
Γράφει η Χριστίνα Βογιατζόγλου
Βία στη βία της αδυναμίας
Όταν τα πραγματικά γεγονότα μιας απόπειρας δολοφονίας απλοποιούνται έως ρομαντικοποίησης από τα φιλοκυβερνητικά μίντια, τότε τα γεγονότα αντίδρασης δαιμονοποιούνται πολύ πιο εύκολα. Δεν θα σταθώ στα γεγονότα, σε μια προσπάθεια αντικειμενικής και ρεαλιστικής προσέγγισης -όλοι γνωρίζουμε τι συνέβη. Θα σταθώ στο γεγονός της δαιμονοποίησης.
Όταν ο Αλέξης δολοφονήθηκε η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη και διάφορες άλλες πόλεις κάηκαν. Δεν αξίζει να καούν μια φορά ακόμα, δεν αξίζει να καίγονται κάθε φορά που μας πνίγει το δίκιο; Γιατί η οργή μας ψάχνει το μονοπάτι να ξεθυμάνει, σε έναν κόσμο που μας πνίγει καθημερινά. Σε έναν κόσμο που ψάχνει να βρει κάθε δυνατό (όσο πιο ακραίο) τρόπο να κάνει πιο έντονη τη συγκαλυμμένη του καταπίεση. Ας μην σταθούμε στο κλισέ «η βία γεννά βία», αν και τα κλισέ είναι κλισέ για κάποιο λόγο. Ας σταθούμε, όμως, λίγο στο τι είναι η βία στα χέρια του καταπιεσμένου.
Σύμφωνα με τη Χάνα Άρεντ, η βία είναι η απόδειξη της ανυπαρξίας ουσιαστικής δύναμης. Το ίδιο βέβαια ισχύει τόσο για λαό, όσο και για κράτος. Το κράτος γίνεται όπλο στα χέρια της εκάστοτε άρχουσας τάξης (Μαρξ), και τότε η βία είναι αναπόφευκτη. Η αντίδραση μέσω της βίας είναι η πλήρης αποδοχή του ρόλου εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου (η σημερινή κυβέρνηση έχει καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια να το αποδεχτούμε αυτό). Ας ανατρέξουμε λίγο στην τελευταία τετραετία και την έξαρση περιστατικών βίας και καταστολής επί των ημερών της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Ταυτόχρονα αν δεχτούμε την πρόταση της Άρεντ, συνειδητοποιούμε πως η συγκεκριμένη κυβέρνηση έχει πλήρη επίγνωση του «Δεν σε θέλει ο λαός, παρ’ τους μπάτσους σου και μπρος».
Ας δεχτούμε πως και ο λαός επί κυβέρνησης Μητσοτάκη έχει πλήρη επίγνωση της αδυναμίας του. Η αντίδραση είναι βασισμένη ακριβώς στη λογική «βία στη βία της εξουσίας». Η καταστολή, η οποία θεμελιώνει την αδυναμία του λαού, είναι αυτή που γεννά τη βίαιη αντιδραστικότητά του. Επομένως η αδυναμία του αυτή είναι που γεννά και τη μόνη του δύναμη. Τη διαδήλωση. Την πόλη που καίγεται.
Από τη μεριά του εκάστοτε κράτους, δύναμη θα σήμαινε την άμεση υπακοή στην οποιαδήποτε θέλησή του. Προφανώς αυτό δεν συμβαίνει, και σε αυτό το σημείο ξεκινά και η αδυναμία του, με συνέπεια τη χρήση βίας, με στόχο την καταστολή. Όταν δεν έχεις δύναμη, εξαναγκάζεις. Και όταν δεν υπακούς, καταστέλλεσαι. Ακόμα και όταν η βία του καταστολέα είναι θεσμοθετημένη. Γιατί η πιο ακραία μορφή βίας είναι το «ένας εναντίον όλων». Κι αυτό είναι δυνατό μόνο με εργαλεία, νομοθεσίες και θεσμοθετήσεις. Είναι κι αυτή η χρήση των μέσων και των εργαλείων, που ενισχύει την ψευδαίσθηση της δύναμης. Τόσο που ενσωματώνονται ίσως, στο «είναι» όσων τα χρησιμοποιούν. Και όσο μιλάμε για ανθρώπινα όντα, με τις ανθρώπινες αδυναμίες τους, μπορούμε εύκολα να αναγνωρίσουμε την εξάρτηση που αυτή η ψευδαίσθηση μπορεί να δημιουργήσει. Αυτή είναι που προκαλεί τη σφοδρή χρήση βίας, επίδειξη ισχύος και εξουσίας.
Και προσεγγίζουμε το σημείο σύγκρισης, εφόσον θέσαμε τη χρήση των μέσων. Γκλοπ, όπλα, στολές, κράνη απέναντι σε μολότοφ. Είναι εμφανές το τεράστιο χάσμα που χωρίζει τους μισθοφόρους του κράτους –εξίσου εργαλείο στα χέρια του- με τους διαδηλωτές. Τι προκύπτει από τη χρήση όπλου; Διαταγή, αναγκαστική υπακοή, καταστολή, μα σίγουρα όχι δύναμη. Εκεί είναι που αποκτά τη δύναμή του ο επαναστάτης. Εκεί είναι που αποκτά τη σημασία της η διαδήλωση, η πορεία, η αντίσταση. Και τότε ακόμα και η χρήση βίας είναι συμβολική. Είναι βία ενάντια σε αυτό που αντιπροσωπεύει ο εκάστοτε αντίπαλος. Δεν γίνεται λόγος για ατομική βία. Αλλά για μαζική. Η μαζικότητα, η έννοια του «όλοι εναντίον…» είναι που δίνει στην κάθε αντίσταση, κάθε επαναστατική κίνηση τη δύναμή της.
Επομένως ας αντιληφθούμε πού κρύβεται η δύναμή μας. Ας κάνουμε όπλο τη μαζικότητα, την αλληλεγγύη, τη συντροφικότητα και την ένωση. Γιατί μέσα στην τόση καταπίεση που πλανάται πάνω από τα κεφάλια μας, το μόνο που έχουμε είναι ο ένας τον άλλον και αυτό που δημιουργείται μέσα από την ένωση των τόσων ενάντια στους άλλους. Ας δώσουμε λίγο χρόνο στα εαυτά μας, να αντιληφθούν τον φόβο και την αδυναμία μιας τόσο κατασταλτικής κυβέρνησης, όπως αυτή, κι ας μας δώσει αυτή μας η σκέψη λίγη αισιοδοξία και λίγη δύναμη. Γιατί όταν φτάνουμε σε σημείο να λυπόμαστε αυτή την κυβέρνηση που είναι για κλάματα, αυτό μπορεί να αποτελέσει ίσως τη μεγαλύτερή μας δύναμη.