
Στη φωτογραφία: Φαντάροι του «Κόκκινου» Στρατού παρενοχλούν μια κοπέλα σε ένα δρόμο της Λειψίας στη Γερμανία.
Οι μαζικοί βιασμοί εκατομμυρίων Γερμανίδων
από τον προελαύνοντα ρωσικό στρατό το 1945
στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
«Ήμασταν νέοι, δυνατοί και τέσσερα χρόνια χωρίς γυναίκα. Έτσι προσπαθήσαμε να πιάσουμε Γερμανίδες και… δέκα άνδρες βίασαν ένα κορίτσι. Δεν υπήρχαν αρκετές γυναίκες, ολόκληρος ο πληθυσμός έφευγε μακριά από τον Σοβιετικό Στρατό. Έτσι αναγκαστήκαμε να πάρουμε νεαρές, δώδεκα ή δεκατριών ετών… Αν έκλαιγαν, τοποθετούσαμε κάτι για να κλείσουμε το στόμα τους. Νομίζαμε ότι ήταν κάτι αστείο. Τώρα πια, δεν μπορώ να κατανοήσω πώς το έκανα…».
(Ένας σοβιετικός ανθυπολοχαγός αφηγείται στο βιβλίο της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς: «Ο πόλεμος δεν έχει πρόσωπο γυναίκας», εκδόσεις Πατάκης, 2017)
Γράφει ο Χάρης Παπαδόπουλος
Ο χαρακτήρας του πολέμου
Τα εγκλήματα του ναζισμού στην κατεχόμενη Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου είναι πασίγνωστα και αποτελούν μέρος της συλλογικής μνήμης των λαών. Γι’ αυτό και ο φασισμός αποτελεί, σε κάθε χώρα, το συνώνυμο της φρίκης. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου εκατομμύρια άνθρωποι εξοντώθηκαν, Εβραίοι, Ρομά, ομοφυλόφιλοι, κομμουνιστές και Ρώσοι αιχμάλωτοι στρατιώτες, θα μείνουν αιώνια μνημεία του στυγερότερου εγκλήματος σε όλη την Ιστορία.
Και κάθε γωνιά της Ευρώπης, που έζησε τη ναζιστική κατοχή, διαθέτει τόπους μαρτυρίου. Παντού ξεπήδησαν Καλάβρυτα και Χορτιάτηδες, αιματηρές χαρακιές, που υπενθυμίζουν το σύνθημα «Ποτέ Ξανά Φασισμός».
Όμως, ο πόλεμος των Συμμάχων για να συντριβεί στρατιωτικά η χιτλερική Γερμανία, η Ιταλία και η Ιαπωνία, δεν ήταν σε καμιά περίπτωση ένας δίκαιος αντιφασιστικός αγώνας. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ένα απάνθρωπο μακελειό και από τις δύο πλευρές, μια σφαγή ανάμεσα στα στρατόπεδα των πεινασμένων και των χορτάτων ιμπεριαλιστών για το μοίρασμα των αποικιών και των σφαιρών επιρροής.
Και οι αντάρτες και οι αντάρτισσες των λαϊκών στρατών σε Γιουγκοσλαβία και Ελλάδα, όπως και στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Νορβηγία, την Πολωνία και το Βέλγιο, που πάλευαν για την απαλλαγή από τον φασιστικό ζυγό και για μια νέα απελευθερωτική κοινωνία, δεν είχαν καμιά πραγματική συνάφεια ούτε στις μεθόδους δράσης τους ούτε στον σκοπό του πολέμου με τους ιμπεριαλιστικούς στρατούς, που «απελευθέρωναν» την Ευρώπη ισοπεδώνοντάς την. Διότι, και οι δυτικοί συμμαχικοί στρατοί και ο ρωσικός «Κόκκινος» Στρατός αντιμετώπιζαν ως ορκισμένους εχθρούς όχι τον Χίτλερ, τον Μουσολίνι και τον αυτοκράτορα Μικάδο, αλλά τον γερμανικό και τον ιαπωνικό λαό.
Τα πιο γνωστά εγκλήματα των Συμμάχων είναι οι απίστευτες ανθρωποσφαγές σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι, σε Δρέσδη και σε Τόκιο. Στις δύο τελευταίες πόλεις συνέβησαν οι πιο πολύνεκροι βομβαρδισμοί στην Ιστορία. Και οι δύο πρώτες εξαφανίστηκαν από τον χάρτη με μία μόνο ρίψη ατομικής βόμβας σε κάθε μία από τις δύο πόλεις.
Ενώ οι εξεγερμένες/οι εργάτ(ρι)ες και οι αντάρτικοι στρατοί στην Ευρώπη έδιναν έναν αγώνα δίκαιο, απελευθερωτικό και ταξικό, ο πόλεμος των Συμμάχων κατά του Άξονα είχε ολότελα άδικο και αντιδραστικό χαρακτήρα και από τις δύο πλευρές. Γι’ αυτό και οι Συμμαχικοί στρατοί, που προέλαυναν στην Ευρώπη, ήρθαν τελικά σε αιματηρή σύγκρουση και με τα αντάρτικα κινήματα σε Βέλγιο, Νορβηγία και κατέληξαν στο λουτρό αίματος και άγριας καταστολής στα Δεκεμβριανά 1944 στην Αθήνα. Στην πραγματικότητα ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ένας ολότελα άδικος και αντιδραστικός πόλεμος μεταξύ ιμπεριαλιστών, περιείχε και έναν δίκαιο απελευθερωτικό πόλεμο: Αυτόν που έδωσαν οι εργατικές τάξεις και τα αντάρτικα κινήματα στην Ευρώπη, κόντρα στη ναζιστική κατοχή.
Κάθε ένας από αυτούς τους δύο πολέμους διεξαγόταν με τα δικά του ιδιαίτερα μέσα: Ο απελευθερωτικός αντιφασιστικός πόλεμος με κινητοποίηση των εργατικών και λαϊκών μαζών, με την αλληλεγγύη, τη συσπείρωση και την οργανωμένη δράση της πρωτοπορίας της νεολαίας και εν τέλει την ένοπλη αντιπαράθεση με τους ναζί κατακτητές, αλλά και τους δωσιλογικούς στρατούς σε όλη την Ευρώπη. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, από την άλλη πλευρά, διεξαγόταν με ένα τρομακτικό αιματοκύλισμα των αμάχων και με ολοκληρωτική αδιαφορία για το τι σκέφτεται και πώς αντιδρά ο γερμανικός και ο ιαπωνικός πληθυσμός απέναντι στους ηγέτες τους, που τους έσπρωχναν μέχρι τέλους στο σφαγείο.
Μια αποτρόπαια και σχεδόν άγνωστη πλευρά αυτού του πολέμου ήταν οι μαζικοί βιασμοί των Γερμανίδων γυναικών και ανήλικων κοριτσιών από τα συμμαχικά στρατεύματα, που προέλαυναν στη Γερμανία το 1945. Επρόκειτο για –τουλάχιστον- πολλές δεκάδες χιλιάδες βιασμούς, που πραγματοποίησαν τα στρατεύματα των ΗΠΑ, Γαλλίας και Αγγλίας, κάτω από τη συνένοχη σιωπή των αντίστοιχων στρατιωτικών διοικήσεων και γενικών επιτελείων.
Όμως, εκεί που το έγκλημα των μαζικών βιασμών κατά των Γερμανίδων πήρε τις πιο φρικτές διαστάσεις, ήταν στην προέλαση του «Κόκκινου» Στρατού στο Ανατολικό Μέτωπο και στη Γερμανία, όπου οι γυναίκες και τα κορίτσια που έπεσαν θύματα –ομαδικών και επαναλαμβανόμενων συνήθως- βιασμών από τους Ρώσους στρατιώτες, ήταν της τάξης των δύο εκατομμυρίων. Κύρια Γερμανίδες, αλλά και Γιουγκοσλάβες, Ουγγαρέζες, Πολωνές, Ρωσίδες κλπ. Σύμφωνα με τον συγγραφέα Άντονι Μπήβορ, επρόκειτο για το ογκωδέστερο φαινόμενο μαζικών βιασμών σε όλη την Ιστορία της ανθρωπότητας. Ενώ ο ιστορικός Ουίλιαμ Χίτσκοκ επισημαίνει πως, τις περισσότερες φορές, το κάθε θύμα βιασμού είχε βιαστεί από πολλούς στρατιώτες στη σειρά. Έως και 60, 70 ή και πιο πολλούς ακόμη.
Η προέλαση του υποτιθέμενου «Κόκκινου» Στρατού του Στάλιν δεν απελευθέρωνε τον γερμανικό λαό από τον φασιστικό ζυγό, αλλά τον τρομοκρατούσε με τη μεγαλύτερη δυνατή βαρβαρότητα. Και η στάση των ηγητόρων, των στελεχών και όλου του μηχανισμού του ρωσικού στρατού δεν είχε την παραμικρή σχέση με ό,τι θα περίμενε κανείς από ένα στράτευμα, που υποτίθεται πως εμφορούνταν από σοσιαλιστικά ιδανικά.
Σηκώνοντας το πέπλο πάνω από το απίστευτο έγκλημα
Ένας επικεφαλής της Κομμουνιστικής Νεολαίας στο μέτωπο καυχιόταν πως: «Οι Γερμανίδες, μόλις μας δουν, σηκώνουν από μόνες τους τις φούστες τους. Δύο εκατομμύρια παιδιά μας γεννήθηκαν στη Γερμανία».
Οι μαζικοί βιασμοί των συμμαχικών στρατευμάτων σε βάρος των Γερμανίδων γυναικών υπήρξε για χρόνια ένα θέμα ταμπού. Δεν το άγγιζαν ούτε οι Γερμανίδες επιζώσες ούτε, φυσικά, οι θύτες που πραγματοποίησαν αυτές τις φρικαλεότητες.
Η πρώτη φορά, που έγινε γραπτή αναφορά σε αυτό το έγκλημα, ήταν το 1953, στο αυτοβιογραφικό βιβλίο «Μια γυναίκα στο Βερολίνο», που κυκλοφόρησε ανώνυμα στα γερμανικά. Σε αυτό εξιστορείται ο βιασμός της συγγραφέως από σοβιετικούς στρατιώτες κατά την κατάληψη του Βερολίνου και η προσπάθειά της να επιβιώσει στην κατεχόμενη πόλη, με την αναζήτηση κάποιου ανώτερου Ρώσου αξιωματικού, που θα γινόταν αποκλειστικός εραστής και προστάτης. Το βιβλίο αντιμετωπίστηκε απόλυτα εχθρικά από την κριτική στη Γερμανία, επειδή θεωρήθηκε πως πρόσβαλε το ήθος των Γερμανίδων. Μόλις το 2003 έγινε γνωστό το όνομα της συγγραφέως: Λεγόταν Μάρτα Χίλλιερς και είχε φύγει από τη ζωή δύο χρόνια πριν.
Χρειάστηκε να περάσουν πολλές δεκαετίες, για να αρχίσει να γίνεται σοβαρότερη έρευνα από ιστορικούς πάνω στο ζήτημα των μαζικών βιασμών. Και το σημείο από όπου μπόρεσε να ξεκινήσει η έρευνα ήταν οι καταγραφές στα αρχεία των νοσοκομείων για τις εκτρώσεις, που πραγματοποιήθηκαν κατά τους αμέσως επόμενους μήνες μετά από την εισβολή των συμμαχικών δυνάμεων σε μια περιοχή.
Έχει ενδιαφέρον πως, παρόλο που οι εκτρώσεις ήταν τυπικά παράνομες, πραγματοποιούνταν τακτικότατα από τα γερμανικά νοσοκομεία από τα τέλη του 1944 και σε όλη τη διάρκεια του 1945 έως και το 1948, λόγω των συνθηκών της κατοχής από τα συμμαχικά στρατεύματα. Οι ιστορικοί ερευνητές/τριες υπολογίζουν πως, για κάθε βεβαιωμένη έκτρωση σε γερμανικό νοσοκομείο στους μήνες της συμμαχικής προέλασης μέσα στη χώρα, αντιστοιχούν περίπου 100 βιασμοί.
Μόνο στη μάχη για την κατάληψη του Βερολίνου τα ρωσικά στρατεύματα υπολογίζεται πως βίασαν περί τις 100.000 Γερμανίδες, από τις οποίες περίπου το 10% είτε δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια του βιασμού είτε πέθανε από επιπλοκές στην επούλωση των τραυμάτων ή ακόμα αυτοκτόνησε στο αμέσως επόμενο διάστημα.
Κατά προσέγγιση υπολογίζεται πως –συνολικά- περίπου 240.000 γυναίκες στη Γερμανία έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του βιασμού τους ή εξαιτίας αυτού, κατά τα τέλη του 1944 έως και τον Μάη 1945.

Οι μαζικοί βιασμοί ήταν «παράπλευρες απώλειες» ή μεθοδευμένη πολεμική τακτική των στρατών των συμμάχων;
«Γυναίκες, μητέρες παιδιών, είναι ξαπλωμένες δεξιά και αριστερά στον δρόμο μας και μπροστά σε καθεμιά τους στέκει ένας τραχύς όχλος ανδρών με κατεβασμένα παντελόνια… Οι γυναίκες που αιμορραγούν ή χάνουν τις αισθήσεις τους πετιούνται στο πλάι και όσες προσπαθούν να σώσουν τα παιδιά τους πυροβολούνται από τους άνδρες μας».
(Λεονίντ Ραμπίτσεφ, νεαρός υπολοχαγός τότε του Κόκκινου Στρατού περιγράφοντας τη ρωσική προέλαση στη Σιλεσία, φθινόπωρο του ΄44, στο αυτοβιογραφικό έργο του «Ο πόλεμος θα διαγράψει τα πάντα»)
Η πρωτοφανής έκταση των βιασμών στις χώρες που «απελευθέρωναν» οι συμμαχικοί στρατοί, ιδιαίτερα μάλιστα οι μαζικοί βιασμοί που πραγματοποίησε ο ρωσικός στρατός, μαζί με τη συστηματική ατιμωρησία των θυτών, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία. Επρόκειτο για μεθοδική επιχείρηση τρομοκράτησης και εκδίκησης πάνω στον άμαχο πληθυσμό για τα δεινά του πολέμου, που εξαπέλυσε ο Χίτλερ.
Στους δυτικούς συμμαχικούς στρατούς τη χειρότερη φήμη για συστηματικούς βιασμούς σε βάρος γυναικών κατεχομένων χωρών είχε ο γαλλικός στρατός και ιδιαίτερα τα μαροκινά συντάγματά του. Στην ιταλική γλώσσα υπάρχει η λέξη μαροκινάτε (marocchinate), η οποία αναφέρεται στο έγκλημα των μαζικών βιασμών χιλιάδων Ιταλίδων γυναικών, αλλά και αντρών, από Μαροκινούς στρατιώτες τις αμέσως επόμενες ημέρες μετά τη 18η Μάη 1944, όταν και τα τμήματα αυτά κατέλαβαν εξ εφόδου τα ορεινά περάσματα του Μόντε Κασσίνο, που φυλάγονταν από τα ναζιστικά στρατεύματα.
Τα θύματα των μαζικών βιασμών από τους Μαροκινούς ήταν γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι, που κατοικούσαν στα χωριά του νότιου Λάτσιο. Η κυβέρνηση της Γαλλίας αναγκάστηκε να εγκρίνει, τον Γενάρη του 1947, αποζημιώσεις θυμάτων πολέμου για 1.488 θύματα σεξουαλικής βίας από τον γαλλικό στρατό στο νότιο Λάτσιο. Ενώ έρευνα της ιταλικής Γερουσίας το 2019 ανέβασε τα επιβεβαιωμένα θύματα των ημερών του «μαροκινάτε» σε 2.000 γυναίκες και κορίτσια και 600 άντρες.
Η μνήμη του «μαροκινάτε» άφησε τα ίχνη της και στην ιταλική λογοτεχνία και τον κινηματογράφο, με πιο αξιοσημείωτες περιπτώσεις το μυθιστόρημα “La Ciocara” του Αλμπέρτο Μοράβια, που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Βιτόριο ντε Σίκα με πρωταγωνίστρια τη Σοφία Λόρεν.
Διακόσιοι επτά Μαροκινοί στρατιώτες δικάστηκαν σε στρατοδικείο για τα εγκλήματά τους στο Μόντε Κασσίνο, ενώ 28 από αυτούς εκτελέστηκαν. Παρόλα αυτά, ο γαλλικός στρατός συνέχισε την ίδια τακτική των μαζικών βιασμών στην προέλασή του στη Γερμανία το 1945 με περισσότερο εμβληματικές περιπτώσεις τις καταλήψεις των πόλεων Φρόϊντενστατ και Μπρούσαλ, από τις ίδιες μονάδες που έδρασαν και στο Μόντε Κασσίνο. Σε κάθε μία από αυτές τις γερμανικές πόλεις εκατοντάδες γυναίκες βιάστηκαν ομαδικά και σημαντικός αριθμός τους δεν επιβίωσε. Εδώ, αποζημιώσεις δεν επιδικάστηκαν ποτέ από το γαλλικό κράτος.
Ο διοικητής των μαροκινών σχηματισμών, που διέπραξαν αυτές τις απίστευτες θηριωδίες, ήταν ο στρατηγός Γκιγιώμ. Δεν διώχθηκε ποτέ. Ούτε καν απομακρύνθηκε από τον στρατό. Τη δεκαετία του ’50 θα τον δούμε να προάγεται ως Επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου του γαλλικού στρατού και κατόπιν ως Πρόεδρος της Στρατιωτικής Επιτροπής του ΝΑΤΟ.
Για τους ομαδικούς βιασμούς, που πραγματοποίησαν τα συμμαχικά στρατεύματα των ΗΠΑ στη Γερμανία, αναφέρουμε δύο στοιχεία μόνο:
Το πρώτο είναι πως η Γερμανίδα συγγραφέας Μίριαμ Γκέμπχαρτ υπολόγισε πως περίπου 190.000 Γερμανίδες βιάστηκαν από τους στρατιώτες των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της συμμαχικής προέλασης.
Το δεύτερο στοιχείο εμπλέκει και τον φυλετικό ρατσισμό στη φρικαλέα εξίσωση. Από τα αρχεία των νοσοκομείων, που πραγματοποίησαν τις εκτρώσεις, προκύπτει πως οι βιασμένες Γερμανίδες έπεσαν θύματα επίθεσης από λευκούς, κατά κανόνα, στρατιώτες και αξιωματικούς των ΗΠΑ. Αντίθετα όμως οι μοναδικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες τιμωρήθηκαν κάποιοι στρατιώτες του αμερικανικού στρατού, για σεξουαλικές επιθέσεις κατά τη συμμαχική προέλαση, αφορούσαν κυρίως μαύρους στρατιώτες. Ενώ οι στρατιώτες, που έφτασαν ως το εκτελεστικό απόσπασμα για το έγκλημα του βιασμού Γερμανίδων, ήταν αποκλειστικά και μόνο μαύροι φαντάροι.
Από το κύμα των μαζικών βιασμών Γερμανίδων δεν έλειψε και ο βρετανικός στρατός με πιο χαρακτηριστική ίσως περίπτωση την κατάληψη και κατοχή του Ανόβερου. Ενώ ο ιστορικός Σον Λόνγκτεν αναφέρει πολλές περιπτώσεις, όπου οι στρατιωτικοί ηγήτορες του βρετανικού στρατού εμπόδιζαν την απονομή ευθυνών στους στρατιώτες για το έγκλημα του βιασμού. Έτσι, σημειώνει πως, όταν τόλμησε μια Γερμανίδα γυναίκα να καταγγείλει στις βρετανικές αρχές τον βιασμό της από δύο στρατιώτες που τους αναγνώρισε, ο διοικητής τους, τους έθεσε απλώς σε άδεια και έκλεισε οριστικά την υπόθεση.

«Ένα κορίτσι που έγινε γυναίκα / μία γυναίκα που έγινε ένα πτώμα»
Μία Ρωσίδα γυναίκα που υπηρετούσε στον πόλεμο ως διαβιβάστρια, αφηγείται στη συγγραφέα: «Όταν καταλαμβάναμε μια γερμανική πόλη είχαμε τρεις μέρες ώστε να λεηλατήσουμε και να βιάσουν οι άνδρες τις γυναίκες. Αυτό, φυσικά, ήταν ανεπίσημο. Μετά το πέρας των τριών ημερών ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να περάσει στρατοδικείο για τις πράξεις αυτές… Τώρα ντρέπομαι, μα τότε δεν είχα καμία αίσθηση της ντροπής».
(Από το βιβλίο της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς: «Ο πόλεμος δεν έχει πρόσωπο γυναίκας», εκδόσεις Πατάκης, 2017)
Η προέλαση του ρωσικού στρατού προς το Βερολίνο δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από το όργιο βιασμών και θανάτων του «μαροκινάτε» στο Μόντε Κασσίνο της Ιταλίας. Μόνο που στην περίπτωση των Ρώσων δεν υπήρχε ούτε το ελάχιστο χαλινάρι, για να περιορίσει κάπως την εκδίκηση, το φονικό και το πλιάτσικο. Και ό,τι συνέβη σε μια κωμόπολη και μερικά χωριά του νότιου Λάτσιο τότε, εδώ επεκτάθηκε σε μια τεράστια κλίμακα φρίκης σε όλη την Ανατολική Ευρώπη.
Το έγκλημα των μαζικών βιασμών στη Γερμανία από τον ρωσικό στρατό έκανε πολλές δεκαετίες, για να βγει από τον χώρο του ταμπού για τις Γερμανίδες και τους Γερμανούς, τόσο στην αυταρχική Ανατολική Γερμανία όσο και στην υποτιθέμενη δημοκρατική και ελεύθερη Δυτική. Σε όλες τις χώρες του κατοπινού Συμφώνου της Βαρσοβίας, τα κράτη-δορυφόρους της Μόσχας, καταπνίγηκε κάθε αναφορά στα μαζικά εγκλήματα των «απελευθερωτών» Ρώσων στρατιωτών. Και φυσικά στην ίδια τη Ρωσία.
Ήταν τα χρόνια του Στάλιν. Και μετά, τα χρόνια του Χρουστσώφ και του Μπρέζνιεφ. Και έμοιαζε πως η Ιστορία είχε γίνει ένα με τη Λήθη. Τα σημερινά έργα ιστορικών, όπως ο Άντονι Μπήβορ, που χρησιμοποιούν πλέον μεγάλα τμήματα από τα αρχεία των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών, για να αποκαλύψουν το έγκλημα των μαζικών βιασμών στη Γερμανία και να στοιχειοθετήσουν τουλάχιστον ένα εκατομμύριο τετρακόσιες χιλιάδες βιασμούς σε γερμανικό έδαφος, έμοιαζε τότε πως δεν επρόκειτο να γραφτούν ποτέ. Και τα βιβλία, που κατέγραφαν αναμνήσεις στρατιωτών από τον πόλεμο, λογοκρίνονταν αυστηρότατα, ώστε να μην αποτυπώνεται στο χαρτί ούτε μια πληροφορία για τους μαζικούς βιασμούς και φόνους αμάχων. Ούτε βιβλία, όπως το «Ο πόλεμος δεν έχει πρόσωπο γυναίκας» της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, έμοιαζε πως θα έβρισκαν ποτέ τον δρόμο για το τυπογραφείο.
Όμως, το έγκλημα άφησε τα ματωμένα ίχνη του στη ρωσική συλλογική μνήμη, περνώντας μέσα από τη λογοτεχνία. Πολλοί Ρώσοι συγγραφείς, που πήραν μέρος στην προέλαση του «Κόκκινου» Στρατού στη Γερμανία και έγραψαν κατόπιν βιβλία και ποιήματα, έχουν αφήσει στα έργα τους μικρότερα ή μεγαλύτερα –αλλά πάντα ορατά- ίχνη από το απίστευτο αυτό έγκλημα.
Ανάμεσα στους πολλούς ο Βασίλι Γκρόσμαν, ο Βλαντίμιρ Γκέλφαντ, ο Λεβ Κόπελεφ, που κατήγγειλε ανοιχτά τα εγκλήματα σε βάρος αμάχων και κατέληξε καταδικασμένος σε 10ετή κάθειρξη σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, με τις φοβερές κατηγορίες του «κοσμοπολίτικου ανθρωπισμού» και της «συμπόνοιας προς τον εχθρό».
Μια από τις συγκλονιστικότερες μαρτυρίες για το έγκλημα κατά των Γερμανίδων, που έπεσαν στα χέρια του ρωσικού στρατού είναι το ποίημα του Αλεξάντρ Σολτζενίτσιν «Πρωσικές νύχτες»:
[…] Νο 22, στην οδό Χέρινγκστράσε.
Δεν κάηκε, μονάχα λεηλατήθηκε.
Ένα μικρό κορίτσι στο στρώμα, πεθαμένο.
Πόσοι περάσαν από πάνω της; Μια διμοιρία, ίσως;
Ένα κορίτσι που έγινε γυναίκα.
Μία γυναίκα που έγινε ένα πτώμα […].
Δεν είναι τυχαίο που αυτό το ποίημα-ποταμός των 1.200 στίχων γράφτηκε από τον συγγραφέα του μέσα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Σιβηρία. Και, φυσικά, κυκλοφορούσε μόνο χέρι-χέρι στην παρανομία, μέχρι να καταρρεύσει το σταλινικό γραφειοκρατικό καθεστώς το 1991.
Αλλά πάντα οι πιο τρομερές μαρτυρίες ενός εγκλήματος ωχριούν μπροστά στις κυνικές ομολογίες του ίδιου του εγκληματία. Κανένας δολοφόνος, που έχει λερώσει ο ίδιος τα χέρια του με αίμα, δεν είναι τόσο αδιάφορος για τον ανθρώπινο πόνο από τον οργανωτή, ενορχηστρωτή και καθοδηγητή των εκτελεστών, που έχει την πολυτέλεια να κρατά τα χέρια του καθαρά.
Καιρός να ρίξουμε τον προβολέα πάνω στον «αρχιστράτηγο του Κόκκινου Στρατού», τον ίδιο τον Στάλιν. Και να διαβάσουμε τα ίδια του τα λόγια.

«Διασκεδάζοντας με μια γυναίκα»
Ο Γιουγκοσλάβος κομμουνιστής ηγέτης Μίλοβαν Τζίλας, επισκέφτηκε τη Μόσχα τρεις φορές: το 1944, το 1945 και το 1948, επικεφαλής μεγάλων αντιπροσωπειών του γιουγκοσλαβικού κομμουνιστικού κόμματος. Και στις τρεις περιπτώσεις είχε την ευκαιρία να μιλήσει προσωπικά με τον Στάλιν σε επίσημες συναντήσεις, αλλά και σε πιο ανεπίσημα δείπνα και ακόμη σε γλεντοκοπήματα με βότκα, με την ηγεσία της ρωσικής γραφειοκρατίας. Ο Τζίλας μιλούσε και έγραφε πολύ καλά ρωσικά και ήταν διεισδυτικός παρατηρητής τόσο συνολικά της κλίκας των γραφειοκρατών που κυβερνούσαν τη Ρωσία όσο και των ξεχωριστών χαρακτήρων των προσώπων, με τα οποία συναντήθηκε.
Χρόνια μετά, αφού το καθεστώς του Τίτο διέρρηξε απόλυτα τις σχέσεις του με τη Μόσχα και τον Στάλιν, ο Μίλοβαν Τζίλας έπεσε σε δυσμένεια στο Βελιγράδι, διαγράφηκε από το κομμουνιστικό κόμμα και φυλακίστηκε. Μέσα στο κελί βρήκε την ευκαιρία να καταγράψει τις αναμνήσεις του από τα ταξίδια στη Μόσχα στο περίφημο έργο του «Συνομιλίες με τον Στάλιν», που κυκλοφόρησε στο Βελιγράδι και στη Δύση το 1961 (στην Ελλάδα το 1962).
Στο έργο αυτό του Τζίλας, που διαθέτει αξιόλογη πένα, η θέση του σημαντικότερου πρωταγωνιστή ανήκει, φυσικά, στον Στάλιν. Και αν το κοινό χαρακτηριστικό των γραφειοκρατών στελεχών του καθεστώτος, που παρελαύνουν στο βιβλίο είναι η μετριότητα, ο κυνισμός και η κοντόφθαλμη και νωθρή σκέψη, στην περίπτωση του Στάλιν τον τόνο δίνουν η ωμότητα, η σκαιότητα και ο ταρτουφισμός, που αγγίζουν μεφιστοφελικά επίπεδα.
Σημειώνουμε εδώ ενδεικτικά κάποιες από τις απαντήσεις του Στάλιν στις οχλήσεις του Τζίλας για τους μαζικούς βιασμούς Γιουγκοσλάβων γυναικών και τις λεηλασίες πολλών γιουγκοσλαβικών χωριών από τον ρωσικό στρατό, που εισέβαλε στη χώρα πολεμώντας τους ναζί:
«O Κόκκινος Στρατός δεν τσιγκουνεύτηκε το αίμα του για σας! Δεν ξέρετε τι θα πει ανθρώπινη δοκιμασία και ανθρώπινη καρδιά; Δεν καταλαβαίνει κανείς σας ότι ένας στρατιώτης που διέσχισε χιλιάδες χιλιόμετρα μέσα από αίμα, φωτιά και θάνατο μπορεί να διασκεδάσει με μια γυναίκα ή και να πάρει τίποτε μικροπράγματα;»
(Μίλοβαν Τζίλας, «Συνομιλίες με τον Στάλιν», εκδ. Καμαρινόπουλος, Αθήνα, 1962, σελ. 92)
Και παρακάτω, στη σελίδα 105 του βιβλίου, επανέρχεται στο ίδιο θέμα ο Στάλιν, μετά από ένα ατυχές λογύδριο για τον Ντοστογιέφσκι και την περιπλοκότητα της ανθρώπινης ψυχής:
«Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα περίπτωση. Ένας ταγματάρχης της αεροπορίας διασκέδαζε με μια γυναίκα και ένας ιπποτικός μηχανικός εμφανίστηκε για να την προστατέψει. Ο ταγματάρχης έβγαλε το όπλο του και σκότωσε τον μηχανικό. Καταδίκασαν τον ταγματάρχη σε θάνατο. Το πράγμα όμως έφτασε σε μένα, κατά κάποιον τρόπο, και έκανα μια έρευνα – έχω αυτό το δικαίωμα ως αρχιστράτηγος εν καιρώ πολέμου. Και απέλυσα τον ταγματάρχη και τον έστειλα στο μέτωπο. Τώρα είναι ένας από τους ήρωές μας.
Πρέπει να κατανοήσουμε τον στρατιώτη. Ο Κόκκινος Στρατός δεν είναι ιδανικός. Το σημαντικό είναι ότι μάχεται κατά των Γερμανών και τους μάχεται καλά. Ενώ τα άλλα δεν ενδιαφέρουν».
(Μίλοβαν Τζίλας, «Συνομιλίες με τον Στάλιν», εκδ. Καμαρινόπουλος, Αθήνα, 1962, σελ. 105)
Όμως ο ρωσικός κρατικός μηχανισμός δεν ήταν μονάχα το κέλυφος, που κάλυπτε και προστάτευε τον συστηματικό αγριανθρωπισμό του «Κόκκινου» στρατού κατά τη διάρκεια του πολέμου. Στην πραγματικότητα, όλος ο μηχανισμός του υποτιθέμενου σοβιετικού κράτους ωθούσε στρατιώτες και αξιωματικούς σε έναν μισάνθρωπο και βορβορώδη αντιγερμανισμό, που προμήνυε τα χειρότερα για τη συμπεριφορά τους απέναντι στον γερμανικό πληθυσμό.
Παραθέτουμε στη συνέχεια αποσπάσματα από έναν μόνο από τους επίσημους συγγραφείς, που έντυναν με λογοτεχνικό λόγο την επίσημη μισάνθρωπη γραμμή.

Η μισαλλοδοξία
«Στρατιώτη, τώρα βρίσκεσαι σε γερμανικό έδαφος. Ήρθε η ώρα της εκδίκησης!»
(από σοβιετική αφίσα)
Ο σοβιετικός συγγραφέας Ηλία Έρενμπουργκ έγραφε, το 1942, προς τους στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού: «Μη μετράς ημέρες. Μη μετράς μίλια. Μετρά μόνο τον αριθμό των Γερμανών που σκότωσες. Σκότωσε τον Γερμανό –αυτή είναι η προσευχή της μητέρας σου. Σκότωσε τον Γερμανό –αυτή είναι η κραυγή της ρωσικής γης σου. Μην αμφιταλαντεύεσαι. Μη χαλαρώνεις. Σκότωσε».
Οι επόμενες φράσεις προανήγγειλαν το πώς επρόκειτο να «απελευθερώσει» ο ρωσικός στρατός τα γερμανικά εδάφη από τον ναζισμό:
«Σκοτώστε, σκοτώστε! Στους Γερμανούς δεν υπάρχουν αθώοι ούτε μεταξύ των ζωντανών, ούτε μεταξύ αυτών που πρόκειται να γεννηθούν… Τσακίστε με τη βία την περηφάνια των Γερμανίδων γυναικών. Πάρτε τες ως νόμιμο λάφυρο. Σκοτώστε, σκοτώστε ανδρείοι στρατιώτες του Κόκκινου στρατού, μέσα στην ακατανίκητη έφοδό σας… Οι Γερμανοί δεν είναι ανθρώπινα πλάσματα […] Αν σκοτώσετε έναν Γερμανό, σκοτώστε κι άλλον – δεν υπάρχει τίποτα πιο ευχάριστο από έναν σωρό γερμανικών πτωμάτων».
Πρόκειται για τη διάσημη και απολύτως ανατριχιαστική παμφλέτα του Ηλία Έρενμπουργκ με τίτλο «Σκότωσε».
Έτσι, στη μεταπολεμική ρωσική κοινωνία η επίσημη ιστοριογραφία επέμενε να αγνοεί συστηματικά την πασιφανή αλήθεια των μαζικών εγκλημάτων κατά του γερμανικού πληθυσμού. Ενώ η επίσημη κρατική πατριωτική φιλολογία είχε κρυφό καμάρι αυτά τα ίδια εγκλήματα.
Δεν μπορεί να μη θυμηθεί κανείς τον αφορισμό του Βάρναλη:
«Και εσύ δούλα των δημίων Επιστήμη,
της Αλήθειας εσχάτη τεφροδόχα,
κι εσύ πρόστυχη πένα και μολύβι,
του βούρκου λιβανίζετε τη μπόχα».

Η χαμένη διεθνιστική παράδοση του πραγματικού Κόκκινου Στρατού
«Ένας πόλεμος δεν είναι ποτέ σχολείο ανθρωπισμού», για να θυμηθούμε τα λόγια του Τρότσκι, του ιδρυτή και ηγέτη του Κόκκινου Στρατού. Και ο Κόκκινος Στρατός των ετών 1918–1921, που υπεράσπιζε την εξουσία των εργατικών συμβουλίων, των Σοβιέτ, από τους αντεπαναστατικούς στρατούς των Λευκών και την αντιμπολσεβίκικη εισβολή των στρατών 14 χωρών, δεν ήταν ακριβώς ένας στρατός αγγέλων.
Εκατομμύρια χωρικοί και εργάτες επιστρατεύτηκαν υποχρεωτικά και συνυπήρχαν στους στρατώνες με όλους τους υποχρεωτικούς καταναγκασμούς ενός σύγχρονου στρατεύματος. Ενώ τη στρατιωτική διοίκηση την ασκούσαν πάρα πολύ συχνά παλιοί επαγγελματίες στρατιωτικοί του παλιού τσαρικού στρατού, κάτω από το μάτι και την επαγρύπνηση των πολιτικών επιτρόπων του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Λογοτεχνικά έργα της εποχής αφήνουν πολύ χαρακτηριστικά δείγματα γραφής για το πόσο αντιφατική και μπερδεμένη ήταν συχνά η συνείδηση των μαχητών και των μαχητριών αυτού του Κόκκινου Στρατού, που ξεσηκώθηκαν για να υπερασπίσουν την Επανάστασή τους. Κορυφαίο, κατά τη γνώμη μας, δείγμα το «Κόκκινο ιππικό» του Ισαάκ Μπάμπελ, ενός συγγραφέα, που δολοφονήθηκε αργότερα από τον σταλινισμό. Εδώ, χαρακτηριστικά, η καθυστερημένη συνείδηση πολλών μαχητ(ρι)ών έρχονταν σε αντίθεση με τα επαναστατικά καθήκοντα, που είχαν να αντιμετωπίσουν.
Για παράδειγμα, ακόμη και στους κόκκινους φαντάρους επιβίωναν ρατσιστικά στερεότυπα σε βάρος των Εβραίων. Έτσι, οι αντισημιτικές προκαταλήψεις των κόκκινων ιππέων έφταναν σε τέτοιο σημείο, ώστε να μην δέχονται, στις συζητήσεις τους μέσα στο στρατόπεδο, πως ο αρχηγός του στρατεύματος, ο Τρότσκι, ήταν δυνατόν να είναι ο ίδιος Εβραίος. Και αυτό διότι ήταν ατρόμητος και αψεγάδιαστος πολεμιστής.
Όμως, ο Κόκκινος Στρατός του Τρότσκι, με όλα τα προβλήματά του και τις αντιφάσεις του, υπεράσπιζε μια κοινωνική επανάσταση των από κάτω. Γι’ αυτό και αντικειμενικά, όπου καταλάμβανε μια πόλη ή μια περιοχή, οι αντισημιτικές εκδηλώσεις και τα πογκρόμ κόβονταν με το μαχαίρι. Ούτε παρατηρούνταν, κατά κανόνα, βιασμοί ή άλλες βιαιοπραγίες κατά του πληθυσμού, οποιαδήποτε εθνικότητα και αν είχε αυτός.

Στις μάχες, μαζί με το τουφέκι και την ξιφολόγχη, βασικά όπλα του Κόκκινου Στρατού ήταν η προκήρυξη και το χωνί, για να διαλύεται, κατά το δυνατόν, το αξιόμαχο του κάθε αντίπαλου αντεπαναστατικού στρατεύματος. Γι’ αυτό και κάθε φορά που οι Κόκκινοι αντιμετώπιζαν ένα εχθρικό εθνικό στράτευμα, έπαιρναν θέση μπροστά οι προπαγανδιστές, που θα μπορούσαν να μιλήσουν στη γλώσσα των φαντάρων του εχθρού. Και προσπαθούσαν να τους κερδίσουν μαζί τους.
Για να κάνουμε τη σύγκριση, ο «Κόκκινος» Στρατός του Στάλιν, όχι μόνο δεν έφερε μπροστά στην πρώτη γραμμή, στις μάχες με τον γερμανικό στρατό του Χίτλερ, τους προπαγανδιστές από τη γερμανική μειονότητα του Βόλγα, για να κλονίσουν το φρόνημα των φαντάρων των ναζί. Αντίθετα, ολόκληρη η γερμανική μειονότητα της Ρωσίας, χωρίς να εξαιρεθούν ούτε τα στελέχη του κόμματος ή της Κομμουνιστικής Νεολαίας (Κομσομόλ), αμέσως μετά την έναρξη της χιτλερικής εισβολής, κατέληξαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Σιβηρία και την Κεντρική Ασία, όπου σύντομα αφανίστηκαν.
Δυστυχώς, ο Κόκκινος Στρατός του Στάλιν είχε μόνο ένα κοινό με τον Κόκκινο Στρατό των Λένιν και Τρότσκι: τα ίδια σύμβολα και χρώματα. Κατά τα υπόλοιπα, ο Κόκκινος στρατός του εμφυλίου πολέμου ήταν το δόρυ και η ασπίδα μιας προλεταριακής διεθνιστικής επανάστασης. Ενώ ο «Κόκκινος» Στρατός του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν μια κρεατομηχανή της αντεπανάστασης ντυμένη με επαναστατική στολή παραλλαγής.
Ο στρατός του καθεστώτος που εξόντωσε όλη την κομμουνιστική πρωτοπορία της χώρας στις Δίκες της Μόσχας το 1936-1938 είχε όλα τα απαίσια χαρακτηριστικά της σταλινικής γραφειοκρατίας. Και δεν μπορούσε να είναι διαφορετικά: ο στρατός που υπεράσπιζε τα προνόμια της νέας άρχουσας τάξης, της γραφειοκρατίας, δεν γινόταν να στηριχτεί στην αλληλεγγύη με τους από κάτω, αλλά μόνο στην πυγμή και τον τρόμο. Τόσο μέσα όσο και έξω από τη σταλινική Ρωσία.
Ο κοινωνικός χαρακτήρας της κληρονομιάς, που υπεράσπιζε ο κάθε διαφορετικός Κόκκινος στρατός, έδινε και το μέτρο των μεθόδων του πολέμου που ακολουθούσε. Και αυτό ήταν το μόνο που είχε τελικά σημασία.
