
Γράφει ο Χάρης Παπαδόπουλος
Αυτόν τον καιρό που η τηλεόραση βάζει πάλι σε επανάληψη τις ίδιες χιλιοπαιγμένες ταινίες, αξίζει να μην σκοτώσουμε τον χρόνο μας και να ψάξουμε στο διαδίκτυο κάτι καινούργιο και πολύ πιο ποιοτικό.
Αν ρίξουμε μια ματιά στο youtube, θα βρούμε πως υπάρχουν διαθέσιμες εξαιρετικές ταινίες, κάποιες μάλιστα με ελληνικούς υπότιτλους. Σκοπεύω να παρουσιάσω εδώ στην ΚΟΚΚΙΝΗ τρεις–τέσσερις από αυτές.
Ξεκινάω σήμερα με τούτο εδώ το άγνωστο διαμαντάκι του Ναγκίσα Όσιμα. «Ο επαναστάτης» (1962) [δυστυχώς υπάρχει μόνο με αγγλικούς υπότιτλους] είναι μια ασπρόμαυρη ιστορική ταινία, που αναφέρεται στην εξέγερση της ιαπωνικής επαρχίας Σιμαμπάρα το 1637–38. Δεκάδες χιλιάδες εξαθλιωμένοι χωρικοί, κύρια χριστιανοί, ξεσηκώθηκαν τότε ενάντια στους αφέντες τους εξαιτίας της άγριας φορολογίας, που τους οδηγούσε στη λιμοκτονία.
Επικεφαλής της εξέγερσης ήταν ένας 16χρονος με ηγετικά προσόντα, ο Σίρο Αμακούζα. Η εξέγερση θα πάρει γρήγορα κομμουνιστικά χαρακτηριστικά. Όλα τα αγαθά θα ανήκουν σε όλες και όλους, ενώ τα πάντα συναποφασίζονταν στις συνελεύσεις των πολεμιστ(ρι)ών, στις οποίες συμμετείχαν, το ίδιο όπως και στις μάχες, άντρες και γυναίκες ισότιμα.
Η εξέγερση θα συντριβεί την επόμενη χρονιά από την έναρξή της. Όλες και όλοι οι εξεγερμένοι/ες θα πέσουν στην τελευταία μάχη ή θα σφαγούν αμέσως μετά από αυτήν. Συνολικά 37.000 άτομα.
Η ταινία του Όσιμα μοιάζει πως έχει παρόμοιο θέμα με τη «Σιωπή» του Μάρτιν Σκορτσέζε, ταινία του 2016. Πως αφορά δηλαδή τις τρομερές διώξεις που δέχτηκαν οι Χριστιανοί της Ιαπωνίας από τους Σογκούν, που την κυβερνούσαν στην περίοδο Έντο των Τοκουγκάβα.
Όμως, πέρα από το παρόμοιο αρχικό θέμα, οι δυο ταινίες δεν έχουν τίποτα άλλο κοινό. Η ταινία του Σκορτσέζε ασχολείται με τα όρια της πίστης και της αφοσίωσης στον Θεό, με την απώλεια και τη σωτηρία της ψυχής. Αντίθετα, η ταινία του Όσιμα είναι ένα ταξικό επαναστατικό έπος και ενδιαφέρεται να αντλήσει διδάγματα για τις μάχες της κοινωνικής απελευθέρωσης στο σήμερα. Στο ένα έργο υμνείται η ακλόνητη απαντοχή στα βάσανα, η προσευχή και η πεισματική υπομονή. Στο άλλο η υπομονή έχει αξία μονάχα όταν προετοιμάζει τους υλικούς όρους για την ευλογημένη ώρα της εξέγερσης.
Λένε συχνά πως μια ιστορική ταινία μάς αποκαλύπτει περισσότερα για την ιστορική συγκυρία κατά την οποία γυρίστηκε, παρά για την περίοδο στην οποία αναφέρεται. Αν αυτό είναι ο κανόνας, σίγουρα η συγκεκριμένη ταινία του Όσιμα δεν αποτελεί εξαίρεση. Παρακολουθώντας τον «Επαναστάτη» αντιλαμβάνεσαι αμέσως τον παλμό του φοιτητικού και αγροτικού κινήματος των αρχών της δεκαετίας του 1960 στην Ιαπωνία, όταν και γυρίστηκε η ταινία.
Στο έργο μας οι εξεγερμένοι είναι οι χριστιανοί αγρότες του 17ου αιώνα και οι σύμμαχοί τους, οι Ρονίν [κατά λέξη: «άνθρωποι των κυμάτων». Πρόκειται για άνεργους Σαμουράϊ χωρίς αφέντη, που αλήτευαν διαρκώς, χωρίς σκοπό, ελπίδες και προοπτικές]. Όμως οι ανησυχίες και οι προσδοκίες των εξεγερμένων θυμίζουν πολύ περισσότερο τις μαζικές συνελεύσεις του 1956–1958 στην Ιαπωνία, όταν γεννήθηκε η Νέα Αριστερά μέσα από τη συνεργασία αλλά και την αντιπαράθεση τριών αριστερών παρατάξεων στο εσωτερικό της Ζενγκακούρεν, της ενιαίας φοιτητικής ομοσπονδίας, κόντρα στην παραλυτική πλειοψηφία της προσκείμενης στο Κομμουνιστικό Κόμμα παράταξης. Οι συνελεύσεις των εξεγερμένων χωρικών στην ταινία περιστρέφονται γύρω από την ίδια αναρώτηση, που βασάνιζε τις φοιτητικές μαζώξεις στον 20ο αιώνα: Πώς θα απλωθεί το μήνυμα του ξεσηκωμού σε όλη την Ιαπωνία; Πώς θα εμπλακούν οι μάζες στην υπόθεση; Πώς θα μπορέσουμε να τσακίσουμε τα αφεντικά;
Οι σκηνές των μαχών είναι υποδειγματικά γυρισμένες και σου μεταδίδουν μια έντονη συγκίνηση, λες και διαβάζεις την Ιλιάδα του Ομήρου. Όμως η ταινία του Όσιμα είναι κατά πολύ εκπληκτικότερη στη σύλληψή της από το έργο του αρχαίου ραψωδού. Διότι εδώ, οι πρωταγωνιστές είναι οι ταπεινοί αγρότες. Στέκονται σε παράταξη, για να αντιμετωπίσουν τον τρομακτικό αυτοκρατορικό στρατό, φορώντας τα κουρέλια τους και με όπλα τις ματσέτες και τα δρεπάνια τους και τα όσα σπαθιά κατάφεραν να αρπάξουν ως λάφυρα από τους Σαμουράϊ των αρχόντων στις προηγούμενες μάχες. Τα βασανισμένα και εκφραστικά πρόσωπά τους είναι το κάθε ένα και ένας εντελώς ξεχωριστός και συγκλονιστικός πίνακας. Και το μεγαλείο που αποπνέουν οι εξεγερμένοι, ενώ βαδίζουν προς τον βέβαιο θάνατο, δεν μπορεί να αγγίξει στο ελάχιστο κανένας ομηρικός ήρωας.
Για ποιο λόγο παρέμεινε στην αφάνεια ένα τέτοιο φιλμ;
Στην Ιαπωνία, η συγκεκριμένη ταινία μισήθηκε πολύ. Διότι τόλμησε να αποκαλύψει έναν σκελετό, που ήταν ως τότε καλά κρυμμένος στη ντουλάπα: Το έγκλημα του αφανισμού της χριστιανικής μειονότητας της Ιαπωνίας. Ελάχιστος κόσμος είδε την ταινία, ενώ πολύ περισσότερος σχημάτισε την άποψη πως ο σκηνοθέτης Όσιμα επιτίθεται στην ένδοξη ιαπωνική παράδοση. Έτσι η ταινία, ενώ είχε κοστίσει ένα αξιόλογο ποσό για να γυριστεί, απέφερε εντελώς ασήμαντες εισπράξεις και οδήγησε τον Όσιμα σε χρεωκοπία.
Έξω από την Ιαπωνία ο «Επαναστάτης» έχει παιχτεί ελάχιστες φορές ως σήμερα, αποκλειστικά και μόνο σε κινηματογραφικές λέσχες και αφιερώματα. Ποτέ δεν κυκλοφόρησε κανονικά στις αίθουσες από τις εταιρίες διανομής.
Είναι σαν να γυριζόταν στην Ελλάδα μια ταινία για τη σφαγή των μουσουλμάνων και των Εβραίων της Τριπολιτσάς το 1821 ή για το πογκρόμ κατά των Εβραίων της Κέρκυρας ή για τον διωγμό της εθνικής μακεδονικής μειονότητας από το ελληνικό κράτος. Η ταινία θα ήταν καταδικασμένη στην εχθρότητα και την χλεύη.

Παρόλο που και όλες οι επόμενες ταινίες του Όσιμα θα είναι σταθερά προκλητικές και ενοχλητικές, καμία δεν θα μοιάζει με τον ξεχασμένο «Επαναστάτη». Διότι και η «Αυτοκρατορία των αισθήσεων» και η «Αυτοκρατορία του πάθους» και το «Καλά Χριστούγεννα, Κύριε Λώρενς» και όλα τα άλλα έργα του δεν θα πάψουν να μαστιγώνουν την υποκριτική ηθική των αρχουσών τάξεων της Ιαπωνίας.
Όμως ο «Επαναστάτης» θα απομείνει μία και μοναδική περίπτωση όπου ο σκηνοθέτης τολμά και αποδίδει κινηματογραφικά όχι μοναχικούς ήρωες, αλλά εξεγερμένες μάζες. Όχι απελπισμένους και αυτοκαταστροφικούς πρωταγωνιστές, αλλά ηγέτες και αντίπαλες πολιτικές φράξιες μέσα στο κίνημα, που αντιπροσωπεύουν διαφορετικά προγράμματα. Όχι απόγνωση, αλλά προοπτικές. Ο «Επαναστάτης» αποδίδει κινηματογραφικά την εποχή όπου ο Ναγκίσα Όσιμα πίστευε ακόμα πως οι ταπεινοί, οι από τα κάτω, μπορούν να αλλάξουν με την δράση τους τον κόσμο.
Υπάρχουν πάρα πολλές αξιομνημόνευτες σκηνές στην ταινία. Ίσως η πιο εμβληματική είναι η σκηνή όπου οι άρχοντες ανεβάζουν στον σταυρό την οικογένεια του επαναστάτη Σίρο και τους φίλους του και τους καίνε για παραδειγματισμό. Ή αυτή – που ενόχλησε πολύ στην εποχή της- όπου βασανίζονται φριχτά επί πολλά κινηματογραφικά λεπτά οι χριστιανοί αιχμάλωτοι του αυτοκρατορικού στρατού, ενώ οι άρχοντες περπατούν ανάμεσά τους, αδιάφοροι για τα ουρλιαχτά πόνου, και συζητούν χαλαρά και βαριεστημένα περί υψηλής πολιτικής. Ή οι υπέροχα χορογραφημένες σκηνές μαχών. Και, πάνω από όλα, οι μοναδικά γυρισμένες σκηνές των συνελεύσεων. Όλες αυτές είναι σημαντικές και ιδιαίτερες στιγμές της ταινίας.
Όμως, η δικιά μου πιο αγαπημένη σκηνή από όλες, περίπου στο 40ό λεπτό της ταινίας, είναι αυτή όπου ένας πολύ ηλικιωμένος Σαμουράϊ -που δεν μπορεί καν να σταθεί όρθιος- διδάσκει με ζέση στους εξεγερμένους το πώς να χειρίζονται το σπαθί για να κόψουν τα κεφάλια των αρχόντων.
Δεν υπάρχει πιο όμορφη και πιο απολαυστική εικόνα στη ζωή, αλλά και στην τέχνη, από το να βλέπεις νέους αγωνιστές να εκπαιδεύονται για να ριχτούν ξανά στην πάλη με τα αφεντικά. Και δεν υπάρχει πιο σημαντική αποστολή στον κόσμο όλο, από το να μεταδώσεις -τις όποιες γνώσεις και δεξιότητες έχεις κατακτήσει στη ζωή σου- στους νέους ανθρώπους που στρατεύονται στην υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης.