
52 χρόνια από την εξέγερση του ΄73, η επικαιρότητα της επαναστατικής στρατηγικής
Γράφει ο Χάρης Παπαδόπουλος
Κάθε Νοέμβρη στην Ελλάδα, εδώ και πέντε δεκαετίες, με αφορμή την επέτειο του Πολυτεχνείου, τίθεται εκ νέου στη γενική πολιτική κουβέντα το ζήτημα της εξέγερσης και της επαναστατικής ανατροπής. Αυτό συμβαίνει χωρίς καμιά διακοπή, όποια και αν είναι κάθε φορά η πολιτική συγκυρία και ο ταξικός συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στους από πάνω και στους από κάτω.
Και αυτή είναι μια θαυμαστή ευκαιρία για τις επαναστατικές συλλογικότητες να ζυμώσουμε τις ιδέες μας, με πρωτοπόρα στοιχεία από τους/τις εργαζόμενες/ους και τους νέους ανθρώπους, για το αν και πώς μπορούμε να ανατρέψουμε τα αφεντικά και το κράτος τους. Τέτοιες ευκαιρίες, για να θέσεις την εξέγερση και την επανάσταση στο κέντρο της πολιτικής συζήτησης με καθημερινούς ανθρώπους, δεν εμφανίζονται σήμερα παρά εξαιρετικά σπάνια, στις περισσότερες από τις άλλες ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.
Το ζήτημα στην Ελλάδα αναγκάζονται να το ανοίξουν οι καθεστωτικές εφημερίδες και η τηλεόραση, προσπαθώντας να πείσουν πως το θέμα έχει κλείσει οριστικά με την επιστροφή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην Ελλάδα, που «δικαίωσε» τη φοιτητική εξέγερση. Σύμφωνα με τα συστημικά μέσα ο καιρός των επαναστατικών ανατροπών έχει παρέλθει. Αλλά και οι αριστερές και επαναστατικές οργανώσεις και τα κινήματα, με τις ογκώδεις διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα κάθε 17η Νοέμβρη, υπενθυμίζουν πως η δικαίωση αργεί ακόμη και οι αγώνες συνεχίζονται. Πράγμα που σημαίνει πως η μνήμη του Πολυτεχνείου ήταν και παραμένει μια ζωντανή ταξική αρένα όλα αυτά τα χρόνια, με διακύβευση το ζήτημα των ζητημάτων. Η επαναστατική ανατροπή παραμένει επίκαιρη;
Και το τρομερό φάντασμα του κομμουνισμού, που πλανιέται πάνω από τους καπιταλιστές και τους αναλυτές με τις πληρωμένες πένες τους, στην Ελλάδα, 52 χρόνια τώρα, έχει πάρει το όνομα του Νοέμβρη.
Τα στηρίγματα της χούντας
Για έναν κάπως απρόσεκτο παρατηρητή τής τότε επικαιρότητας, η εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβρη του 1973 στην Αθήνα ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία, ήταν κεραυνός εν αιθρία. Στον ύπνο είχαν πιαστεί όλοι οι αστοί πολιτικοί παράγοντες. Και μαζί τους και η ηγεσία της ρεφορμιστικής Αριστεράς, το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσωτερικού, που βρισκόταν τότε στην παρανομία.
Πράγματι, ως τότε, τα πράγματα για την ηγεσία της στρατιωτικής χούντας φαινόταν να της πηγαίνουν πάντα δεξιά. Το καθεστώς είχε επιβληθεί στις 21 Απρίλη 1967 πανεύκολα, συλλαμβάνοντας χωρίς κόπο την ηγεσία της ΕΔΕ, του τότε νόμιμου και μαζικού κόμματος της Αριστεράς. Όλα τα στελέχη της Αριστεράς συνελήφθησαν με τις πιτζάμες και μαντρώθηκαν στα κρατητήρια. Ενώ η Αυγή, το κεντρικό όργανο της ΕΔΑ, που ετοιμαζόταν στο τυπογραφείο ενώ τα τανκς είχαν ήδη βγει στους δρόμους, θα κυκλοφορούσε στις 21 Απρίλη με άρθρο: «Να, γιατί δεν θα γίνει πραξικόπημα». Μέσα στα χρόνια της χούντας το πνεύμα του εργατικού ξεσηκωμού των Ιουλιανών του 1965 φαινόταν να έχει ξεθυμάνει ολότελα. Και η αντίσταση στα αφεντικά και στους στρατιωτικούς, έμοιαζε χαμένη υπόθεση.
Είχαν συμπληρωθεί έξι –ουσιαστικά ανέφελα- χρόνια για τους πραξικοπηματίες και διένυαν ήδη το έβδομο. Οι απόπειρες αντίδρασης του αστικού κοινοβουλευτικού κόσμου ήταν ανήμπορες και άψυχες. Ενώ το πραξικόπημα του βασιλιά και το κίνημα του Ναυτικού κατά της χούντας κατέληξαν γρήγορα σε οπερετικό φιάσκο. Δεν έφταιγε μόνο η πλέρια ανικανότητα των οργανωτών και πρώτα από όλα του ίδιου του βασιλιά Κωνσταντίνου.
Ο βαθύτερος λόγος ήταν πως η ελληνική αστική τάξη, στο σύνολό της, αγκάλιασε ολόθερμα το στρατιωτικό πραξικόπημα του Παπαδόπουλου. Η χούντα είχε καταφέρει να βάλει ταφόπλακα πάνω στον πρωτοφανή και παθιασμένο εργατικό ξεσηκωμό, που είχε ξεκινήσει τον Ιούλη του 1965.
Ακόμη, οι στρατιωτικοί είχαν αποκεφαλίσει, με μια μόνο κίνηση, όλο το στελεχικό δυναμικό της Αριστεράς.
Ταυτόχρονα, χάρη στο πραξικόπημα, η ελληνική αστική τάξη είχε απαλλαγεί, με μια κλωτσιά στα οπίσθια, από όλο το ανίκανο πολιτικό προσωπικό της, τις ηγεσίες των αστικών πολιτικών κομμάτων ΕΡΕ και Ένωσης Κέντρου, που, με τους καυγάδες τους τις ημέρες της Αποστασίας, έδωσαν χώρο στις εργατικές μάζες να εισβάλουν με δυναμισμό στο πολιτικό προσκήνιο.
Τώρα, με τη δικτατορία, τα κέρδη του κεφαλαίου αυγάταιναν απρόσκοπτα και ο κόκκινος εφιάλτης της εξέγερσης φαινόταν πως έχει απομακρυνθεί για τα καλά. Τα μεγαλύτερα κεφάλια της άρχουσας τάξης, Λάτσης, Ωνάσης, Μποδοσάκης, Βαρδινογιάννης και Τομ Πάππας, έτρεξαν να δέσουν τη μοίρα τους με τη Χούντα συνάπτοντας γάμους των οικογενειών τους με τους πραξικοπηματίες.
Η «φιλελευθεροποίηση» Παπαδόπουλου–Μαρκεζίνη
Φυσικά, το στρατιωτικό καθεστώς δεν θα μπορούσε να παραμένει στη θέση του, ως είχε, για πολύ ακόμα. Ένα δικτατορικό καθεστώς που διαρκεί πολύ, ενέχει πάντα κινδύνους. Με τη δικτατορία απογυμνώνεται το κράτος από τη μεταμφίεσή του ως «ουδέτερου οργάνου όλων των πολιτών» και αφήνει σε κοινή θέα αυτό που πραγματικά είναι: ένας τερατώδης μηχανισμός καταπίεσης, για να ευημερούν οι πλούσιοι και να τρομοκρατούνται οι φτωχοί.
Μα, πάνω απ’ όλα, ένα πραξικόπημα μπορεί να οδηγήσει σε «ατυχήματα», όπου ο λαός να βρεθεί νικητής στον δρόμο απέναντι στον στρατό, και να απειληθεί η ίδια η εξουσία των καπιταλιστών.
Έτσι, τόσο η χούντα όσο και η αστική τάξη, ετοίμαζαν τη διάδοχη κατάσταση με τη λεγόμενη «φιλελευθεροποίηση», δηλαδή την ανάληψη θέσεων ευθύνης και, εντέλει, όλης της κυβέρνησης από αστούς πολιτικούς. Νέος πρωθυπουργός της χούντας, στις 8 Οκτώβρη 1973, διορίστηκε από τους πραξικοπηματίες ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης, αστός πολιτικός που είχε συνεργαστεί στενά στο παρελθόν με τη ρεφορμιστική Αριστερά, την ΕΔΑ.
Το καθεστώς ετοιμαζόταν να προχωρήσει σε μια ελεγχόμενη εκλογική διαδικασία, με συμμετοχή των πολιτικών κομμάτων και ακόμη και της Αριστεράς, που είχε προγραμματιστεί για τις 10 Φλεβάρη του 1974. Φαινόταν πως θα αφαιρούνταν επιτέλους ο στρατιωτικός γύψος από τη χώρα, αλλά θα παρέμεναν ο νάρθηκας και οι πατερίτσες.
Τις λεπτομέρειες αυτής της προσεκτικής αγωγής θα τις ανακοίνωνε ο πρωθυπουργός Μαρκεζίνης στις προγραμματισμένες δηλώσεις του, που είχαν αναγγελθεί για τις 17 Νοέμβρη.
ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτερικού: Ηγεσίες ανίκανες για μάχη
Το παράνομο ΚΚΕ και η ΕΔΑ αντιστάθηκαν, φυσικά, στη χούντα. Τα μέλη και τα στελέχη της Αριστεράς οδηγήθηκαν και πάλι στα μπουντρούμια της Ασφάλειας και στα ξερονήσια, περνώντας όλα τα βασανιστήρια και τις δολοφονίες που επιφύλαξε το καθεστώς στους αντιπάλους του.
Όμως δεν αρκεί ο ηρωισμός. Χρειάζονται και ξεκάθαρες ιδέες για να παλέψεις. Η ηγεσία της Αριστεράς δεν στάθηκε στο ύψος των καθηκόντων της προκαλώντας με τη στάση της απίστευτη σύγχυση στους αγωνιστές και τις αγωνίστριες της βάσης.
Μετά την πανωλεθρία της 21ης Απρίλη 1967, που τα στελέχη της ΕΔΑ και του παράνομου ΚΚΕ πιάστηκαν κυριολεκτικά στα κρεβάτια τους από τους πραξικοπηματίες, ο χώρος του σταλινισμού στην Ελλάδα μπήκε σε βαθιά περιδίνηση και κρίση. Το 1968, το ΚΚΕ διασπάστηκε σε ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτερικού. Το δεύτερο πήρε το όνομά του από το γεγονός πως στη διάσπαση το ακολούθησαν τα περισσότερα στελέχη του ΚΚΕ που παρέμεναν στην Ελλάδα.
Παράλληλα, μικρές ομάδες, νεολαίων κυρίως, του χώρου του ΚΚΕ, που διαφωνούσαν με την τακτική ουράς του πρώην ενιαίου ΚΚΕ και της ΕΔΑ απέναντι στους αστούς πολιτικούς, αποσπάστηκαν οργανωτικά και επιχείρησαν να φτιάξουν επαναστατικές οργανώσεις στηριγμένες πάνω στην κριτική του Μάο απέναντι στην ηγεσία Χρουτσώφ στη Σοβιετική Ένωση. Από αυτόν τον χώρο θα προκύψουν οι σταλινικές και μαοϊκές οργανώσεις της δεκαετίας του ΄70. Κύρια, η ΟΜΛΕ –μετά τη μεταπολίτευση θα μετονομαστεί σε ΚΚΕ (μ-λ)- και το ΕΚΚΕ, που θα επιχειρήσουν να καλύψουν τον χώρο αριστερά από τα δύο ΚΚΕ.
Με τον ελιγμό της «φιλελευθεροποίησης» της Χούντας και του Μαρκεζίνη, τα δύο παράνομα ΚΚΕ έτρεξαν άτσαλα να καταπιούν γρήγορα-γρήγορα το δόλωμα της συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία, προσδοκώντας να επανενταχθούν έτσι στο νόμιμο πολιτικό παιγνίδι.
Την ίδια ώρα ο επικεφαλής της ΕΡΕ, του κόμματος της Δεξιάς, Κανελλόπουλος –έστω και χωρίς να έχει πείσει το κόμμα του- αρνιόταν σταθερά να νομιμοποιήσει τη χούντα συμμετέχοντας στις εκλογές του Μαρκεζίνη. Παρόμοια στάση αναγκαζόταν να κρατήσει και ο Μαύρος, ηγέτης της Ένωσης Κέντρου. Άλλοι αστοί πολιτικοί παράγοντες επιχειρούσαν να παζαρέψουν τις εγγυήσεις φερεγγυότητας της εκλογικής διαδικασίας, που θα δεχόταν να παραχωρήσει το στρατιωτικό καθεστώς.
Όμως ο πρώτος πολιτικός ηγέτης που χαιρέτησε ανοιχτά τη φιέστα του Μαρκεζίνη ως «επιστροφή στη Δημοκρατία» και κάλεσε τα κόμματα να πάρουν μέρος στις εκλογές ήταν, δυστυχώς, ο Ηλίας Ηλιού της ΕΔΑ.
Το ΚΚΕ εσωτερικού το τράβηξε ακόμη πιο πέρα: «Η καλύτερη αξιοποίηση των εκλογικών δυνατοτήτων μπορεί να γίνει με τη δημιουργία μιας ενιαίας αντιδικτατορικής παράταξης, που να περιλαμβάνει όλες τις δυνάμεις… από την Αριστερά ως τη Δεξιά» (!) (Μπάμπης Δρακόπουλος, γραμματέας ΚΚΕ εσ. «Βήμα», 19/10/73).
Το ΚΚΕ από τη μεριά του το τερμάτισε, κάνοντας κριτική στους πολιτικούς, οι οποίοι δεν αρπάζουν την ευκαιρία των εκλογών, που προσφέρει η χούντα: «Οι ηγέτες των κομμάτων της Δεξιάς και του Κέντρου […] δεν δέχονται να αναλάβουν συγκεκριμένες και σαφείς δεσμεύσεις για τον εκδημοκρατισμό του εθνικού μας βίου. Με τη θέση τους αυτή εμποδίζουν τη συγκρότηση ενιαίου αντιδικτατορικού μετώπου» (προκήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ, Ιούνης ’73).
Αυτήν την άθλια μεθόδευση τίναξε στον αέρα η εξέγερση του Νοέμβρη 1973.

Το φοιτητικό κίνημα ενάντια στη χούντα
Η κοινωνική βάση της εξέγερσης του ΄73 ήταν το βαθύ μίσος και η σιχασιά της εργατικής τάξης και της νεολαίας απέναντι στο στρατιωτικό καθεστώς, που τους καταπίεζε με κτηνωδία. Η βουβή οργή ήταν ο ατμός και το φοιτητικό κίνημα έγινε το έμβολο. Γιατί οι φοιτητ(ρι)ες; Διότι, τα μαχητικά εργατικά συνδικάτα βάσης, που διακρίθηκαν στα Ιουλιανά του 1965, είχαν καταλυθεί από τη χούντα και οι διαδικασίες τους πλέον ήταν προσχηματικές και ελεγχόμενες απόλυτα από την Ασφάλεια. Και ο κόσμος τα είχε εγκαταλείψει.
Ο μόνος χώρος όπου υπήρχε (τυπικά) το άσυλο, ήταν οι πανεπιστημιακές σχολές. Παρά τις συνεχείς παραβιάσεις του από τη χουντική αστυνομία, ήταν το μέρος όπου οι φοιτητ(ρι)ες μπορούσαν να συναντηθούν, να επικοινωνήσουν και εν τέλει να οργανωθούν πολιτικά. Τόσο οι ρεφορμιστικές νεολαίες, η ΚΝΕ του ΚΚΕ και ο Ρήγας Φεραίος του ΚΚΕ εσωτερικού, όσο και οι ομάδες της επαναστατικής Αριστεράς, στις σχολές θα συναντήσουν το πρώτο τους σχετικά μαζικό ακροατήριο και εκεί θα αναπτύξουν ένα πρώτο στελεχικό δυναμικό.
Τις παραμονές της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, οι οργανωμένες δυνάμεις της ΑντιΕΦΕΕ (ΚΝΕ) και του Ρήγα Φεραίου ήταν πολύ περισσότερες από τα μέλη και τα στελέχη τόσο της μαοϊκής όσο και της αντισταλινικής επαναστατικής Αριστεράς, στις σχολές της Αθήνας, με τη μοναδική εξαίρεση της Φυσικομαθηματικής Σχολής όπου ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν σημαντικά διαφορετικός. Έμοιαζε πως η φυσιολογική πορεία των πραγμάτων θα ήταν κάθε άλλο παρά εξεγερτική. Και ότι το κάθε βήμα του φοιτητικού κινήματος θα το έλεγχαν με τους μηχανισμούς τους οι ρεφορμιστές.

Όμως οι ηγεσίες του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσωτερικού κατάφεραν μόνες τους να υπονομεύσουν την επιρροή τους, με την επιμονή τους να περιορίζονται κάθε φορά οι φοιτητικές διαμαρτυρίες σε αποκλειστικά ενδοπανεπιστημιακά αιτήματα (ελεύθερες εκλογές στους φοιτητικούς συλλόγους, όχι εντατικοποίηση, περισσότερες εξεταστικές κλπ.). Η Αστυνομία, μαζί με τους ακροδεξιούς φοιτητές, επενέβαιναν κάθε τόσο στους πανεπιστημιακούς χώρους, διέλυαν συγκεντρώσεις και συνελεύσεις, ξυλοφόρτωναν και συλλάμβαναν τον κόσμο που συμμετείχε. Και την ίδια ώρα, η ΚΝΕ και ο Ρήγας Φεραίος επέμεναν πεισματικά να μη γενικευτούν τα συνθήματα των φοιτητ(ρι)ών, αποφεύγοντας να βάλουν στο στόχαστρο τη δικτατορική κυβέρνηση. Και, πάνω από όλα, να μην απαιτήσουν οι φοιτητικοί σύλλογοι και οι επιτροπές αγώνα στις σχολές την πτώση της δικτατορίας.
Έτσι, όταν η χούντα αποφάσισε και επέβαλε έναν Καταστατικό Χάρτη1 στα Πανεπιστήμια της χώρας, η ΑντιΕΦΕΕ (ΚΝΕ) και ο Ρήγας Φεραίος συνέταξαν και υπόγραψαν έναν δικό τους προτεινόμενο Καταστατικό Χάρτη, που ήταν τόσο υποτακτικός και νερόβραστος, ώστε δεχόταν πρόθυμα την απαγόρευση της πολιτικής δράσης μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους.
Για ποιο λόγο επέμεναν σε μια τέτοια απαράδεκτη γραμμή οι νεολαίες των δύο ΚΚΕ;
Διότι υπάκουαν στην ανάγκη των ηγεσιών των κομμάτων τους να μην ξεπεράσει η δράση τους τα όρια που δεν θα δυσαρεστούσαν τους αστούς πολιτικούς συμμάχους, με τους οποίους τα δύο ΚΚΕ επιδίωκαν να συμπορευτούν.
Το τρόπαιο, που διεκδικούσαν οι ρεφορμιστικές ηγεσίες των δύο κομμάτων, ήταν το να συμμετάσχουν νομότυπα στον εκλογικό στίβο και να γίνουν αποδεκτά από τον αστικό πολιτικό κόσμο. Και όχι να ανατρέψουν από τα κάτω τη χούντα. Αυτήν την προοπτική δεν την αντίκρυζαν καν.
Στην πραγματικότητα, σε όλη τη διάρκεια του αντιδικτατορικού αγώνα αλλά και μέσα στην ίδια την εξέγερση του Πολυτεχνείου, η ΚΝΕ και ο Ρήγας Φεραίος ήταν κάθετα αντίθετες στα συνθήματα «Κάτω η Χούντα» και «Έξω οι Αμερικάνοι». Αυτά τα συνθήματα τα φώναξαν και τα διέδωσαν, μέσα στον κόσμο που διαδήλωνε και εξεγειρόταν, οι λιγοστές δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς.
Τα συνθήματα αυτά κατάφεραν να ταυτιστούν με την εξέγερση και την ιστορική μνήμη του Πολυτεχνείου, διότι εξέφραζαν με πληρότητα το επίπεδο συνείδησης των αγωνιστ(ρι)ών, που συγκρούστηκαν στο δρόμο. Και διότι αυτά ήταν ο μπούσουλας που έδειχνε ξεκάθαρα πως κανένα φοιτητικό αίτημα δεν θα υλοποιηθεί αν δεν καταρρεύσει η δικτατορία και δεν διωχτούν οι πάτρωνές της.
Και το ότι τα σωστά συνθήματα, που ρίχνονται την κατάλληλη στιγμή, μπορούν να πολλαπλασιάσουν εκπληκτικά την απήχηση και το ακροατήριο των επαναστατ(ρι)ών, είναι ένα κρίσιμο μάθημα, που μας το θυμίζει κάθε επανάσταση του παρελθόντος. Με πρώτη την επανάσταση του 1917 στη Ρωσία. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν άλλη μια επιβεβαίωση αυτής της αλήθειας.

Η πάλη των δύο γραμμών μέσα στο εξεγερμένο Πολυτεχνείο
Την Τετάρτη 14 Νοέμβρη στην Αθήνα το Πολυτεχνείο καταλήφθηκε από εκατοντάδες φοιτητ(ρι)ες με πρωτοβουλία συντρόφων από επαναστατικές οργανώσεις.
Ο κατασταλτικός μηχανισμός της χούντας δίστασε, στην αρχή, να αντιμετωπίσει την κατάληψη δυναμικά. Εκτίμησε πως έτσι θα δυναμίτιζε το κλίμα της «φιλελευθεροποίησης» ενόψει μάλιστα του αναμενόμενου διαγγέλματος Μαρκεζίνη. Έτσι όμως δόθηκε στην κατάληψη ένα παράθυρο μιάμισης μέρας, μέχρι το πρωί της Παρασκευής 16 Νοέμβρη, για να συρρεύσει κόσμος. Αγρότες από τα Μέγαρα, που διαμαρτύρονταν για την απαλλοτρίωση της γης τους και οικοδόμοι της Αθήνας, ήταν από τους πρώτους χώρους, που ήρθαν να προσθέσουν τις δυνάμεις τους στην κατάληψη. Το Πολυτεχνείο ήταν το μόνο έδαφος σε όλη την ελληνική επικράτεια, όπου μπορούσαν να εκφραστούν ανοιχτά.
Εκατοντάδες και κατόπιν χιλιάδες διαδηλωτ(ρι)ες μπροστά στο Πολυτεχνείο καθυστερούσαν την κυκλοφορία και έγραφαν συνθήματα κατά της δικτατορίας πάνω στα λεωφορεία, μεταφέροντας παντού το μήνυμα του ξεσηκωμού. Το ίδιο και ο αυτοσχέδιος ραδιοφωνικός πομπός της κατάληψης του Πολυτεχνείου. Μέσα σε λίγες ώρες όλη πρακτικά η Αθήνα ήταν στο πόδι, ζώντας στιγμές ανάτασης. Μέσα στο Πολυτεχνείο οργανώνονταν επιτροπές με οργανωτικά καθήκοντα, συνελεύσεις φοιτητικές, εργατική και μαθητική. Με άλλα λόγια, το επιτελείο του μαζικού ξεσηκωμού.
Αυτή η αξέχαστη εξεγερτική γιορτή ήταν για τα επιτελεία της ΚΝΕ και του Ρήγα Φεραίου ένας εφιάλτης. Στην αρχή, το μεσημέρι της Τετάρτης, αποχώρησαν τα στελέχη τους από τις συνελεύσεις, που συνεδρίαζαν στο κατειλημμένο Πολυτεχνείο, ελπίζοντας πως η υπόθεση θα ξεφουσκώσει γρήγορα. Κατόπιν, το ίδιο βράδυ αργά, επέστρεψαν, βλέποντας πως η κατάληψη μετατρέπεται σε παλλαϊκό κέντρο αγώνα. Τώρα θα επιχειρήσουν να ελέγξουν τις συνελεύσεις, επαναφέροντας τα φοιτητικά αιτήματα, σβήνοντας τα πολιτικά συνθήματα από τους τοίχους της κατάληψης και οργανώνοντας τελικά την εκκένωσή της με πρόσχημα την ένωση με τον κόσμο, που διαδήλωνε απ’ έξω. Γι’ αυτό και απαίτησαν άμεση επανεκλογή της πρώτης συντονιστικής επιτροπής της κατάληψης, που είχε εκλεγεί την προηγούμενη μέρα.
Έτσι, η δεύτερη συντονιστική επιτροπή του Πολυτεχνείου θα είναι απόλυτα ελεγχόμενη από την ΚΝΕ και τον Ρήγα και θα ξεκινήσει επιχειρώντας να ασπρίσει όλους τους τοίχους του Πολυτεχνείου. Αν προλάβαινε η ΚΝΕ, θα είχε σβήσει και το «Έξω αι ΗΠΑ» και «Έξω το ΝΑΤΟ» στην πύλη.
Οι ρεφορμιστές σύντομα θα ξαναχάσουν τον έλεγχο, μια και σε μια κατάληψη που τροφοδοτείται συνεχώς από νέο κόσμο, είναι φυσικό οι συντονιστικές επιτροπές να επανεκλέγονται συνέχεια.
Όμως, από την Παρασκευή νωρίς το απόγευμα, όταν και αρχίζει η χούντα να σφίγγει τον κλοιό γύρω από το Πολυτεχνείο, με ελεύθερους σκοπευτές που δολοφονούν συνέχεια κόσμο, συντελείται μια αλλαγή, μέσα στα ίδια τα μυαλά των στελεχών της ΚΝΕ και του Ρήγα Φεραίου μέσα στο Πολυτεχνείο. Παρά τις αυστηρές οδηγίες, που έχουν από τις ηγεσίες των κομμάτων τους, δεν αποχωρούν. Αντίθετα, επηρεασμένοι από το συγκινησιακό κλίμα μέσα στην κατάληψη, αποφασίζουν να μείνουν και αυτοί στη θέση τους. Και να μοιραστούν την ίδια τύχη, όταν το τανκ θα ρίξει την πύλη και οι καταδρομείς θα εισβάλουν στο Πολυτεχνείο.
Ένα από τα πιο άθλια ντοκουμέντα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ είναι αυτό της «απόφασης για το Πολυτεχνείο» του 1976, που χλευάζει τα ίδια του τα φοιτητικά στελέχη, τα οποία επηρεάστηκαν από το γενικό κλίμα των «έγκλειστων του Μεσολογγίου», όπως αναφέρει, και έμειναν μέσα, παρακούοντας τις εντολές των γραφειοκρατών.
Επίλογος
Παρά τα παραπάνω, ήταν τα δύο ΚΚΕ και το ΠΑΣΟΚ που στρατολόγησαν δεκάδες χιλιάδες μέλη κατά τη μεταπολίτευση, από την εργατική τάξη και τη νεολαία, που στρεφόταν αριστερά. Διέθεταν μια σημαντική πρώτη μαγιά στελεχών, εμπειρία και, πάνω απ’ όλα, το φωτοστέφανο του θρύλου. Και φυσικά κράτησαν τον κόσμο τους περιορισμένο στα όρια ανοχής του συστήματος, πατώντας πάντα φρένο στη δυναμική των αγώνων.
Οι ομάδες της επαναστατικής Αριστεράς, κύρια οι σταλινο-μαοϊκές, γνώρισαν και αυτές ιλιγγιώδη ανάπτυξη δύο–τριών χρόνων στη μεταπολίτευση. Κατόπιν, ο μαοϊσμός στην Ελλάδα εξερράγη σε έναν πυκνό αστερισμό διασπάσεων, που δήλωναν την απόλυτη πολιτική χρεωκοπία αυτού του ρεύματος. Έτσι, πολλές χιλιάδες οργανωμένοι/ες αγωνιστ(ρι)ες, αποστρατεύτηκαν απογοητευμένες/οι.
Τα παλιρροιακά κύματα αυτής της μαζικής αποστράτευσης κλυδώνισαν και τις ομάδες της αντισταλινικής Αριστεράς της εποχής, που δοκιμάστηκαν σκληρά. Οι περισσότερες υπέκυψαν στο κλίμα διάλυσης και μαζικής κυριαρχίας του ρεφορμισμού.
Στα χρόνια της χούντας χρειαζόταν μια άλλη επαναστατική Αριστερά. Μια Αριστερά, που να έχει εμπιστοσύνη στη μαχητικότητα της εργατικής τάξης και όχι στη «σύνεση» και τις «δημοκρατικές ευαισθησίες» των καπιταλιστών. Ήταν αναγκαία μια ηγεσία, που να ξέρει τι θέλει, να έχει σφυρηλατήσει τα στελέχη της και να διαθέτει το μέγεθος για να το κάνει.
Μένει σε μας να αποδείξουμε πως κάτι έχουμε διδαχθεί από την Ιστορία. Μένει να αποδείξουμε πως, στις μάχες που πλησιάζουν, θα είμαστε περισσότερο έτοιμοι/ες για να εκμεταλλευθούμε τις ευκαιρίες για επαναστατικές ανατροπές.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Το κείμενο αυτό υπέγραψαν από την πλευρά της ΑντιΕΦΕΕ ο Παναγιώτης Λαφαζάνης και από τον Ρήγα Φεραίο ο Χρύσανθος Λαζαρίδης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Λυγερός Σταύρος, «Φοιτητικό κίνημα και ταξική πάλη στην Ελλάδα«, τόμοι Α’ και Β’, εκδοτική ομάδα Εργασία, 1978, Αθήνα.
Δαφέρμος Ολύμπιος, «Φοιτητές και Δικτατορία«, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Γ΄ έκδοση, 2003, Αθήνα.
«Έκθεση και συμπεράσματα για τα γεγονότα του Νοέμβρη ’73» (Εγκρίθηκαν στην 4η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Ιούλης 1976) εκδόσεις Οδηγητής, 1983, Αθήνα.
Νταβανέλλος Αντώνης, «Νοέμβρης 1973, η εξέγερση του Πολυτεχνείου» εκδόσεις ΔΕΑ, Αθήνα 2002.
*Το άρθρο είναι δημοσιευμένο στο φύλλο 21 της εφημερίδας «Η Κόκκινη» (Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2023), που κυκλοφορεί.
