
Γράφει η Κική Σταματόγιαννη
Μπορούμε να μιλάμε για δικαίωση;
Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, καλό είναι να απαντήσουμε πρώτα σε ένα άλλο: τι σηματοδότησε η ίδια η δολοφονία του Ζακ/της Ζάκι; Ένα θλιβερό γεγονός, το οποίο πυροδότησε ένα πολύμορφο κίνημα αντίστασης και διεκδίκησης. Πολύχρωμο, πολυσυλλεκτικό και οργισμένο. Δεν ήταν πλέον κάτι που αφορούσε μόνο τους οικείους και φίλους του δολοφονημένου και στενά τη λοατκια+ κοινότητα. Ήταν συλλογικό το τραύμα. Ήταν συλλογικό το πένθος. Ήταν μια υπόθεση που τέντωσε επικίνδυνα χορδές πολλών, που κατάφερε και απλώθηκε σε ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, που έσπασε τα εθνικά σύνορα και την αγκάλιασαν πολλοί στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη.
Στις πορείες κατέβηκαν μεγάλα κομμάτια της Αριστεράς, της αναρχίας και του ευρύτερου κινήματος που –μέχρι εκείνη τη στιγμή- δεν είχαν σημαντική εξοικείωση με τα έμφυλα και λοατκια+ ζητήματα. Παραμονές έκδοσης της δικαστικής απόφασης ήταν πολλά, πάρα πολλά, τα ψηφίσματα συμπαράστασης και το αίτημα καταδίκης των δολοφόνων της Ζάκι. Από λοατκια+ και φεμινιστικές συλλογικότητες, αντιρατσιστικές ομάδες, φοιτητικά σχήματα και συλλόγους, πολιτικές οργανώσεις της Αριστεράς, συλλογικότητες της αναρχίας, ενώσεις και σωματεία εργαζομένων. Ήταν σαν ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας, από διαφορετικούς χώρους, να συντονίστηκε, να συσπείρωσε δυνάμεις και να κράτησε –συλλογικά- την ανάσα του λίγο πριν το άκουσμα της απόφασης. Μεσίτης και κοσμηματοπώλης ένοχοι για το έγκλημα της θανατηφόρου σωματικής βλάβης (χωρίς ελαφρυντικά). Αθώοι οι τέσσερις αστυνομικοί, με οριακή πλειοψηφία 4-3.
Η δολοφονία του Ζακ ήταν ο καθρέφτης, μέσα στον οποίο αντανακλάστηκαν όλες οι παθογένειες ενός συστήματος που σαπίζει αργά. Η αδιαφορία μπροστά στο δράμα ενός ανθρώπου που βασανίζεται, ο στιγματισμός του «διαφορετικού», η αποδοχή ότι κάποιων οι ζωές –τελικά- μετράνε λιγότερο, ότι η αστυνομία μπορεί να δρα χωρίς να δίνει λόγο σε κανέναν και χωρίς να τιμωρείται για τις πράξεις των εκπροσώπων της.
Την ίδια στιγμή, όμως, καθρεφτίστηκαν και οι τρόποι με τους οποίους το αντισυστημικό κίνημα κατάφερε να φτιάξει μια προστατευτική ασπίδα φροντίδας και αλληλεγγύης. Καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι στη δίκη βρέθηκαν συχνά δίπλα στην οικογένεια του Ζακ οι μητέρες των δολοφονημένων κοριτσιών, της Ερατούς, της Γαρυφαλλιάς, της Ελένης, η μητέρα του –δολοφονημένου από φασίστες- Παύλου, η Μάγδα Φύσσα. Ήταν μια υπόμνηση ότι υπάρχει μια κλωστή που τα ενώνει όλα αυτά. Μια κόκκινη κλωστή από το αίμα όσων δεν χωρούν σε έναν κόσμο, στον οποίο οι άντρες θεωρούν ότι έχουν ιδιοκτησιακή ιδιότητα πάνω στα σώματα των γυναικών, νεοναζιστικά τάγματα εφόδου δολοφονούν, οι γκέι προβάλλονται ως καρικατούρα σε τηλεοπτικά κανάλια πανελλαδικής εμβέλειας, ενώ τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης ξεχειλίζουν συχνά από σεξιστικό οχετό.
«Αυτή είναι η πρακτική και σε όποιον αρέσει»
Η απόφαση –όσον αφορά το καθαρά δικαστικό της κομμάτι- αφήνει αδικαίωτο τον Ζακ. Πληγώνει το «περί δικαίου αίσθημα», που δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από εκείνη τη φωνή που υπάρχει μέσα μας και λέει σταθερά «είναι άδικο. Είναι βαθιά άδικο όλο αυτό». Επί 17 δικασίμους διαβάζαμε τις πολύτιμες ανταποκρίσεις που δημοσίευε, για όσα συνέβαιναν μέσα στη δικαστική αίθουσα, το Παρατηρητήριο ZackieOh Justice Watch. Διαβάζαμε να διαστρεβλώνεται πλήρως η πραγματικότητα, να ειρωνεύονται την οικογένεια του νεκρού, να επανατραυματίζουν τους ανθρώπους που τους έφεραν το παιδί, τον αδερφό, τον φίλο δολοφονημένο, να κατακρεουργούν ξανά και ξανά την προσωπικότητα του Ζακ. Διαβάζαμε τη χυδαιότητα να αντιστρέφουν τον ρόλο θύτη-θύματος, μαθαίναμε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι ήταν μάλλον γραφτό του Ζακ να πεθάνει εκείνη ακριβώς τη μέρα λόγω προβλημάτων υγείας που (σε καμία περίπτωση δεν) είχε. Διαβάζαμε αγορεύσεις συνηγόρων των δολοφόνων και μαρτύρων που σχεδόν υποτιμούσαν τη νοημοσύνη μας και αυτά που είδαν τα μάτια όσων άντεξαν να παρακολουθήσουν το βίντεο της δολοφονίας. Μαζεύαμε τα κουράγια μας, ελπίζοντας ότι τουλάχιστον θα υπάρξει μια πρώτη δικαίωση με την καταδίκη όλων αυτών που ευθύνονταν για τη βάναυση δολοφονία του Ζακ. Δεν ήταν βαριά σωματική βλάβη. Ήταν δολοφονία. Και εκείνοι που τη διέπραξαν θα τιμωρηθούν με 10 χρόνια φυλάκισης, που κατά πάσα πιθανότητα δεν θα εκτίσουν. Ο ένας εκ των δολοφόνων, λόγω προχωρημένης ηλικίας, δεν θα περάσει ποτέ την πόρτα των φυλακών και θα εκτίσει τα όσα χρόνια ποινής… στο σπίτι του.
Και οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί; Δυστυχώς επιβεβαιώθηκε η λογική, που εκφράστηκε ωμά από εκπρόσωπο της Ελληνικής Αστυνομίας: «Αυτή είναι η πρακτική. Σε όποιον αρέσει. Σ’ όποιον δεν αρέσει…». Ένας άνθρωπος βασανίστηκε και πέθανε με φρικτό τρόπο μπροστά στα μάτια δεκάδων άλλων. Είδαμε on camera αστυνομικούς να τον κλωτσούν, να του δένουν τα χέρια ενώ είναι αιμόφυρτος και από ένα σημείο και μετά νεκρός, να μεταφέρεται δεμένος με ασθενοφόρο χωρίς αναμμένο φάρο. Είδαμε τον ίδιο τον δολοφόνο να σκουπίζει ήσυχος και αμέριμνος αίματα, θραύσματα γυαλιών και αποδεικτικά στοιχεία –με ευθύνη της αστυνομίας- και αυτό να επιβεβαιώνεται πλέον με μια δικαστική απόφαση ως η συνήθης «πρακτική». Και αυτό είναι πλήγμα για όλα τα υποτελή πλάσματα. Πλέον δημιουργείται δεδικασμένο για όλα τα πλάσματα που θα βρεθούμε σε θέση ανάλογη με τον Ζακ. Και ο τρόπος που θα μας μεταχειριστούν θα είναι η συνήθης και ενδεδειγμένη «πρακτική». Όλα θα έχουν γίνει ορθώς. Καμία δικαίωση δεν θα βρούμε – ούτε μετά θάνατον. Είναι πλήγμα ακόμα για αυτό το κράτος δικαίου και την αντιστοιχία που θα πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στη διάπραξη ενός εγκλήματος και την επιβολή μιας ποινής που να αντιστοιχεί στη βαρύτητα του συγκεκριμένου εγκλήματος.
Ήταν εξαρχής λανθασμένη η απόδοση στους δύο βασικούς κατηγορούμενους –Χορταριά και Δημόπουλο- του αδικήματος της θανατηφόρας σωματικής βλάβης και όχι της ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο. Μια κατηγορία που, όσο κι αν πίεσε το κίνημα έξω από τη δικαστική αίθουσα, δεν κατορθώθηκε να μεταβληθεί ούτε την ύστατη στιγμή. Ήταν εξόφθαλμα προκλητική η αθώωση των εμπλεκόμενων αστυνομικών. Ήταν ένας ακόμα κρίκος στην αλυσίδα της μεταχείρισης που επιφυλάσσει το αστικό κράτος στον κατεξοχήν κατασταλτικό μηχανισμό του.

Μία από τις ελάχιστες εξαιρέσεις στην ατιμωρησία της αστυνομίας διαχρονικά υπήρξε η καταδίκη του Ε. Κορκονέα, δολοφόνου του 15χρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου και μόνο αφού είχε καεί η μισή Ελλάδα από την οργή για το έγκλημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και σε αυτή την περίπτωση υπήρξε μετά από κάποια χρόνια πρόταση για την αποφυλάκισή του. Ένα γεγονός που αποσοβήθηκε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή με την άσκηση αναίρεσης από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, χάρη στα ακαριαία αντανακλαστικά των κινημάτων και της Αριστεράς.
Ο βάναυσος ξυλοδαρμός του Ζακ Κωστόπουλου από τους οκτώ αστυνομικούς, δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός κάποιων κακών ή «επίορκων» κρατικών οργάνων. Το κράτος είναι η έκφραση της κυριαρχίας της αστικής τάξης. Δεν είναι ουδέτερο. Είναι αυτό που με τα όργανά και τους θεσμούς του φροντίζει να εξασφαλίσει ότι το σύστημα της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης θα παραμείνει απαρασάλευτο.
Τίποτε δεν πρέπει να θέσει σε διακύβευση την απρόσκοπτη λειτουργία του συστήματος, την κερδοφορία του κεφαλαίου, που λατρεύει την τάξη και την κανονικότητα και απεχθάνεται οτιδήποτε την αντιστρατεύεται. Η εμπέδωση ενός κλίματος φόβου σε όσες και όσους τείνουν να το αμφισβητήσουν, σε όσα πλάσματα έχουν τεθεί στο περιθώριο της καθαγιασμένης συστημικής κανονικότητας, καθίσταται η βασική αποστολή των οργάνων ενός κράτους ταγμένου στα συμφέροντα των πλούσιων και ισχυρών, τα οποία ποτέ και για κανένα λόγο δεν πρέπει να διασαλευτούν.
Η ιδιότυπη «ασυλία» που ξέρουν ότι απολαμβάνουν τα όργανα του νόμου και της τάξης εκφράστηκε για άλλη μια φορά. Με τις θριαμβευτικές ιαχές του συνδικαλιστή της ΕΛ.ΑΣ Σταύρου Μαυροειδάκου μέσα στη δικαστική αίθουσα μόλις ακούστηκε η απαλλαγή των αστυνομικών. Με τις χυδαιότητες και τους τραμπουκισμούς σε βάρος της Μάγδας Φύσσα. Με τη συνολικότερα προκλητική παρουσία της αστυνομίας με δύο κλούβες να κλείνουν την είσοδο των δικαστηρίων στη Δέγλερη για την αποτροπή συγκέντρωσης από το κίνημα.
Πώς συνεχίζουμε;
Γράφαμε σε παλιότερο άρθρο, όταν ξεκινούσε τον Οκτώβρη του 2021 η δίκη των δολοφόνων του Ζακ, τρία χρόνια μετά τη δολοφονία του: «Μια ενδεχόμενη καταδικαστική απόφαση για τους δολοφόνους του/της σημαίνει ότι παίρνουμε μια ανάσα για να συνεχίσουμε. Και είναι απολύτως κρίσιμο, ενδυναμωτικό και αναγκαίο να μπορούμε να παίρνουμε ακόμα κι αυτή την ελάχιστη ανάσα μέσα στις ασφυκτικές συνθήκες στις οποίες ζούμε. Θα συνεχίσουμε ξέροντας ότι η καταδίκη μέσα στο δικαστήριο δεν είναι αρκετή. Δεν ήταν αρκετή η καταδικαστική απόφαση για την ηγεσία της ΧΑ ώστε να απαλλαγούμε από τους φασίστες τελειωτικά. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν θα είναι αρκετή η καταδίκη των δολοφόνων της Ζάκι για να ξεμπερδέψουμε μια για πάντα με τον μισανθρωπισμό, τον σεξισμό, τον ρατσισμό, με τα ακροδεξιά αποβράσματα».
Η δικαστική απόφαση μάς στερεί αυτή την ανάσα, που θα μας ήταν πολύτιμη στη συνέχεια για τις καθημερινές μάχες που καλούμαστε να δώσουμε ενάντια στην πατριαρχική βία, ενάντια στον ρατσισμό και τον φασισμό, ενάντια στην αστυνομική αυθαιρεσία και την καταστολή. Υπήρξαν –και θα συνεχίσουν να υπάρχουν- κινηματικές αντιδράσεις, όσο το τραύμα παραμένει ανοιχτό. Το ίδιο απόγευμα μετά την έκδοση της απόφασης συγκεντρώσεις έγιναν σε μια σειρά πόλεις στην Ελλάδα, καθώς και στο Βερολίνο.
Η αλήθεια για μία ακόμη φορά δεν γράφτηκε με το μελάνι μιας δικαστικής απόφασης. Γράφτηκε στους τοίχους, σε αφίσες, σε γκράφιτι, σε πανό, σε στίχους τραγουδιών. Κλείστηκε μέσα στις φωνές όσων συγκεντρωθήκαμε για να φωνάξουμε πως «μπάτσοι και αφεντικά κάναν δολοφονία». Και αυτό καμία δικαστική απόφαση δεν μπορεί να το αναιρέσει. Ο Ζακ Κωστόπουλος/Η Zackie oh δολοφονήθηκε. Απομένει σε εμάς να τον/τη δικαιώσουμε. Να δικαιώσουμε όλες τις ταυτότητες που περήφανα έφερε και οι οποίες δολοφονήθηκαν και σκυλεύτηκαν. Όπως και αυτός.
*Το άρθρο είναι δημοσιευμένο στην εφημερίδα Η ΚΟΚΚΙΝΗ φύλλο 15ο, Μάης – Ιούνης 2022, που κυκλοφορεί.