Εθνοκάθαρση, φόνοι και σεξιστική βία στο Μανιπούρ

Γράφει ο Χάρης Παπαδόπουλος


Το Μανιπούρ είναι μια από τις ομόσπονδες Πολιτείες της Ινδίας και βρίσκεται στα βορειοανατολικά της χώρας, στα σύνορα με τη Μιανμάρ (πρώην Βιρμανία). Μικρή σε έκταση, κατοικείται από δυόμισι εκατομμύρια ανθρώπους, που ζουν κυρίως από τη γεωργία. Περισσότερο σημαντικές είναι οι φυτείες τσαγιού και οι καλλιέργειες σπάνιων ποικιλιών λουλουδιών, που είναι περιζήτητα στη διεθνή αγορά.


Μανιπούρ στα σανσκριτικά σημαίνει «Σμαραγδένια χώρα». Αυτό δεν σημαίνει πως η περιοχή
διαθέτει αδαμαντωρυχεία. Αλλά πως είναι προικισμένη με τοπία εξαιρετικού φυσικού κάλλους και με πάρκα που μοιάζουν σμαραγδένια και τα περιβάλλουν ποτάμια με απαράμιλλη ομορφιά. Στο Μανιπούρ βρίσκεται η Λοκτάκ, η μεγαλύτερη λίμνη γλυκού νερού της Ινδίας, ένα μέρος που σου κόβει την ανάσα με τα φυσικά του θέλγητρα και σε κερδίζει
με την ιδιαίτερη ταυτότητά του.


Σε αυτόν τον παραδεισένιο τόπο, τον Μάη του 2023, ξέσπασε η κόλαση της ανεξέλεγκτης ρατσιστικής βίας. Εκατοντάδες άνθρωποι δολοφονήθηκαν, σχεδόν τριακόσιες χριστιανικές εκκλησίες πυρπολήθηκαν, ενώ πολιτοφυλακές βαριά οπλισμένων και έξαλλων ακροδεξιών Ινδουιστών περιπολούν έκτοτε στους δρόμους ως χιτλερικά τάγματα εφόδου, τρομοκρατώντας, ταπεινώνοντας και συνθλίβοντας κάθε μειονοτικό και κάθε μετανάστη
χωρίς χαρτιά.


Και, όπως γίνεται πάντα και παντού, τα πιο ευάλωτα πλάσματα μέσα στους περισσότερο ανυπεράσπιστους, οι γυναίκες, πλήρωσαν βαρύ τίμημα στη «Σμαραγδένια χώρα». Ένα βίντεο που τραβήχτηκε τον Μάη φέτος, αλλά άρχισε να κυκλοφορεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μετά τα μέσα του καλοκαιριού, σηκώνει λιγάκι το πέπλο πάνω από την ανεξέλεγκτη ρατσιστική και σεξιστική βία στο Μανιπούρ. Το βίντεο αποτυπώνει το λιντσάρισμα δύο γυναικών σε ένα χωριό από ακροδεξιό όχλο, που τις εξευτελίζει, τις περιφέρει γυμνές και τις οδηγεί στο τέλος σε παρακείμενο χωράφι για τον ομαδικό βιασμό τους.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός της Ινδίας, ο πολύς Ναρέντρα Μόντι, δέησε να κάνει δήλωση αποτροπιασμού για το λιντσάρισμα και να υποσχεθεί πως «θα τιμωρηθούν αυστηρά οι υπεύθυνοι», παρόλο που αποτελεί κοινό μυστικό πως οι υποκινητές του ρατσιστικού ντελίριου στο Μανιπούρ είναι οι τοπικοί ηγέτες του ίδιου του κόμματος του Μόντι.

Από τότε, το αποκαλυπτικό βίντεο κατέβηκε υποχρεωτικά από όλα τα κοινωνικά δίκτυα και η αστυνομία του Μανιπούρ ξεκίνησε να ερευνά την υπόθεση του ομαδικού βιασμού. Με ταχύτητα σαλίγκαρου. Και όλα τα ΜΜΕ της Ινδίας έσπευσαν να ανεβάσουν ένα άλλο βίντεο με διαδήλωση αγανακτισμένων γυναικών προς το σπίτι του φασίστα οργανωτή του συγκεκριμένου πογκρόμ, όπου και εντέλει το πυρπολούν. Και, φυσικά, κυβέρνηση Μόντι και
ΜΜΕ, δεν παρέλειψαν να «καταδικάσουν τη βία από όπου και αν προέρχεται».

Η κοιλάδα της οργής και του τρόμου
Η Πολιτεία του Μανιπούρ είναι, ουσιαστικά, μία κοιλάδα. Στο κέντρο της, στο 10% της συνολικής γης, που περιλαμβάνει τα εύφορα χωράφια και την πρωτεύουσα Ίμφαλ, κατοικεί το έθνος των Μεϊτέι. Αυτοί αποτελούν λίγο παραπάνω από το 50% του
συνολικού πληθυσμού της Πολιτείας.

Οι Μεϊτέι είναι, συνήθως, Ινδουιστές. Ένα πολύ μικρότερο τμήμα τους, οι Πάνγκαλς, δηλαδή οι «Αλύγιστοι», είναι μουσουλμάνοι, κοινότητα με αρκετή εσωστρέφεια.


Στο υπόλοιπο 90% του εδάφους του Μανιπούρ, που το αποτελούν οι λόφοι και τα βουνά που περιβάλουν την εύφορη κοιλάδα, ζουν οι μειονότητες. Οι Κούκι και οι Νάγκα. Πρόκειται για τους πιο φτωχούς κατοίκους της «Σμαραγδένιας χώρας». Συνήθως είναι Χριστιανοί, διαφόρων δογμάτων. Ένα μέρος των Κούκι είναι μετανάστ(ρι)ες από τη γειτονική
Μιανμάρ, από όπου φεύγουν κυνηγημένες/οι από τη μεγάλη φτώχεια και τη βάρβαρη στρατιωτική κυβέρνηση. Έτσι, ο αριθμός των Κούκι, και εντέλει της χριστιανικής μειονότητας, αυξάνεται με μεγαλύτερο ρυθμό από αυτόν των Ινδουιστών. Κούκι και Νάγκα
δεν θα αργήσουν να γίνουν πλειοψηφία τα προσεχή χρόνια στο Μανιπούρ, πράγμα που αποτελεί τον εφιάλτη των φασιστών και ρατσιστών μέσα στους Ινδουϊστές.


Οι Κούκι και οι Νάγκα προσπαθούν συνεχώς να κατεβούν από τα απομονωμένα και ξεχασμένα ορεινά χωριά τους προς την κοιλάδα, αναλαμβάνοντας τις πιο κακοπληρωμένες χαμαλοδουλειές. Όλο και συχνότερα, τα χωριά των Μεϊτέι μετατρέπονται σιγά-σιγά σε μικτά, ενώ χριστιανικοί ναοί, πολύ πιο φτωχικοί, εμφανίζονται εκεί όπου υπήρχαν ως τώρα
μόνο μεγαλοπρεπείς ινδουϊστικοί.


Το αφήγημα της ακροδεξιάς
Το Μπαρατίγια Τζανάτα Πάρτι (Ινδικό Λαϊκό Κόμμα) του πρωθυπουργού της Ινδίας Ναρέντρα Μόντι, κατάφερε να παρασύρει στον ρατσιστικό πυρετό αρκετά μεγάλο μέρος από την πλειονότητα των Μεϊτέι και να εκλέξει και την τοπική κυβέρνηση του Μανιπούρ, σπεκουλάροντας πάνω στο αφήγημα της «ινδικότητας» και της «Άριας Φυλής».
Η «ινδικότητα», σύμφωνα με το Μπαρατίγια Τζανάτα, είναι μια ταυτότητα που περιλαμβάνει όλους τους Ινδούς: Ινδουϊστές, Σιχ, Τζαϊνιστές, Βουδιστές, ακόμη και τους Χριστιανούς. Κινδυνεύει μόνο από έναν κύριο εχθρό: το Ισλάμ. Ενώ «Άριοι» είναι όλοι όσοι καλύπτονται από το φάσμα της «ινδικότητας» και ιδιαίτερα οι θρησκευτικά Ινδουιστές. Ακόμη και αν είναι σκουρόχρωμοι, όπως στον νότο της Ινδίας, ή έχουν ξεκάθαρα κίτρινα χαρακτηριστικά, όπως οι κάτοικοι του Μανιπούρ και των γύρω ινδικών κρατιδίων.

Οι μουσουλμάνοι δεν ανήκουν, σύμφωνα με το αφήγημα της ακροδεξιάς, στην «ινδικότητα» και στους «Άριους», ούτε ακόμη και οι σχετικά λευκοί μουσουλμάνοι κάτοικοι του Κασμίρ. Αντίθετα «απειλούν την «ινδικότητα». Έτσι, στη σύγχρονη Ινδία του Μόντι, η μουσουλμανική μειονότητα τού, σχεδόν, 15% του πληθυσμού –200 εκατομμύρια άνθρωποι με άλλα λόγια- είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας και «ύποπτης εθνικής συνείδησης». Και, συχνά-πυκνά, πέφτουν θύματα επιθέσεων από ένοπλες φασιστικές ομάδες, που βρίσκουν θαλπωρή μέσα στο Μπαρατίγια Τζανάτα Πάρτι. Με εκατοντάδες δολοφονημένους κάθε χρόνο, ιδιαίτερα στο πολύπαθο Κασμίρ.

Η ίδια ισλαμοφοβική και ρατσιστική πολιτική του Μπαρατίγια Τζανάτα –και προσωπικά του Μόντι, επικράτησε και στην άλλη άκρη της αχανούς χώρας, στο μικρό Μανιπούρ, κερδίζοντας και κάποιες ψήφους φτωχών Χριστιανών, που θεώρησαν πως στηρίζοντας την ινδική ακροδεξιά, θα κατάφερναν να γίνουν ορατά μέλη του «εθνικού κορμού». Όμως
το Μπαρατίγια Τζανάτα απέδειξε για άλλη μια φορά πως ο ρατσισμός έρχεται στην αρχή για τους άλλους, γρήγορα όμως φτάνει και η σειρά όλων.


Ο πρωθυπουργός της χώρας Μόντι, σε συνεργασία με τους ομοϊδεάτες του στο Μανιπούρ, νομοθέτησαν για τους Ινδουϊστές Μεϊτέι τον χαρακτηρισμό της «Ευάλωτης Φυλής» (Schedule Tribe). Αυτό σήμαινε στην πράξη μια σειρά θεσμικές διακρίσεις ενάντια σε όλες τις μειονότητες του Μανιπούρ.


Το πογκρόμ
Οι διακρίσεις δεν άργησαν να μετατραπούν σε ρατσιστική πρακτική και βία. Και με αφορμή την αντίδραση χωρικών της κοινότητας Νάγκα απέναντι στις οργανωμένες ρατσιστικές πολιτοφυλακές του παρατίγια Τζανάτα, οι ένοπλοι ρατσιστές πολιτοφύλακες ξέσπασαν το μίσος τους… κυρίως πάνω στους Κούκι. Και αυτό

α) διότι αρκετοί από τους Κούκι είναι προσφυγ(ισσ)ες χωρίς χαρτιά και, άρα, ευκολότερα θύματα και

β) οι Νάγκα, σε γειτονικά ινδικά κρατίδια με το Μανιπούρ, στηρίζουν ένα ένοπλο αντάρτικο κίνημα με χωριστικά αιτήματα.

Οι «γενναίοι» πατριώτες της ακροδεξιάς φρόντισαν, λοιπόν, να περιορίσουν κάπως τις επιθέσεις τους απέναντι στους πιο επίφοβους Νάγκα και ξέσπασαν όλη τη θρασυδειλία τους πάνω στους Κούκι. Έτσι, τα πολύ περισσότερα θύματα του φετινού Μάη ήταν ανάμεσα σε αυτή την κοινότητα. Το ίδιο και οι δύο επιζώσες του ομαδικού βιασμού, που έγινε τελικά γνωστός με το βίντεο.


Και, όπως είναι επόμενο, στα δυτικά ΜΜΕ δεν αναδείχτηκε καθόλου το γεγονός πως στο Μανιπούρ προκλήθηκε γενικευμένο μακελειό κατά των Χριστιανών μειονοτικών και πυρπολήθηκαν μαζικά εκκλησίες. Διότι ο ακροδεξιός και ακραία εθνικιστής Μόντι είναι βασικός σύμμαχος της Δύσης και συνεργάζεται άψογα μαζί της στις μπίζνες. Και το αφήγημά του ταιριάζει γάντι στο καλούπι της ισλαμοφοβίας που καλλιεργείται περισσότερο έντεχνα, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην περίκλειστη Ευρώπη των στρατοπέδων συγκέντρωσης, για πρόσφυγες και μετανάστ(ρι)ες.


Τέλος, το βίντεο του λιντσαρίσματος των δύο γυναικών προβλήθηκε στη Δύση στα «ψιλά» των ειδήσεων. Ως γεγονός ακραίου σεξισμού, που έχει να κάνει τελικά με την «καθυστερημένη Ανατολή». Και απομονώθηκε από τα ρατσιστικά τάγματα εφόδου του χαϊδεμένου παιδιού της Δύσης Ναρέντρα Μόντι και τα παραληρήματα της «ινδικότητας».

*Το άρθρο βρίσκεται δημοσιευμένο στην εφημερίδα «Η Κόκκινη«, φύλλο 21ο (Νοέμβρης 2023), που κυκλοφορεί.

Σχολιάστε