
Γράφει η Χριστίνα Βογιατζόγλου
Η συγκεκριμένη μπροσούρα αποτελεί μια απάντηση του Μαρξ στον Ουέστον, έναν χαρτιστή, ο οποίος θεωρεί πως δεν υπάρχει νόημα στους αγώνες για αυξήσεις των μισθών. Ξεκινά με μια αρνητική θεωρία προσπαθώντας να εναντιωθεί στα επιχειρήματα του δεύτερου, ενώ στη συνέχεια αναλύει τις βασικές ιδέες και αρχές της οικονομίας, στις οποίες βασίστηκε το Κεφάλαιο.
Ο Ουέστον βασίζεται σε δύο βασικά επιχειρήματα. Πρώτον ότι το ποσό της εθνικής παραγωγής αποτελεί ένα σταθερό και αμετάβλητο μέγεθος. Δεύτερον ότι ο πραγματικός μισθός, δηλαδή η αγοραστική δύναμη, αποτελεί ένα επίσης αμετάβλητο μέγεθος. Άρα –καταλήγει ο Ουέστον- δεν υπάρχει κανένας λόγος να παλεύει το εργατικό κίνημα για αύξηση των μισθών. Ο Μαρξ απαντά στο πρώτο πως ακόμα κι αν δεχτούμε τον συγκεκριμένο ισχυρισμό, το θέμα είναι πως ο μισθός είναι πολύ μικρότερος του κέρδους. Θα μπορούσε να συμβαίνει το αντίθετο και το συνολικό μέγεθος της παραγωγής να παρέμενε σταθερό. Συγκεκριμένα «Αν το ποσό της εθνικής παραγωγής είναι μια γαβάθα με σούπα, το μόνο που εμποδίζει τον εργάτη από το να πάρει αυτά που δικαιούται είναι πως του δίνουν μικρότερα κουτάλια». Σε σχέση με το δεύτερο σημειώνει πως, αν ισχύει κάτι τέτοιο, για ποιο λόγο υπάρχουν διαφορές στους μισθούς διαφορετικών χωρών; Το αποδίδουμε στη θέληση του κεφαλαιοκράτη; Και αν ναι, τότε σίγουρα οι μισθοί μπορούν να αυξηθούν ενάντια στη θέληση του κεφαλαιοκράτη. Όσον αφορά στην αγοραστική δύναμη, οι τιμές των προϊόντων, αυξομειώνονται βάσει των νόμων της προσφοράς και της ζήτησης. Σε περίπτωση αύξησης των μισθών, οι τιμές θα αυξηθούν λόγω αύξησης της ζήτησης, όμως σταδιακά θα επανέλθουν. Οι νόμοι αυτοί εξηγούν την αύξηση και τη μείωση των τιμών γύρω από την αξία των προϊόντων, δίχως όμως να εξηγούν την ίδια την αξία.
Αυτό που ισχύει γενικά είναι πως, όταν η προσφορά ισούται με τη ζήτηση, οι δύο αυτές δυνάμεις αλληλοεξουδετερώνονται. Άρα η τιμή ισούται με την αξία. Το ίδιο ισχύει και για τους μισθούς, όπου ο μισθός ισούται με την τιμή της εργασίας. Τι είναι η τιμή; Είναι μια ανταλλακτική αξία εκφρασμένη σε μορφή χρήματος. Τι είναι αξία ενός εμπορεύματος, όμως; Αρχικά το εμπόρευμα εξετάζεται σε σχέση με άλλα εμπορεύματα και μέσω ποσοτικών αναλογιών. Οι αναλογίες είναι ποικίλες, η αξία όμως είναι συγκεκριμένη. Εκεί έρχεται το χρήμα να συμβάλει στην έκφραση πολλών διαφορετικών εμπορευμάτων με μια μορφή. Για να αποτελεί όμως ένα προϊόν εμπόρευμα, πρέπει να καλύπτει κάποιες κοινωνικές ανάγκες και η εργασία να αποτελεί συστατικό του μέρος. Ποια είναι η κοινωνική ουσία, λοιπόν, όλων των εμπορευμάτων; Η εργασία. Άρα τα διάφορα εμπορεύματα διαφέρουν, γιατί αντιπροσωπεύουν διαφορετικά ποσά εργασίας. Το μέγεθος λοιπόν της αξίας καθορίζεται από το ποσό εργασίας, που χρειάζεται για την παραγωγή του εκάστοτε εμπορεύματος. Η μετατροπή της αξίας σε τιμή βοηθάει στη μετάφραση όλων των εμπορευμάτων σε μια ομοιογενή μορφή.
Σύμφωνα με τον Μαρξ, μακροπρόθεσμα η τιμή τείνει προς την αξία του εμπορεύματος. Απαραίτητη προϋπόθεση, λοιπόν, για την παραγωγή του κέρδους είναι πως το εμπόρευμα πωλείται σε μια τιμή ίση με την αξία του. Μέχρι εδώ όμως ο Μαρξ μιλά για αξία εμπορευμάτων όχι εργασίας. Κι αυτό γιατί, όπως λέει, δεν υπάρχει. Γιατί ο εργάτης δεν πουλά την εργασία του. Πουλά την εργατική του δύναμη, η οποία για όση ώρα δουλεύει, είναι στη διάθεση του κεφαλαιοκράτη. Αν αυτό επιτρεπόταν απεριόριστα, θα επέστρεφε η δουλεία. Η αξία λοιπόν της εργατικής δύναμης καθορίζεται από το ποσό εργασίας, που είναι απαραίτητο για την παραγωγή της. Άρα μιλάμε για μέσα συντήρησης, αναπαραγωγής και επιβίωσης του εργάτη και των παιδιών του. Επομένως καθορίζεται από τις αξίες των μέσων συντήρησης.
Επομένως, ο κεφαλαιοκράτης αγοράζει την εργατική δύναμη του εργάτη και την καταναλώνει βάζοντάς τον να δουλέψει. Με την αγορά της ημερήσιας αξίας της εργατικής δύναμης (ο εργάτης παίρνει να χρήματα, που χρειάζεται, για να επιβιώσει τη συγκεκριμένη ημέρα), έχει το δικαίωμα να τη χρησιμοποιεί καθ’ όλη της διάρκεια της ημέρας. Μπορεί πχ να τον βάζει να δουλεύει 12 ώρες, ενώ για την αγορά των ημερήσιων μέσων συντήρησης μπορεί να απαιτούνται 6 ώρες εργασίας. Υπάρχει εδώ φανερά μια αξία, που δεν πληρώνεται σε αυτές τις έξι έξτρα ώρες δουλειάς. Αυτή είναι η υπεραξία. Και εφόσον η αξία καθορίζεται από την εργασία, που απαιτείται για την παραγωγή, ενώ το μισό αυτής της εργασίας παραμένει απλήρωτο, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως αυτό είναι το κέρδος και πως ο μόνος τρόπος ύπαρξής του είναι η εκμετάλλευση των εργατών. Το ποσό εργασίας του εργάτη είναι το μοναδικό σημείο, από το οποίο μπορούν να βάλουν ένα μερίδιο στην τσέπη ο εργάτης και ο κεφαλαιοκράτης βιομήχανος. Άρα όσο περισσότερα μπουν στην τσέπη του ενός, τόσα λιγότερα θα μπουν στου άλλου.
Η ημέρα εργασίας παίζει καθοριστικό ρόλο στο να προκύπτει απλήρωτη εργασία, άρα κέρδος. Επίσης δεν έχει σταθερά όρια. Ο κεφαλαιοκράτης προσπαθεί να την επεκτείνει όσο το δυνατόν περισσότερο για να αυξήσει τα κέρδη του. Όμως ο εργάτης πουλά την εργατική του δύναμη για να τη διατηρεί, όχι να την καταστρέφει. Και εδώ ο Μαρξ θέτει και το ιστορικό/κοινωνικό στοιχείο της αξίας της εργατικής δύναμης, αναφέροντας πως ο εργάτης χωρίς ελεύθερο χρόνο είναι απλώς μια μηχανή παραγωγής ξένου πλούτου.
Ο εργάτης χωρίς αγώνες για την αύξηση των μισθών, υποταγμένος πλήρως στη θέληση του κεφαλαιοκράτη, θα ήταν το ίδιο με έναν σκλάβο, χωρίς την εξασφαλισμένη ύπαρξη του σκλάβου. Περιορισμός της ημέρας εργασίας δεν γίνεται παρά μόνο με νομοθετική παρέμβαση κι εδώ έγκειται η σημαντικότητα της πολιτικής δράσης. Δράσης, που δεν περιορίζεται στην εξάλειψη των αποτελεσμάτων, αλλά που σφυροκοπά την αιτία στη ρίζα της. Δεν θέλουμε δίκαιο σύστημα, μας το είπε ο Μαρξ. Θέλουμε την κατάργηση του μισθωτού συστήματος.
*Το κείμενο αυτό βασίζεται στην εισήγηση της συντρόφισσας στην αυτομόρφωση της «Κόκκινης», που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 27 Γενάρη στο infolibre στη Θεσσαλονίκη.
**Το άρθρο είναι δημοσιευμένο στο 18ο φύλλο της εφημερίδας «Η Κόκκινη» (Μάρτης 2023), που κυκλοφορεί.
