
Η 6η Ολομέλεια του ΚΚΕ το 1934 και το περιοδικό «Ανταίος» – η καταστροφική και αδιέξοδη πολιτική κληρονομιά του σταλινισμού στην Ελλάδα
Γράφει ο Χάρης Παπαδόπουλος
Στις 23 Οκτώβρη 1951 η αστυνομία συνέλαβε στην Αθήνα τον διανοούμενο του ΚΚΕ Δημήτρη Μπάτση με την κατηγορία της κατασκοπίας υπέρ της ΕΣΣΔ. Ο Μπάτσης θα περάσει μαρτυρικές ώρες στα μπουντρούμια της Ασφάλειας. Μετά θα οδηγηθεί σε μια ολότελα προσχηματική δίκη μαζί με μια σειρά συντρόφους του. Η δίκη αυτή θα ξεσηκώσει ένα τεράστιο κύμα διεθνών διαμαρτυριών και αλληλεγγύης με τους διωκόμενους κομμουνιστές.
Στην ακροαματική διαδικασία χρέη βασιλικού επιτρόπου –δηλαδή εισαγγελέα– εκτελούσε ένας αξιωματικός του στρατού, που κανονικά θα έπρεπε να είχε ήδη εκτελεστεί ως προδότης. Ήταν ο συνεργάτης των ναζί και ταγματασφαλίτης Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο κατοπινός δικτάτορας. Οι βαριές και ολότελα άδικες ποινές ήταν ουσιαστικά προαποφασισμένες. Ανάμεσά τους και οχτώ θανατικές καταδίκες: Για το μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ Νίκο Μπελογιάννη, για τον Δημήτρη Μπάτση και άλλους 6 συντρόφους.
Στις 30 Μάη 1952 θα τουφεκιστούν τέσσερις από τους θανατοποινίτες. Οι Μπελογιάννης, Μπάτσης, Αργυριάδης και Καλούμενος παίρνουν από τότε δίκαια τη θέση τους στο μαρτυρολόγιο των ηρώων της Αριστεράς και των κομμουνιστικών ιδεών.
Ο Δημήτρης Μπάτσης, εκτός από μάρτυρας του αγώνα, υπήρξε και «οργανικός διανοούμενος» του ΚΚΕ. Συνέβαλε σε πολύ σημαντικό βαθμό στην επεξεργασία των θέσεών του όσο και στη διάδοσή τους μέσα στον χώρο της διανόησης στην εποχή του. Ήταν ο συγγραφέας του βιβλίου «Η βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα» και ο εκδότης –βασικός αρθρογράφος- του θεωρητικού περιοδικού «Ανταίος». Το βιβλίο του Μπάτση ήταν και παραμένει το πιο σημαντικό σύγγραμμα στον χώρο των ιδεών, που διακήρυτταν την ανάγκη για «εθνική, παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας» και «πάλη για απαλλαγή από την εθνική υποτέλεια». Των ιδεών, με άλλα λόγια, που ενστερνίζονταν εκείνη την εποχή –και για πολλές δεκαετίες μετά- το ΚΚΕ.

Όσο για το περιοδικό «Ανταίος» υπήρξε η ιδεολογική ναυαρχίδα όλων των αναλυτών, που υποστήριξαν με ζέση πως η εργατική τάξη στην Ελλάδα πρέπει να βάλει πλάτη για την αναγέννηση της «εθνικής» οικονομίας, αφήνοντας στην άκρη για μεγάλο διάστημα τις ταξικές διεκδικήσεις της.
Η σύλληψη του Μπάτση από την Ασφάλεια, όπως και το έξαλλο αντικομμουνιστικό κλίμα της εποχής, έβαλαν την ταφόπλακα στο περιοδικό «Ανταίος». Και οδήγησε, εκ των πραγμάτων, σε προσωρινό σιωπητήριο τους κήρυκες της «εθνικής» και ταξικής συμφιλίωσης μέσα στην Αριστερά. Οι όποιες επόμενες προσπάθειες ακολούθησαν, δεν πέτυχαν να φτάσουν ούτε τη σκιά της επιρροής του «Ανταίου».
Το μαρτυρικό τέλος του Δημήτρη Μπάτση χάρισε μια κάποια αίγλη και ακόμα έναν μύθο γύρω από το περιοδικό «Ανταίος». Η εποχή που τα εθνικοπατριωτικά ιδεολογήματα του ΚΚΕ κατάφερναν να πετυχαίνουν μια επιρροή στον χώρο της μεσοαστικής διανόησης στην Ελλάδα ασκεί, ακόμη και σήμερα, μια ορισμένη γοητεία, τόσο στον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και σε συλλογικότητες και άτομα που αποσπάστηκαν από αυτόν.
Το κείμενο αυτό θα επιχειρήσει να διαχωρίσει τον βολικό μύθο από την αμείλικτη πραγματικότητα. Οι ιδέες που καλλιεργήθηκαν στον κύκλο του «Ανταίου», από το 1945 έως το 1951, όταν και κυκλοφορούσε το περιοδικό, ήταν εντελώς ακατάλληλες για να οδηγήσουν στη νίκη το εργατικό και λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα που βρισκόταν σε αιματηρό εμφύλιο πόλεμο με την αστική τάξη. Ίσα–ίσα, αυτές οι ιδέες –της ταξικής συνεργασίας με το τάχα πατριωτικό και παραγωγικό κομμάτι της αστικής τάξης- έφεραν τον όλεθρο στο κίνημα.
Όμως για να καταλήξουμε την αφήγησή μας στον «Ανταίο» θα χρειαστεί πρώτα να ξεκινήσουμε από τη στιγμή που δημιουργήθηκε αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο της ταξικής συνεργασίας: Από τον Γενάρη του 1934 και την 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ.
Για λόγους οικονομίας χώρου δεν θα σταθούμε αναλυτικά στην περίφημη κριτική του Παντελή Πουλιόπουλου στην 6η Ολομέλεια από τη σκοπιά των καθηκόντων της εργατικής σοσιαλιστικής επανάστασης. Παρόλο που η κριτική του Πουλιόπουλου αποτελεί τη θεωρητική και ιδεολογική αναφορά για το κείμενό μας.
Για μια λεπτομερή παρουσίαση της ανάλυσης του Πουλιόπουλου μπορείτε να διαβάστε το σχετικό άρθρο μας ΕΔΩ.

Μια συζήτηση που επιστρέφει ξανά και ξανά μέσα στην Αριστερά
Κανείς και καμιά δεν μπορεί να ασχοληθεί στα σοβαρά με την ιστορία του εργατικού και επαναστατικού κινήματος στην Ελλάδα του 20ου αιώνα, χωρίς να τοποθετήσει στο κέντρο της ανάλυσης το ΚΚΕ.
Ιδιαίτερα μάλιστα αν εστιάσει στην επανάσταση, που έλαβε χώρα το ‘43-’49 στην Ελλάδα, επανάσταση που αλυσοδέθηκε στη Βάρκιζα και κατακρεουργήθηκε στον Γράμμο, στα ξερονήσια και στα εκτελεστικά αποσπάσματα, τότε το ΚΚΕ δεν είναι απλώς το κέντρο. Γίνεται ουσιαστικά ολόκληρο το σώμα της αφήγησης. Εκατομμύρια εργάτες και εργάτριες, χωρικοί και διανοούμενοι και ιδιαίτερα οι νέοι άνθρωποι, δέχτηκαν με ενθουσιασμό το ΚΚΕ ως την ηγεσία τους –όχι σε κάποια «ανώδυνη» εκλογική διαδικασία, αλλά σε μια πολύχρονη ένοπλη αναμέτρηση με τεράστιο κόστος σε θύματα. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι οργανώθηκαν στο ΚΚΕ και σφράγισαν τη ζωή τους μ’ αυτή την επιλογή, γιατί πίστεψαν πως αυτό το κόμμα μπορούσε να φέρει τη νίκη.
Μα δεν υπάρχει ούτε μια επανάσταση στην Ιστορία, η οποία να χάθηκε, επειδή έλειψαν οι θαρραλέοι μαχητές και μαχήτριες. Που να ηττήθηκε γιατί απουσίαζε ο ηρωισμός και η αυτοθυσία από τους ταπεινούς που τόλμησαν να εξεγερθούν. Ο Ναπολέοντας στην εποχή του έγραφε πως τις μάχες τις κερδίζουν οι φαντάροι και τις χάνουν οι στρατηγοί. Αυτό το απόφθεγμα, που είναι απόλυτα ορθό για τον πόλεμο, ισχύει δέκα, εκατό φορές περισσότερο για τις επαναστάσεις.
Υπάρχει μια λέξη, που κάθε αγωνιστής και αγωνίστρια της Αριστεράς χρησιμοποιεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, όταν μιλά για το ΚΚΕ. Είναι η λέξη «λάθη». Οι δυο λέξεις, «ΚΚΕ» και «λάθη», είναι πια έννοιες πρακτικά αδιαχώριστες. Το ΚΚΕ είναι το κόμμα που έκανε χαρακτηριστικά, τραγικά και εγκληματικά λάθη. Λάθη, που χαντάκωσαν τους ανθρώπους που το πίστεψαν και οδήγησαν σε επονείδιστες ήττες για το κίνημα.
Το ΚΚΕ καλούσε σε ξεσηκωμό την εργατική τάξη, όταν δεν «κουνιόταν φύλλο». Κάθε φορά, όμως, που η εξέγερση γινόταν πράξη, το Κόμμα πατούσε μεθοδικά το φρένο.
Πώς εξηγούνται αυτά τα «λάθη»; Ήταν απροσεξίες, ατυχήματα, ανεπάρκειες συγκεκριμένων ανθρώπων, που το ‘φερε η μοίρα να ηγηθούν; Μήπως μπορούσαν να αποφευχθούν τα πιο σημαντικά «λάθη», αν άλλαζαν κάποια πρόσωπα στην ηγεσία του Κόμματος;
Ισχυριζόμαστε σε αυτό το κείμενο πως τα «λάθη» αυτά έχουν πολύ πιο βαθιά αίτια από ό,τι η επιλογή των συγκεκριμένων προσώπων, που αναδείχθηκαν καθοδηγητές. Το ΚΚΕ, πριν ακόμα ηγηθεί σε μαζικούς ξεσηκωμούς της εργατικής τάξης, όπως τον Μάη του ’36 στη Σαλονίκη ή κατόπιν στον ένοπλο αντιφασιστικό αγώνα, είχε υπονομεύσει προκαταβολικά, με τον σχεδιασμό του, κάθε πιθανότητα να οδηγήσει το κίνημα των «από τα κάτω» στη νίκη.
Το χρονικό σημείο που το ΚΚΕ ναρκοθέτησε κάθε πιθανότητα μελλοντικής επιτυχίας ήταν ο Γενάρης του 1934. Και το συγκεκριμένο γεγονός, κατά το οποίο τοποθετήθηκε η εκρηκτική ύλη και ο πυροδοτικός μηχανισμός, ήταν η 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ.

Το ΚΚΕ, σε αυτή τη συνεδρίαση, προχώρησε σε μια ριζική στροφή στο πρόγραμμά του, εισάγοντας τη «θεωρία των σταδίων».
Η επανάσταση, που κοντοζύγωνε στην Ελλάδα, δεν μπορούσε, κατά την ανάλυση αυτή της ηγεσίας του Κόμματος, να έχει χαρακτήρα άμεσα εργατικό και σοσιαλιστικό, «γιατί η χώρα έχει μέσο» –μονάχα- «επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης και άλυτα ακόμη ζητήματα αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού». Άρα, θα έπρεπε, κατά την ηγεσία του ΚΚΕ, να υπάρξει πρώτα ένα αστικοδημοκρατικό στάδιο, κατά το οποίο θα χρειαστεί να λυθούν ζητήματα που αφορούν και ενδιαφέρουν, εξίσου με την εργατιά, και άλλα πλατύτερα στρώματα του χωριού και της πόλης.
Μ’ άλλα λόγια, πριν προχωρήσουμε στον σοσιαλισμό, θα πρέπει πρώτα να γίνουμε η ατμομηχανή του παγκόσμιου καπιταλισμού και μέχρι τότε μας μένει το καθήκον να ισχυροποιήσουμε την αστική δημοκρατία, σύμφωνα πάντα με τη λογική της Ολομέλειας…
Η συγκεκριμένη διατύπωση στο κείμενο της απόφασης της 6ης Ολομέλειας αναφέρει πως «η επικείμενη επανάσταση των εργατών και αγροτών στην Ελλάδα θα έχει αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα με τάσεις γρήγορης μετατροπής σε προλεταριακή σοσιαλιστική Επανάσταση». Αυτό το δίπολο, στην κομματική αργκό του ΚΚΕ, πέρασε όλες τις επόμενες δεκαετίες ως «τα δύο στάδια της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας».
Παρόλα αυτά, τα καθήκοντα που έμπαιναν κάθε φορά στο Κόμμα, αφορούσαν αποκλειστικά και μόνο το πρώτο στάδιο, την επίτευξη των αστικοδημοκρατικών στόχων, και η πολιτική του ΚΚΕ μέσα στο εργατικό κίνημα προσπαθούσε να μην «τρομάξει» τους υποψήφιους συμμάχους, με τους οποίους θα επιχειρούνταν η καλύτερη θωράκιση της αστικής δημοκρατίας.
Αντίθετα, το δεύτερο στάδιο, η σοσιαλιστική επανάσταση, απομακρύνονταν ως προοπτική, και κατέληγε στην πράξη κάτι σαν την έλευση της Δευτέρας Παρουσίας για τους χριστιανούς. Μια μελλοντική προσδοκία τόσο μακρινή στον χρόνο, που δεν αφορά την πρακτική ζωή στο σήμερα.
Από το σύμφωνο Σοφούλη–Σκλάβαινα στον Μανιαδάκη
Το 1936, δυο χρόνια ακριβώς μετά την 6η Ολομέλεια, θα δούμε το σύμφωνο Σοφούλη–Σκλάβαινα. Πρόκειται για την προσπάθεια του ΚΚΕ να συμμαχήσει με το βενιζελικό Φιλελεύθερο Κόμμα ενάντια στο επικείμενο πραξικόπημα της άκρας δεξιάς. Το ΚΚΕ περίμενε πως θα πραγματοποιηθεί αυτό το πραξικόπημα είτε από τον Μεταξά είτε τον Κονδύλη. Το σύμφωνο υπογράφηκε μυστικά από τον αρχηγό των Φιλελευθέρων Σοφούλη και το στέλεχος του ΚΚΕ και επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος, Σκλάβαινα, στις 19 Φλεβάρη 1936. Και όριζε πως το ΚΚΕ αναλάμβανε να στηρίξει στη Βουλή με την ψήφο του μια κυβέρνηση των Φιλελευθέρων με ελάχιστα ανταλλάγματα, όπως: αμνηστία στους πολιτικούς κρατούμενους, διατίμηση στο ψωμί κλπ.

Το ΚΚΕ τήρησε τη συμφωνία από τη μεριά του. Στις 6 Μάρτη 1936 ο Σοφούλης εκλέχτηκε πρόεδρος της Βουλής χάρη και στις ψήφους των βουλευτών του ΚΚΕ.
Όμως το σύμφωνο ήταν ήδη νεκρό ελάχιστες βδομάδες ήδη μετά την υπογραφή του. Οι Φιλελεύθεροι αποφάσισαν να στηρίξουν με ζέση μια συνεννόηση με την αντίπαλη παράταξη, τους Λαϊκούς, δηλαδή το φιλοβασιλικό κόμμα. Αυτός ο «μεγάλος συνασπισμός» δεν θα κυβερνούσε ο ίδιος, αλλά θα στήριζε με την ανοχή του μια κυβέρνηση από το κόμμα των «Ελευθεροφρόνων» του Μεταξά. Στην κυβέρνηση Δεμερτζή-Μεταξά (κυβέρνηση που διέθετε την ψήφο 7 μόλις βουλευτών στους 300 (!) της Βουλής, αλλά είχε όλη την εμπιστοσύνη του Βασιλιά) ο ανακτορικός Δεμερτζής ήταν η επιλογή του Λαϊκού κόμματος, αλλά ο Μεταξάς, ως αντιπρόεδρός της, ήταν ο απαράβατος όρος που έθεταν οι Φιλελεύθεροι…
Η ηγεσία του Φιλελεύθερου Κόμματος υπολόγιζε πως ο Μεταξάς θα κάνει όλη τη «βρώμικη» δουλειά ενάντια στο ανερχόμενο εργατικό κίνημα και θα φθαρεί άμεσα, έτσι ώστε να έρθει γρήγορα η σειρά τους. Ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός σε όλο του το μεγαλείο.
Το ΚΚΕ δεν παραιτήθηκε από την προοπτική να τα ξαναβρεί με τους Φιλελεύθερους ούτε όταν ολόκληρη η ελληνική Βουλή, εκτός από το ίδιο, στήριξε την κυβέρνηση μειοψηφίας Δεμερτζή–Μεταξά. Πολύ σύντομα, με το θάνατο του Δεμερτζή, στις 13 Απρίλη 1936, η κυβέρνηση είχε πια πρωθυπουργό τον Μεταξά αυτοπροσώπως. Αυτή η πολιτική επιλογή του συνόλου των αστικών κομμάτων και θεσμών σήμαινε στην ουσία: «επιτελείο έκτακτης ανάγκης για τη σωτηρία των καπιταλιστών από την εργατική απειλή». Η αστική τάξη στην Ελλάδα συμπαρατασσόταν ενωμένη για να υπερασπίσει τα προνόμιά της μέσα στην κρίση από την απειλή των εργατικών κινητοποιήσεων. Την ίδια ώρα, το ΚΚΕ έψαχνε τρόπο να αναστήσει από τον τάφο τη συμμαχία με το «δημοκρατικό» κομμάτι της αστικής τάξης.
Πιστή στη φενάκη της συμμαχίας με τη βενιζελική παράταξη, η ηγεσία του ΚΚΕ προτίμησε να «νερώσει το κρασί της» στην εξέγερση του Μάη 1936 στη Θεσσαλονίκη, εμπλέκοντας Φιλελεύθερους βουλευτές στην Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή της πόλης και κάνοντας τα πάντα για να επιστρέψουν οι εξεγερμένες μάζες στην κοινοβουλευτική κανονικότητα.
Όταν το κίνημα ξεθύμανε, οι Φιλελεύθεροι συνέχισαν να στηρίζουν σταθερά την κυβέρνηση που ετοίμαζε πραξικόπημα. Ακολούθησε η κήρυξη δικτατορίας από τον Μεταξά και τον βασιλιά την 4η Αυγούστου και τα μέλη του ΚΚΕ, όπως και κάθε άλλος αριστερός αγωνιστής, βρέθηκαν βορά στις ορέξεις του Μανιαδάκη.
Λαϊκά Μέτωπα: έτσι ενορχηστρώθηκε η ήττα στην Ευρώπη
Η 6η Ολομέλεια δεν ήταν ένα «καπρίτσιο» των σταλινικών, που έλαβε χώρα μόνο στην Ελλάδα. Σε όλο τον κόσμο τα ΚΚ στρέφονταν εκείνα τα χρόνια στις συμμαχίες με τα «προοδευτικά» κομμάτια των αστών, με αφορμή την προσπάθεια να βάλουν φρένο στην άνοδο των φασιστών. Γι’ αυτό στήριζαν τα «Λαϊκά Μέτωπα», πρώτα απ’ όλα σε Γαλλία και Ισπανία, που είχαν προγράμματα ταξικής συνεργασίας και πάλευαν για να φέρουν «προοδευτικότερες» αστικές κυβερνήσεις στην εξουσία. Τα Κομμουνιστικά Κόμματα, προσπαθώντας να μην κλονίσουν αυτές τις εξαμβλωματικές συμμαχίες, κατέληξαν να φοβούνται και τελικά να σαμποτάρουν την εργατική δράση «από τα κάτω», όταν ξέφευγε από τα συνήθη όρια.

Ιδιαίτερα στη Γαλλία και στην Ισπανία το ‘36, τα σταλινικά ΚΚ κατάφεραν να χαντακώσουν τη γενική απεργία στην πρώτη και την εργατική επανάσταση στη δεύτερη, πετσοκόβοντάς τες πάνω στο κρεβάτι του Προκρούστη της κοινοβουλευτικής ομαλότητας και νομιμότητας. Η Γαλλία έφτανε στην κορύφωση της γενικής απεργίας τέλη Μάη-αρχές Ιούνη 1936, ενώ η εργατική επανάσταση σε Βαρκελώνη και Μαδρίτη ξεκίνησε, με πυροδότη το πραξικόπημα του Φράνκο, στα μέσα Ιούλη του 1936.
Η Γαλλία και η Ισπανία υψώνονταν τότε στην Ευρώπη ως αντιπαραδείγματα στη Γερμανία του Χίτλερ και την Ιταλία του Μουσολίνι. Το κλίμα του εργατικού ενθουσιασμού σε όλη την ήπειρο τον Μάη και το καλοκαίρι του ’36, έμοιαζε εξαιρετικά ελπιδοφόρο, και ικανό να ανακόψει την άνοδο στην εξουσία των φασιστών σε μια σειρά χώρες. Φαινόταν πως ο παγκόσμιος πόλεμος θα μπορούσε να αποτραπεί και η Ευρώπη να γίνει το λίκνο της σοσιαλιστικής επανάστασης και όχι το σφαγείο της εργατικής τάξης, όπως κατέληξε το 1939-1945.
Όμως, η Επανάσταση τραγούδησε μόνο τις πρώτες νότες της μελωδίας της και κατόπιν φιμώθηκε. Με ευθύνη των Κομμουνιστικών Κομμάτων, τον πρώτο λόγο στην πάλη κατά της φασιστικής απειλής πήραν οι πολιτικάντικες μεγαλοστομίες και η κοντόθωρη κοινοβουλευτική λογική. Όλα υποτάσσονταν στο να μην «σκιαχτούν» από τον εργατικό ξεσηκωμό οι κοινωνικοί σύμμαχοι από τα δεξιά, που τους διεκδικούσαν τα ΚΚ. Οι εγγυήσεις «καλής θέλησης» στην αστική νομιμότητα δόθηκαν και οι επαναστατικές ευκαιρίες χάθηκαν όλες ανεκμετάλλευτες.
Έναν χρόνο μετά το Μάη του ΄36 σε όλο το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα είχε πια περάσει η χαύνωση και η παραίτηση της ήττας. Ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος πλησίαζε πλέον την Ευρώπη με γρήγορα βήματα.
Εξεγέρσεις των «από τα κάτω» στην κατεχόμενη Ευρώπη
Το 1941 η Ευρώπη βρέθηκε στα χέρια του Χίτλερ και των συμμάχων του. Για παράδειγμα, η Γαλλία είχε χωριστεί στα δύο, ένα κομμάτι υπό την άμεση γερμανική κατοχή και ένα κράτος «ανεξάρτητο», με επικεφαλής την κυβέρνηση δωσίλογων του Βισί. Οι ναζί έδειχναν νικητές του πολέμου.
Η νέα κατάσταση σήμανε αλλαγές στη στάση των καπιταλιστών στις υπό κατοχή χώρες. Ένα κομμάτι των αστών, συνήθως πολύ μειοψηφικό, έφευγε για το Λονδίνο, όπως ο Γλύξμπουργκ της Ελλάδας ή ο Γάλλος Ντε Γκωλ. Όμως οι αστοί που έμεναν, η μεγάλη πλειονότητα, συνεργάζονταν σε γενικές γραμμές αρμονικά με τους ναζί στο ξεζούμισμα των κατεχόμενων χωρών, πέφτοντας με τα μούτρα στο πλιάτσικο.
Στην Ελλάδα οι Μποδοσάκηδες, τα παλιότερα δηλαδή «τζάκια», και οι Λάτσηδες και οι Λαναράδες, δηλαδή οι νεόπλουτοι, ήταν στην Κατοχή που δημιούργησαν ή αύξησαν υπέρμετρα τις περιουσίες τους.
Για τους αστούς οι ευκαιρίες πλουτισμού, για τους εργαζόμενους η φρίκη. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, η εργασία σε συνθήκες σκλαβιάς και η εξαθλίωση, ήταν η καθημερινότητα για τους «από κάτω». Στην Ελλάδα, οι μαζικοί θάνατοι από την πείνα το χειμώνα ‘41-‘42, σήμαιναν πως ο εργατόκοσμος, έστω και για να εξασφαλίσει την απλή επιβίωσή του, έπρεπε να αναλάβει δράση για να συντρίψει τους ναζί και τις κυβερνήσεις των δωσίλογων χωρίς αναβολή. Για να εξασφαλίσουν το στοιχειώδες, οι εργάτες και οι εργάτριες έπρεπε να φέρουν σε πέρας την επανάσταση.

Σε όλες τις κατεχόμενες χώρες ξεκίνησε η Αντίσταση ενάντια σε ναζί και συνεργάτες. Σε δύο μάλιστα απ’ αυτές, τη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα, ο αγώνας έφτασε σε ολοκληρωτικό εμφύλιο πόλεμο. Στην Ελλάδα τα Τάγματα Ασφαλείας, στη Γιουγκοσλαβία οι Ουστάσι και οι Τσέτνικς, ήταν οι στρατοί των δωσίλογων που αντιμετώπισαν τους λαϊκούς στρατούς και κατατροπώθηκαν απ’ αυτούς.
Από αντάρτης στο βουνό να καταλήγεις επαίτης των αστών
Όμως, οργανωτές της οργής των μαζών είχαν αναλάβει ξανά τα Κομμουνιστικά Κόμματα. Η επαναστατική αριστερά το ’30 και το ‘40 ήταν στην πραγματικότητα στρατηγοί χωρίς στρατό. Επρόκειτο για μια σειρά μικρές ομάδες που διατύπωναν πάνω-κάτω τα σωστά καθήκοντα, αλλά στερούνταν το μέγεθος, την αίγλη και τα στελέχη για να μπορέσουν να τα υλοποιήσουν.
Αντίθετα, τα Κομμουνιστικά Κόμματα διέθεταν και οργάνωση και μια πρώτη μαγιά στελεχών, αλλά και το κύρος του αντιπροσώπου και εκφραστή της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία και επέβαλαν παντού τη γραμμή τους. Η σταλινική γραφειοκρατία είχε κυριαρχήσει από τα τέλη του ‘20 στη Ρωσία, συντρίβοντας την επανάσταση των σοβιέτ και σφαγιάζοντας στις Δίκες της Μόσχας τους επαναστάτες μπολσεβίκους, που την υλοποίησαν. Οι γραφειοκράτες και ο Στάλιν φοβόντουσαν την εργατική πρωτοβουλία και δράση, όπως ο καταδικασμένος σε θάνατο τρέμει τη γκιλοτίνα. Μια προλεταριακή επανάσταση στη Δυτική Ευρώπη θα ξεσήκωνε σαρωτικό ενθουσιασμό στην εργατική τάξη όλου του κόσμου και θα σήμαινε ταυτόχρονα τον «ξαφνικό θάνατο» της ρωσικής γραφειοκρατίας, κάτω από την οργή και το μίσος της εργατικής τάξης όλης της Ρωσίας. Και έτσι, τα ευρωπαϊκά ΚΚ ανέλαβαν να φέρουν τον αντιφασιστικό ξεσηκωμό στα όρια που θα αποδέχονταν το «προοδευτικό» κομμάτι της κάθε αστικής τάξης, όρια στα οποία συμφωνούσε με αγαλλίαση το Κρεμλίνο.
Ας πάρουμε μια γεύση από το βασικό εκλαϊκευτικό κείμενο της γραμμής του ΚΚΕ στα χρόνια της Κατοχής και του αντιφασιστικού αγώνα:
«Ο αγώνας του λαού μας δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο παρά απελευθερωτικός… Στη μορφή του ο σημερινός αγώνας δεν μπορεί παρά να είναι παλλαϊκός, να αγκαλιάζει όλα τα στρώματα του λαού, και τον εργάτη και τον αστό, και τον αγρότη και τον διανοούμενο. Και, με αυτή την έννοια της παλλαϊκότητας, ο αγώνας αυτός χαρακτηρίζεται εθνικός αγώνας…»
(Δημήτρης Γληνός: «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ»)
Αυτή ήταν, σε αδρές γραμμές, η κατεύθυνση που οδήγησε πρώτα στους «έντιμους συμβιβασμούς» στο Λίβανο και στην Καζέρτα, στην κοινή κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου και μετά στα Δεκεμβριανά και στην παράδοση των όπλων στη Βάρκιζα.

Σ’ αυτές τις λίγες λέξεις υπάρχει ήδη η προαναγγελία της ήττας. Η τραγωδία της Βάρκιζας και του εμφυλίου, που επαναλήφθηκε σαν φάρσα στην εποχή μας με τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές και τελικά με τη συνθηκολόγηση και το 3ο Μνημόνιο του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, ξεκινά από εδώ ακριβώς: από την αυταπάτη πως οι καπιταλιστές και οι τραπεζίτες είναι συνετοί άνθρωποι, που θα ακούσουν στο τέλος τη φωνή της λογικής και θα ελαφρύνουν το ζυγό της εργατικής τάξης, για το ίδιο τους το συμφέρον.
Όμως, οι αστοί ξέρουν καλύτερα τα συμφέροντά τους και δεν δίνουν την παραμικρή σημασία στους επίδοξους συμβουλάτορες απ’ την Αριστερά της ταξικής διαπραγμάτευσης. Στις κρίσιμες ώρες για την αστική τάξη, όπως το ΄36 με τον Μεταξά, το ΄44 στα Δεκεμβριανά και το ΄46-΄49 στον Εμφύλιο, δεν υπάρχουν «προοδευτικοί» και «δημοκράτες» αστοί από τη μια και «ολιγάρχες, εξαρτημένοι από το ξένο κεφάλαιο» από την άλλη. Όταν κινδυνεύει η εξουσία τους, οι καπιταλιστές συσπειρώνονται, ό,τι και αν είχε προηγηθεί μεταξύ τους, και αντιμετωπίζουν ενωμένοι και αποφασισμένοι τους εργάτες, χωρίς να έχουν κανέναν δισταγμό να δώσουν το χέρι στο φασισμό σ’ αυτή τους την πάλη.
Σε Γαλλία και Ιταλία, τα ΚΚ, που στο τέλος του πολέμου είχαν αρκετή δύναμη για να διεκδικήσουν στα ίσα την εξουσία, έκαναν «αντιφασιστικές κυβερνήσεις» με τον Ντε Γκωλ και την όψιμα αντιφασιστική ιταλική αστική τάξη αντίστοιχα.
Οι «αντιφασιστικές» αυτές κυβερνήσεις στερέωσαν την κυριαρχία των καπιταλιστών. Πριν καλά-καλά τελειώσει ο Β’ Παγκόσμιος, η γαλλική κυβέρνηση –με τη συμμετοχή του ΚΚ- ξεκινούσε τον αποικιακό πόλεμο στο Βιετνάμ ενάντια στους αντάρτες του «αδελφού» βιετναμέζικου Κομμουνιστικού Κόμματος.
Στη Γαλλία και στην Ιταλία, η πολιτική κατάσταση σταθεροποιήθηκε και τα Κομμουνιστικά Κόμματα πετάχτηκαν για πάντα από τις κυβερνήσεις σαν στυμμένες λεμονόκουπες, μέσα σε δύο μόλις χρόνια.
Αλλά το λουτρό αίματος έλαβε χώρα στην Ελλάδα, τον αδύναμο κρίκο της Ευρώπης σε εκείνη τη συγκυρία, όταν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ παρέδωσαν τη χώρα, που ελέγχανε στο μεγαλύτερο μέρος, στην κυβέρνηση Παπανδρέου και στον Σκόμπι. Τα Δεκεμβριανά και η Βάρκιζα ακολούθησαν σε δύο μόλις μήνες.

Η σημερινή αυτοκριτική της ηγεσίας του ΚΚΕ
Για επτά περίπου δεκαετίες μετά τη Βάρκιζα, μόνο οι οπαδοί της Επαναστατικής Αριστεράς, της παράδοσης του Τρότσκι και του Παντελή Πουλιόπουλου, επέμεναν να στηλιτεύουν τη στρατηγική της ήττας που χαράχτηκε στην 6η Ολομέλεια του 1934.
Το ΚΚΕ προσπαθούσε σταθερά να υπερασπίσει τη γραμμή των σταδίων. Η ηγεσία του κόμματος έκανε τα πάντα για να στραφεί η κουβέντα στους δεκάδες χιλιάδες νεκρούς μάρτυρες του αγώνα, μέλη και οπαδούς του ΚΚΕ, και στο πόσο κακός κι απάνθρωπος ήταν ο ταξικός εχθρός, χωρίς να τολμά να πει ουσιαστική κουβέντα για τα αίτια της ήττας. Ακριβώς όπως με τους αποτυχημένους συνδικαλιστές, που ρίχνουν την ευθύνη των ηττημένων αγώνων στους «ανάλγητους» εργοδότες, λες και οι καπιταλιστές θα όφειλαν κανονικά να είναι άδολοι, άκακοι και πράοι στον ταξικό αγώνα με τους εργάτες τους.
Το ΚΚΕ, χάρη στο μέγεθος που ακόμη διατηρούσε, και εξαιτίας της οριακής παρουσίας της Επαναστατικής Αριστεράς, μπορούσε να αποφεύγει για αρκετό καιρό να μιλήσει για το τι πήγε στραβά στη στρατηγική του κατά τις δεκαετίες του ’30 και του ’40.
Όμως, σε κάθε σημαντική στροφή της συγκυρίας η κουβέντα μέσα στην Αριστερά ξαναγυρνά στις παλιότερες μεγάλες ευκαιρίες που χάθηκαν. Τα νέα κομμάτια αγωνιστών και αγωνιστριών που ψάχνονται για να στρατευτούν, μελετούν Ιστορία για να βγάλουν συμπεράσματα για τις μάχες του σήμερα. Και τώρα, που η Ευρώπη ξανακυλά στην αστάθεια της κρίσης και ετοιμάζεται να ξαναζήσει θυελλώδεις ταξικές μάχες, η Ιστορία είναι ένα μεγάλο πεδίο ιδεολογικής σύγκρουσης. Και στις νέες συγκρούσεις χρειάζονται επικαιροποιημένες απαντήσεις.
Αυτό δείχνει να το αντιλήφθηκε πρώτα απ’ όλα το ίδιο το ΚΚΕ, που έχει κάνει τα τελευταία χρόνια μια ιλιγγιώδη μεταστροφή απέναντι στο παρελθόν του. Για πρώτη φορά αυτό το κόμμα αναλαμβάνει να κάνει ουσιαστική αυτοκριτική και μιλά για την παλιά στρατηγική του με πρωτόγνωρο τρόπο:
«Μπορούσαν, άραγε, το ΕΑΜ–ΚΚΕ να καταλάβουν την εξουσία τις μέρες της απελευθέρωσης της Αθήνας (12 Οκτώβρη 1944); Παρότι η Ιστορία δε γράφεται με υποθετικά σχήματα, η κατάκτηση της εργατικής εξουσίας προϋπέθετε σε βάθος διαχωρισμό των ΕΑΜικών δυνάμεων από τους πολιτικούς και στρατιωτικούς στόχους των «συμμάχων» και της κυβέρνησης Παπανδρέου, γεγονός που θα όξυνε πολύ περισσότερο την ταξική πάλη. Προϋπέθετε ακόμα αναδιάταξη των συμμαχιών μέσα στο ΕΑΜ–ΕΛΑΣ σε βάση επαναστατική και μετατροπή των φύτρων εξουσίας (λαϊκός στρατός, λαϊκή δικαιοσύνη) σε όργανα της επαναστατικής δράσης. Το Κόμμα μας ήταν ιδεολογικά–πολιτικά ανέτοιμο για να διαμορφώσει τέτοιες εξελίξεις… Το βαθύτερο αντιφατικό γεγονός ήταν ότι το ΚΚΕ, όντας καθοδηγητής της ένοπλης λαϊκής πάλης, συμμετείχε σε μια αστική κυβέρνηση με πολιτικό στόχο την ομαλή δημοκρατική εξέλιξη ως μεταβατική στην πάλη για το σοσιαλισμό. Τέτοια εξέλιξη ήταν ανεδαφική».
(«Δεκέμβρης του ’44: Κρίσιμη ταξική σύγκρουση». εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2014, το απόσπασμα είναι από την «Εισαγωγή» του έργου).

Έχει τεράστιο ενδιαφέρον το γεγονός ότι το ΚΚΕ σήμερα αναζητά την αιτία των λαθών του όχι σε κάποια ανεπάρκεια της ηγεσίας του, αλλά στη στρατηγική των Λαϊκών Μετώπων, που αποφασίστηκε από την Κομμουνιστική Διεθνή και τον Στάλιν.
Ας δώσουμε τον λόγο στον Μάκη Μαΐλη, μέλος του Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ, που ανέλαβε να αποδομήσει και να πετάξει στα σκουπίδια μεγάλο μέρος της σταλινικής ορθοδοξίας.
«Στη λογοδοσία της ΚΕ του ΚΚ (μπ) της ΕΣΣΔ προς το 17ο Συνέδριο του Κόμματος (26 Ιανουαρίου 1934), ο Ι.Β. Στάλιν επίσης σωστά είπε:
«Όπως βλέπετε, τα πράγματα τραβούν για νέο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, σα διέξοδο από τη σημερινή κατάσταση».
Όμως αυτές οι σωστές τοποθετήσεις άλλαξαν την επόμενη χρονιά στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, το οποίο διαμόρφωσε τη στρατηγική των αντιφασιστικών λαϊκών μετώπων. Στην Εισήγηση προς το 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς ήταν χαρακτηριστικά και τα παρακάτω:
«Αυτόν τον καιρό, οι εργαζόμενες μάζες σε μια σειρά καπιταλιστικές χώρες έχουν να διαλέξουν, συγκεκριμένα για σήμερα, όχι ανάμεσα στην προλεταριακή διχτατορία και την αστική δημοκρατία, αλλά ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και το φασισμό».
Η θέση για τον ιμπεριαλιστικό Β΄ Πόλεμο υιοθετήθηκε και λίγο πριν και με την υπογραφή του Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μόλοτοφ, για να αλλάξει και πάλι στη συνέχεια.
Δηλαδή, αποσυνδέθηκε η πάλη ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και για την έξοδο απ’ αυτόν, από το στόχο της επαναστατικής εργατικής εξουσίας. Διαχωρίστηκαν οι αστικές δυνάμεις σε δημοκρατικές και φασιστικές και επιλέχτηκαν οι πρώτες ως σύμμαχες του εργατικού κινήματος για μεταβατική κυβέρνηση. Τη σταδιοποίηση του στρατηγικού στόχου ακολούθησε και το ΚΚΕ επί δεκαετίες. Πολύ αργότερα, όταν ήρθε η διεθνής αντεπανάσταση, υποχρέωσε σε μία εξέταση σε βάθος όλης της πορείας μας έως τη δεκαετία 1990.
(Μάκης Μαΐλης, «Μαθαίνουμε και διδασκόμαστε από την Ιστορία της κρίσιμης δεκαετίας 1940–1949», Ριζοσπάστης, 26 Οκτώβρη 2014)
Φυσικά ο Μ. Μαΐλης, έμπειρος άνθρωπος των γραφείων και σάρκα εκ σαρκός του σταλινικού στελεχικού απαράτ, του γραφειοκρατικού μηχανισμού δηλαδή, του ΚΚΕ, δεν αποφάσισε ξαφνικά να περάσει στον τροτσκισμό και την Επαναστατική Αριστερά, όπως τον «κατήγγειλαν» ξανά και ξανά ουκ ολίγοι ανέστιοι σταλινικοί στις μέρες μας.
Ο Μαΐλης και η ηγεσία του ΚΚΕ αναγκάζονται να θυσιάσουν μεγάλο μέρος από το φορτίο της παράδοσής τους, για να διασώσουν την ίδια την καρδιά του, τον ωμό σταλινισμό της λεγόμενης «τρίτης περιόδου». Αυτή η πολιτική σημαίνει την έξαλλη επιθετικότητα προς κάθε άλλη εκδοχή της Αριστεράς και την απομόνωση από τις πιέσεις του εργατικού κινήματος για ενιαιομετωπικές πρωτοβουλίες μάχης απέναντι σε έναν καπιταλισμό σε βαθιά κρίση.
Η ηγεσία του ΚΚΕ ακολουθεί μια τακτική, που δείχνει αλλοπρόσαλλη. Τελικά, όμως, εξυπηρετεί θαυμάσια τις ανάγκες της. Την ίδια ώρα που η ηγεσία αποδομεί την 6η Ολομέλεια, αποκαθιστά ταυτόχρονα, πολιτικά και κομματικά, τον εμπνευστή και καθοδηγητή της, τον Νίκο Ζαχαριάδη, αρχιτέκτονα της πανωλεθρίας του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα.

Σημειώνουμε εδώ μια κίνηση με σημασία. Το ΚΚΕ αποκατέστησε τον Ζαχαριάδη πολιτικά ΚΑΙ κομματικά, ενώ τον Άρη Βελουχιώτη –το σημαντικότερο θύμα του Ζαχαριάδη- τον αποκατέστησε αρχικά ΜΟΝΟ πολιτικά. Το ΚΚΕ δέχεται να χρησιμοποιήσει την αίγλη του ήρωα Βελουχιώτη, καταδικάζοντας όμως απερίφραστα την εναντίωση του καπετάνιου Άρη στη στρατηγική της ήττας και της διάλυσης μπροστά στον ταξικό εχθρό, στρατηγική για την οποία ήταν υπεύθυνη η τότε ηγεσία του ΚΚΕ.
Το ΚΚΕ, ακόμη κι αν ξεφορτώνεται πια σαν βαρίδιο μέρος από τα έως τώρα ιερά του ευαγγέλια, το κάνει για να μείνει απόλυτα πιστό στον εαυτό του.
Απορρίπτοντας το φορτίο της 6ης Ολομέλειας του 1934, το ΚΚΕ ξαναθυμάται την πολιτική γραμμή που είχε λίγα χρόνια πριν ακολουθήσει τη θεωρία των σταδίων.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 το ΚΚΕ αποκαλούσε ως «φασίστες» κάθε διαφορετική πολιτική πτέρυγα: Οι βενιζελικοί ήταν «βενιζελοφασίστες», οι μικρές σοσιαλδημοκρατικές ομάδες που υπήρχαν στη χώρα ήταν «σοσιαλφασίστες», τα αγροτικά πολιτικά μορφώματα θεωρούνταν «αγροτοφασίστες» και, φυσικά, οι επαναστάτες που του ασκούσαν κριτική από αριστερά ήταν «τροτσκιστοφασίστες» (ή «αρχειοφασίστες», όπως συνήθως αποκαλούσαν οι σταλινικοί την οργάνωση «Αρχείο του Μαρξισμού»).
Το ΚΚΕ θεωρούσε πως άμεσα πολιτικά καθήκοντά του είναι «η οργάνωση και η προπαρασκευή της γενικής πολιτικής απεργίας, των ένοπλων διαδηλώσεων και της καθόδου στις πόλεις των φτωχών στρωμάτων της αγροτιάς» αλλά και «η αμείλικτη εξοντωτική πάλη κατά των σοσιαλφασιστών, αρχειοφασιστών κλπ. μέσα στους αγώνες της εργατιάς». Η έκφραση «αμείλικτη εξοντωτική πάλη» δεν ήταν λεκτική υπερβολή. Τροτσκιστές εργάτες δολοφονήθηκαν ή τραυματίστηκαν βαριά, για να εξασφαλιστεί η υπεροχή του ΚΚΕ μέσα στην εργατιά. Το ΚΚΕ τότε εφάρμοζε τη γραμμή «πολλά κόμματα–δύο μόνο πολιτικές» με ιδιαίτερα σκληρό τρόπο.
Η συγκεκριμένη πολιτική γραμμή του ΚΚΕ ήταν η λεγόμενη «γραμμή της τρίτης περιόδου», που σήμαινε ότι «ο καπιταλισμός είχε μπει στην τρίτη και τελευταία περίοδο της ζωής του» και θα ακολουθήσουν παντού γενικευμένη αστάθεια και νικηφόρες προλεταριακές επαναστάσεις. Για να αποδειχθεί η «ορθότητα» αυτής της γραμμής της παραφροσύνης, εκβιάζονταν παντού δυναμικές απεργίες και κινητοποιήσεις, που δεν αντιστοιχούσαν σε καμιά περίπτωση στη συνείδηση και την οργάνωση της εργατικής τάξης εκείνη τη στιγμή.
Δεν είναι παράξενο που τον παραλογισμό αυτής της πολιτικής τη διαδέχτηκε η ανακούφιση της βάσης και της περιφέρειας του ΚΚΕ, όταν επιβλήθηκε αργότερα η γραμμή της 6ης Ολομέλειας. Φαινόταν πως το Κόμμα είχε κάπως «λογικευτεί», πως αναγνώριζε την ανάγκη να υπάρξει ενότητα απέναντι στον φασιστικό κίνδυνο. Έμοιαζε σαν να συνερχόταν επιτέλους το ΚΚΕ από τον πυρετό της έξαλλης επιθετικότητας ενάντια σε κάθε άλλη εκδοχή της Αριστεράς.
Πιθανά να δούμε σε ένα κοντινό μέλλον το ΚΚΕ, μετά από στροφές και περιπέτειες, να ανακαλύπτει και πάλι την απεύθυνση στον πατριωτισμό των «προοδευτικών» αστών και τον εκδημοκρατισμό στο έδαφος της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ίσως μάλιστα και να αποκαταστήσει στα περασμένα μεγαλεία της τη ντροπιασμένη σήμερα «θεωρία των σταδίων».
Όπως και να ‘χει, μέχρι να νικήσει οριστικά η εργατική επανάσταση στην Ελλάδα και την Ευρώπη στον αιώνα μας, η κουβέντα για την 6η Ολομέλεια δεν πρόκειται να πάψει να ενδιαφέρει όσα, όσες και όσους ερευνούν την Ιστορία ψάχνοντας για απαντήσεις και κριτήρια για δράση στο σήμερα.

Η «παραγωγική ανασυγκρότηση» και η «εθνική» στρατηγική
Την κληρονομιά της «εθνικής» συνεννόησης με τα δήθεν ανοιχτόμυαλα τμήματα της αστικής τάξης, κληρονομιά που αποποιείται πλέον το ΚΚΕ, σπεύδουν να περισώσουν άλλα κομμάτια της Αριστεράς που προέρχονται από τη σταλινική παράδοση. Σε αυτόν τον χώρο οι αναφορές «στο ΕΑΜ και στον επίκαιρό του χαρακτήρα» σε σύνδεση με τον «αγώνα για εθνική ανεξαρτησία», δίνουν και παίρνουν.
Αυτό που συμβαίνει εδώ, δεν αφορά μόνο κληρονομικά δικαιώματα πάνω σε μια παταγωδώς αποτυχημένη στρατηγική: Υπάρχουν τμήματα της Αριστεράς, που αναζητούν πραγματικά τρόπους να αντιμετωπίσουν τη λιτότητα και τα αφεντικά, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους τραπεζίτες. Υπάρχουν ομαδοποιήσεις, μεγάλες και μικρότερες, που έχουν όλη τη διάθεση να συγκρουστούν. Αλλά αυτές οι συλλογικότητες δεν διαθέτουν ούτε το ιδεολογικό οπλοστάσιο της παράδοσης του Πουλιόπουλου σε σχέση με τον χαρακτήρα της επανάστασης στην Ελλάδα ούτε την εμπιστοσύνη πως η εργατική τάξη είναι ικανή να οργανώσει την κοινωνία και να αναλάβει την ηγεσία της.
Έτσι, οι συλλογικότητες αυτές πέφτουν πάνω στο παρατημένο σκευοφυλάκιο των αγίων λειψάνων του ΚΚΕ και ξαναβγάζουν στην επιφάνεια φθαρμένες ιδέες και… τον ίδιο τον Ζαχαριάδη αυτοπροσώπως! Διαβάστε στη συνέχεια:
«Η πολιτική του αστικοτσιφλικάδικου πολιτικού κόσμου από τότε που υπάρχει ανεξάρτητο ελληνικό κράτος μέχρι σήμερα δεν ήταν στην ουσία της ούτε εθνική ούτε ανεξάρτητη. (…) Γιατί η σύνδεση και η υποταγή μας στο ξένο κεφάλαιο εξυπηρετεί απόλυτα τα οικονομικά τους συμφέροντα σε βάρος του Λαού και του τόπου. (…) η αστική τάξη στην Ελλάδα και ο πολιτικός της κόσμος πρόδωσαν την αστικοδημοκρατική αποστολή τους, (…) να γιατί ο εργαζόμενος λαός (…) ανάλαβε αυτός το καθήκον της δημιουργίας μιας πραγματικά λεύτερης και ανεξάρτητης δημοκρατικής Ελλάδας. Η φυσική του ύπαρξη και υπόσταση είναι δεμένη αδιάσπαστα με την πραγματοποίηση του καθήκοντος αυτού που πολιτικά βρήκε τη συμπύκνωση και την έκφρασή του στον Πολιτικό Συνασπισμό των Κομμάτων του ΕΑΜ, στο πανελλήνιο παλλαϊκό εαμικό κίνημα»
(απόσπασμα επιστολής του Νίκου Ζαχαριάδη στο Θανάση Χατζή, τον Σεπτέμβρη του 1945, που βρήκε φιλοξενία στην ιστοσελίδα «Ίσκρα»)
Φυσικά, η κουβέντα για την αστικοδημοκρατική αποστολή που «πρόδωσε» η αστική τάξη της Ελλάδας λόγω της «εξάρτησής» της από το ξένο κεφάλαιο οδηγεί, λογικά και αβίαστα, πως απομένει ως καθήκον στην εργατική τάξη και στο μέτωπο της Αριστεράς το να φέρουν σε πέρας την αποστολή.
Πώς όμως; Με σοσιαλιστική επανάσταση σε Ελλάδα και Ευρώπη; Διώχνοντας τα αφεντικά και τους τραπεζίτες και αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση της οικονομίας;
Όχι. Ο σοσιαλισμός μπαίνει σαν αναφορά «προοπτικής», όπως ακριβώς το στάδιο της υποτιθέμενης σοσιαλιστικής επανάστασης στη «θεωρία των σταδίων». Το καθήκον για το σήμερα είναι η «παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας», η οποία συνδυάζεται με την έξοδο από την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, που θα οδηγήσει –με έναν μυστηριώδη τρόπο- στην εθνική ανάπτυξη.
Με άλλα λόγια, το επικαιροποιημένο όνομα της θεωρίας των σταδίων είναι το «εθνική ανάπτυξη με παραγωγική ανασυγκρότηση». Και με μια πινελιά «σοσιαλιστικής προοπτικής» στο τέλος, για να μένουμε όλοι ευχαριστημένοι.

Το περιοδικό «Ανταίος» και η σημερινή κουβέντα για την παραγωγική ανασυγκρότηση
Η «παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας» είναι διατύπωση, που έλκει την καταγωγή της από τα μέσα της δεκαετίας του ’40. Πιο συγκεκριμένα, από τις αναλύσεις και τις επεξεργασίες της ομάδας διανοουμένων, που είχε συσπειρωθεί γύρω από το περιοδικό «Ανταίος», το οποίο εκδίδονταν από το 1945 ως το 1951. Ψυχή του περιοδικού, συντάκτης και εν συνεχεία εκδότης και διευθυντής ήταν ο Δημήτρης Μπάτσης, συγγραφέας του βιβλίου «Η βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα» (εκδόσεις Κέδρος). Ο Μπάτσης, όπως είδαμε πιο πάνω, συνελήφθη από την ασφάλεια το 1951 για κατασκοπεία υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης και εκτελέστηκε την επόμενη χρονιά μαζί με τον Νίκο Μπελογιάννη.
Στο περιοδικό αρθρογραφούσε ο ανθός των διανοουμένων, που εμπνέονταν από τις ιδέες του ΚΚΕ. Ο Νίκος Κιτσίκης, (πρύτανης του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου και πρώην πρόεδρος του ΤΕΕ, ο οποίος έγραψε και τον πρόλογο στο βιβλίο του Μπάτση), ο Άγγελος Αγγελόπουλος, (της οικογενείας βιομηχάνων και υπουργός στην κυβέρνηση του βουνού –αλλά και σε αυτή του Γεωργίου Παπανδρέου), ο Σεραφείμ Μάξιμος (πρώην συνεργάτης του Πουλιόπουλου) και ακόμα οι Κόκκαλης (πατέρας του κατοπινού μεγαλοκαπιταλιστή), Δεσποτόπουλος, Διδώ Σωτηρίου, Ηλίας Ηλιού κλπ.
Στον «Ανταίο» έγιναν οι θεωρητικές επεξεργασίες για το πώς θα σχηματιστεί το μπλοκ εξουσίας, με το οποίο θα συγκυβερνήσει το ΚΚΕ τη «λαϊκή δημοκρατία», που θα εγκαθιδρυθεί στην Ελλάδα και για το πώς θα σταθεί στα πόδια της η κατεστραμμένη οικονομία.
Από το πρώτο τεύχος του περιοδικού, ο Ν. Κιτσίκης έγραφε: «Η εκβιομηχάνιση της χώρας μας πρέπει να είναι ο σκοπός όλων εκείνων, που θα διευθύνουν και θα κανονίσουν τις τύχες του Έθνους μας».
Και ποιοι είναι τούτοι οι κύριοι, που θα διευθύνουν το έθνος;
Αυτό που πρότεινε το ΚΚΕ και το περιοδικό «Ανταίος» ήταν ένας μεγάλος κοινωνικός συνασπισμός, όπου χωρούσαν οι πάντες πλην της «παρασιτικής», «αντιοικονομικής» ολιγαρχίας. Αυτό περιελάμβανε οπωσδήποτε συμμετοχή του ΕΑΜ, «που θα διασφάλιζε την ομαλή δημοκρατική πορεία της χώρας» μέσα από ένα πρόγραμμα που, όπως δήλωνε ο Άγγελος Αγγελόπουλος, θα εξασφάλιζε «ισότητα στη θυσία» ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία και σε καμία περίπτωση πάντως δεν στόχευε στην ανατροπή του καπιταλισμού.
Ένα άλλο άρθρο, που δημοσιεύθηκε σε δύο συνέχειες στα φύλλα 6 και 7 του περιοδικού (Αύγουστος και Σεπτέμβρης 1945), με τίτλο «Ανοικοδόμηση και το πρόβλημα της Εργασίας» γίνεται περισσότερο συγκεκριμένο πάνω στο ποιες θυσίες θα χρειαστεί να κάνουν οι εργάτες και οι εργάτριες.
Χάρη στην «κινητοποίηση της εργασίας» λοιπόν:
«Α) θα γίνει δυνατό να αυξηθεί θεαματικά η εντατικότητα και η αποδοτικότητα
Β) η φτηνή και άφθονη εργατική δύναμη θα περιορίσει τα απαιτούμενα, για κάθε κλάδο παραγωγής, κεφάλαια
Γ) Η συνεργασία λαϊκού κράτους και εργαζόμενων θα περιορίσει και σιγά-σιγά θα εξαφανίσει τη ζημιά που προκαλείται… από τις συγκρούσεις κεφαλαίου και εργαζομένων –απεργίες, λοκ αουτ, αναταραχή της οικονομικής ζωής– και θα παρακάμψει αυτόματα όλες τις δυσχέρειες που γεννιούνται από την ύπαρξη των προστατευτικών της εργασίας νόμων».
Με άλλα λόγια, αυτό που πρότεινε το περιοδικό ήταν: η εργατική τάξη να γίνει η πρώτη ύλη και το λιπαντικό, για να ανθίσει η κερδοφορία του κεφαλαίου (του «προοδευτικού» και «παραγωγικού» βεβαίως, και όχι, θεός φυλάξει, του «αδηφάγου» και «παρασιτικού»).
Υπάρχει μέσα σε όλα τα κομμάτια της ελληνικής Αριστεράς που προέρχονται από τον σταλινισμό, μια διάχυτη νοσταλγική διάθεση και μια περηφάνια για την εποχή του «Ανταίου», για τα χρόνια κατά τα οποία μια σειρά σημαντικά μυαλά στην Ελλάδα έψαχναν τρόπο να διατυπώσουν στο χαρτί το πρόγραμμα της «παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας». Οι αναφορές για το βιβλίο του Μπάτση, που «χάθηκε στη λησμονιά χωρίς να διαβαστεί από το κοινό» (συχνά ούτε και από τους ίδιους τους επίγονους νοσταλγούς), καταλήγουν στο ότι όλες αυτές οι επεξεργασίες δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ στην παραγωγική διαδικασία. Ότι οι επεξεργασίες του Ανταίου είναι ένα είδος χαμένου θησαυρού, που η Αριστερά της εποχής μας πρέπει να ανασύρει και να χρησιμοποιήσει, για να γίνει πράξη επιτέλους η παραγωγική ανασυγκρότηση και να μπει μπροστά η ανάπτυξη της εθνικής «μας» οικονομίας.
Όμως, αυτή η παραπονιάρικη αφήγηση δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα.
Το πρόγραμμα του «Ανταίου» μπορεί να έμεινε σχέδιο επί χάρτου στην Ελλάδα, όμως είχε την ευκαιρία να δείξει το τι άξιζε πρώτα απ’ όλα στην περίπτωση της Γαλλίας. Εκεί, το 1945, το Σοσιαλιστικό και το Κομμουνιστικό Κόμμα κατέβηκαν μαζί στις εκλογές, βάζοντας μπροστά ένα κοινό πρόγραμμα εθνικοποιήσεων. Το σχέδιο αυτό προβλήθηκε με ενθουσιώδη τρόπο από τις σελίδες του «Ανταίου». Μάλιστα, το πρόγραμμα της Γαλλίας έμοιαζε με επαναστατική διακήρυξη σε σχέση με το εθνικοαναπτυξιακό κρεσέντο του «Ανταίου». Στη Γαλλία εθνικοποιήθηκε ολόκληρος ο τομέας της ενέργειας: Ηλεκτρισμός, ανθρακωρυχεία, φυσικό αέριο, ακόμη και η –κεντρικής σημασίας- αυτοκινητοβιομηχανία Ρενώ πέρασαν στα χέρια του κράτους.
Όμως, η εργατική τάξη δεν κέρδισε τίποτε από αυτό. Αντίθετα, τα επόμενα χρόνια βρέθηκε περιορισμένη στο περιθώριο των εξελίξεων. Ταυτόχρονα, το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε πεταχτεί για πάντα έξω από την κυβέρνηση. Η «ανασυγκρότηση της χώρας» πραγματοποιήθηκε κανονικά, αλλά κερδισμένο βρέθηκε συνολικά το κεφάλαιο, παρά τις εθνικοποιήσεις, ενώ το εργατικό κίνημα κατέληξε ξεδοντιασμένο για δεκαετίες.
Εκεί όμως που το πρόγραμμα εφαρμογής της «παραγωγικής ανασυγκρότησης» έδωσε τα ρέστα του, ήταν στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που πέρασαν, χάρη στον ρώσικο στρατό που τις κατέλαβε, σε καθεστώς κρατικού καπιταλισμού. Η εργατική τάξη των χωρών αυτών είδε να υλοποιείται πάνω στο κορμί της ολόκληρο το πρόγραμμα, στο οποίο έδινε όρκο πίστης ο «Ανταίος», και ένιωσε μόνο οργή και μίσος για αυτή τη στρατηγική. Η εργατική τάξη εξανδραποδίστηκε για «να αυξηθεί θεαματικά η εντατικότητα και η αποδοτικότητα» –για να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα του περιοδικού. Ήταν ένα σχέδιο, το οποίο στις χώρες όπου υλοποιήθηκε, πέρασε σαν τρένο πάνω από τα κόκκαλα της εργατικής τάξης.
Η Αριστερά δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από το πρόγραμμα του «Ανταίου», το ίδιο όπως δεν έχει τίποτα να αντιγράψει στις μέρες μας από τις «μεταρρυθμίσεις» που ζητάνε τα φιλελεύθερα think tanks, η Ν.Δ. και οι τραπεζίτες. Όλοι αυτοί οι «στοχαστές», από τους νοσταλγούς του «Ανταίου» έως την καθαρόαιμη Δεξιά, έχουν έναν κοινό παρονομαστή: Στη θέση του υποζυγίου τοποθετούν σταθερά τους εργάτες και τις εργάτριες, που πρέπει να παράγουν αγόγγυστα και να προσφέρουν κάθε θυσία για να κερδοφορεί με την άνεσή του το Κεφάλαιο.

Η Αριστερά έχει άλλη παράδοση να διασώσει: αυτή του Λένιν, του Τρότσκι, της Ρόζας και του Παντελή Πουλιόπουλου. Την παράδοση, που αναζητά την έξοδο από τις κοινωνικές κρίσεις σε ολότελα άλλη κατεύθυνση. Στην αναδιανομή του πλούτου και τη διεύθυνση της κοινωνίας από την εργατική τάξη. Όχι σε μια χώρα μόνο, αλλά σε ένα ντόμινο εργατικών εξεγέρσεων στην Ευρώπη και τον κόσμο.
Οι εργάτες και οι εργάτριες, που παράγουν όλο τον πλούτο της κοινωνίας, μπορούν μια χαρά να οργανώσουν τη ζωή τους χωρίς αφεντικά και κράτος, χωρίς αστυνομία, δικαστές και παρασιτικούς μηχανισμούς, χωρίς σύνορα, στρατούς και διαβατήρια.
Αλλά αυτά είναι ήδη ζητήματα για να αναλυθούν σε επόμενα άρθρα.
Μια ενδεικτική βιβλιογραφία για το θέμα:
Πρόκειται για το κείμενο της Απόφασης της 6ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ
2) Δεκέμβρης του ’44, κρίσιμη ταξική σύγκρουση, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2014.
3) http://www.rizospastis.gr/story.do?id=8167993
Πρόκειται για το άρθρο του Μάκη Μαΐλη «Μαθαίνουμε και διδασκόμαστε από την Ιστορία της κρίσιμης δεκαετίας 1940–1949», Ριζοσπάστης, 26 Οκτώβρη 2014
4) Μαΐλης Μ., «Η στρατηγική του ΚΚΕ με ΓΓ της ΚΕ τον Νίκο Ζαχαριάδη (1931-1956)», περιοδικό Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τεύχος 6, 2013.
5)http://iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=6401:tovima-mailis-zahariadis-iskra&catid=56:an-aristera&Itemid=285. Δημοσίευση της Ίσκρα περί εξάρτησης της Ελλάδας και ανάγκη ανατροπής της από ένα νέο ΕΑΜ, που περιλαμβάνει αποσπάσματα της επιστολής Ζαχαριάδη τον Σεπτέμβρη 1945 προς το Θανάση Χατζή, καθώς και απαντητικό κείμενο του Μάκη Μαΐλη.
6) Μπόλαρης Λ., «Παραγωγική ανασυγκρότηση ή εργατική εξουσία;», περιοδικό Σοσιαλισμός από τα κάτω, τεύχος 98, 2014.
7) Κακριδής Α., Η ελληνική Αριστερά απέναντι στο αίτημα για ανάπτυξη, Ανδρέας Κακριδής Μάιος 2005.
8) Κουτσούμπας Θ., Ελλάδα 1941–1945: Πόλεμος των Χωρικών και Κοινωνική Επανάσταση, εκδόσεις Λέων, Αθήνα 2003.
Εντελώς απαραίτητη μαρξιστική κριτική ανάλυση της 6ης Ολομέλειας του ΚΚΕ το:
9) Πουλιόπουλος Π., Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα, εκδόσεις Εργατική Δημοκρατία, Αθήνα 1992.