
Γράφει η Κική Σταματόγιαννη
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος με την πρώτη του -κιόλας- ταινία μάς παρέδωσε ένα λιτό, σκληρό, αριστουργηματικό κι απέριττο κινηματογραφικό σχόλιο για την ελληνική κοινωνία.
Μια γυναίκα με τρία παιδιά σε ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας, πιο ξερό από τις πέτρες που το ζώνουν, πιο φτωχό από καθετί που μπορείς να φανταστείς. Σκοτώνει με τον εραστή της τον σύζυγο της και τον θάβουν στον κήπο. Την επόμενη μέρα φυτεύει πάνω του κρεμμυδάκια.
Αυτή η υπόθεση στα χέρια ενός άλλου σκηνοθέτη θα είχε ενδεχομένως ίντριγκα και αίμα.
Ο Αγγελόπουλος, όμως, δεν ενδιαφέρεται πραγματικά να κάνει την ‘Αναπαράσταση’ ενός εγκλήματος. Μέσα σε ένα υποβλητικό τοπίο με βροχή, λάσπη και πέτρες, ανατέμνει και αναπαριστά στην ουσία την ελληνική κοινωνία.
Στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, εν μέσω Χούντας (τη γυρίζει το 1970), καταθέτει ένα σπουδαίο πολιτικό σχόλιο για τις κοινωνικές συνθήκες πίσω από ένα έγκλημα. Ένα σχόλιο που διατηρεί την αξία του, ακόμα κι αν έχουν περάσει πάνω από 50 χρόνια από τότε.
Για την αδιανόητη φτώχεια, για το φευγιό και τον ξενιτεμό στα δύσκολα χρόνια μετά τον εμφύλιο, για τις μικρές, κλειστές συντηρητικές κοινωνίες, τις αυστηρά και πατριαρχικά δομημένες.
Για τις γυναίκες που έπρεπε να μεγαλώσουν τα μικρά τους με έναν άντρα συχνά απόντα στα εργοστάσια της Γερμανίας και τα ορυχεία του Βελγίου, κάνοντας τις πιο σκληρές και βαριές δουλειές στα σπίτια, στα χωράφια και με τα ζώα τους.
Καταπνίγοντας κάθε συναίσθημα, αποκλεισμένες από κάθε δημόσιο χώρο, ταγμένες μόνο να υπηρετούν, να φροντίζουν παιδιά, ηλικιωμένους, να σκουπίζουν και να ξαναγεμίζουν τα ποτήρια μεθυσμένων φαντάρων (σε μια εκπληκτική σκηνή της ταινίας).
Συχνά χρησιμοποιούμε λέξεις όπως ‘συγκλονιστικό’ ή ‘αριστούργημα’, χωρίς ωστόσο οι λέξεις να ζυγίζουν ακριβώς το βάρος που κουβαλάνε.
Η ταινία είναι συγκλονιστική, γιατί καταφέρνει και λέει αλήθειες με αριστουργηματικό κινηματογραφικά τρόπο.
Η φωτογραφία είναι από την απίστευτη προτελευταία σκηνή.
Εκεί όπου οι γυναίκες του χωριού, έχοντας ενσωματώσει όλα τα στερεότυπα, επιτίθενται με λύσσα στη γυναίκα. Στη ‘φόνισσα’, στην ‘κακούργα’. Οι καταπιεσμένες ξεσπούν με πρωτοφανή λύσσα σε μια εξίσου καταπιεσμένη με αυτές. Ο άντρας της υπόθεσης καταφέρνει -με τη συνοδεία των αστυνομικών- και φυγαδεύεται με ασφάλεια.
Η τάξη έχει αποκατασταθεί. Οι φτωχοί ξαναγυρνάνε στη φτώχεια τους έχοντας εκτονωθεί στον πιο αδύναμο.
Με τα λόγια του ίδιου του Θόδωρου Αγγελόπουλου:
«Την Ελλάδα, την έμαθα σχεδόν χωριό-χωριό κάνοντας ρεπορτάζ για τις ταινίες μου. Μέχρι τότε δεν τη γνώριζα καθόλου. Ήμουν παιδί του άστεως και των καυσαερίων.
Ξεκίνησα τα ταξίδια μου στη «μέσα» Ελλάδα με την «Αναπαράσταση», μια ταινία που μιλάει για μια χώρα όπου οι άντρες έχουν φύγει στη Γερμανία και στα ερείπια των χωριών κυκλοφορούσαν μόνο γυναίκες. Πήγα στην Κέρκυρα για να διαβάσω τη δικογραφία. Μετά πήγα στο χωριό όπου είχε γίνει το έγκλημα. Κάθισα στο καφενείο. Οι ντόπιοι, που ντρέπονταν γι’ αυτό που είχε συμβεί στο χωριό τους, μαζεύτηκαν και με κοίταζαν ακίνητοι. Κατάλαβα ότι έπρεπε να φύγω όσο το δυνατόν γρηγορότερα και να ψάξω άλλο μέρος. Έφτασα απόγευμα και με ψιλόβροχο στη Ζίτσα, στα Ζαγόρια. Κανείς στους δρόμους. Μόνο κάτι μαυροφορεμένες γυναίκες χάνονταν σαν οπτασίες μέσα στους τοίχους των σπιτιών που από την υγρασία ήταν κατάμαυροι. Το μαύρο πάνω στο μαύρο. Εκπληκτικό πράγμα. Στο καφενείο, ένας γέρος μόνος του τραγουδούσε – «Μωρή κοντούλα λεϊμονιά, με τα πολλά λεμόνια…» Αυτό το ταξίδι μου στην Ελλάδα συνεχίζεται ακόμα...».
(Θόδωρος Αγγελόπουλος)