Ιταλία: οι φασίστες στο κατώφλι της εξουσίας

Γράφει η Κική Σταματόγιαννη

«Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Συχνά, όμως, κάνει ομοιοκαταληξίες» σημείωνε κάπου ο Μαρκ Τουαίην. Η Ιταλία, ακριβώς στα 100 χρόνια μετά την πορεία στη Ρώμη και την άνοδο των φασιστών του Μουσολίνι στην εξουσία τον Οκτώβρη 1922, βρίσκεται αντιμέτωπη ξανά με το φάντασμα του φασισμού. Σε μια επικίνδυνη και αιχμηρή ομοιοκαταληξία της Ιστορίας.

Η κατάρρευση της κυβέρνησης τεχνοκρατών και η παραίτηση του πρωθυπουργού –και πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας- Μάριο Ντράγκι, οδηγεί σε πρόωρες εκλογές στις 25 Σεπτέμβρη. Αντιμέτωποι δύο συνασπισμοί: η Κεντροαριστερά, με ηγετική δύναμη το Δημοκρατικό Κόμμα του Ενρίκο Λέτα. Και η Δεξιά-Ακροδεξιά, με τον συνασπισμό τριών κομμάτων. Προηγούμενο (με ποσοστό 24%, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις) το –όπως το ίδιο ισχυρίζεται- «μεταφασιστικό» κόμμα Αδέλφια της Ιταλίας (Fratelli d’Italia) με επικεφαλής τη Τζόρτζια Μελόνι. Ακολουθεί η ακραία εθνικιστική Λέγκα του Βορρά του ορκισμένου ρατσιστή Ματέο Σαλβίνι. Και, τέλος, η Φόρτσα Ιτάλια (Forza Italia) του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Αξίζει να σημειώσουμε ότι διεκδικούν –με αξιώσεις μάλιστα- ψήφους δύο πρόσωπα, με τα οποία έχει ασχοληθεί επισταμένα η ιταλική δικαιοσύνη, τόσο στην περίπτωση του Σαλβίνι όσο –κυρίως- του Μπερλουσκόνι για περιπτώσεις διαφθοράς, χρηματισμού και συνδιαλλαγής με τη Mαφία. 

Σε μια Ιταλία, που μετρά 176.000 ανθρώπινες απώλειες από την πανδημία Covid-19 με την κατάρρευση των δομών του δημόσιου συστήματος υγείας. Σε μια Ιταλία τσακισμένη από την οικονομική κρίση και τις πολιτικές ακραίας λιτότητας και την απώλεια εκατομμυρίων θέσεων εργασίας, με την ανεργία σταθερά πάνω από 8% και γενικευμένη φτώχεια. Με 125 γυναικοκτονίες φέτος ήδη –αύξηση 16% σε σχέση με το 2021. Μπροστά σε έναν χειμώνα ενεργειακής φτώχειας και μηδενικής προοπτικής για το μέλλον. Το εκλογικό αποτέλεσμα φαντάζει ήδη από τώρα σαν ένα κακό όνειρο. Μόνο που είναι απολύτως πραγματικό.

Οι δημοσκοπήσεις, τα στοιχεία, η αρθρογραφία, οι προβλέψεις, τα πάντα κάνουν λόγο για μια σαρωτική επέλαση της ακροδεξιάς. Μιας ακροδεξιάς, σοφιστικέ και κοστουμαρισμένης, που διακηρύσσει σε όλους τους τόνους και με κάθε αφορμή ότι έχει ξεμπερδέψει με τον φασισμό και ομνύει στη δημοκρατία. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, οι Fratelli δεν μπαίνουν καν στον κόπο να σβήσουν από το λογότυπό τους το σύμβολο του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος (MSI), του κόμματος που ίδρυσαν συνεχιστές του Μουσολίνι το 1946. Λεπτομέρειες. Πόσο μάλλον που η ίδια η επικεφαλής τους, εκδηλώνει δημόσια τον θαυμασμό της για τον Μουσολίνι.   

Υπάρχει ένα φάντασμα που πλανάται πάνω από την Ιταλία αυτή τη στιγμή. Δεν είναι άλλο από το φάντασμα του φασισμού. Για άλλη μια φορά.  

Το δυστοπικό σενάριο

Η άνοδος στην εξουσία Δεξιάς-Ακροδεξιάς μόνο ένα πράγμα μπορεί να σημάνει για εργαζόμενους και άνεργους, για μετανάστριες και πρόσφυγες, για γυναίκες και λοατκια+ ανθρώπους: Όλεθρο.

Η κούφια ρητορική των Fratelli, ενός κόμματος που το 2018 είχε μια εκλογική δύναμη της τάξης του 4%, έπεισε πολλούς.

Έπεισε η ρητορική ενάντια στα καθεστωτικά κόμματα, που είναι υπεύθυνα για τη σημερινή κρίση, την οικονομική ύφεση και την εξαθλίωση του συντριπτικού μέρους της ιταλικής κοινωνίας. Έπεισε ο δήθεν αντισυστημικός μανδύας, η επίθεση στα «κέντρα των Βρυξελών» και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίθεση που, βέβαια, γρήγορα «μαζεύτηκε» ενόψει πιθανής διακυβέρνησης, ακριβώς για να μην τρομάξουν τους ευρωπαίους τεχνοκράτες.

Έπεισε μεγάλο μέρος αυτών, που οι συνθήκες ζωής τους εξαχρειώνονται κάθε μέρα και περισσότερο. Που οι όποιες οικονομίες τους έχουν εξαερωθεί στα τόσα χρόνια λιτότητας. Που ζουν με την ανασφάλεια και με παροπλισμένη την ταξική τους συνείδηση. Αυτοί και αυτές, που οι συλλογικοί αγώνες δεν κατάφεραν να τους εμπνεύσουν και να τους κινητοποιήσουν και που, έχοντας χάσει κάθε εμπιστοσύνη στην Αριστερά, στράφηκαν στον απλουστευτικό και στρογγυλεμένο λόγο της Ακροδεξιάς. Ένας λόγος που στοχοποιεί τους αδύναμους και τους ευάλωτους, αφήνοντας αλώβητους τους πραγματικούς υπεύθυνους: το κεφάλαιο και τις αστικές κυβερνήσεις, που υπηρετούν πρόθυμα τα αφεντικά.

Είναι πολύ εύκολο, άλλωστε, να τα βάλεις με τον μετανάστη από την Αφρική, που σου «αρπάζει τη δουλειά». Με την εγκυμονούσα προσφύγισσα, που σου «κλέβει δημόσιους πόρους» και τη σειρά στα δημόσια νοσοκομεία ή «βρωμίζει την παραλία», όταν ξεβράζεται μισοπνιγμένη σε μια ακτή. Με όσους ζουν με επιδόματα, επειδή είναι ανάπηροι ή οροθετικοί. Είναι πολύ πιο εύκολο να τα βάλεις με τους «παρδαλούς» και τα παράλογα αιτήματά τους, που διασαλεύουν την «τάξη» και ταράζουν την νοικοκυρίστικη ηρεμία των πολλών. Παρά με τους εργοδότες και την κυβέρνηση. Δεν είναι τυχαίο που σε μια Ιταλία, διαλυμένη από τις πολιτικές δεκαετιών και μετά την καταιγίδα της δίχρονης πανδημίας, ο σπόρος της χυδαίας απλούστευσης της Ακροδεξιάς βρήκε εύφορο έδαφος. Και τώρα ήρθε η ώρα της σοδειάς.   

   

Το αντιμεταναστευτικό μένος και ρατσιστικό παραλήρημα της ιταλικής ακροδεξιάς

Βασικό σημείο της ακροδεξιάς ατζέντας δεν είναι άλλο από τη στοχοποίηση μεταναστ(ρι)ών και προσφυγ(ισσ)ων. Μετά από όλα αυτά τα χρόνια της –κατά την Ακροδεξιά πάντα- «προσφυγικής κρίσης» και την εγκατάλειψη ντόπιων και προσφύγων στη μοίρα τους, έρχεται η ώρα για τα Αδέλφια της Ιταλίας και τη Λέγκα να κεφαλαιοποιήσουν τη συσσωρευμένη οργή των ντόπιων απέναντι στους αποδιοπομπαίους τράγους. Τι πιο βολικό από την αναζήτηση του εύκολου θύματος και την απόδοση όλων των δεινών στην «εγκληματικότητα των μεταναστών»;

Είναι χαρακτηριστική η χρήση ορολογίας, όπως «φέικ πρόσφυγες», λέξη που λατρεύει να τουιτάρει ο έτερος του συνασπισμού Μ. Σαλβίνι. Ο τελευταίος σε μια επίσκεψή του στη Λαμπεντούζα δήλωσε «Το νησί πρέπει να πάψει να αποτελεί το κέντρο κράτησης προσφύγων της Ευρώπης. Είναι ντροπιαστικό. Αλλά σύντομα οι Ιταλοί θα ψηφίσουν και θα μπορέσουμε έτσι να γυρίσουμε σελίδα». Κλείσιμο του ματιού στο αντιμεταναστευτικό και αντιπροσφυγικό παραλήρημα, που ολοένα κερδίζει έδαφος σε μια περιοχή που έδωσε ένα σαρωτικό 46% στην Ακροδεξιά στις τελευταίες ευρωεκλογές. Και όλα αυτά στο νησί, που το 2016 ήταν υποψήφιο για Νομπέλ ειρήνης για την αλληλεγγύη, που επέδειξαν οι κάτοικοί του στους αναγκεμένους πρόσφυγες. Όταν όμως η ιταλική κυβέρνηση άρχισε να στοιβάζει σε συνθήκες εξαθλίωσης πάνω από 20.000 ανθρώπους σε ένα νησί με δομές που μπορούσαν να φιλοξενήσουν με αξιοπρέπεια μόλις 300, όταν δεν προνόησε για τη μεταφορά όσων προσφύγων το επιθυμούσαν στην ενδοχώρα, οι ντόπιοι στράφηκαν όχι στους υπαίτιους για όλο αυτό, αλλά στους εξαθλιωμένους πρόσφυγες.     

Η Μελόνι ζητάει «ναυτικό αποκλεισμό της Ιταλίας», προκειμένου να μη φτάνουν οι απειλητικές λαστιχένιες βαρκούλες των προσφύγων χρησιμοποιώντας το πιο επικίνδυνο και το πιο δολοφονικό πέρασμα από την Αφρική στην Ευρώπη, σπαρμένου με χιλιάδες μαύρα, μελαμψά και μη καλοδεχούμενα κορμιά μεταναστ(ρι)ών. Κάνει λόγο για την ανάγκη «να δημιουργηθούν hotspot στην Αφρική και να αξιολογείται από την αφρικανική ήπειρο, ποιος έχει δικαίωμα να θεωρείται πρόσφυγας και ποιος είναι παράτυπος μετανάστης». Η Μελόνι έχει ενσωματώσει στον απόλυτο βαθμό τον σκληρό πυρήνα της φασιστικής, ρατσιστικής και νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και ρητορικής. Όσο κι αν προσπαθεί να πείσει για το αντίθετο.

Όχι στο όνομά μας – Η χυδαία επίκληση του φεμινισμού από την Ακροδεξιά

«Κανένας δεν μπορεί να παραμείνει σιωπηλός απέναντι στο αποτρόπαιο γεγονός του βιασμού στην Πιατσέντσα, μέρα μεσημέρι, μιας ουκρανής γυναίκας από έναν αιτούντα άσυλο. Στέλνω μια αγκαλιά σε αυτή τη γυναίκα. Θα κάνω οτιδήποτε περνά από το χέρι μου για να αποκαταστήσω το αίσθημα ασφάλειας στις πόλεις μας» δήλωσε η Τζόρτζια Μελόνι σχολιάζοντας δημόσια το βίντεο, που κυκλοφόρησε, με τη σκηνή του βιασμού. Η επιλεκτική ευαισθησία, η επίκληση του φεμινισμού, η οικειοποίηση –από ακροδεξιά χείλη- της φροντίδας και της ενδυνάμωσης επιζωσών βιασμού είναι τουλάχιστον αποκρουστική.

Την ίδια στιγμή βέβαια η επικεφαλής των ακροδεξιών Αδελφιών της Ιταλίας είναι απολύτως ενάντια σε όλα τα βασικά αιτήματα του σύγχρονου φεμινιστικού και λοατκια+ κινήματος. Στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης του σώματος γυναικών και θηλυκοτήτων, στο δικαίωμα στην άμβλωση, στον ομόφυλο γάμο και την τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια. Καθόλου τυχαίο που η Μελόνι είναι βασική συνομιλήτρια του ακροδεξιού Vox στο ισπανικό κράτος. Ένα κόμμα τόσο βαθιά συντηρητικό και πατριαρχικό, τόσο ακραία εθνικιστικό, που –αν μπορούσε- θα γύριζε με τα ίδια του τα χέρια τους δείκτες των ρολογιών δεκαετίες πίσω.

Η προσχηματική υπεράσπιση γυναικών γίνεται αποκλειστικά και μόνο για έναν λόγο: την ευθεία στοχοποίηση προσφύγων και μεταναστών. Οι πρόσφυγες -κατ’ αυτήν- δεν είναι καλοδεχούμενοι, γιατί είναι εγκληματικά στοιχεία και «βιάζουν τις Ιταλίδες». Όχι, όμως, όλοι οι πρόσφυγες. Η Μελόνι τραβά μια ευδιάκριτη διαχωριστική γραμμή. Από τη μια μεριά οι «καλοί», λευκοί, χριστιανοί πρόσφυγες (χαρακτηριστική περίπτωση οι πρόσφυγες από την Ουκρανία). Από την άλλη, οι μαύροι, Άραβες, Αφρικανοί, «πρωτόγονοι και απολίτιστοι», από τα νύχια των οποίων προσπαθεί αυτή –τσαλαπατώντας το οδυνηρό βίωμα μιας βιασμένης γυναίκας- να αλιεύσει ψήφους γυναικών, αλλά και αντρών, στηριγμένη στο διάχυτο αίσθημα ανασφάλειας. Μια ανασφάλεια, δίδυμη αδελφή του εκμεταλλευτικού συστήματος, που τόσο αγαπά να υπηρετεί η Μελόνι, και ουδεμία σχέση έχει με τη μετανάστευση και την προσφυγιά.       

Τι μπορεί να σταματήσει την Ακροδεξιά;

Η εύκολη απάντηση θα ήταν: μα φυσικά, η Αριστερά! Όμως στην περίπτωση της Ιταλίας δεν υπάρχουν, δυστυχώς, εύκολες απαντήσεις. Και όλα αυτά στη χώρα, όπου τη δεκαετία του ’70 δρούσε το μεγαλύτερο Κόμμα της Αριστεράς στη Δύση. Ένα Κομμουνιστικό Κόμμα, που έφτανε σε εκλογικά ποσοστά του 30%, ήταν γειωμένο στους χώρους δουλειάς, στις σχολές και τις γειτονιές, με χιλιάδες συνδικαλισμένους εργάτες και εργάτριες. Ο «Ιστορικός Συμβιβασμός», η προσπάθεια να αποδείξει η Αριστερά στην αστική εξουσία πόσο νομοταγής μπορεί να γίνει, το φρένο στους μαζικούς εργατικούς αγώνες που ξεσπούσαν κατά καιρούς, η αργή πορεία προς την ενσωμάτωση στο σύστημα και η αυτοκτονική συμμετοχή της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης στην κυβέρνηση Πρόντι, πέρασαν κυριολεκτικά πάνω από την Αριστερά και το εργατικό κίνημα. Και τα άφησαν μουδιασμένα, απονευρωμένα και ανίκανα να αντιδράσουν. Αποδεκατισμένα, με κόσμο κουρασμένο, απογοητευμένο, αηδιασμένο. Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα μετονομάστηκε σε Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς. Μέχρι που ακόμη και αυτή η λέξη «Αριστερά» ενοχλούσε. Και απαλείφθηκε. Για να φτάσουμε στο σημερινό Δημοκρατικό Κόμμα, που έχει καταλήξει να ελκύει και να αποσπά ψήφους από τα πλουσιότερα στρώματα της ιταλικής κοινωνίας και να αναζητά τον επόμενο τεχνοκράτη, για να διαχειριστεί ικανοποιητικά ένα σύστημα και μια κοινωνία σε σήψη. Αυτό λοιπόν το κόμμα, που δεν έχει την παραμικρή σχέση ασφαλώς με ό,τι συνηθίζουμε να αποκαλούμε Αριστερά, με επικεφαλής τον Λέτα, ηγείται του κεντροαριστερού συνασπισμού. Αυτό φιλοδοξεί να κοντράρει την Ακροδεξιά. Και λογικά θα ηττηθεί.

Σήμερα ό,τι απέμεινε από μια Αριστερά, που την ακολουθούσε το μεγαλύτερο κομμάτι της συνδικαλισμένης εργατικής τάξης, που οργάνωνε τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων δένοντάς τη με τις κομμουνιστικές παραδόσεις, είναι μόνο τα αποκαΐδια μιας σβησμένης φωτιάς. Είναι σημαντικό να κρατήσουμε ως θετικό ότι παρά τη διάψευση προσδοκιών, παρά τον προδοτικό εναγκαλισμό με την αστική εξουσία, τη συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις που έδεσαν χειροπόδαρα την εργατική τάξη, την υπογραφή ντροπιαστικών συμφωνιών με το ΝΑΤΟ, η Αριστερά στην Ιταλία καταφέρνει ακόμα να διατηρεί κάποιες σχέσεις με τους συνδικαλισμένους εργάτες και τις συνδικαλισμένες εργάτριες.

Μέσα από αυτά τα συντρίμμια είναι επείγον να προβάλλει μια Αριστερά, που δεν χαριεντίζεται με την εξουσία σε μια καταστροφική προσπάθεια «να κερδίσει τα μεγάλα ακροατήρια και τις ευρείες πλειοψηφίες» υποστέλλοντας τις επαναστατικές σημαίες της. Η προσπάθεια να δεθεί με τα καταπιεσμένα κομμάτια της κοινωνίας, και να τα κερδίσει, δεν περνάει μέσα από τους διαδρόμους της Γερουσίας και τα κοινοβουλευτικά τερτίπια. Βρίσκεται εκεί όπου βρισκόταν πάντα. Στους δρόμους. Στους χώρους δουλειάς, στα σχολεία και τις σχολές, στις γειτονιές, στις κοινότητες των μεταναστριών και των προσφύγων. Στα κολαστήρια της –κάθε- Λαμπεντούζας.    

Η Αριστερά, που θα καταφέρει να βάλει φραγμό στην Ακροδεξιά, είναι μια Αριστερά που θα σηκώσει το γάντι στις δύσκολες προκλήσεις. Θα βάλει ξεκάθαρο ταξικό πρόσημο στις κοινωνικές συγκρούσεις, θα υπερασπιστεί τους κολασμένους της γης, τους πρόσφυγες και τις μετανάστριες, τους φτωχούς, τους ανθρώπους της εργασίας και τους άνεργους, τους λοατκια+, τις ανάπηρες, τους οροθετικούς. Όλα εκείνα τα πλάσματα, με άλλα λόγια, στα οποία η Ακροδεξιά προετοιμάζει την κοινωνία του Καιάδα.

Δύσκολο στοίχημα; Πολύ. Θα πρέπει αυτή η Αριστερά που περιγράφουμε εδώ, να δεθεί ξανά με το νήμα της κομμουνιστικής παράδοσης, να δεθεί με τον κόσμο της εργασίας και των –για κάθε λόγο- καταπιεσμένων. Να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, αφού πρώτα έχει αποδείξει την αξία και το μέταλλό της, απορρίπτοντας τον εύκολο δρόμο της συνθηκολόγησης και της ενσωμάτωσης σε ένα σύστημα, που θεωρητικά αντιπαλεύει.

Και στις εκλογές της 25ης Σεπτέμβρη τι θα πρέπει να κάνει μια τέτοια Αριστερά; Υποστηρίζουμε πως θα χρειαστεί να στηριχτεί όποιο ψηφοδέλτιο μπορεί να στερήσει βουλευτικές έδρες από τη Δεξιά και την Ακροδεξιά. Συμπεριλαμβανομένων, φυσικά, και των ψηφοδελτίων της Λαϊκής Ενότητας (Unione Popolare). Πρόκειται για τον χώρο που επιχειρεί να εκφράσει τα απομεινάρια της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, της Αριστεράς που ξεκίνησε με μεγάλες κινηματικές περγαμηνές και βυθίστηκε άδοξα στον κυβερνητισμό. Δεν διστάζουμε να τους παραχωρήσουμε την ψήφο μας. Αλλά δεν τρέφουμε την παραμικρή αυταπάτη πως αυτό μπορεί να είναι ποτέ αρκετό για να ανασχέσει τη δυναμική της Ακροδεξιάς. Χρειάζεται πολλή δουλειά για να ανατραπεί ο διαφαινόμενος εφιάλτης. Έχοντας το προνόμιο της απόστασης και κοιτώντας τα συντρίμμια της σημερινής Αριστεράς, το μόνο που θα μπορούσαμε συντροφικά να πούμε σε κάθε καλοπροαίρετο αντιφασίστα και αντιφασίστρια, που δίνει τώρα τον υπέρ πάντων αγώνα, θα ήταν: «Αφήστε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους». Και προχωρήστε παρακάτω, προκειμένου να δημιουργηθεί κάτι νέο και ελπιδοφόρο.    

Τα βλέμματα όλης της Αριστεράς και των κινημάτων είναι στραμμένα όχι τόσο στις επικείμενες ιταλικές εκλογές, αλλά κυρίως στην επόμενη μέρα. Στη δύσκολη μέρα, που θα ξημερώσει, σε περίπτωση επανόδου της Ακροδεξιάς. Ένα θλιβερό σενάριο σε μια χώρα με ένα από τα δυναμικότερα εργατικά κινήματα στην Ευρώπη, μερικές από τις συγκλονιστικότερες ταξικές συγκρούσεις και με ένα πολύ υψηλό επίπεδο ταξικής πάλης.

 *Το άρθρο βρίσκεται δημοσιευμένο στη μηνιάτικη εφημερίδα Η ΚΟΚΚΙΝΗ, φύλλο 16ο, Σεπτέμβρης 2022, που κυκλοφορεί.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s