
Γράφει ο Χάρης Παπαδόπουλος
Ήταν μοιραίο να χαθούν χιλιάδες άνθρωποι, έτσι κι αλλιώς, από τον χτεσινό τρομερό σεισμό στην Τουρκία και τη Συρία; Μήπως φταίει που, έτσι κι αλλιώς, ο σεισμός αυτός ήταν «χίλιες φορές μεγαλύτερος» από αυτόν που χτύπησε την Αθήνα τον Σεπτέμβρη του 1999, όπως μας επαναλαμβάνουν από χτες τα ΜΜΕ;
Μήπως, εν τέλει, και όποιες τυχόν κακοτεχνίες εντοπιστούν στην οικοδόμηση των σπιτιών που έπεσαν, εξηγούνται από την πιεστική ανάγκη των προσφύγων του πολέμου στη Συρία «να βάλουν μια στέγη πάνω από το κεφάλι τους»; Μήπως τελικά είναι υπερβολή να καταγγέλλουμε παντού και πάντα το Κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις, ακόμη και για τις φυσικές καταστροφές;
Αν είναι έτσι τα πράγματα, τότε γιατί στα Άδανα, τη σύγχρονη και γοργά αναπτυσσόμενη πόλη στο μέγεθος της Θεσσαλονίκης που βρίσκεται στη νότια Τουρκία, τα κτίρια στο πιο μοντέρνο κομμάτι της πόλης έχουν ισοπεδωθεί, ενώ τα παραδοσιακά σπίτια στην παλιά πόλη έχουν υποστεί πολύ μικρότερες ζημιές;
Αφού το «ρήγμα της Ανατολίας» είναι τόσο γνωστή αιτία πολύνεκρων καταστροφών, τότε για ποιο λόγο κατασκευάζεται ένα πυρηνικό εργοστάσιο στο Ακούγιου, τόσο κοντά στο ρήγμα; Για ποιο λόγο επιχειρείται να στοιχειώσει η γειτονιά μας με έναν πυρηνικό όλεθρο; Για ποιο λόγο ιεραρχούνται πάντα ως πρώτη προτεραιότητα τα κέρδη και ως τελευταία οι ανθρώπινες ζωές;
Για ποιο λόγο διατηρείται το εμπάργκο της Δύσης απέναντι στη Συρία, όταν έχει συμβεί τέτοια ανθρωπιστική καταστροφή στη χώρα; Έτσι και αλλιώς, κανένα εμπάργκο δεν στρέφεται απέναντι στον –όποιον- δικτάτορα και καταπιεστή ενός λαού. Πάντα τα εμπάργκο καταλήγουν ενάντια στους εργαζόμενους και τους φτωχούς μιας χώρας. Τιμωρούνται έτσι αυτοί και αυτές που δεν φταίνε. Και ποτέ κάποιος δυνάστης.
Για ποιο λόγο, 24 χρόνια μετά τον φρικτό σεισμό του Αυγούστου του 1999 στην Τουρκία, συνεχίζουν να χτίζονται σε όλη τη χώρα θηριώδεις πολυκατοικίες πάνω σε σαθρά εδάφη, πολυκατοικίες που, ουσιαστικά, δεν διαθέτουν θεμέλια; Για ποιο λόγο νιώθουν τόση ασφάλεια οι «επενδυτές» στα οικοδομικά έργα της Τουρκίας να χτίζουν χωρίς να τηρούν τις στοιχειώδεις αντισεισμικές προδιαγραφές; Όπως σχολιάζει σήμερα και η Μαριάννα Κορομηλά: «Η τρομακτική καταστροφή του 1999 δεν αναχαίτισε κανέναν επιχειρηματία, δεν συντάραξε κανέναν πολιτικό, δεν σωφρόνισε κανέναν ελεγκτικό μηχανισμό».
Φοβόμαστε πως η κατάσταση δεν είναι πάρα πολύ διαφορετική και από την από εδώ πλευρά του Αιγαίου. Και στην Τουρκία, αλλά ακόμη περισσότερο στην Ελλάδα, βρίσκονται σε πρώτη προτεραιότητα οι δαπάνες για το παράλογο κυνήγι των εξοπλισμών. Και όλο και λιγότερα ποσά πηγαίνουν στις κοινωνικές δαπάνες, για υγεία, παιδεία και στήριξη των πιο αδύναμων. Και ο Ερντογάν –και ακόμη περισσότερο ο Μητσοτάκης- αρπάζονται για τα κοιτάσματα φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο, υποβαθμίζοντας τον κίνδυνο θερμού επεισοδίου. Και, ακόμη χειρότερα, ενός νέου ελληνοτουρκικού πολέμου.
Στην Τουρκία ζωντάνεψαν πάλι οι μνήμες της εργατογειτονιάς Αβσιλάρ στην Ινσταμπούλ, όπου το 1999 είχαν ισοπεδωθεί όλες σχεδόν οι πολυκατοικίες λόγω εξαιρετικών κακοτεχνιών στην κατασκευή. Όπως δεν έχουν σβήσει ποτέ στην Ελλάδα οι φριχτές μνήμες από τη Ρικομέξ στην Αθήνα, πάλι το 1999, που κατέρρευσε καταπλακώνοντας τους εργάτες και τις εργάτριες που δούλευαν μέσα στο εργοστάσιο.
Δεν είναι, λοιπόν, ο γίγαντας Εγκέλαδος και η Μοίρα της μυθολογίας που ευθύνονται για τους νεκρούς και τις καταστροφές και όσοι κενολογούν περί «αναπόφευκτου» και «αναπάντεχου» κακού κρύβουν τους πραγματικούς κατά συρροή δολοφόνους: τους καπιταλιστές και τις κυβερνήσεις τους.
Οι άνθρωποι πεθαίνουν στους σεισμούς, επειδή η αντισεισμική προστασία χρειάζεται χρήματα, σύγχρονες κατασκευές, επένδυση στην υγεία και στην κοινωνική προστασία των ανθρώπων, ενώ χρήματα και παροχές υπάρχουν μόνο για Ραφάλ και F-35, για φρεγάτες και κορβέτες. Και, βεβαίως, για τις τράπεζες και τους πολύ πλούσιους.
Για να ελαχιστοποιηθούν οι απώλειες και οι καταστροφές από τους σεισμούς χρειάζεται μια σχεδιασμένη οικονομία για τις ανάγκες των ταπεινών. Και όχι η αρένα με τα θηρία της «ελεύθερης αγοράς». Το σύστημα του καπιταλισμού έχει φάει τα ψωμιά του ΚΑΙ επειδή δεν μπορεί πια να εγγυηθεί την υγεία και την ασφάλεια των ανθρώπων μπροστά στη δίψα για κέρδος των πλούσιων παράσιτων.

Μπροστά σε μια «φυσική» καταστροφή δεν αντέχουν ατομικές λύσεις: Λένε πως όποιος έχει να πληρώσει, φτιάχνει το σπίτι του με αντισεισμική προστασία. Όμως, ποιος μπορεί να προβλέψει πού θα σκάσει η επόμενη πανωλεθρία, π.χ. μια απρόβλεπτη πλημμύρα ή μια πυρκαγιά σαν αυτή στο Μάτι στην Αττική που οδήγησε σε εκατόμβη νεκρών, εξαιτίας των αλλοπρόσαλλων κυβερνητικών επιλογών;
Είναι ασύλληπτο να δαπανώνται θηριώδη ποσά για αποπληρωμή του χρέους, για όπλα και για τις τράπεζες και να περισσεύουν μονάχα ψίχουλα για τις κοινωνικές ανάγκες. Ο Ούγκο Τσάβες είχε πει στη Σύνοδο για το Περιβάλλον στην Κοπεγχάγη: «Αν το περιβάλλον ήταν τράπεζα, θα το είχατε ήδη σώσει». Οι κυβερνήσεις και οι «επενδυτές» δεν κάνουν κάποια λάθη. Απλώς έχουν τελείως άλλες προτεραιότητες και δεν απασχολούνται ιδιαίτερα με την απίστευτη απελπισία που αφήνουν πίσω οι επιλογές τους.
Όσο αβίαστα και φυσικά βγαίνει στους πλούσιους το να πατούν επί πτωμάτων για το κέρδος, τόσο στον κόσμο των πιο αδικημένων βγαίνει αυθόρμητα η αλληλεγγύη και η συλλογικότητα. Και το έδειξαν για άλλη μια φορά οι απειράριθμοι εθελοντές που έτρεξαν να βοηθήσουν στον απεγκλωβισμό θυμάτων, βγάζοντας με τα χέρια τους τις πέτρες και τα χαλάσματα. Το έδειξε η συγκινητική προσφορά τόσων γιατρών στην Ελλάδα να φύγουν στην Τουρκία για να βοηθήσουν την περίθαλψη στα αυτοσχέδια νοσοκομεία.
Σε πείσμα όλων των αναλυτών και των «ειδικών» των ΜΜΕ, που καλοπληρώνονται για να διαδίδουν το ψέμα και την απάτη, «το μέλλον ανήκει στον κόσμο της δουλειάς» όπως αναφέρει και το παλιό σύνθημα της Αριστεράς. Οι εργάτες και οι εργάτριες μπορούν πολύ καλύτερα να οργανώσουν την παραγωγή και την ίδια την κοινωνία. Οι άνθρωποι που παράγουν τον πλούτο και όλες τις αξίες γνωρίζουν ήδη από αλληλεγγύη και κοινωνική ευθύνη. Μπορούν να μάθουν και πολύ περισσότερα. Αλλά γι’ αυτό, θα χρειαστεί πρώτα να αφαιρέσουν την εξουσία από τους πλούσιους και τους τραπεζίτες.
Γιατί όσο οι δήθεν «φυσικές» καταστροφές γίνονται γαϊτανάκι τον καιρό της κρίσης, το δίλημμα της Ρόζας Λούξεμπουργκ «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» επανέρχεται επιτακτικά.