«Manhattan Transfer» // Τζον Ντος Πάσος // Βιβλιοκριτική

Ένα λογοτεχνικό σχόλιο του Τζον Ντος Πάσος για τον καπιταλισμό στην ορμητική του ανάπτυξη στις ΗΠΑ, λίγα χρόνια πριν το κραχ του ’29

Γράφει η Κική Σταματόγιαννη

Το «Manhattan Transfer» του Τζον Ντος Πάσος είναι θραύσματα από το ίδιο το αμερικάνικο όνειρο. Αποσπασματικές στιγμές ανθρώπων, που προσπαθούν αέναα για κάτι άπιαστο και ανέφικτο. Στιγμές μεγαλείου και πτώσης. Ένας σταθμός μετεπιβίβασης –όπως φανερώνεται και από τον ίδιο τον τίτλο- από μια κατάσταση στην άλλη. Τίποτα το σταθερό.

Στο έργο αυτό σε αντίθεση με τα περισσότερα μυθιστορήματα πρωταγωνιστούν όχι οι άνθρωποι, αλλά η ίδια πόλη. Μια Νέα Υόρκη στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, στο ξεκίνημα δηλαδή της σύγχρονης ανοικοδόμησής της. Ένα πολύβουο μελίσσι ετερόκλητων ανθρώπων φερμένων εκεί από κάθε γωνιά της γης. «Ατσάλι, γυαλί, πλακάκι και μπετόν». Χρήματα που κουδουνίζουν εκεί πιο ηχηρά σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο σημείο στον κόσμο, ηλεκτρικές μηχανές, πυροσβεστικά οχήματα που ουρλιάζουν διασχίζοντας τις λεωφόρους, εναέριοι σιδηρόδρομοι πάνω από έναν κόσμο που μόλις δημιουργείται και κραυγάζει την έλευσή του. Ένα βιβλίο για τις μητροπόλεις του σύγχρονου καπιταλισμού. Για τις πόλεις, που τα φώτα τους έλκουν σαν τις πεταλούδες αυτούς με τις ακόρεστες φιλοδοξίες, την ασίγαστη δίψα για πλούτο και που μέσα σε μια στιγμή κατακρημνίζουν από το βάθρο τους τους ήδη φτασμένους και πετυχημένους. «Νομίζω ότι αυτή η πόλη είναι γεμάτη από ανθρώπους που επιθυμούν αδιανόητα πράγματα». Η πόλη είναι οι άνθρωποί της, που ανεβοκατεβαίνουν κάθε μέρα τους δρόμους της, γεμίζουν και αδειάζουν τα φέρι, σφυροκοπούν μέσα στα εργοστάσια, τζογάρουν στο Χρηματιστήριο, πλουτίζουν και πτωχεύουν, καταγράφουν την εποποιία της καθημερινότητας μέσα από τις σελίδες του Τύπου.

Όλοι στη Νέα Υόρκη αναζητούν «το κέντρο των πραγμάτων». Με το που πατάνε το πόδι τους στην πόλη, ξέρουν ότι εκεί είναι ο μόνος τόπος για να το βρουν. «Θέλω να στεριώσω κάπου… Η Ευρώπη είναι σάπια και βρωμάει. Στην Αμερική μπορεί κάποιος να πάει μπροστά. Άσχετα με το πού γεννήθηκε και το τι μόρφωση έχει. Όλα στην Αμερική πάνε μπροστά». Μοχθούν καθημερινά, ξεπουλούν συνειδήσεις, αφήνουν στην άκρη όνειρα, δολοπλοκούν. Κάποιοι πτωχεύουν, κάποιοι πεθαίνουν δουλεύοντας για λίγες δεκάρες, κάποιοι αυτοκτονούν, καθώς ούτε κάτω από το εκτυφλωτικό φως της Νέας Υόρκης δεν μπορούν να βρουν το κέντρο των πραγμάτων. Δεν καταφέρνουν να βρουν τη θέση τους σ’ αυτόν τον κόσμο. Ή δεν καταφέρνουν να αλλάξουν αυτόν τον κόσμο, που στριμώχνει στο περιθώριο ή κατατρώει τα πιο ευάλωτα πλάσματα και τα πιο ανήσυχα και ευαίσθητα πνεύματα.

Ένας αδιάκοπος, διαβολεμένος ρυθμός, ένα έμβολο που σπρώχνει τους κατοίκους της Νέας Υόρκης στο επόμενο καινούριο βήμα. Ούτε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν φαίνεται ικανός να σταματήσει αυτή τη φρενίτιδα, αυτή τη διαρκή αναζήτηση: «Μα, αν δεν κλείσουν το Χρηματιστήριο… στο διάβολο… μέχρι να γίνει το μεγάλο μπαμ, θα υπάρχει κάποια ευκαιρία… Αυτό που σου λέω. Ο πανικός είναι η στιγμή να βγάλει τα μαλλιά της κεφαλής του ένας ψύχραιμος τύπος».

Συνεχίζουν τις μικροζωές τους με κλειστά αυτιά και μάτια για όλα όσα γίνονται στον υπόλοιπο κόσμο:
«Δεν μπορώ να το διανοηθώ. Σκότωσαν τον Ζορές»
«Ποιος είναι αυτός πάλι;»
«Ένας Γάλλος σοσιαλιστής».
«Αυτοί οι αναθεματισμένοι οι Γάλλοι
…».

Για όσους πάλι, όχι μόνο την έβγαλαν καθαρή, αλλά κατάφεραν να πλουτίσουν από το ανθρωποσφαγείο του πολέμου ο Ντος Πάσος επιφυλάσσει για έναν από τους ήρωές του τη μνημειώδη ωμή ατάκα: «Α, βέβαια, ήταν ωραίος πόλεμος». Δύο κόσμοι και μια ολόκληρη άβυσσος ανάμεσά τους. Ο ίδιος ο συγγραφέας είχε πάρει μέρος στο μακελειό του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ως εθελοντής τραυματιοφορέας, γεγονός που τον καθόρισε και σφυρηλάτησε τον έντονο αντιμιλιταρισμό του.

Ο Ντος Πάσος ρίχνει τον προβολέα του στις ζωές διαφορετικών ανθρώπων και φωτίζει στιγμές ή σύντομες περιόδους στις ζωές τους μέσα σε μια διάρκεια περίπου 20-30 ετών. Ζωές που κάποιες φορές διασταυρώνονται και αργότερα απομακρύνονται. Το φως πέφτει για λίγο πότε πάνω σε εκκολαπτόμενες ηθοποιούς, σε δημοσιογράφους, σε χορεύτριες που σκορπίζουν το ταλέντο τους και χάνονται, σε άστεγους και πεινασμένους, και πότε σε μεγαλοδικηγόρους και πάμπλουτους επιχειρηματίες, σε συνδικαλιστές, σε παρίες Εβραίους, σε μετανάστριες, σε αναρχικούς και κομμουνιστές. Είναι τόσο αβίαστο το πέρασμα από μια σκηνή στην επόμενη, είναι τόσο καλοδουλεμένο το μοντάζ (κάθε υποκεφάλαιο καλύπτει ελάχιστες σελίδες), όπου ο Ντος Πάσος επιβεβαιώνει για ποιο λόγο θεωρήθηκε εξαίσιος ήδη από το ξεκίνημά του: οι πλούσιοι και ισχυροί δίνουν τη θέση τους στους φουκαράδες. Την απληστία και τη χυδαία μεταχείριση των μεταναστών διαδέχονται η αλληλεγγύη και η συντροφικότητα.

Παρότι είναι ξεκάθαρα καταγγελτικός για τον αδηφάγο καπιταλισμό, για τον ρατσισμό και την ξενοφοβία που σέρνει μαζί του, είναι πολύ προσεκτικός ώστε ο λόγος του να μην είναι διόλου «ξύλινος». «Οι άνθρωποι αυτής εδώ της χώρας παραείναι ανεκτικοί. Δεν υπάρχει άλλη χώρα στον κόσμο όπου θα επιτρεπόταν κάτι τέτοιο… Σε τελευταία ανάλυση, εμείς τη χτίσαμε αυτή τη χώρα κι αφήνουμε τώρα ένα σωρό από ξένους, τα αποβράσματα της Ευρώπης, τα απόβλητα των πολωνικών γκέτο, να ’ρθουν και να την πάρουν στα χέρια τους». Τρομακτικά οικείο δεν μοιάζει σε εμάς, στους ανθρώπους του 21ου αιώνα; Ας συνεχίσουμε λίγο ακόμα: «Η πόλη έχει πήξει στους Εβραίους και στους κοντοπίθαρους Ιρλανδούς, να τι γίνεται… Σε δέκα χρόνια, θα ’ναι αδύνατον να τα βγάλει πέρα ένας Χριστιανός… Άκου με που στο λέω εγώ: Οι Καθολικοί και οι Εβραίοι θα μας πετάξουν έξω από την ίδια μας τη χώρα, να τι θα κάνουν». Λόγια πηχτού ρατσιστικού μίσους, που διασχίζουν σαν βέλος τους αιώνες.

Ο Ντος Πάσος έχει μια εκπληκτική ικανότητα να βάζει στο στόμα κάθε ήρωα και ηρωίδας του να λένε τόσα όσα. Ούτε λέξη παραπάνω. Χωρίς καθόλου στόμφο και πύρινα λόγια. Και μόνη η αφήγηση, η κενή ζωή των μεγαλοαστών, η σκληρή ζωή των φτωχών, των κοριτσιών που δουλεύουν στα ραφτάδικα για να ντύνουν τις μεγαλοκυρίες της πόλης, των μεταναστών, των σερβιτόρων στα πολυτελή ξενοδοχεία και εστιατόρια, καθώς και των κάθε λογής αναγκεμένων, είναι αρκετή. Είναι σοκαριστικά εύγλωττη από μόνη της, χωρίς να χρειάζεται να τη στολίσει. Μέσα σε σχεδόν 600 σελίδες παίρνουμε μια γεύση από την αδικία, την ανισοτιμία και την απατηλή λάμψη μιας ζωής στραμμένης αποκλειστικά στο ατομικό συμφέρον. Και την ίδια στιγμή βρισκόμαστε μπροστά σε σπαράγματα για το πώς θα μπορούσε να είναι ένας κόσμος βασισμένος σε τελείως άλλα θεμέλια. Σε έναν κόσμο όπου θα βασίλευε η πίστη στη συλλογική δύναμη των ανθρώπων.

«Θες να γίνεις Αμερικανός πολίτης;»
«Γιατί όχι; Ο άνθρωπος έχει δικαίωμα να επιλέξει τη χώρα του»
.

Ο Ντος Πάσος είναι ολότελα στο πλευρό όσων πασχίζουν να αλλάξουν τον κόσμο. Στο πλευρό όσων δεν πιστεύουν σε εθνικά σύνορα, σε καταπίεση και εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Είναι ξεκάθαρο σε πάρα πολλά σημεία του έργου του. Σε ένα από τα πιο συγκινητικά κομμάτια του βιβλίου έχουμε τη διήγηση της απέλασης μιας ομάδας κομμουνιστών από τη χώρα ως ανεπιθύμητων, ενώ στο βάθος κάπου αχνά ακούγεται η Διεθνής.
«Είναι τα κομμούνια που το υπουργείο Δικαιοσύνης απέλασε… Απελαθέντες… Κόκκινοι….Είναι οι κόκκινοι που απελαύνονται»… Άξαφνα η φωνή μιας κοπέλας έσκισε τον αέρα, «Εμπρός της γης οι κολασμένοι», «Σς… Θα σε μπαγλαρώσουν με κάτι τέτοια». Γλάροι διέγραφαν κυκλικές τροχιές πάνω από το βρώμικο και φτωχοντυμένο πλήθος που στεκόταν σιωπηλό, κοιτάζοντας την παραλία».

Σε άλλο σημείο βάζει στο στόμα ενός γέρου αναρχικού «Τη μέρα που θα πάψουμε να πιστεύουμε στα λεφτά και στην ιδιοκτησία θα ’ναι σα να ‘χουμε ξυπνήσει από όνειρο. Δεν θα ‘χουμε ανάγκη από βόμβες κι οχυρώματα… Θρησκεία, πολιτική, δημοκρατία, όλα αυτά είναι για να μας κοιμίζουν… Πρέπει να ξαμολυθούμε όλοι μας και να φωνάξουμε στον κόσμο: Ξυπνήστε!».

Και πράγματι κάποιες φορές οι συνδικαλισμένοι εργάτες βρίσκουν τη δύναμη και το κάνουν. Μέσα στην καρδιά του καπιταλιστικού κτήνους. Και σχεδόν πάντα αποτυγχάνουν. Και μαζεύουν ξανά το κουράγιο τους για να συνεχίσουν. «Ποτέ δε βλέπω την αυγή», είπε ο Μάρκο με κροταλιστή φωνή, «που δε λέω μέσα μου ίσως… ίσως σήμερα». Προμηνύματα της δεκαετίας του 1930, όταν το εργατικό κίνημα στις ΗΠΑ έδωσε συγκλονιστικές μάχες σε δρόμους και χώρους δουλειάς δείχνοντας τι μπορεί πραγματικά να καταφέρει.

Το «Manhattan Transfer» γράφεται το 1925 και αποτελεί τον πρόδρομο της σπουδαίας τριλογίας του Ντος Πάσος «USA», που θα ακολουθήσει τα επόμενα χρόνια (Ο 42ος Παράλληλος, 1919, Τα πολλά λεφτά), της ανατομίας ουσιαστικά της βορειοαμερικάνικης κοινωνίας. Ο συγγραφέας την εποχή του «Manhattan Transfer» είναι ενταγμένος στην Αριστερά και το κίνημα στις ΗΠΑ. Το σημείο καμπής γι’ αυτόν θα έρθει λίγο αργότερα με την ισπανική επανάσταση του ’36. Βλέπει τη στάση της Σοβιετικής Ένωσης, βλέπει το ρήμαγμα και την προδοσία του μεγαλειώδους ξεσηκωμού εργαζομένων και αγροτών. Απογοητευμένος ο Ντος Πάσος απομακρύνεται από την Αριστερά και στρέφεται σε συντηρητικές ιδέες τόσο ξένες και ανοίκειες με όσα γράφει στα βιβλία του στο ξεκίνημα της συγγραφικής του ζωής, που μας προκαλεί θλιβερή έκπληξη. Παρόλα αυτά το έργο του, βαθιά ανθρώπινο και απολύτως πολιτικό, είναι σταθμός στην παγκόσμια λογοτεχνία, με το φως του να απλώνεται ακόμα και σήμερα πάνω απ’ τα σκοτάδια του κόσμου του 21ου αιώνα.

Ο Ντος Πάσος στο «Manhattan Transfer» μέσα από αποκόμματα εφημερίδων, λογιστικά αρχεία, εμβόλιμα ποιητικά διαμάντια, διαλόγους που κόβουν σαν ξυράφι και απολαυστική αφήγηση, σκιαγράφησε με αποκαλυπτική ευκρίνεια το μέλλον των ανθρώπων, των αηδιασμένων από την αναζήτηση κέρδους και δύναμης, των κουρασμένων από πόλεις λαμπερές, πλούσιες και αφιλόξενες για όσα πλάσματα τις κατοικούν. Καθόλου τυχαία κλείνει το σπουδαίο του βιβλίο βάζοντας σε έναν από τους πιο συμπαθείς ήρωές του τη φράση «Για πού τραβάς;» «Ιδέα δεν έχω… Πολύ μακριά πάντως».

Σχολιάστε