
Γράφει η Δώρα Νεστορίδου
Μπαίνοντας στη Λάρισα από Θεσσαλονίκη αντικρίζεις πλημμυρισμένες εκτάσεις, γεωργικά μηχανήματα καλυμμένα ακόμα από το νερό. Μυρίζεις το έλος, τη σήψη και την αρρώστια.
Συνάντησα νέα και μεγαλύτερα παιδιά, με κουρασμένα σώματα και λαμπερά μάτια να στήνουν ένα αντιρατσιστικό φεστιβάλ και να οργανώνουν τις αποστολές των επόμενων ημερών. Αποστολές ειδών έκτακτης ανάγκης, αποστολές για μαγείρεμα ζεστού φαγητού, αποστολές για καθάρισμα. Αποστολές κουράγιου.
Πήγαμε να καθαρίσουμε το πλημμυρισμένο υπόγειο ενός ηλικιωμένου ζευγαριού. Μισή ζωή χωμένη στη λάσπη. Στρώματα ασήκωτα, εργαλεία, βιβλία, διδακτορικά των παιδιών, ρούχα, ενθύμια σπασμένα, μέσα σε μια βρώμα που κατεβαίνει από τον λαιμό σου, ραγίζει την καρδιά σου, τρυπάει τα πνευμόνια σου και κάθεται στο στομάχι σου. Προσπαθείς να μην ακουμπήσεις με τα γυμνά σημεία του σώματος πουθενά. Είναι αδύνατον φυσικά. Η ζέστη του κάμπου κάνει την κατάσταση πιο δύσκολη. Ρομά με φορτηγάκια κουβαλάνε ό,τι χρήσιμο βρίσκουν. Αυτοί δεν φοράνε κανένα μέσο προστασίας. Αυτοί είναι συνηθισμένοι μωρέ, δεν παθαίνουν τίποτα. Λες και αυτοί γεννήθηκαν μέσα από τη λάσπη. Στο τέλος δεν καταλαβαίνεις τι μαζεύεις. Ψάχνεις με την αφή το πάτωμα να πιάσεις ό,τι πιάνεται και δεν έχει λιώσει. Τελειώσαμε. Έξω από τα σπίτια, λοφάκια από σκουπίδια. Ένα φορτηγό του Δήμου, μαζεύει μια στοίβα. Μένουν άλλες τόσες, δεν έχω ιδέα πόσες. Τις πρώτες μέρες, κάποιος κρατικός φορέας μοίρασε αραχνοΰφαντες στολές στους κατοίκους ως μέσο προστασίας και εξαφανίστηκε.
Ο ηλικιωμένος κύριος πιάνει κάτι λασπωμένα βαζάκια. Γλυκά του κουταλιού, σάλτσες. “Αυτά μην τα πετάξετε, είναι αεροστεγώς κλεισμένα”, λέει. Να σώσει οτιδήποτε αν σώζεται. 5 βαζάκια με γλυκό του κουταλιού και σάλτσα ντομάτας. Λίγο νερό εμφιαλωμένο και ένα τσιγάρο. Συστηνόμαστε με τα υπόλοιπα παιδιά. Δυο ώρες μαζί μέσα στη γλίτσα και δεν είπαμε ένα όνομα. Κοιτάω τα βουναλάκια με τα σκουπίδια. Και τι καταφέραμε; Σταγόνα στον ωκεανό. Τα παιδιά έχουν δει πολύ χειρότερα, έχουν πάει και Καρδίτσα. Αλλάζουμε ρούχα και φεύγουμε.
Το ζευγάρι θα συνεχίσει να κοιμάται και να ξυπνάει εκεί, δίπλα στα λοφάκια με τα απομεινάρια τού χθες να περιτριγυρίζονται από τα ποντίκια. Τα παιδιά θα συνεχίσουν να πηγαίνουν κάθε μέρα. Διάφορος κόσμος, ανάμεσα σε ωράρια εργασιακά, σε υποχρεώσεις, θα συνεχίσει να βρίσκει εκείνο το δίωρο μέσα στη μέρα, που σε κάνει πιο ανθρώπινο. Οι άνθρωποι της αλληλεγγύης, με συντροφικότητα και αποθέματα στομαχιού, θα συνεχίσουν να κάνουν τον κόσμο ένα μέρος με ελπίδα. Να βγάζουν μέσα από τη λάσπη 5 βαζάκια με γλυκό του κουταλιού. Και εγώ εδώ, κατάφερα επιτέλους να δω “πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω, πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες”.
Αυτές οι συντρόφισσες και οι σύντροφοι μας είναι οι φωλιές νερού μου.
*Το κείμενο αλιεύσαμε από τον προσωπικό fb λογαριασμό της Δώρας Νεστορίδου. Το ανεβάζουμε στην ιστοσελίδα της «Κόκκινης» με την άδειά της.
