
Του Diamantis Al Ahmar
Το παρακάτω «οδοιπορικό» αφορά όχι τοπία (αν και θα άξιζε επίσης), αλλά ανθρώπους, παρελθόν και μέλλον.
Ένα 7ήμερο στις Πρέσπες είναι από αυτά που λέμε «ταξίδι ζωής». Γιατί σε κάνει να αγαπήσεις τον τόπο σου όπως αυτός είναι, στη συνθετότητά του, και γιατί, πάνω σε μια όχθη μιας λίμνης που μοιράζεται σε τρία κράτη, και βλέποντας τόσο κοντά τις όχθες στα άλλα δύο κράτη, σε βάζει να αναρωτηθείς τι εννοούμε ως «τόπο μας».
Η άτυπα μειονοτική περιοχή φέρει ακόμα τα σημάδια των καταστροφών του 1949 από τις αμερικανικές βόμβες επί εμφυλίου: από τα 7 χωριά που υπήρχαν, ως τότε, στα ελλαδικά εδάφη μετά τη λωρίδα γης που χωρίζει τη Μικρή από τη Μεγάλη Πρέσπα, τα 3 (Πυξός, Δασερή, Αγκαθωτό) είναι ισοπεδωμένα ή ερειπωμένα, ενώ άλλα δύο (Ψαράδες/Νίβιτσα, Αγ.Αχίλλειος/Αχιλ) μερικώς ως πολύ κατεστραμμένα. Αλλά και στη Μικρή Πρέσπα, μόνο ένα χωριό είναι πια παραλίμνιο (πάει η Κρανιά/Ντρένοβο) κι άλλο ένα (Σφήκα/Μπέσφινα), λίγο πιο πάνω, εξαφανίστηκε.
Η συστηματική αδιαφορία από το κράτος, που σαν να προορίζει συνειδητά την περιοχή για dark tourism, επιδεινώνει την κατάσταση. Με κατοίκους που μιλήσαμε, αναμένουν το άνοιγμα της διάβασης στη Β. Μακεδονία, όσον αφορά το να πηγαίνουν, μπαινοβγαίνοντας στη γείτονα, στην… πρωτεύουσα του νομού τους (Φλώρινα) σαν άνθρωποι, χωρίς δηλαδή τα 30 χιλιόμετρα στροφών (από τα 60 συνολικά) που χρειάζονται τώρα (με το χειμώνα να παγώνει ως και τις λίμνες). Από την άλλη, υπάρχει και η αγωνία μη σβήσει η όποια εστίαση και εμπόριο, όπως έχει γίνει και σε άλλα ανοίγματα, όπου το κράτος παρέδωσε τους εκάστοτε ακρίτες βορά στους νόμους της αγοράς. Αναμφίβολα, όμως, εν έτει 2022, είναι αδιανόητο το να πρέπει να προσέχεις μην τυχόν και παραβιάσεις με τη βάρκα τα «σύνορα» της λίμνης και να μην υπάρχει μία ενιαία βαρκάδα για όλη τη λίμνη, ή το να μην μπορείς να πας στο δίπλα χωριό (Ντόλνο Ντουπένι, μόλις 3 χλμ. μακριά) από τον Λαιμό/Ράμπι, που μέχρι τη Χούντα μπορούσες, παρά μόνο αν κάνεις… 127 χιλιόμετρα. Αλήθεια, στο Κας (Τουρκία) από το Καστελόριζο, ή στην Αδριανούπολη, πώς πάμε χωρίς πρόβλημα; Κακά τα ψέματα, όμως, ούτε αυτό φτάνει. Ο επαναπατρισμός των εκδιωγμένων, που πονάνε τον γενέθλιο τόπο, όσων ζουν ακόμα, ίσως δώσει μια πνοή. Θα βελτιώσουν, συν τοις άλλοις, το κλίμα για τις επόμενες γενιές εκατέρωθεν των συνόρων, οι οποίες δεν γνωρίζονται μεταξύ τους.
Όσο για το «επίμαχο», το ονοματολογικό, η «σκληρή γραμμή» καταρρέει λόγω… ζωής: στο μαγαζί με το μισοξεκολλημένο αυτοκόλλητο στην είσοδο «ενάντια στην ψευτοσυμφωνία (των Πρεσπών)», οι συστηματικότεροι θαμώνες(; ), μετά από ένα βλέμμα στον άγνωστο επισκέπτη, συνέχιζαν τη συζήτηση στη γλώσσα τους, την «ανώνυμη», την απαγορευμένη (αν και αναγνωρισμένη από την Ελλάδα ήδη από την απογραφή του 1920-και όχι επί Τσίπρα). Σε άλλο εστιατόριο, η σερβιτόρα που επαιρόταν για το πώς «την είπε» σε Κύπριο που είπε τη Βόρεια Μακεδονία… Βόρεια Μακεδονία, «αφού» ο ίδιος δεν αποκαλεί «βόρεια Κύπρο» τα κατεχόμενα(!), έκανε πως δεν άκουσε, όταν οι πελάτες άρχισαν το τραγούδι στην ως άνω απαγορευμένη γλώσσα. Κι όταν η 80χρονη στο Βατοχώρι/Μπρέζνιτσα σού δηλώνει «Μακεδόνα είμαι», τράβα συνέχισε εσύ το ανιχνευτικό «Σλαβομακεδόνες» που ‘ριξες στην αρχή της κουβέντας ή πες της «όχι, θα σου πω εγώ τι είσαι εσύ».
Αυτό όμως το «προκαταρκτικό» βλέμμα του ομιλούντος την απαγορευμένη γλώσσα στον άγνωστο επισκέπτη, σου μένει, σε ταλανίζει. Στη Μικρολίμνη/Λαγκ, μια κυρία που μιλούσε στην απαγορευμένη γλώσσα της στο τηλέφωνο, στον κήπο της, μόλις μας είδε, σταμάτησε, μετά ηρέμησε το βλέμμα της όταν την κοιτάξαμε με ζεστό βλέμμα, και συνέχισε να μιλά στη γλώσσα της.
Στον Άγιο Γερμανό/Γκέρμαν, όπου μόνο οι βλαχοηπειρώτες εποικήσαντες την περιοχή τη δεκαετία του ’50, κάνουν πανηγύρι, δυο ηλικιωμένες που, κάνοντας δουλειές στον κήπο τους, μιλούσαν στη γλώσσα τους, σταμάτησαν ξαφνικά όταν μας είδαν, μας ανταπάντησαν στα ελληνικά (με σλαβική προφορά) όταν με καλή διάθεση τις χαιρετίσαμε, και συνέχισαν στη γλώσσα τους. Να μιλάς τη μητρική σου γλώσσα με αίσθημα «ενοχής»(; ), «ντροπής»(; ), εν έτει 2022… Είχα να το δω από το 2000 εκεί πάνω, στην πόλη της Φλώρινας, με κάτι γέροντες στο σιδηροδρομικό σταθμό, που πρώτα κοίταξαν πίσω τους, μετά με «έκοψαν», και ακολούθως το γύρισαν από τα ελληνικά στη γλώσσα τους (τώρα ήταν πιο χαλαρά στην πόλη). Πρέπει να (ξανά-) παιξε πολλή τρομοκρατία τον καιρό της υπογραφής της Συμφωνίας των Πρεσπών, δεν βρίσκω άλλη εξήγηση. Ούτως ή άλλως, οι συσχετισμοί σε βάρος των ντόπιων στα Πρεσποχώρια ήταν δύσκολοι σε σχέση με τον υπόλοιπο νομό Φλώρινας, αφού η περιοχή εποικίστηκε τη δεκαετία του ’50 (αλλά οι έποικοι δεν θα αρκούσαν ποτέ να καλύψουν το κενό των προσφύγων του εμφυλίου).
Οι ίδιοι οι ντόπιοι, πολλοί έστω, ίσως έχουν εσωτερικεύσει αυτή την κατάσταση. Σου γυρνούσαν οι ίδιοι τη συζήτηση προς κάτι άλλο εκτός από την Ιστορία. Ακόμα και όταν τους έλεγες για «Βόρεια Μακεδονία», κάποιοι ίσως το θεωρούσαν «ρίχνω άδεια να πιάσω γεμάτα» και σ’το γυρνούσαν σε «Σκόπια». Όντως, με τόσα που έχουν ζήσει, ποιος ξέρει ποιον έχουν απέναντι.»