
(Στη φωτογραφία, οικογένειες ανθρακωρύχων στην απεργιακή κατασκήνωση στο Λάντλοου τον Φλεβάρη του 1914, δύο μήνες πριν από τη σφαγή τους από την εθνοφρουρά του Κολοράντο)
Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι παρμένα από την «Αυτοβιογραφία» της Μάνας Τζόουνς, εμβληματικής αγκιτατόρισσας και ηγετικής μορφής του αμερικάνικου εργατικού κινήματος για δεκαετίες, ανάμεσα στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Οδυσσέας το 1981 σε μετάφραση Σταμάτη Χατζηδήμου. Όλα τα αποσπάσματα είναι παρμένα από το 21ο κεφάλαιο του βιβλίου, σελίδες 152 έως και 155.
Στις 19 Απρίλη του 1914, πολυβόλα τοποθετήθηκαν πάνω από τον καταυλισμό του Λάντλοου. Ο ταγματάρχης Πατ Χάμροκ και ο ανθυπολοχαγός Λίντερφελντ ήταν επικεφαλής της εθνοφρουράς, που η πλειοψηφία της αποτελούνταν από πιστολάδες της εταιρείας (σημ. «Κόκκινης»: που ανήκε στον Ροκφέλερ), οι οποίοι είχαν ορκιστεί στρατιώτες.
Νωρίς το πρωί, οι στρατιώτες πλησίασαν τον καταυλισμό των απεργών ανθρακωρύχων, ζητώντας εκ μέρους του αρχηγείου από τον ηγέτη των Ελλήνων, Λούη Τίκας, να παραδώσει δύο Ιταλούς. Ο Τίκας ζήτησε το ένταλμα συλλήψεώς τους. Δεν είχαν. Ο Τίκας αρνήθηκε να τους παραδώσει. Οι στρατιώτες γύρισαν στο αρχηγείο. Ρίχτηκε μια φωτοβολίδα. Μετά άλλη μία.
Και αμέσως τα πολυβόλα άρχισαν να ραντίζουν με σφαίρες τον πρόχειρο καταυλισμό. Σαν σιδερένια βροχή, οι σφαίρες έπεφταν αδιάκριτα πάνω σε άντρες, γυναίκες και παιδιά. Οι άντρες υπερασπίστηκαν τα σπίτια τους με τα όπλα τους.
Οι πυροβολισμοί συνεχίστηκαν όλη την ημέρα. Οι άντρες έπεφταν νεκροί, με τα πρόσωπά τους στο χώμα. Έπεσαν και γυναίκες. Ο μικρός Σνάϊντερ χτυπήθηκε στο κεφάλι, ενώ προσπαθούσε να σώσει το γατάκι του.
Γύρω στις 5 το απόγευμα, οι ανθρακωρύχοι δεν είχαν πια ούτε φαΐ, ούτε νερό, ούτε πυρομαχικά. Ήταν αναγκασμένοι να υποχωρήσουν προς τους λόφους μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Τον Λούη Τίκας τον έκανε κόσκινο η εθνοφρουρά με τις σφαίρες, ενώ προσπαθούσε να οδηγήσει γυναίκες και παιδιά σε ασφαλές μέρος. Μαζί του χάθηκαν και αυτές και τα παιδιά.
Έπεσε η νύχτα. Οι φαντάροι, μεθυσμένοι από το αίμα και το ποτό, έβαλαν φωτιά στις σκηνές του Λάντλοου, με δαδιά μουσκεμένα στο πετρέλαιο. Οι σκηνές, τα ρούχα και τα στρωσίδια των ανθρακωρύχων κάηκαν, φωτίζοντας μέσα στη νύχτα τον ουρανό. Οι φαντάροι βούλωσαν με κουλούρες με αγκαθωτό σύρμα το πηγάδι, το μοναδικό μέρος από όπου έπαιρναν νερό οι ανθρακωρύχοι.
Οι απεργοί κάλεσαν όλους τους άντρες στα όπλα. Οπλίστηκαν όλοι μέχρι τον τελευταίο, σε όλη την περιφέρεια όπου γινόταν η απεργία. Το Λάντλοου συνέχισε να καίει μέσα στις καρδιές τους.
Όλοι δραστηριοποιήθηκαν. Μια αντιπροσωπεία από το Λάντλοου πήγε να δει τον πρόεδρο (σημ. «Κόκκινης»: των ΗΠΑ) Ουίλσον. Ανάμεσά τους ήταν και η κυρία Πετρούτσι που τα τρία μωρά παιδιά της είχαν πεθάνει ψημένα στη φωτιά του Λάντλοου. Είχε κάτι να πει στον πρόεδρό της.
Αυτός μελέτησε την κατάσταση και έκανε προτάσεις για μια τρίχρονη ανακωχή που θα δέσμευε και τους ανθρακωρύχους και τους εργοδότες. Οι εργοδότες όμως αρνήθηκαν με περιφρόνηση.
Δραστηριοποιήθηκε και ο Ροκφέλερ. Μάζεψε γραφιάδες για να γράψουν μπροσούρες και δελτία που στάλθηκαν σε τεράστια κλίμακα σε όλους τους εκδότες της χώρας.
Αυτά τα φυλλάδια έδειχναν την απόλυτη ευτυχία που υπήρχε στη ζωή του ανθρακωρύχου, μέχρι που ήρθαν οι αγκιτάτορες. Πόσο χαρούμενος ήταν με το σαλούν της εταιρείας, με το αχούρι της εταιρείας που του έδιναν για σπίτι. Πόσο ικανοποιημένος ήταν με τους δασκάλους και τους ιεροκήρυκες της εταιρείας. Πόσο συμφωνούσε με τους ιατροδικαστές της εταιρείας και τις γνωματεύσεις τους για τα συνεχή ατυχήματα στις στοές.
Τα φυλλάδια αποδείκνυαν το πόσο μισούσαν οι ανθρακωρύχοι τον νόμο της πολιτείας για την καθιέρωση του οχτάωρου, ικετεύοντας να τους επιτραπεί να δουλεύουν δέκα και δώδεκα ώρες.
Και ενώ τα φυλλάδια ταξίδευαν σε όλη τη χώρα, οι γυναίκες στο Λάντλοου θρηνούσαν ακόμη τα σκοτωμένα και καμένα στη φωτιά παιδιά τους.
