
Γράφει ο Χάρης Παπαδόπουλος
[Το παρακάτω κείμενο είναι βασισμένο στην εισήγηση του αρθρογράφου στην 5η Συνάντηση εργασίας του Ινστιτούτου Πολιτικών και Κοινωνικών Ερευνών Παντελής Πουλιόπουλος με θέμα: «ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ–Επαναστατικά Κόμματα και Κοινωνικά Κινήματα στον 21ο αιώνα», που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα από τις 8 έως τις 10 Απρίλη 2022]
Ευχαριστώ το Ινστιτούτο «Παντελής Πουλιόπουλος» για την ευκαιρία, που μου δόθηκε σήμερα, να παρουσιάσω μπροστά σας μια απόπειρα απολογισμού για την περιπέτεια της συμμετοχής των επαναστατ(ρι)ών μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ.
Ήταν μια εμπειρία, που έλαβε τέλος το καλοκαίρι του 2015, μετά από την υπογραφή του 3ου Μνημονίου, από την κυβέρνηση Τσίπρα αυτή τη φορά. Και που ανέτρεψε ολοκληρωτικά το δημοψήφισμα της 5ης Ιούλη 2015, που είχε δώσει σχεδόν το 62% στο ΟΧΙ.
Τον απολογισμό τον επιχειρώ ως ένα από τα μέλη της επαναστατικής Αριστεράς, που βρεθήκαμε να παλεύουμε μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ έως την κυβίστηση του Τσίπρα. Υπήρξα μέλος της πολιτικής οργάνωσης ΚΟΚΚΙΝΟ από τον Μάρτη του 2010. Με την ενοποίηση της οργάνωσης τον Δεκέμβρη 2014 με τη ΔΕΑ (Διεθνιστική Εργατική Αριστερά), συνέχισα ως μέλος της ΔΕΑ έως το 2018. Σήμερα είμαι μέλος της συντακτικής ομάδας της μηνιάτικης εφημερίδας «Η ΚΟΚΚΙΝΗ», που εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη από τον Μάη 2019.
Φυσικά γνωρίζω πως το κοινό εδώ ανήκετε σε εκείνο το κομμάτι της επαναστατικής Αριστεράς, που έκανε την επιλογή να μη δώσει τη μάχη της ανάπτυξης δράσης μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Διαφωνούμε, λοιπόν, καταρχάς. Όμως οι ιδέες ξεκαθαρίζουν με την τριβή και την πάλη τους. Και ελπίζω πως όσα θα πω στη συνέχεια θα βοηθήσουν στο να ακολουθήσει μια ζωντανή και αιχμηρή συζήτηση –και γι’ αυτό χρήσιμη- πάνω στα καθήκοντα του τότε και του σήμερα.
Προαπαιτούμενα στηρίγματα για τη συζήτηση
Από πού να ξεκινήσω; Επιστροφή στα βασικά, στις αρχές μας. Επιστροφή σε ένα από τα πρώτα κείμενα, που συνέταξαν οι Μαρξ και Ένγκελς. Αναφέρομαι στη «Γερμανική Ιδεολογία», το έργο στο οποίο για πρώτη φορά εκτέθηκε γραπτά η θεωρία του ιστορικού υλισμού.
Σε αυτό το έργο, λοιπόν, οι δυο κλασικοί σημειώνουν πως για να τερματιστεί οριστικά το καθεστώς της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης είναι απαραίτητο το προλεταριάτο να πραγματοποιήσει την επανάσταση. Και αυτό για δύο λόγους:
- Διότι διαφορετικά οι καπιταλιστές δεν πρόκειται να παραδώσουν την εξουσία και τα πλούτη τους.
- Επειδή για να απαλλαγεί η κοινωνία από τις λάσπες αιώνων, θα χρειαστεί να ηλεκτριστεί το προλεταριάτο με ασυνήθιστη εγρήγορση, ενεργητικότητα και επαγρύπνηση. Αλλιώς δεν θα μπορέσει να ιδρυθεί μια νέα κοινωνία. Και μόνο μια επανάσταση μπορεί να πετύχει αυτή την κινητοποίηση και επιφυλακή όλων των δυνάμεων του προλεταριάτου.

Τρία πρώτα πορίσματα από τις παραπάνω θέσεις:
α) Όσοι επιλέγουν έναν άλλο δρόμο αντί για τον επαναστατικό, έναν υποτίθεται πιο εύκολο και πιο ανώδυνο, στην πραγματικότητα επιλέγουν έναν άλλο σκοπό,όπως σημείωνε και η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Την προσαρμογή στο σύστημα και όχι την ανατροπή του.
β) Οι επαναστάτ(ρι)ες είμαστε ερωτευμένες/α/οι με τις προλεταριακές μάζες, όταν αυτές βρίσκονται σε δράση. Έχουμε όλες τις κεραίες μας στραμμένες προς αυτές. Προσπαθούμε να διδαχτούμε από τις μάζες, να εκφράσουμε τους πόθους των μαζών και να συγχωνευτούμε μαζί τους.
γ) Ο κάθε δρόμος και ο κάθε σκοπός απαιτούν ο καθένας και το δικό του κόμμα. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει πως επαναστάτ(ρι)ες μαρξιστές από τη μια και ρεφορμιστές από την άλλη ΔΕΝ γίνεται, σε κανονικές συνθήκες, να συνυπάρχουν στο ίδιο κόμμα. Και αν –κατ’ εξαίρεση- συμβεί αυτό, τότε η συνύπαρξη αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί αποκλειστικά σε συνθήκες πολέμου.
Η επαναστατική αδιαλλαξία, λοιπόν, συνίσταται στο να δίνουμε ανυποχώρητα τη μάχη των ιδεών, για να κερδίσουμε κάποια από τα πρωτοπόρα στοιχεία της εργατικής τάξης και των κινημάτων των καταπιεσμένων. Γι’ αυτό οφείλουμε να βρισκόμαστε εκεί όπου δίνουν τις μάχες τους, για να συνταιριάζουμε το βήμα μας μαζί τους, ενώ συγκρουόμαστε την ίδια ώρα με τις αυταπάτες τους. Και όχι να βάζουμε υγειονομικές ζώνες απέναντί τους.
Ποια ανάγκη οδήγησε στη δημιουργία των πλατιών κομμάτων;
Τις δεκαετίες του ’90 και του 2000-2010 νέες πολιτικές οργανώσεις εμφανίστηκαν σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες –αλλά και στη Βραζιλία. Οι οργανώσεις αυτές, τα «πλατιά κόμματα», όπως έχουν γίνει γνωστά στο διεθνές κοινό της επαναστατικής Αριστεράς, είχαν διαφορετικές αφετηρίες, αλλά ερχόντουσαν να καλύψουν το ίδιο κενό: το έδαφος, που εγκατέλειπαν με γρήγορους ρυθμούς τόσο η σοσιαλδημοκρατία, που είχε πλέον μεταλλαχθεί παντού σε καθαρόαιμα συστημικά κόμματα, όσο και τα Κομμουνιστικά Κόμματα.
Ιδιαίτερα τα Κομμουνιστικά Κόμματα, μετά από την κατάρρευση των χωρών του κρατικού καπιταλισμού σε Ανατολική Ευρώπη και Ρωσία, έμπαιναν σε βαθιά κρίση ταυτότητας και προσανατολισμού. Έτσι, τα εγκατέλειπε σε μεγάλους αριθμούς η εργατική και λαϊκή βάση τους.
Την ίδια στιγμή, η επαναστατική Αριστερά στις ίδιες χώρες ήταν μικροσκοπική και αδύναμη. Δεν ήταν σε θέση να εμφανιστεί ως ορατή εναλλακτική, έστω στην πρωτοπορία της εργατικής τάξης, πόσο μάλλον στο σύνολο των εργατικών μαζών. Γι’ αυτό και οι εργαζόμενες/α/οι, στην προσπάθειά τους να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους από τα αφεντικά και να βελτιώσουν τη ζωή τους, στράφηκαν στις νέες οργανώσεις, που πρόβαλαν στο προσκήνιο.

Κοινά χαρακτηριστικά των πλατιών κομμάτων
Όλα αυτά τα κόμματα, από τα πιο μικρά, όπως η Κομμουνιστική Επανίδρυση στην Ιταλία, το Κόμμα της Αριστεράς στη Γερμανία, έως και τα πιο πολυπληθή, όπως το Εργατικό Κόμμα στη Βραζιλία, μοιράστηκαν κάποια κοινά χαρακτηριστικά.
α) Ήταν όλα τους κόμματα σχετικά μαζικά και, σε κάθε περίπτωση, αναγνωρίσιμα από την εργατική τάξη. Και ταυτόχρονα είχαν, τα πρώτα χρόνια τουλάχιστον, έναν αρκετά ριζοσπαστικό και αγωνιστικό λόγο.
β) Σε όλα τα πλατιά κόμματα, στα πρώτα χρόνια τουλάχιστον που εμφανίστηκαν, υπήρχε στο εσωτερικό τους μια συνύπαρξη όλων των αποχρώσεων της Αριστεράς. Με άλλα λόγια, ήταν κάτι παραπάνω από ανεκτή σε αυτά η συμμετοχή συντρόφων και συντροφισσών από την επαναστατική Αριστερά. Σε γενικές γραμμές, μάλιστα, η εμφάνιση επαναστατ(ρι)ών μαρξιστ(ρι)ών στα πλατιά κόμματα ήταν καλοδεχούμενη. Αρχικά τουλάχιστον.
Η κοινή συνύπαρξη οργανωμένων μελών από όλο το φάσμα της ρεφορμιστικής έως την επαναστατική Αριστερά συνέβαινε μέσα σε ένα κλίμα, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ριζοσπαστικός αγνωστικισμός»: Τακτικοί αγώνες και κινητοποιήσεις στον δρόμο από τη μια, και από την άλλη μια αίσθηση πως όλες οι ιστορικές παραδόσεις της Αριστεράς έχουν συνολικά αποτύχει. Και πως το νέο «πλατύ» κόμμα, που οικοδομείται, είναι ένα υβρίδιο, ένας σχηματισμός, όπου οι παλιές διαφωνίες είναι πια παρωχημένες.
Συχνά, σε αυτό το κλίμα ενότητας και αμοιβαίας ανεκτικότητας, ο λόγος των συλλογικοτήτων της επαναστατικής Αριστεράς υποχωρούσε σε αιχμές και κριτική.
γ) Κανένα από αυτά τα κόμματα –με εξαίρεση, σε έναν βαθμό, το Εργατικό Κόμμα στη Βραζιλία– δεν διέθετε βαθιούς δεσμούς με την εργατική τάξη.
Με άλλα λόγια, η συνδικαλισμένη εργατική τάξη και η εργατική πρωτοπορία γνώριζαν την ύπαρξη αυτών των κομμάτων. Σε έναν βαθμό τα ψήφιζαν και τα στήριζαν, κάποιες φορές μάλιστα με ενθουσιασμό. Αλλά, κατά κανόνα, δεν εντάσσονταν σε αυτά σε μεγάλους αριθμούς και δεν δενόντουσαν οργανικά μαζί τους, όπως π.χ. συνέβαινε το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 και αρχές της δεκαετίας του ΄80 με το ΠΑΣΟΚ και την οργανωμένη σε συνδικάτα εργατική τάξη στην Ελλάδα.
Άρα, χωρίς βαθιές ρίζες με τον κόσμο της εργασίας, τα πλατιά κόμματα εκ των πραγμάτων, ήταν εξαρχής πιο ευάλωτα στη φθορά και πιο θνησιγενή, από τα παραδοσιακά σοσιαλδημοκρατικά και Κομμουνιστικά Κόμματα.
δ) Όλα αυτά τα πλατιά κόμματα, χωρίς ούτε μια απολύτως εξαίρεση, στην πρώτη δοκιμασία με τα δύσκολα διέψευσαν πλήρως τις εργατικές προσδοκίες. Συμβιβάστηκαν, προσαρμόστηκαν στο σύστημα, χάσανε τη δυναμική τους και, σε έναν βαθμό, τους ψηφοφόρους τους. Ένας αριθμός από αυτά τα πλατιά κόμματα περιθωριοποιήθηκε, όπως η Κομμουνιστική Επανίδρυση, που έχει σβήσει πια, ή βρίσκονται σε πορεία απίσχνασης της επιρροής τους, όπως το Κόμμα της Αριστεράς στη Γερμανία, το Μπλόκου στην Πορτογαλία και οι Ποδέμος στην Ισπανία.
Συνήθως, η ώρα της κρίσης για αυτά τα κόμματα αποδείχθηκε η χρονική στιγμή της ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών. Τότε, τα πλατιά κόμματα, έδειξαν το μέταλλό τους, την ποιότητά τους. Και, φυσικά, τότε ήταν που φρόντισαν να απαλλαγούν από τους/τις/τα αγωνιστ(ρι)ες της επαναστατικής Αριστεράς στο εσωτερικό τους.

Πώς γιγαντώθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ;
Ο ΣΥΡΙΖΑ απέδειξε την εκλογική δυναμική του ήδη από το 2012, μέσα στη θύελλα των Μνημονίων. Τον Μάη αυτής της χρονιάς κέρδισε στις κάλπες σχεδόν 17% και αμέσως μετά τον Ιούνη 2012 άγγιξε το 27%. Ήταν μια πορεία θριάμβου για μια εκλογική συμμαχία, που ως τότε πάλευε να σταθεί πάνω από το όριο του 3%.
Θα ισχυριστώ εδώ πως το 2012 αποτυπώθηκαν εκλογικά, με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, οι αλλαγές στη συνείδηση της εργατικής τάξης. Αλλαγές, που συνέβησαν τις τρομερές χρονιές του 2010 και 2011 και τους πρώτους μήνες του 2012.
Το 2010 ήταν μια χρονιά, που άφησε το στίγμα της στην εργατική τάξη της Ελλάδας. Και δεν ήταν μόνο το τεράστιο σοκ του 1ου Μνημονίου.
Το πιο αξιοσημείωτο στη συνείδηση των οργανωμένων συνδικαλιστικά κομματιών των εργαζομένων και του λαού ήταν πως ΠΡΙΝ από το 2010 οι αγώνες στον δρόμο μπορούσαν, δυνητικά, να φέρουν κάποιες επιτυχίες. Έστω και αμυντικές. Με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις την ανατροπή του νόμου Γιαννίτση με μία μόνο ημερήσια γενική κινητοποίηση και τη νικηφόρα μάχη του άρθρου 16 στα πανεπιστήμια.
Όμως ΜΕΤΑ από την ψήφιση του 1ου Μνημονίου, το 2010, ακολούθησαν δεκάδες γενικές απεργίες. Αρκετές από αυτές είχαν αξιοσημείωτη συμμετοχή. Όμως, τόσο η κυβέρνηση Παπανδρέου όσο και οι επόμενες κυβερνήσεις συνεργασίας, που ακολούθησαν, δεν μετακινήθηκαν ούτε εκατοστό από τα Μνημόνια.
Με άλλα λόγια, ο εργατικός κόσμος συνειδητοποίησε συνολικά πως η πολιτική των Μνημονίων «δεν παίρνει διορθώσεις, αλλά ανατροπή». Ο Φλεβάρης του 2012 στην Αθήνα, με το απίστευτο όργιο της καταστολής, έδειξε τα όρια της αντίστασης των ανοργάνωτων διαδηλωτ(ρι)ών απέναντι στην οργανωμένη κρατική βία. Έτσι, η ανατροπή έδειχνε πως μπορούσε να επιτευχθεί με την εκλογή μιας κυβέρνησης, που θα καταργούσε συνολικά τα μνημόνια.
Αυτό ήταν το πλαίσιο που μέσα σε δύο χρόνια προκάλεσε:
- Την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ
- Το ψαλίδισμα της Νέας Δημοκρατίας
- Την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ
Και ο καταλύτης, που έφερε την τεράστια δημοσκοπική -και κατόπιν εκλογική- εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν άλλος από το σύνθημα, που έριξε η ηγεσία του την άνοιξη του 2012 για «κυβέρνηση της Αριστεράς».
Ήταν εκείνη ακριβώς η στιγμή, που η υπόλοιπη Αριστερά, το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, επέλεξαν τη φυγομαχία. Και να καταδικάσουν το σύνθημα, που εξέφρασε όλη την οργή του εργατόκοσμου και την ανάγκη του να αλλάξει τη ζωή του.

Κρίσιμο ερώτημα: έπρεπε να εμπλακούμε οι επαναστάτ(ρι)ες με τον ΣΥΡΙΖΑ;
Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσουμε τι θα σήμαινε μια πετυχημένη παρέμβαση για τις δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς.
Καταρχάς, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να είναι φιλοδοξία των επαναστατ(ρι)ών μαρξιστ(ρι)ών να επιχειρήσουμε να ελέγξουμε και να κατευθύνουμε το τιμόνι του ΣΥΡΙΖΑ. Σχέδιο ολότελα ουτοπικό.
Όμως θα έπρεπε να επιδιώκουμε να γίνουμε χρήσιμες/α/οι στο εργατικό κίνημα βάζοντας τρεις στόχους:
- Να προειδοποιούμε –πάντα ανοιχτά και με ευθύ λόγο- την εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ για τις προδοσίες, που αναπόφευκτα θα γεννούσε η γραμμή του «έντιμου συμβιβασμού» και η εν γένει πολιτική της ηγεσίας του.
- Να αντιμετωπίζουμε θαρρετά και σε κάθε βήμα την ηγεσία Τσίπρα, την πιο τυχάρπαστη και ανάξια ρεφορμιστική ηγεσία όλων των εποχών.
- Να προετοιμαζόμαστε πάντα για την κρίσιμη στιγμή της ρήξης και, όταν αυτή έρθει, να φύγουμε:
- Με περισσότερα μέλη
- Βελτιωμένο στελεχικό δυναμικό
- Με καλύτερα «δουλεμένες» σχέσεις με κάποια μαχητικά κομμάτια της εργατικής πρωτοπορίας.
Άκρα Αριστερά και φυγομαχία
Γράφει ο Τρότσκι στην «Προδομένη Επανάσταση»: «Υπάρχουν πολλοί περισσότεροι μεταρρυθμιστές παρά επαναστάτες στον πλανήτη. Πολλοί περισσότεροι ευκολοπροσάρμοστοι παρά ανυπότακτοι. Χρειάζονται εξαιρετικές εποχές στην Ιστορία, για να βγουν οι επαναστάτες από την απομόνωσή τους και να δούμε τους μεταρρυθμιστές σαν τα ψάρια που τα ‘χουν βγάλει από το νερό».
Δυστυχώς, οι περισσότερες από τις συλλογικότητες, που ορκίζονται στο όνομα του τροτσκισμού στην Ελλάδα, έδειξαν απόλυτη αδιαφορία για τις υποδείξεις του Τρότσκι. Λίγες μόνο οργανώσεις ενεπλάκησαν στη μάχη του ΣΥΡΙΖΑ.
Από αυτές, το «ΞΕΚΙΝΗΜΑ» φρόντισε να αποχωρήσει γρήγορα από τον ΣΥΡΙΖΑ και σε άκαιρη στιγμή, το «ΚΟΚΚΙΝΟ» ενώθηκε το 2014 με τη ΔΕΑ και, άρα, έπαψε να υφίσταται ως ανεξάρτητη συλλογικότητα και η «Κομμουνιστική Τάση» είχε αρκετά μικρές δυνάμεις, για να μπορέσει να πετύχει σημαντικά αποτελέσματα.
Εδώ θα σταθώ μονάχα σε μια προσπάθεια απολογισμού της παρέμβασης της ΔΕΑ μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Της οργάνωσης, δηλαδή, που συμμετείχε από την αρχή σε αυτό το εγχείρημα. Και που, χάρη στο μέγεθός της, ήταν περισσότερο εύκολο να γίνει διακριτή και αναγνωρίσιμη οργάνωση από τμήματα πρωτοπόρων αγωνιστ(ρι)ών, μέσα και έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Φυσικά, θα επιχειρήσω να σταθώ κριτικά απέναντι σε ό,τι εκτιμώ ως λάθη και ως ανεπάρκειες της ΔΕΑ. Αλλά δεν γίνεται να αποφύγω να σημειώσω εδώ πως η ΔΕΑ τουλάχιστον ενεπλάκη στον ΣΥΡΙΖΑ. Και δεν απέφυγε την ευθύνη της μάχης.
Η ΔΕΑ: μια άτολμη αντιπολίτευση
Η οργάνωση αυτή το 2014 και 2015 διέθετε περί τα 300 μέλη.
Τι διεκήρυττε ως βασική τακτική της μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ; Την «πολιτική του ενιαίου μετώπου».
Τι γινόταν στην πράξη; Πάρα πολλά λάθη, που θα μπορούσαν να τοποθετηθούν κάτω από έναν ενιαίο τίτλο: «Πολιτική ουράς» απέναντι στην οπορτουνιστική ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.
Η ΔΕΑ απέναντι στην ηγεσία Τσίπρα έκανε αντιπολίτευση, αλλά:
- Ο αντιπολιτευτικός της λόγος διατυπωνόταν σχεδόν αποκλειστικά μέσα στα ανώτατα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ.
- Ως οργάνωση πειθαρχούσε στη συμμαχία της «Αριστερής Πλατφόρμας» του Λαφαζάνη. Αυτό το σχήμα δεν διέθετε εσωτερικές διαδικασίες, παρά μονάχα κάποιες συναντήσεις κορυφής των ηγετικών στελεχών του Αριστερού Ρεύματος του Λαφαζάνη με την ηγεσία της ΔΕΑ. Ως σχήμα η «Αριστερή Πλατφόρμα» ασκούσε μια πολύ χλιαρή κριτική στην ηγετική ομάδα του Τσίπρα.
- Η «Αριστερή Πλατφόρμα» πειθαρχούσε με τη σειρά της στην πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ, καταθέτοντας μια σειρά τροπολογίες, που συστηματικά απορρίπτονταν στις κεντρικές διαδικασίες. Και η ζωή συνεχίζονταν.
- Οι «κόντρες» στον ΣΥΡΙΖΑ δεν έφταναν στην κομματική του βάση. Πολύ περισσότερο, δεν άγγιζαν ούτε στο ελάχιστο την εργατική τάξη, που στήριζε ΣΥΡΙΖΑ. Και, το χειρότερο από όλα, η ίδια η ΔΕΑ συναινούσε στο να μην ενοχληθεί η βάση του ΣΥΡΙΖΑ με τις διαφωνίες και τις διαμάχες στην κορυφή.
Έτσι, λοιπόν, διαμορφώθηκε, πριν ακόμα από την κωλοτούμπα του 3ου Μνημονίου, ένα πολιτικό αποτέλεσμα δυσμενές για τη ΔΕΑ και την παρέμβασή της στον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το αποτέλεσμα, κατά τη γνώμη μου, αποτυπώνεται σε τρεις διαπιστώσεις για τη σχέση εργατικής πρωτοπορίας και ΔΕΑ μετά από τόσα χρόνια παρέμβασης στον ΣΥΡΙΖΑ:
- Οι εργάτ(ρι)ες δεν ξεχώριζαν πολιτικά τη ΔΕΑ ούτε τον Λαφαζάνη, ως εναλλακτικές. Τους αντιλαμβάνονταν ως «αποχρώσεις» του ίδιου πράγματος.
- Σε καμιά περίπτωση η ΔΕΑ (ή ο Λαφαζάνης) δεν θεωρούνταν φορείς ενός άλλου, διαφορετικού πολιτικού σχεδίου.
- Όταν η Αριστερή Πλατφόρμα και η ΔΕΑ διαφοροποιήθηκαν επιτέλους ανοιχτά, μετά την κωλοτούμπα του Τσίπρα, θεωρήθηκαν από την εργατική τάξη ως «διασπαστές του ΣΥΡΙΖΑ».

Πώς κατέληξε η ΔΕΑ
Η ΔΕΑ αποχώρησε από τον ΣΥΡΙΖΑ χωρίς αξιοσημείωτες απώλειες στην αρχή, αλλά και χωρίς να καταφέρει να συσπειρώσει γύρω της ένα κομμάτι αγωνιστ(ρι)ών από τη βάση του. Δυστυχώς, τα επόμενα χρόνια η ΔΕΑ επιχείρησε να επαναλάβει μέσα στη ΛΑΕ του Λαφαζάνη τα ίδια πράγματα ακριβώς, που είχε κάνει και στον ΣΥΡΙΖΑ. Όλα αυτά μέσα σε μια διαδικασία αργής φθοράς και μετατροπής της ΛΑΕ σε ένα πατριωτικό συμπούρμπουλο, που σκορπούσε στους τέσσερις ανέμους.
Το 2018, τη χρονιά που αποχωρούσα από τη ΔΕΑ, είχαν απομείνει πια τα μισά μόνο μέλη, ενώ σε καμιά περίπτωση δεν είχε αναδειχθεί αυτά τα χρόνια κάποιο νέο στελεχικό δυναμικό. Η γενική αίσθηση των μελών ήταν, κατά τη γνώμη μου, η κούραση.
Όμως, ακόμη και αυτό το απογοητευτικό αποτέλεσμα είναι, εκτιμώ, πολύ καλύτερο από την κατάσταση απόλυτης διάλυσης, που βίωσαν άλλες επαναστατικές συλλογικότητες μέσα στα πλατιά κόμματα στον υπόλοιπο κόσμο, τον καιρό που βίωναν κρίση. Όπως το DS της 4ης Διεθνούς, που κυριολεκτικά έγινε κολυμπηθρόξυλο μέσα στο Εργατικό Κόμμα στη Βραζιλία. Σε σχέση με αυτά τα παραδείγματα και παρά τα λάθη της, η ΔΕΑ τουλάχιστον συγκράτησε ένα κομμάτι από τον κόσμο της και δεν εξανεμίστηκε.
Πάντως, στο σύνολο των περιπτώσεων της εμπλοκής των επαναστατικών οργανώσεων με τα πλατιά κόμματα παγκόσμια δεν υπήρξε ούτε μία περίπτωση, στην οποία οι επαναστάτ(ρι)ες/τα να βγήκαν από αυτά έχοντας προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα τη συγκρότησή τους. Τόσο με ποσοτικά όσο και με ποιοτικά κέρδη και πολιτικά ξεκαθαρίσματα. Και, νομίζω, πως το παράδειγμα της ΔΕΑ ήταν η λιγότερο καταστροφική από αυτές τις εμπειρίες.

Τι έλειψε
Παρόλη τη γενική αποτυχία της πορείας των επαναστατικών οργανώσεων μέσα στα πλατιά κόμματα, προσωπικά επιμένω στην άποψη πως το λάθος δεν ήταν στο αν έπρεπε να εμπλακούμε. Αλλά, αντίθετα ήταν στο πώς πορευτήκαμε εκεί μέσα.
Δίναμε πάντα και σε κάθε περίπτωση το καλό παράδειγμα, συμμετέχοντας στο πλήρες σε όλες τις πολιτικές μάχες, που έδιναν τα πλατιά κόμματα, όπως και στην εσωτερική ζωή τους. Ξεχνάγαμε, όμως, πολύ συχνά τη μάχη της αντιπαράθεσης των ιδεών και των πολιτικών σχεδίων με τους ρεφορμιστές μέσα σε αυτά.
Τη δεκαετία του ‘30 ο Τρότσκι επιχειρηματολογούσε υπέρ της εισόδου των επαναστατικών ομάδων, που τον ακολουθούσαν μέσα στα ρεφορμιστικά κόμματα. Ήταν συγκυρία αγώνων και στράτευσης σημαντικού αριθμού εργατ(ρι)ών και νεολαίων γύρω από αυτά τα κόμματα. Τα νέα κομμάτια αγωνιστ(ρι)ών έμπαιναν στα κόμματα αυτά, για να πολεμήσουν τον ανερχόμενο φασισμό και την επίθεση των αφεντικών.
Ο Τρότσκι επέμενε σε όλους τους τόνους πως δεν έπρεπε να χάσουν οι επαναστάτ(ρι)ες την ευκαιρία. Αλλά υπερθεμάτιζε ακόμα πιο αυστηρά στο να μην προσαρμοστούν οι οπαδοί του σε αυτά τα νέα περιβάλλοντα. «Η σημαία της 4ης Διεθνούς οφείλει να συγκρούεται αμετάθετα με τις άλλες σημαίες». Κοινές οργανώσεις με τον ρεφορμισμό μπορούν να υπάρξουν μόνο σαν εξαίρεση. Και όχι σαν κανόνας. Και αυτή η εξαίρεση μπορούσε να σταθεί μονάχα σε συνθήκες ανελέητου ιδεολογικού πολέμου.
Οι επαναστατικές οργανώσεις, είτε εμπλακήκαμε με τα πλατιά κόμματα τα τελευταία χρόνια είτε όχι, είχαμε να αντιμετωπίσουμε καλύτερες γενικά συνθήκες από τους τροτσκιστές του ’30 που επιχειρούσαν εισοδισμό. Όμως, χάσαμε την ευκαιρία.
Και τώρα έχουμε να αντιμετωπίσουμε τα καθήκοντα της νέας περιόδου – πάλη ενάντια στον πόλεμο και ενάντια στις νέες επιθέσεις, που δέχεται η εργατική τάξη- ως ομάδες και οργανώσεις, που μόλις ανεβαίνουμε λίγο πιο πάνω από το επίπεδο του να κάνουμε απλώς κομμουνιστική προπαγάνδα. Και είναι ακόμα στοίχημα για μας να βρίσκουμε μικρές τοπικές ευκαιρίες, όπου να καταφέρνουμε να λειτουργούμε ως οργανωτ(ρι)ες/τα της οργής των καταπιεσμένων.

Αυτοκριτική
Στρατεύτηκα στη ΔΕΑ από τον Δεκέμβρη του 2014 ως τον Απρίλη του 2018. Σε όλο αυτό το διάστημα δεν είχα –ούτε για μια στιγμή- καθοδηγητικές ευθύνες. Και συχνά, όπως και άλλα μέλη, μέσα στις διαδικασίες της οργάνωσης, απευθύνθηκα προς την καθοδήγηση κάνοντας αυτή ή την άλλη κριτική στο πώς και πόσο αντιδρούσαμε ως ΔΕΑ στις δεξιές στροφές του Τσίπρα.
Όμως σε καμιά στιγμή, σε όλη την περιπέτεια του ΣΥΡΙΖΑ, όσες και όσοι εκφράζαμε κριτική στάση, δεν αντιδράσαμε συνολικά, συλλογικά και οργανωμένα μέσα στην οργάνωση. Και, ομολογώ, δεν ήμουν εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα.
Αντιπολίτευση μέσα στη ΔΕΑ, οργανωμένη και συνολική, επιχειρήσαμε να δημιουργήσουμε κάποια μέλη μονάχα πολύ αργότερα, όταν γιγαντώθηκαν τα αδιέξοδα της παρέμβασής μας στην ΛΑΕ. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, η διάσπαση της ΔΕΑ το 2018 εξαιτίας της πολιτικής ουράς της οργάνωσης απέναντι στην εθνικιστική κατρακύλα του Λαφαζάνη.
Και το μάθημα, που βγάζω για τον εαυτό μου, από όλη αυτήν την ιστορία, είναι πως, όσο σημαντικό είναι να δίνεις τις πολιτικές σου μάχες μαζί με τις συντρόφισσες και τους συντρόφους σου, άλλο τόσο σημαντικό, τουλάχιστον, είναι το να προσπαθείς να σκέφτεσαι πάντα με το δικό σου μυαλό. Άκριτη εμπιστοσύνη να μη χαρίζεις σε κανέναν.
Και, ιδιαίτερα απέναντι στους κάθε φορά ηγέτες μας, επιβάλλεται να θέτουμε, ξανά και ξανά, το δάχτυλό μας «επί των τύπων των ήλων».
*Μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο στα αγγλικά σε αυτόν τον σύνδεσμο σε μετάφραση του Άλεξ Βήσαλο Ράινερς.