ευτύχημα, όταν σε αυτή τη μελέτη μας έχουμε για στήριγμα βιβλία συναρπαστικά και παθιασμένα, βιβλία κλασικά. Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη είναι ένα τέτοιο βιβλίο, που δεν πρέπει να λείψει από τη βιβλιοθήκη μας. Και, αν το έχουμε ήδη προμηθευτεί, είναι μεγάλο κρίμα να το αφήνουμε να μαζεύει σκόνη στα ράφια. Είναι μικρό και εύχρηστο, ακόμη και για το λεωφορείο που μας πάει στη δουλειά. Πρέπει να το πάρουμε μαζί μας και να το κάνουμε σύντροφο και εκπαιδευτή μας. Θα μας ενθουσιάσει και θα μας αποζημιώσει πολλαπλά.
*Όλα τα αποσπάσματα που χρησιμοποιήσαμε είναι από το έργο: Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, μετάφραση Φ. Φωτίου, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1986.