
Η εφημερίδα «Η Κόκκινη» συνομιλεί με τη σκηνοθέτιδα και φωτογράφο Τζέλη Χατζηδημητρίου με αφορμή το πρώτο μεγάλο μήκους ντοκιμαντέρ της «Λεσβία», που καταγράφει την πορεία της Ερεσού, που είναι παράλληλα και ο τόπος καταγωγής της, από τη δεκαετία του ’70 μέχρι τις μέρες μας. Το ντοκιμαντέρ θα προβληθεί στο 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (7-17 Μαρτίου)
*Η συνέντευξη είναι προδημοσίευση από το 22ο φύλλο της εφημερίδας «Η Κόκκινη» (Μάρτης 2024), που θα κυκλοφορήσει στις 8 Μάρτη.
Τη συνέντευξη πήρε η Λάλε Άλατλι
Πού και πότε γεννήθηκες, Τζέλη; Και ποιες μνήμες έχεις από τον τόπο σου;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα, μοναχοπαίδι, σε ένα μικρό χωριό της Λέσβου, τη δεκαετία του ’60. Οι γονείς μου ήταν δάσκαλοι, οπότε ανήκα στην «προνομιούχα» για εκείνα τα χρόνια τάξη. Δεν στερήθηκα δώρα και καπρίτσια, στερήθηκα όμως φίλες και παιχνίδι, μοίρασμα, γιατί τα άλλα παιδιά δεν ήθελαν να κάνουν παρέα με την κόρη των δασκάλων. Έτσι βρέθηκα να διαβάζω Ντοστογιέφσκι και Σαγκάν στα δέκα μου, μια που ο μόνος κόσμος που με χωρούσε και με δεχόταν, ήταν αυτός των βιβλίων. Όταν πήγαμε στην πρωτεύουσα, συνέχισα με Καμύ και Ηράκλειτο, χάνοντας δια παντός την προστασία ενός φιλεύσπλαχνου Θεού και κερδίζοντας από νωρίς μια βαθιά υπαρξιακή αγωνία.
Από το χωριό θυμάμαι τα βράδια που χωνόμουνα μέσα στην παραχούτη, στο τζάκι της θείας μου. Θυμάμαι τον κάμπο, που αργότερα έμαθα πως είναι η καλντέρα ενός ηφαιστείου, τα πουλιά που πετούσαν κι ήθελα να τα ακολουθήσω, με αποτέλεσμα μια ωραία τρύπα στο κεφάλι. Την αυστηρότητα των γονιών μου, το «τι θα πει ο κόσμος», αλλά και την αυτάρκεια που πλήρωνες με σκληρή δουλειά. Έτρωγες αυτά που είχες. Τον πατέρα μου να πηγαίνει σε άλλο χωριό, τότε οι συγκοινωνίες ήταν ανύπαρκτες, τιμωρημένος γιατί προερχότανε από οικογένεια κουμουνιστών. Α ναι, και το πουλί της Χούντας θυμάμαι στο σχολείο μας. Τον φόβο κάθε φορά που ερχότανε χωροφύλακας. Ακόμα τους φοβάμαι.
Τι είναι αυτό που σε προσδιορίζει;
Θέλω να πιστεύω πως δεν έχω τίποτα να με προσδιορίζει, πως μπορώ να ανατρέψω, να αλλάξω αυτό που είμαι, που λέω πως αγαπάω, για να γεννηθώ ένας καινούργιος άνθρωπος. Αυτό όμως που δεν ανέχομαι και με έφερε πολλές φορές σε μπελάδες είναι η αδικία, η βία απέναντι στον αδύναμο είτε είναι άνθρωπος είτε ζώο. Βίωσα τι σημαίνει ανισότητα μεταξύ των φύλων από παιδί, όπως οι περισσότερες φαντάζομαι. Ποτέ δεν το δέχτηκα, δεν καταλάβαινα γιατί όλα επιτρέπονται στους άνδρες κι εγώ, εμείς, πρέπει να παλέψουμε για να κερδίσουμε αυτό που στους άλλους θεωρείται αδιαμφισβήτητο προνόμιο. Στη ζωή χρειάζεται να διαλέγεις τους αγώνες σου. Κι ο δικός μου ήταν από την αρχή ένας αγώνας έμφυλος, για το αυτονόητο δικαίωμα της ισότητας, το δικαίωμα να ζεις τη ζωή που θες εσύ και που σου αξίζει, χωρίς να χρειάζεται να αποδείξεις τίποτα σε κανέναν.
Στα έργα σου, πίσω από τον φακό διακρίνεται μια βαθιά ευαισθησία. Τι σε παρακίνησε να ασχοληθείς με τον κινηματογράφο και τη φωτογραφία;
Την πρώτη μου φωτογραφική μηχανή, μου τη χάρισε ο παππούς μου. Έντεκα χρονών ήμουν τότε. Συνέπεσε με την αρχή της αρρώστιας της μητέρας μου, που κράτησε πολλά χρόνια και κλόνισε ανεπανόρθωτα την αίσθηση ασφάλειας, που είχα σαν παιδί. Το να απ-αθανατίζω, ήταν ο τρόπος μου να κρατάω την αιωνιότητα, να νικώ τον θάνατο. Έτσι το ένιωθα. Δεν φωτογράφιζα ανθρώπους ή ζώα που αγαπούσα. Μόνο το φως, τη φύση, γιατί εκεί ένιωθα ασφαλής. Ένιωθα πως δεν θα με εγκαταλείψει ποτέ. Δεν ήταν λοιπόν κάποιο ταλέντο, όπως συχνά θέλουμε να πιστεύουμε, αλλά η ανάγκη μου να μην βυθιστώ μέσα στη μαύρη τρύπα της απώλειας.
Όταν πέθανε, συνέχισα να φωτογραφίζω. Ήθελα να βλέπω, να κρατώ την ομορφιά, τη ζωή. Ήταν ο τρόπος που είχα, για να αισθάνομαι ζωντανή και να επικοινωνώ με τους άλλους ανθρώπους.
Ποιες/Ποιους σκηνοθέτιδες/σκηνοθέτες θεωρείς εξαιρετικά επιδραστικές/ούς, με τρόπο που κι εσένα σε έχουν σε κάποιο βαθμό επηρεάσει;
22 χρονών κέρδισα μια υποτροφία από το Ιταλικό Ινστιτούτο και πήγα σε ένα σεμινάριο με δάσκαλο τον Αντονιόνι. Αυτό ήταν καταλυτικό για την απόφασή μου να ασχοληθώ με τον κινηματογράφο. Όταν ακόμα δεν υπήρχε το ίντερνετ, μπαινόβγαινα στα σινεμά της Θεσσαλονίκης, όπου σπούδαζα. Έβλεπα τρεις ταινίες την ημέρα. Τα βιβλία και οι ταινίες ήταν ο κόσμος μου. Εκεί ζούσα, όχι στον «πραγματικό». Αν με ρωτήσεις τώρα, δεν θυμάμαι ούτε τίτλους ούτε σκηνοθέτες ούτε συγγραφείς. Είναι σαν όλα αυτά να ενσωματώθηκαν μέσα μου, ούτε ξέρω πού, και να δημιούργησαν αυτό που είμαι.
Αυτά, και ο έρωτας. Ο έρωτας ίσως περισσότερο απ’ όλα τα άλλα, γιατί μαζί με τον έρωτα ανακάλυψα και την Τέχνη, τη ζωγραφική. Άρχισα να βλέπω τον κόσμο αλλιώς, όχι μέσα από τα στερεότυπα που είχε τότε η φωτογραφία. Γνωρίστηκα με τους σημερινούς γνωστούς καλλιτέχνες, όταν ακόμα σπούδαζαν. Μέσα από τη δική τους αναζήτηση για την έκφρασή τους, πλάστηκε και η δική μου ματιά. Αμφισβήτησα τις σχολές, τη συγκεκριμένη αφήγηση, τη σύνθεση του πλάνου. Ίσως τότε άρχισα να μαθαίνω τί είναι σύνθεση, τι είναι χρώμα, πώς να αντιλαμβάνεσαι το φως. Μαζί τους άρχισα να εμπιστεύομαι την εαυτή μου. Κι έτσι εξέδωσα το πρώτο μου βιβλίο, «Το Άγιο Νερό» (1996), όταν ελάχιστα λευκώματα τυπώνονταν και ίσως κανένα με δημιουργό γυναίκα. Στη γυναίκα που ερωτεύτηκα στα 21 μου, χρωστάω τη ματιά που έχω τώρα. Ακόμα και τις ταινίες, μαζί της έμαθα να τις βλέπω αλλιώς.
Στις ταινίες και τις φωτογραφίες σου βλέπουμε ότι ο φακός σου φωτίζει τους απλούς ανθρώπους, τα κομμάτια από τη φύση. Η τέχνη/ο κινηματογράφος μπορεί να φέρει κοντά τους ανθρώπους; Ποια θέματα σε εμπνέουν για να ξεκινάς ένα έργο;
Αυτό που με συνεπαίρνει, είναι το φως. Το φως δίνει υπόσταση σε όλα. Στις φωτογραφίες μου σπάνια υπάρχουν άνθρωποι. Όταν στα πενήντα μου έπιασα και πάλι βιντεοκάμερα στα χέρια μου, ήταν οι άνθρωποι που τράβηξαν τη προσοχή μου. Ίσως γιατί ένιωθα πως βρισκόμουνα στο μεταίχμιο της αλλαγής μιας εποχής. Είχα ανάγκη να τους δώσω χώρο, να μοιραστούν μαζί μου τη ζωή τους ή ό,τι άλλο ήθελαν να πουν, την καθημερινότητα. Δεν επενέβαινα καθόλου, δεν υπήρχαν ποτέ δεύτερες λήψεις ή δεύτερες ερωτήσεις. Μετά από τις σπουδές μου στη Ρώμη, έμαθα ξανά από την αρχή πώς να γυρίζω ένα ντοκιμαντέρ, πώς να λέω μια ιστορία.
Για χρόνια, η περίφημη ανισότητα των φύλων, δεν μου επέτρεψε να είμαι παρά μόνο φωτογράφος ή τρίτος βοηθός σε ταινίες και στην τηλεόραση. Οι πρώτες απόπειρες να πιάσω κάμερα στα χέρια μου, συνοδεύτηκαν με ανερυθρίαστη πρόταση να μου διδάξουν τα μυστικά του κρεββατιού κι όχι της κάμερας. Το θεωρούσαν απόλυτα φυσιολογικό. Δεν ξέρω πόσες γυναίκες εγκατέλειψαν αυτό που αγαπούσαν ή αναγκάστηκαν να περάσουν από το κρεβάτι κάποιου για να το πραγματοποιήσουν.
Όταν ήμουν νέα, μού έλεγαν να μεγαλώσω, να μάθω και μετά να διεκδικήσω το να έχω άποψη. Η ψηφιακή εικόνα όμως, τα άλλαξε όλα. Τους έκανε όλους φωτογράφους. Όσο νεότερος, τόσο μεγαλύτερη πιθανότητα να τραβήξεις το ενδιαφέρον. Έχοντας μπει στην ηλικία των -ήντα, εκτός πολιτικής ορθότητας, επιτρέποντας στην εαυτή μου να κινηματογραφεί με τον τρόπο που θέλει, αντιμετωπίζω συχνά την απόρριψη από τον κινηματογραφικό χώρο. Ο τρόπος όμως που οι άνθρωποι νιώθουν όταν βλέπουν τις ταινίες μου, μου δίνει τόση χαρά, που με κάνει να ξεχνάω όλα τα άλλα. Γελάνε, σχολιάζουν, προβληματίζονται, θυμούνται, συγκινούνται. Συζητάμε μετά και έτσι ανοίγουν άλλοι δρόμοι που φτάνουν στο μυαλό απ’ την καρδιά, όχι εγκεφαλικά. Άλλωστε μόνο έτσι μπορεί να έρθει η αλλαγή. Όχι μέσα από αναλύσεις, αλλά μέσα από συγκινήσεις.

Αυτόν τον καιρό με τι ασχολείσαι;
Μέσα στο 2023 ολοκλήρωσα το πρώτο μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ μου με τίτλο Λεσβία και τώρα ήρθε η ώρα να ξεκινήσει το ταξίδι του στον κόσμο των θεατών.
Τι σε παρακίνησε να κάνεις το ντοκιμαντέρ «Λεσβία»; Συνάντησες αντιδράσεις κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων; Ποιο ήταν το πιο ενδιαφέρον σημείο των γυρισμάτων για σένα;
Την Ερεσό, σαν τόπο όπου σύχναζαν λεσβίες, την «ανακάλυψα» στα δεκαοχτώ μου. Εκεί συνειδητοποίησα και τη δική μου σεξουαλική ταυτότητα. Δεν είναι εύκολο να επιτρέψεις στον εαυτό σου να ακολουθήσει τις επιθυμίες του, όταν αυτές δεν είναι αποδεκτές από το κοινωνικό σύνολο. Πέρασα την εφηβεία μου νομίζοντας πως ερωτεύομαι αγόρια, καταπιέζοντας αυτό που με έκανε να νιώθω πραγματικά καλά. Στην Ερεσό όμως γνωρίστηκα με άλλες λεσβίες κι εκεί, για πρώτη φορά, ένιωσα πως δεν είμαι μόνη, πως δεν είμαι ανώμαλη, πως έχω δικαίωμα να αγαπώ όποια θέλω. Βέβαια τα ποιήματα της Σαπφούς κάτι μου είχαν ψιθυρίσει, αλλά όπως οι περισσότεροι Λέσβιοι, δεν τολμούσα να παραδεχτώ πως αυτός ο έρωτας μπορεί να απευθύνεται από γυναίκα σε γυναίκα.
Η Ερεσός άλλαξε όχι μόνο τη δική μου ζωή, αλλά πολλών χιλιάδων γυναικών. Έτσι, και με τη διπλή μου ταυτότητα σαν λεσβία από τη Λέσβο, όταν γύρω στο 2000 συνειδητοποίησα πως οι γυναίκες που έρχονταν δεν ήξεραν τίποτα για την ιστορία μας, αποφάσισα να αρχίσω να μαζεύω αρχειακό υλικό, το οποίο αποτέλεσε τη βάση για αυτό το ντοκιμαντέρ. Ήθελα να δώσω φωνή σε μας, αλλά και στον τόπο που συνεχίζει να μας αγκαλιάζει, και στους Ερεσιώτες. Να μας ακούσουν και να τους ακούσουμε. Θα ήθελα να είναι η ταινία μου ένας διαμεσολαβητής, που θα λύσει παρεξηγήσεις, θα βοηθήσει στην αποδοχή και όχι την ανοχή και από τις δύο πλευρές. Στην Ερεσό κάναμε πολύ δρόμο για να ξεπεράσουμε φόβους και προκαταλήψεις. Καιρός είναι να γίνει αυτό και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Σ’ αυτή τη διαδρομή, που άρχισε πριν 12 χρόνια, είχα μαζί μου τις λεσβίες, που με κάθε τρόπο ήθελαν να μοιραστούν τις εμπειρίες τους για την Ερεσό, στέλνοντας φωτογραφίες και ιστορίες. Αλλά και τους ντόπιους, που μου ανοίχτηκαν με ειλικρίνεια, γιατί είπαμε, κι εγώ είμαι μια από αυτούς, αν και λεσβία!

Ζούμε σε μια δύσκολη γεωγραφική περιοχή, από πολλές απόψεις. Πώς θα μπορούσε να επηρεάσει μια διεθνής κινηματογραφική συνεργασία στην περιοχή μας την επικαιρότητα, την κρατική βία, τη βία κατά των γυναικών/lgbtq+/ζώων κτλ.;
Δυστυχώς ζούμε σε μια εποχή που κατακλύζεται από τις εικόνες. Τόσο πολύ, που πλέον το να βλέπεις ένα νεκρό παιδί, ένα ζώο κακοποιημένο, ακόμα και μια δολοφονία να συντελείται μπροστά στα μάτια σου, δεν σε συγκινεί. Λες κι αυτό είναι απλά ένα παιχνίδι. Χρειάζεται να βγούμε από την προσκόλληση στην οθόνη, να αρχίσουμε να έχουμε επαφή με τον αληθινό κόσμο, να νιώσουμε τον πόνο, για να μπορέσουμε μετά να νιώσουμε συμπόνοια. Όταν δεν ξεχωρίζεις τον κόσμο που ζεις από αυτόν της ταινίας, τότε ούτε η ταινία μπορεί να σε επηρεάσει. Χρειαζόμαστε λοιπόν ταινίες που να μας συγκινούν, να μας βοηθούν να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι, να μην μένουμε αδιάφοροι θεατές. Αυτό είναι που προσπαθώ να κάνω κι εγώ μέσα από τη δουλειά μου, να ευαισθητοποιήσω τους ανθρώπους. Να τους δείξω όχι αυτό που έχουν συνηθίσει να βλέπουν, αλλά αυτό που βρίσκεται κρυμμένο μέσα τους και δεν του δίνουν χώρο, σημασία.
Τι έχεις να δηλώσεις για την ΚΟΚΚΙΝΗ και τον ρόλο της;
Αν δεν υπήρχαν εφημερίδες όπως η «Κόκκινη», ο κόσμος θα ήταν φτωχότερος, με λιγότερα χρώματα. Έχουμε ανάγκη τις φωνές που μιλάνε για τη διαφορετικότητα, που υποστηρίζουν όλα όσα οι υπόλοιπες εφημερίδες θεωρούν περιττά.
