
Γράφει η Κική Σταματόγιαννη
Άντρας που ζει μια φιλήσυχη ζωή, πιστός θρησκευόμενος και οικογενειάρχης δολοφονεί σεξεργάτριες. Ο λόγος; «Βρωμίζουν» την ιερή πόλη του Θεού. Σενάριο που έχουμε δει να επαναλαμβάνεται σε δεκάδες ταινίες και τηλεοπτικές σειρές. Ο Αλί Αμπασί όμως, ο σκηνοθέτης της ιρανικής ταινίας «Ιερή Αράχνη», έξυπνα μεταθέτει την ιστορία από το «ποιος το έκανε;» στο «πώς στέκεται απέναντι σε ένα τέτοιο γεγονός μια ολόκληρη κοινωνία;». Και εκεί πετυχαίνει κέντρο.
Η ταινία είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα. Το 2002 δεκάξι σεξεργάτριες βρέθηκαν δολοφονημένες στην ιερή πόλη Μασχάντ στο Ιράν. Μια πόλη που –στην ουσία- ζει από τα προσκυνήματα των πιστών που την επισκέπτονται. Οι κοπέλες βρίσκονται στραγγαλισμένες με διπλό κόμπο της ίδιας της μαντίλας τους, ένας συμβολισμός ίσως επειδή ατίμασαν τον λόγο του Θεού. Κάθε θύμα ανακοινώνεται την επόμενη μέρα από τον ίδιο τον δολοφόνο στους δημοσιογράφους. Τα ΜΜΕ αφιερώνουν πρωτοσέλιδα και πηχιαίους τίτλους, η κοινωνία αρχίζει να φοβάται, οι πατεράδες κλείνουν γυναίκες και κόρες στα σπίτια, η αστυνομία το μόνο που κάνει είναι να περισυλλέγει τα δολοφονημένα σώματα, χωρίς να κινητοποιείται ιδιαίτερα. Μέχρι που στην υπόθεση εμπλέκεται μια νεαρή δημοσιογράφος, που καταφθάνει από την Τεχεράνη, προκειμένου να βρει την άκρη του νήματος και τα πράγματα αρχίζουν να παίρνουν άλλη τροπή. Το ενδιαφέρον, ωστόσο, είναι πως ο Αμπασί πολύ γρήγορα μας αποκαλύπτει την ταυτότητα του δολοφόνου. Άλλα είναι αυτά που τον απασχολούν να σχολιάσει.
Η κάμερα καταγράφει την απίστευτη φτώχεια και αθλιότητα των γειτονιών της πόλης (η ταινία, ωστόσο, έχει γυριστεί στην Ιορδανία). Ρημαγμένα κτίρια, σκουπίδια, βρώμικες τουαλέτες παρακμιακών μαγειρείων, καταυλισμοί των πιο φτωχών μέσα στους φτωχούς. Τα θύματα πάμφτωχες σεξεργάτριες, μετανάστριες κάποιες, που δουλεύουν για πενταροδεκάρες. Ο σκηνοθέτης επιλέγει να είναι –με ντοκιμαντερίστικη ακρίβεια περιγραφικός στις σκηνές των δολοφονιών. Παρακολουθείς όλα τα στάδια της φρίκης, καθώς αυτή κλιμακώνεται. Την αμυδρή καχυποψία –μαζί με φόβο- στα μάτια των γυναικών, που αναγκάζονται να την καταπνίξουν, γιατί πρέπει να δουλέψουν άλλη μια νύχτα και δεν έχουν μεγάλα περιθώρια άρνησης. Ο ωμότατος ρεαλισμός στις σκηνές του στραγγαλισμού είναι σοκαριστικός και πιθανότατα να πυροδοτήσει σε επιζώσες επιθέσεων τραύματα, οπότε είναι καλό να το έχει υπόψη του αυτό κάποιος/κάποια που θα θελήσει να δει την ταινία.
Όμως τίποτε δεν είναι τόσο τρομακτικό όσο η αναπαράσταση της κοινωνικής συναίνεσης των μικροαστών, των «νοικοκυραίων» της Μασχάντ, απέναντι στις δολοφονίες των σεξεργατριών. Βλέπετε, οι γυναίκες που εργάζονται στο σεξ στη Μασχάντ είναι, στη μεγάλη τους πλειονότητα, προσφύγισσες από το Αφγανιστάν. Και, σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ιδιαίτερα ευάλωτα οικονομικά πλάσματα, που δεν έχουν κανέναν άλλο τρόπο για να επιβιώσουν. Και που, για να αντέξουν να εργάζονται στον δρόμο, κάτω από τον τρόμο των αστυνομικών ελέγχων και τη χοντροκομμένη και απαξιωτική συμπεριφορά των αντρών πελατών, καταφεύγουν στη βοήθεια των ναρκωτικών ουσιών.
Ο σκηνοθέτης αποδίδει, με τη μέθοδο της υπερβολής, τον μικροαστικό και υπερσυντηρητικό χαρακτήρα της Μασχάντ, παρουσιάζοντας μια πόλη πολιτικά καθυστερημένη, έξαλλη και φοβική απέναντι σε σεξεργάτριες, οπιοεξαρτημένες, προσφύγισσες. Απέναντι σε γυναίκες εν γένει που ξεφεύγουν από το στερεοτυπικό κοινωνικό καλούπι.
Φυσικά, η ζωή είναι πάντοτε πιο σύνθετη και πλούσια από κάθε περιγραφή και κάθε καλλιτεχνικό έργο. Έτσι, στην πραγματικότητα, στην πρόσφατη εξέγερση της μαντίλας στο Ιράν, η Μασχάντ υπήρξε κέντρο των διαδηλώσεων, από την πρώτη στιγμή που ανακοινώθηκε ο θάνατος της 22χρονης Τζίνα (Μαχσά) Αμινί. Μονάχα σε άλλες δύο πόλεις του Ιράν, την πρωτεύουσα Τεχεράνη και την κουρδική πόλη Σαναντάζ, τη γενέτειρα της Αμινί, υπήρξαν τόσο γρήγορα αντανακλαστικά από τον κόσμο, που βγήκε για να διαδηλώσει αμέσως στον δρόμο και να συγκρουστεί με τις δυνάμεις καταστολής.
Επιστρέφοντας στο έργο μας, μία από τις μεγάλες αρετές του είναι η απλότητα, βασικό χαρακτηριστικό ούτως ή άλλως του ιρανικού κινηματογράφου. Κάτω όμως από αυτή την απλότητα υπάρχει ένα καλοδουλεμένο σενάριο. Ο σκηνοθέτης καταφέρνει να αποφορτίζει σκηνές τεράστιας συναισθηματικής έντασης με κάτι ανάλαφρο, με ένα παιδικό παιχνίδι, με ένα γέλιο, πετυχαίνοντας κάποιες φορές μια δύσκολη ισορροπία.

Ο Μεχντί Μπαζεστανί, ο εκπληκτικός ηθοποιός που υποδύεται τον δολοφόνο, μάς παραδίδει έναν αδιανόητα τρομακτικό γυναικοκτόνο. Όχι επιλέγοντας τον χιλιοπερπατημένο δρόμο να παραστήσει τον «τρελό». Αντιθέτως, τις περισσότερες στιγμές είναι σχετικά ήρεμος, λογικός, προσηλωμένος στον στόχο του ως «εξαγνιστής του κακού». Ήρωας πολέμου ως βετεράνος στη στρατιωτική αναμέτρηση με το Ιράκ. Τρυφερός με τα μικρά παιδιά του, εκφραστικός στην αγάπη του προς τη γυναίκα του, επαγγελματίας στη δουλειά του ως χτίστης. Είναι κυριολεκτικά ο οικογενειάρχης της διπλανής πόρτας. Θεωρεί πως με το να τον συλλάβουν άφησε τη δουλειά στη μέση, καθώς «υπάρχουν τουλάχιστον άλλες διακόσιες, που κάνουν πιάτσα κάθε βράδυ». Στην ερώτηση του δικαστηρίου «και πώς καταλάβατε ότι ήταν πόρνες;» απαντά εκφράζοντας τον χρυσό μέσο όρο: «Δεν χρειάζεται καμιά τρομακτική ευφυΐα για να καταλάβεις μια πόρνη». Μια δήλωση που προκαλεί χαμόγελα στο ακροατήριο στη δικαστική αίθουσα. Είναι το απαλό, ενθαρρυντικό χτύπημα στην πλάτη. Γιατί όχι; Είναι ο δικός τους γενναίος άνθρωπος, που επιτέλους βάζει τάξη στο χάος. Τον επικροτούν, τον θαυμάζουν. Τον αγαπούν.
Η Ζαρ Αμίρ Εμπραχίμι υποδύεται υπέροχα τη νεαρή δημοσιογράφο, που προσπαθεί να φτάσει την υπόθεση ως το τέλος, παίρνοντας ένα αδιανόητο ρίσκο: να παραστήσει την πόρνη στην πιάτσα, προκειμένου να παγιδεύσει τον δολοφόνο. Η ηρωίδα, μια μαχητική γυναίκα που καλείται να δίνει καθημερινά μάχες και να αποδεικνύει την αξία της μέσα σε ένα δύσκολο περιβάλλον, ασφυκτιά. Πρέπει να ισιώνει συνεχώς τη μαντήλα της, να καλύπτει το σώμα της με την απειλή της Αστυνομίας Ηθών να πλανάται αόριστα στον αέρα ή να γίνεται ξεκάθαρη επίκλησή της. Πρέπει να δίνει εξηγήσεις σχετικά με το γιατί ζητάει να μείνει μόνη σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, ενώ είναι ανύπαντρη. Πρέπει να διεκδικεί συνεχώς τον χώρο της. Όλα αυτά υπάρχουν στο κάδρο, ο σκηνοθέτης ωστόσο δεν θέλει να μιλήσει ιδιαίτερα για αυτά. Δεν ενδιαφέρεται να μιλήσει τόσο για την ισλαμική κοινωνία. Τι επιλέγει να κάνει; Να μας παραδώσει μια ηρωίδα, που θα μπορούσε να σταθεί σε μια οποιαδήποτε κοινωνία. Επιζώσα παρενόχλησης από τον προϊστάμενό της η ίδια, είναι αυτή που απολύεται τελικά από την εφημερίδα στην οποία δούλευε. Είναι αυτή που την ακολουθεί η φήμη της «εύκολης», της «τσούλας», αυτής που «καπνίζει με όποιον να ’ναι, με όποιον της προσφέρει ένα τσιγάρο». Αρκετά οικείο, έτσι δεν είναι;

Σε μια πολύ δυνατή σκηνή, ο αξιωματικός της τοπικής αστυνομίας, που δεν διστάζει να της επιτεθεί μέσα στο δωμάτιό της σε μια προσπάθεια να την ταπεινώσει, εκστομίζει εντελώς ωμά: «Κι αν εγώ δεν θέλω να φύγω; Ποιον θα φωνάξεις; Την αστυνομία;». Συμπύκνωση όλων των πατριαρχικών σκουπιδιών κάθε κοινωνίας. Όχι μόνο της ιρανικής. Η εδραιωμένη αίσθηση ότι οι κρατικοί θεσμοί είναι συνηθέστατα με το μέρος του κακοποιητή. Αλήθεια, όταν σου επιτίθεται αστυνομικός απολαμβάνοντας την αίσθηση ότι κυριαρχεί πάνω σου, ποιον μπορείς να καλέσεις σε βοήθεια; Την αστυνομία; Ο Αμπασί καταθέτει ένα σχόλιο, που αγγίζει κάθε κοινωνία πατριαρχικά δομημένη.
Το πιο δυνατό κινηματογραφικό σχόλιο ωστόσο είναι η αποτύπωση της αντίδρασης της κοινωνίας, όταν γίνεται γνωστή η ταυτότητα του δολοφόνου. Ο καθένας –από τον μικρόκοσμο του δολοφόνου- σπεύδει να δείξει τη συμπαράστασή του με όποιον τρόπο μπορεί. Φτιάχνεται σιγά-σιγά ένας κλοιός προστασίας γύρω από την οικογένειά του, από τον σύνδεσμο των βετεράνων του στρατού μέχρι τον εμποράκο που τους χαρίζει φρούτα στην αγορά. Είναι πλέον για αυτούς ένας λαϊκός ήρωας. Είναι αυτός που υπηρετεί τον Θεό «απαλλάσσοντας» την κοινωνία από τα «ανίερα» και ανήθικα στοιχεία της. Είναι αυτός που αναλαμβάνει να καθαρίσει τη «βρωμιά». Είναι αυτή ακριβώς η αντίληψη μέσα στις κοινωνίες που επωάζει τους επόμενους δολοφόνους. Είναι αυτή η αντίληψη, που βολικά δείχνει με το δάχτυλο ως παρίες όσες –συνειδητά ή ασυνείδητα- αρνούνται να ακολουθήσουν πατριαρχικές επιταγές. Οι «τίμιες» γυναίκες δεν κινδυνεύουν. Οι μόνες που θα έπρεπε να ανησυχούν είναι όσες βάφονται με φτηνό μακιγιάζ, γυρνούν στους δρόμους τη νύχτα και ανεβαίνουν σε μηχανάκια και αυτοκίνητα αντρών. Είναι όσων οι ζωές δεν μετρούν τελικά και τόσο. Η δολοφονία τους δεν βαραίνει και πολύ τη συνείδηση. Μια ολόκληρη κοινωνία σε έναν επικίνδυνο στρουθοκαμηλισμό. Δεν στιγματίζεται ο δολοφόνος, αλλά η δολοφονημένη. Αρκετά οικείο κι αυτό, έτσι δεν είναι;
Ο Αμπασί κορυφώνει το δράμα του με την ευφυέστερη -κατά τη γνώμη μου- τελευταία σκηνή. Απλή και τρομακτική. Το μυαλό μπερδεύεται αν πρέπει να χαμογελάσει –λίγο πικρά, ομολογουμένως- με την αθωότητα ή να σαλέψει από τη φρίκη. Πέφτουν απότομα οι τίτλοι τέλους και συνειδητοποιείς πως έχεις μόλις δει με πόση απλότητα μπορεί να εκπαιδευτεί η επόμενη γενιά κακοποιητών, η επομένη γενιά που θα σπεύσει να δώσει άλλοθι, η επόμενη γενιά που θα σιωπήσει ή θα κλείσει τα μάτια μπροστά στο άδικο, η επόμενη γενιά που θα ζητωκραυγάσει αυτόν που «κανονίζει» όποιον τολμήσει να αμφισβητήσει τα άγια των αγίων του συστήματος και της πατριαρχίας.
Να τη δείτε, παρόλα αυτά, την ταινία. Παρόλη τη σκληρότητα και την ωμότητά της. Να τη δείτε, γιατί μέσα της υπάρχουν μικρούλες εστίες από φως. Υπάρχουν εκείνες οι ανάσες αποφασιστικότητας και θάρρους, που κινούν τα πράγματα μπροστά. Και μας επιτρέπουν να ελπίζουμε.
