
Η θειάκω μου η Γιαννούλα, μικροπαντρεμένη, ζει σχεδόν πενήντα χρόνια στο χωριό του άντρα της, στα ορεινά του νομού Ιωαννίνων. Η ίδια θεωρεί τον εαυτό της ξενιτεμένο. Ποτέ της δε συνήθισε τον «ξένο τόπο», ίσως γιατί και τα πεθερικά της και οι συντοπίτες τους ποτέ τους δεν την καλοδέχτηκαν, αυτή την «ξεβράκωτη», που δεν είχε προίκα, την πάμφτωχη. Φτωχοί και οι ίδιοι, ελπίζανε πως θα κάναν νύφη από τα Γιάννενα και ξαφνικά βρεθήκανε με νύφη απ΄ τη Μουργκάνα. Με τα χρόνια βέβαια την συνήθισαν, είναι και η Γιαννούλα άξια γυναίκα, δουλευταρού, δικαίωμα δεν έδωσε ποτέ. Με τον άντρα της τα πήγαιναν καλά, ήταν πράος άνθρωπος ο Χρήστος, απέκτησαν και ένα γιο και έτσι η Γιαννούλα προσαρμόστηκε στις νέες συνθήκες.
Τον πρώτο της καημό τον ένιωσε όταν το μοναχοπαίδι της αποφάσισε να φύγει στην Αυστραλία. Βρήκε εκεί πολύ καλή δουλειά, με λεφτά και προοπτική και έτσι το αποφάσισε να ξενιτευτεί. Η θειάκω μου μαράζωσε από τη στεναχώρια της, όμως σεβάστηκε την απόφασή του, ήταν δική του η ζωή και θα την ζούσε όπως αυτός νόμιζε. Ξενιτεμός, έλεγε με το νου της, η μοίρα μας, πόνος της αποστέρησης και λαχτάρα της επιστροφής. Στον αποχωρισμό τύλιξε λεμόνι σε μαντήλι, το ΄δωσε στο γιο της για να μη ξεχαστεί, να ’χει μαζί του τη μυρωδιά του τόπου. Τον καλοευχήθηκε για να πάρει υπόσχεση επιστροφής. Την ώρα που διάβηκε την αυλόπορτα έριξε στο κατόπι του ένα μπρίκι μπακιρένιο με νερό, ζάχαρη, στάρι και κέδρα, για να ’ναι γερός και να γυρίσει γρήγορα. Υπόκωφοι λυγμοί και κόμποι τα δάκρυά της.
Δυο χρόνια μετά τον ξενιτεμό του γιου της, πέθανε ξαφνικά από ανακοπή ο άντρας της. Έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της, αυτός δεν ήταν καημός, πόνος αβάσταχτος ήταν. Ήρθε ο γιος της για την κηδεία. Μάνα της είπε, να σε πάρω μαζί μου στην Αυστραλία. Τί να κάνεις μόνη σου εδώ; Δεν δέχτηκε. Θα μείνω εδώ να κάνω συντροφιά στα πεθαμένα μου, του είπε. Άμα γένει ανάγκη, θα σου πω, για την ώρα μπορώ να τα βγάλω πέρα μόνη μου. Σύρε παιδί μου στο καλό και στην καλή την ώρα.
Από τότε ζει μόνη της, αραιά και που έρχεται η αδερφή της, χήρα και αυτή και μένει καμιά δεκαριά μέρες μαζί της. Στις γιορτές, όποτε τα καταφέρνουν την παίρνουν τα ανίψια της με το ζόρι στα Γιάννενα, δεν θέλει να φεύγει από το σπίτι της με καμία δύναμη. Μια μέρα φέρανε στο χωριό περί τους εκατοπενήντα πρόσφυγες και τους στεγάσανε στην κλειστή εδώ και χρόνια εστία. Άλλαξε η ζωή της, απόκτησε νόημα. Φρόντισε για ρούχα, σκεπάσματα, μαγείρευε για τα παιδιά, πήγαινε κάθε μέρα στην εστία κι έβαζε ένα χεράκι σε ότι δουλειά υπήρχε. Τα μικρά προσφυγάκια, ήταν η αδυναμία της και αυτά τα μικρούλια ξεθάρρευαν και πήγαιναν μαζί της ακόμα και στο σπίτι της. Η χαρά της Γιαννούλας ήταν απερίγραπτη.
Όταν κάποιοι συγχωριανοί της άρχισαν να μουρμουράνε και να μη καλοβλέπουν τους ανήμπορους αυτούς ανθρώπους, όταν ισχυρίζονταν πως τους λέρωναν το χωριό, πως δεν μπορούσαν να αφομοιωθούν γιατί είναι αλλόθρησκοι, πως φοβόντουσαν για την ασφάλειά τους, τότε η Γιαννούλα δεν μάσαγε τα λόγια της. Φτωχοί και ταλαιπωρημένοι άνθρωποι είναι τους έλεγε, τί φοβάστε, μη μας χαλάσουν τη μόστρα; Δεν θα μας φάνε, εσείς φτωχοί δεν κάνατε ποτές; Τί ψυχή θα παραδώσετε; Να τους πάρεις και να πας στη Μουργκάνα, από κει που ΄ρθες, της είπε μια μέρα ο Τάκης, που η σκούφια του κρατούσε από οικογένεια αρχιρουφιάνων. Στέκει και η Γιαννούλα μπροστά του, τί είπες του λέει; Και τον φτύνει κατάμουτρα. Πέσανε οι χωριανοί πάνω του και τον απομάκρυναν για να μη γίνει κανένα κακό.
Ήταν Κυριακή απόγευμα όταν ο Ακράμ Καντίρ πρόσφυγας από το Αφγανιστάν, πνίγηκε στο ποτάμι. Κάποιοι χωριανοί άκουσαν τις φωνές του που ζητούσε βοήθεια, έτρεξαν κατά κει, αλλά δεν το έβλεπαν πουθενά. Όλη νύχτα το συνεργείο της ΕΜΑΚ καθώς και αρκετοί χωριανοί έψαχναν στο ποτάμι για τον αδικοχαμένο ξένο. Κάποια στιγμή εντόπισαν το άψυχο κορμί του σφηνωμένο στα βράχια, κάτω απ΄ το ασκηταριό.
Όποιου του μέλλει να πνιγεί ποτέ του δεν πεθαίνει που λέει και η παροιμία, αδύνατον να ξεφύγει ο άνθρωπος από τη μοίρα του. Ο Ακράμ Καντίρ, εικοσιδύο μόλις χρονών έφυγε από το Αφγανιστάν διωγμένος, τρομοκρατημένος, ζητώντας μια καλύτερη ζωή, μακριά από τον σκοταδισμό και το μαχαίρι. Στο μακρινό ταξίδι του προς την ελευθερία, όπως του άρεσε να λέει, διέσχισε το Αφγανιστάν, το Ιράν, την Τουρκία και πέρασε με βάρκα στην Μυτιλήνη, για να βρεθεί στα βουνά της Ηπείρου, αντί για το Γκέτεμποργκ της Σουηδίας όπου ήθελε να πάει, στους συγγενείς από το σόι της αδικοχαμένης μάνας του. Με την αφέλεια των εικοσιδύο χρόνων του πίστευε πως η ζωή στην Ευρώπη είναι παράδεισος, πως θα τον υποδεχτούν όπως ταιριάζει σε έναν διωγμένο και ταλαιπωρημένο άνθρωπο. Πως στις ευρωπαϊκές χώρες κυριαρχούν οι ανθρωπιστικές αρχές και αξίες. Πόσο έξω έπεσε!
Τον ήξερε καλά τον Ακράμ η Γιαννούλα. Τον είχε ξεχωρίσει από την αρχή, για τον χαρακτήρα του, για τη φυσική του ευγένεια, για το βλέμμα του που ξεχείλιζε από πόνο και απόγνωση. Όταν πρωτό΄ρθαν στο χωριό τον είδε που στεκόταν στην άκρη ντροπαλός και τον πλησίασε, του έδωσε ένα κομμάτι τυρόπιτα και ένα ποτήρι νερό και αυτός κουνούσε το κεφάλι του θέλοντας να της πει μ΄ αυτόν τον τρόπο ευχαριστώ. Όταν χειμώνιασε και τουρτούριζε από το κρύο, του έδωσε ένα παλιό μπουφάν του γιου της. Έσκυψε να της φιλήσει το χέρι. Τραβήχτηκε η Γιαννούλα, όχι του είπε, δεν είμαι παππάς, μάνα είμαι, παιδί μου.
Βγήκε μια βόλτα στις όχθες του ποταμού, γλίστρησε και έπεσε στο νερό, κολύμπι δεν ήξερε, τα νερά ήταν παγωμένα και ορμητικά, δεν άργησε να γίνει το κακό. Όταν τον φέραν στο χωριό πνιγμένο, είπαν να τον θάψουν έξω από την μάντρα του νεκροταφείου, προς τη μεριά του γκρεμού, γιατί δεν ήταν σωστό να ταφεί σε ορθόδοξο κοιμητήρι ένας μουσουλμάνος. Το έμαθε η Γιαννούλα και ποιος είδε το θεό και δε φοβήθηκε. Πάει στον πρόεδρο του χωριού, το παιδί θα το θάψουμε κανονικά σαν πρέπει σε άνθρωπο, στο κοιμητήρι, του λέει, αλλιώς δε ξέρω κι εγώ τι θα γίνει, θα ρεζιλευτούμε σαν χωριό και σαν άνθρωποι. Πάρε τώρα απόφαση, εγώ δεν φεύγω από δω, αν δεν υπογράψεις χαρτί για την ταφή του. Θα πάρω τηλέφωνο στην Αθήνα στα κανάλια και τις εφημερίδες, αν δεν ταφεί κανονικά ο ξένος. Τελικά τον έπεισε. Πήρε το άψυχο κορμί μαζί με δυο συγχωριανές της, το έπλυναν, το έντυσαν, το ετοίμασαν και ως πρέπει το μοιρολόγησαν. Πήγε στον παππά, πάτερ του λέει, θα κάνεις τρισάγιο στον Ακράμ, αφού δεν έχουμε δικό του παππά, αδιάβαστο δεν θα τον βάλουμε στο χώμα. Τί λες χριστιανή μου, πως θα διαβάσω εγώ αλλόθρησκο, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα, τρελάθηκες; Τίποτα η Γιαννούλα, δεν έκανε πίσω, θα το κάνεις παππά μου για την ψυχούλα του, εσύ δεν μας λες συνέχεια πως ο θεός μας δεν είναι εκδικητικός, πως η θρησκεία μας είναι αγάπη. Θα το κάνεις παππά, αλλιώς θα με αναγκάσεις να μη ξαναπιστέψω σε τίποτα, του είπε ενώ του έβαζε με νόημα στη χούφτα γερό μπαξίσι.
«Έτι δεόμεθα υπὲρ αναπαύσεως της ψυχής του κεκοιμημένου δούλου του Θεού Ακράμ και υπὲρ του συγχωρηθήναι αυτού παν πλημμέλημα εκούσιόν τε και ακούσιον. Αιωνία σου η μνήμη, αξιομακάριστε και αείμνηστε αδελφέ ημών».
Έτσι λοιπόν θάφτηκε ο Ακράμ Καντίρ στην άκρη, αλλά εντός του κοιμητηρίου. Η Γιαννούλα δεν άφησε καμιά μέρα ή νύχτα σβηστό το καντήλι του. Το μνήμα του το έστρωσε περιμετρικά με πέτρες από το βουνό, που τις διάλεξε μία – μία και πάνω του φύτεψε λεβάντα, δεντρολίβανο και μέντα. Του έφτιαξε και μια αυτοσχέδια ξύλινη πλάκα και επάνω έγραψε μόνη της κάθετα το όνομά του:
ΑΚ
ΡΑΜ
ΚΑ
ΝΤΙΡ
Από τη συλλογή διηγημάτων μου με τίτλο: «Μουργκάνα»
*Το διήγημα της Τζένης Σιούτη «το μνημόσυνο» το ανεβάζουμε στην ιστοσελίδα της εφημερίδας «Η Κόκκινη» με την άδειά της.
