«Η Σελμά» // Kείμενο της Λάλε Άλατλι για την αντίσταση των πολιτικών κρατουμένων μέσα στις τουρκικές φυλακές

Ο μπαμπάς ήταν καλός κηπουρός, κι εγώ, όπως οι περισσότερες ερωτευμένες με τον μπαμπά τους κόρες, έτρεχα όλα τα σαββατοκύριακα από πίσω του στον κήπο. Και όταν εκείνος πήγαινε στη δουλειά, εγώ φρόντιζα τα φυτά μας.

Μέναμε στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας με πολύ μεγάλο κήπο, σε ένα αδιέξοδο, στο Καντίκιοϊ, στην ασιατική πλευρά της Κωνσταντινούπολης. Οι κατιφέδες είχαν εισβάλει στον κήπο μας και δεν άφηναν πολύ περιθώριο σε άλλα μικρά λουλούδια. Οι τρεις ερικιές, μας κοιτούσαν από πάνω, σα να μας προστάτευαν από τον Θεό που ζούσε εκεί ψηλά. Τις άκουγα να μου λένε «Μη τον φοβάσαι, εδώ σ΄ αυτόν τον κήπο κάνε ό, τι θέλεις, εκείνος δεν μπορεί να σε δει και να σε τιμωρήσει. Οι σκιές μας θα είναι πάντα το καταφύγιό σου». Οι τρεις ερικιές ήμασταν εμείς: ο μπαμπάς, η μαμά κι εγώ. Η μικρή μου αδερφή δεν ήταν ακόμα κανονικό μέλος της οικογένειάς μας, έμοιαζε ακόμα με τον γλάρο που τάιζα τα πρωινά στο τοιχάκι. Ή τσίριζε ή έτρωγε. Δεν μπορούσα να παίζω μαζί της.

Οι πολύχρωμες τριανταφυλλιές, οι αγαπημένες του μπαμπά, μου θύμιζαν τις δασκάλες που είχαμε στο σχολείο. Υπερήφανες και όμορφες, αλλά αυστηρές. Με το παραμικρό μεγάλωναν τα αγκαθάκια τους και ορμούσαν στο δέρμα μου.

Η μαμά τα πρωινά έστρωνε το τραπέζι κι έλεγε «Όλοι οι καλοί χωράνε στον κήπο μας». Κι έτσι όλη την ημέρα όλη η γειτονιά περνούσε από το τραπέζι μας. Τους συμπαθούσα γενικά όλους, εκτός από εκείνους που τσιμπούσαν τα μάγουλά μου και χωρίς καν να με κοιτάζουν έλεγαν στους γονείς μου «Τι όμορφο κοριτσάκι! Πόσο μεγάλωσε, τι τάξη πάει;». Πού έβλεπαν την ομορφιά μου από τόσο ύψος! Έτσι κι αλλιώς, τι θα μπορούσε να πει κανείς σε γονείς;

Ανάμεσα σ΄ αυτούς που περνούσαν από τον κήπο μας ήταν και η Σελμά, φίλη της μαμάς, που έμενε λίγο πιο πέρα προς τον σιδηροδρομικό σταθμό. Η Σελμά πάντα ερχόταν την ώρα που έφευγαν όλοι. Εγώ πίστευα πως ήθελε να σκοτώσει τη μαμά μου κι έψαχνε ευκαιρία, αλλά εγώ θα την προστάτευα. Η Σελμά δεν μου μιλούσε ποτέ, πέρα από ένα γεια. Ούτε κι έκανε κομπλιμέντα για τον κήπο μας, όπως οι υπόλοιποι γείτονες. Και με τη μαμά πάντα μιλούσε χαμηλόφωνα, σα να κοιμόταν κάποιος κι εκείνη δεν ήθελε να τον ξυπνήσει. Αλλά έλεγαν πολλά, που δεν κατάφερα ποτέ να ακούσω. Όταν ερχόταν εκείνη, πήγαινα στη γωνιά με τις ερικιές και καθόμουν στο χώμα, για να τη βλέπω χωρίς να με βλέπει.

Όταν η μαμά έμπαινε μέσα, εκείνη με κοιτούσε περίεργα, μου έκανε νοήματα και ανοιγόκλεινε έντονα τα μάτια της. Εγώ χωνόμουν ακόμα περισσότερο στη γωνιά μου κι έσπαζα μερικά κλαδάκια από κατιφέδες. Ήξερα ότι με κοιτούσε, όπως κι εκείνη ήξερε ότι κι εγώ την κοιτούσα. Τα λεπτά φαίνονταν σαν ώρες.

Είχα πει μια φορά στη μαμά μου ότι δεν τη θέλω στον κήπο, γιατί δεν ήταν καλή. Η μαμά τότε αγρίεψε με ένα ύφος, που δεν καταλάβαινα το γιατί, λέγοντάς μου «Να μην τη φοβάσαι καθόλου, η Σελμά θέλει το καλό σου». Δεν τόλμησα να της πω για τις γκριμάτσες, που μου έκανε η Σελμά ούτε και ότι είχε θανάσιμα σχέδια για την οικογένειά μας.

Εγώ απορούσα για το πώς θα ήταν άραγε αυτή η γυναίκα στο σπίτι με τα δικά της παιδιά. Έκανα σενάρια πως τα έδερνε, τα κρεμούσε στον τοίχο ή τα έκλεινε στο ντουλάπι για μέρες, για να μην χρειαστεί να τους μιλάει.

Τη Σελμά τη θυμήθηκα, όταν, την τελευταία φορά που πήγα στην παλιά μου γειτονιά, οι κατιφέδες είχαν μεταμορφωθεί σε τερατοειδείς ουρανοξύστες και οι ερικιές είχαν εξολοθρευθεί από τον Θεό, που έμενε στον πάνω όροφο. Η εθνική οδός είχε καταπιεί το τρένο και είχε ισοπεδώσει και την πολυκατοικία, όπου έμενε η Σελμά. Μου φάνηκε σα να έκανα ένα ταξίδι στη μηχανή του χρόνου, με τα ψίχουλα των αναμνήσεων που είχαν μείνει από τα παιδικά μου χρόνια.

Με την επιστροφή μου στη Θεσσαλονίκη, δεν άργησα να γυρίσω στην καθημερινότητα ως ένας καλός λωτοφάγος. Λίγες μέρες αργότερα έλαβα το πακέτο, που περίμενα εδώ και δύο μήνες. Το βιβλίο ήταν της Σεβγί Σοϊσάλ, η οποία γεννήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1936 και πέθανε τον Νοέμβριο του 1976. Η Σοϊσάλ στη σύντομη ζωή της σπούδασε αρχαιολογία, δούλεψε στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, έπαιξε στο θέατρο και δημοσίευσε άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, δοκίμια, διηγήματα, μυθιστορήματα.

Μετά το πραξικόπημα του 1971* έχασε τη δουλειά της στην κρατική τηλεόραση, φυλακίστηκε, βασανίστηκε και εκτοπίστηκε.

Μου είναι πιο εύκολο να διαβάζω για αυτά τα θέματα, όταν βρίσκομαι μακριά από την πηγή τους. Η καταπίεση, οι συλλήψεις, τα βασανιστήρια, η κρατική βία κλπ. Ήταν το αυτοβιογραφικό έργο Θάλαμος Γυναικών Φυλακών Γιλντιρίμ της Σεβγκί Σοϊσάλ, που διαδραματιζόταν στις φυλακές στην εποχή της χούντας του ’71, μέσα στο οποίο περιέγραφε όλα τα γεγονότα κι όλες τις φίλες, που έμεναν μαζί στο κελί.

Με μεγάλη δυσκολία κατάφερα να ολοκληρώσω τις σελίδες, όπου η Σοϊσάλ έγραφε για τη γενναία φίλη της, που δεν πρόδωσε ποτέ τους φίλους της. Τα άγρια βασανιστήρια, που μπορεί και δεν μπορεί να χωρέσει ο ανθρώπινος νους, είχαν αφήσει και ψυχολογική και σωματική βλάβη στη Σελμά.

*Στα τέλη της δεκαετίας ’60 οι δρόμοι της Τουρκίας και τα πανεπιστήμια συνταράσσονταν από απεργίες και διαμαρτυρίες με επικεφαλής τις οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς, όπως ακριβώς συνέβαινε το αντίστοιχο διάστημα και σε Ιταλία, Γαλλία κλπ. Η δεξιά κυβέρνηση Ντεμιρέλ φαινόταν να έχει χάσει τον έλεγχο. Το στρατιωτικό πραξικόπημα στις 12 Μάρτη 1971 οργανώθηκε με σκοπό να συντρίψει με βιαιότητα αυτό ακριβώς το μεγαλειώδες κίνημα. 

**Ο πίνακας έργο της Gülsün Karamustafa, 1972.

  • To λογοτεχνικό κείμενο της Λάλε Άλατλι δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Κόκκινη» 20ο φύλλο, Σεπτέμβρης 2023, που κυκλοφορεί.

Σχολιάστε