
Γράφει η Αθηνά Παπανικολάου
Έκανε πολλή ζέστη τον φετινό Ιούλη. Έσκαγε ο τζίτζικας, έλεγαν οι ντόπιοι. Αλήθεια ήταν. Συμπλήρωνε είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια στα νέα χώματα –πατρίδα ακόμα δεν τα έλεγε, απέφευγε και να ψιθυρίσει τη λέξη για να μην πονάει- και τέτοιο ζεστό καλοκαίρι δεν θυμόταν, αφότου είχε εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα. Και στην επαρχία, όμως, τον πρώτο τόπο όπου έζησε για λίγα χρόνια, τα καλοκαίρια ήταν μαρτύριο γι’ αυτήν, γιατί η δροσιά των βουνών την είχε αναθρέψει. Κάποια βράδια άνοιγε το παράθυρο της μικρής κρεβατοκάμαρας κι ένα ελαφρύ αεράκι έμπαινε κι ανάδευε τις θύμησες από τα μέρη όπου γεννήθηκε κι έζησε μέχρι τα είκοσι δύο της χρόνια.
Τι θες και τα θυμάσαι, μονολόγησε, όταν ο νους ξεστράτισε πάλι σε παιδικές ανηφοριές. Για την ακρίβεια, μια κωμόπολη στα ορεινά της χώρας ήταν ο γενέθλιος τόπος της, αγρίμια οι άνθρωποί του σε δάση σκοτεινά.
Εκεί πήγε σχολείο μέχρι τα δεκαπέντε της. Τότε την είδε ο άντρας που την έκλεψε κι έγινε ο πατέρας του ενός και μοναδικού παιδιού της. Ήταν έθιμο στις φυλές του Καυκάσου να κλέβουν τα κορίτσια. Έβαζαν κάποια στο μάτι; Αρκούσε. Δεν ρωτούσαν, δεν πλησίαζαν, δεν μιλούσαν καν με την όμορφη. Οργάνωναν με συγγενείς και φίλους την απαγωγή και τελείωνε εκεί η υπόθεση. Ο γάμος μετά μονόδρομος, δεν υπήρχε δρόμος γυρισμού για τη γυναίκα. Κι έχει όμορφες γυναίκες ο τόπος της, μα αλίμονο, θηράματα στα δόκανα των αρσενικών και γρήγορα μαραζώνουν.
Έτσι έγινε και με την ίδια. Τη μέρα που πήρε το απολυτήριο και επέστρεφε στο σπίτι, τρεις μαυροντυμένοι άντρες την άρπαξαν, την έσπρωξαν στο αμάξι και σ’ ένα ερημωμένο μοναστήρι την οδήγησαν, ψηλά στο βουνό. Τι κι αν έσκουξε, τι κι αν δάγκωσε το χέρι τους, ένα δυνατό χαστούκι τη λιγοθύμησε στα γόνατά τους. Όταν συνήλθε, της συστήθηκε ο γαμπρός. Ούτε που τον είχε ξαναδεί. Από γειτονικό χωριό τής είπε ήταν και την είχε δει στη γιορτή της Πρωτομαγιάς. Έκλαψε, τον παρακάλεσε να την αφήσει να φύγει. Μάταια, κλειστοί όλοι οι δρόμοι. Εκεί έγινε ο γάμος εκεί κι ο βιασμός, σ’ ένα βρώμικο κελί όπου κι οι προσευχές όσων είχαν ζήσει κι είχαν κοιμηθεί στο πέτρινο στρώμα του είχαν στεγνώσει από καιρό. Ούτε θνητός ούτε άγιος την ευσπλαχνίσθηκε. Και τι να θυμηθεί; Στα δεκαεφτά μωρομάνα, στα είκοσι δούλα του μέθυσου και των πεθερικών, στα είκοσι δύο χήρα πολέμου.
Η φτώχεια κι η πείνα έγιναν οι αχώριστες φιλενάδες της, όλη η πατρίδα ένα μαύρο σκηνικό. Καπνοί, βροχή κι ομίχλη σκοτείνιαζαν τα μονοπάτια που διάβαινε και το παιδί να κλαίει γοερά αναζητώντας ένα κομμάτι ψωμί, να ξεγελάσει την κοιλιά του.
Δεν άργησε να πάρει την απόφαση. Πολλές γυναίκες έφευγαν να βρουν δουλειά σε μια χώρα που την είχε ακούσει στο σχολείο και τους έταζε πολλά. Με θάλασσα και με νησιά ήταν φτιαγμένη, με το φως του ήλιου λουζόταν και με ανθρώπους γελαστούς, με όμορφους άντρες και γυναίκες ντυμένους στα λευκά, σαν τις κολόνες των ναών στις εικόνες του σχολικού βιβλίου. Έτσι τους έλεγε ο δάσκαλος κι αυτά διαδίδονταν για τη «Γη της Επαγγελίας» και σπίτι και δουλειά και χρήματα πολλά τής έταξε ο διακινητής με φουσκωμένο στόμα. Άραγε τέτοιος να ήταν κι ο άντρας που είχε φτάσει με το καράβι του, πριν από αμέτρητους αιώνες, στην πατρίδα της κι είχε αρπάξει τη βασιλοπούλα τους μαζί με το χρυσόμαλλο δέρας; Από τ’ αρχαία χρόνια, σκέφτηκε, όλοι έτσι έκαναν. Άρπαζαν χωρίς διάκριση φτωχές και βασιλοπούλες, άμοιρα κορίτσια. Ευτυχώς άφησε τον μονάκριβό της πίσω στους παππούδες, ενώ η βασιλοπούλα σκότωσε τα ίδια τα παιδιά της από θυμό και ζήλεια.
Μα τι κάθεται και σκέφτεται τώρα;
Ήθελε να ‘χει μπροστά της τον δάσκαλο να του πει την αλήθεια. Φως και ήλιο δυνατό είχε η χώρα που έφτασε, την έκαιγε σαν τον φετινό Ιούλη, μα άσχημοι άντρες την περίμεναν, γυναίκες που την περιγελούσαν. Αγρίμια κι εδώ οι άνθρωποι, αγρίμια παντού. Και στις κολόνες και στους ναούς άργησε πολύ να ακουμπήσει το βασανισμένο της κορμί.
Τίναξε τις σκέψεις από το μυαλό, έβαλε το κλιματιστικό να δουλεύει στο φουλ κι άπλωσε τα κουρασμένα της πόδια στον καναπέ. Χάιδεψε τις πρησμένες από τη ζέστη και την ορθοστασία γάμπες της και πρόσεξε πως το δίκτυο με τις γαλάζιες και βαθυκόκκινες γραμμές, άλλες πλατιές και φουσκωμένες κι άλλες λεπτές σαν τρίχα απ’ τα ξανθά μαλλιά της, είχε απλωθεί πια από τους μηρούς μέχρι τους λεπτούς αστραγάλους της, σαν τα κανάλια που ανοίγονται στις εκβολές των ποταμών και χύνονται στη θάλασσα. Σαν τις διαδρομές στον Χάρτη του Κολόμβου, αυτόν που τους έδειχνε ο δάσκαλος στη μακρινή πλέον πατρίδα. Τα τέσσερα ταξίδια του είχαν ζωγραφιστεί πάνω στα πόδια της. Για άλλη γη πήγαινε κι αυτός και άλλη βρήκε. Πού ήταν ο χρυσός και πού το ασήμι; Μόνο βάλτοι, αρρώστιες κι αχάριστοι βασιλιάδες. Πώς ξοδεύονται έτσι οι ζωές, πώς πάνε κι έρχονται άδοξα τα καράβια;
Αχ, τα πόδια της… τα κοίταξε ξανά. Ψηλά και καλοσχηματισμένα σαν των περισσότερων γυναικών της φυλής της. Τα έσωσε πολλές φορές από τη φθορά κι αυτά την αντάμειψαν στηρίζοντας τον μοναχικό κορμό της. Με ελαφριά κατάγματα τη γλύτωσαν, όταν πήδηξε απ’ το μπαλκόνι του βρώμικου επαρχιακού ξενοδοχείου να ξεφύγει από τους πελάτες που έστελνε ο σωματέμπορος. Δεμένη σαν σκυλί, ξανά και ξανά βιασμένη, με χαστούκια αμέτρητα η κάθε μέρα την κερνούσε. Αυτή ήταν η δουλειά που την περίμενε. Το χρυσόμαλλο δέρας η ίδια ήταν.
Όταν την πήγαν στο νοσοκομείο, δεν ήξερε αν έκλαιγε απ’ τον πόνο του ραγίσματος ή απ’ την απελπισία. Ζήτησε από τη νοσοκόμα μαρκαδόρους και χάραξε πάνω στον άσπρο γύψο τους δρόμους, που ονειρεύτηκε κάποτε να πάρει. Θυμήθηκε τον χάρτη του Κολόμβου. Η μπλε γραμμή το πρώτο του ταξίδι, η κόκκινη το δεύτερο, η πράσινη το τρίτο και η μαύρη το τέταρτο και τελευταίο. Κανείς, όμως, γι’ αυτήν δεν ήταν της επιστροφής. Το δικό της καράβι δεν θα αρμένιζε ξανά.
Δεν θέλω να γυρίσω πίσω, είπε στην υπάλληλο της Κοινωνικής Υπηρεσίας. Βρείτε μου δουλειά. Της βρήκαν, δεν γύρισε. Δεν άντεχε άλλα χαστούκια. Έστελνε μόνο τα εμβάσματα, που μεγάλωναν τον γιο της, κατάφερε ν’ αγοράσει κι ένα παλιό δυαράκι. Το έφτιαξε κατά πώς ήθελε κι όσο βαστούσαν τα οικονομικά της. Είχε ταΐσει, είχε ξεσκατίσει, είχε πλύνει, είχε σαβανώσει πάνω από δέκα παππούδες και γιαγιάδες. Τους είδε λευκοντυμένους όλους.
Τώρα πια είχε σπίτι δικό της, μπορούσε να παίρνει και ρεπό, να δει τους ναούς και ν’ αγκαλιάσει τις κολόνες κι ύστερα να ξεκουράζει τα πόδια της, ν’ απλώνει τον χάρτη του Κολόμβου και να σχεδιάζει πάνω τους το τελευταίο ταξίδι.
Τα είχε καταφέρει. Αυτός ο χάρτης ήταν η νέα της πατρίδα.
*Πρώτη δημοσίευση στο Λογοτεχνικό περιοδικό ΑΠΙΚΟ το 2022.
**Η Αθηνά Παπανικολάου είναι φιλόλογος. Εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση για 34 χρόνια, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2020, οπότε κι αφυπηρέτησε. Ζει στη Θεσσαλονίκη.
***Το κείμενο είναι δημοσιευμένο στην εφημερίδα «Η Κόκκινη» (φύλλο 14), που κυκλοφορεί.